Συνέντευξη Σίνισα Γκόγκιτς: «Δεν έπρεπε να έρθουν μαζί στον Ολυμπιακό Ζιοβάνι και Ζάχοβιτς»
Ο Σίνισα Γκόγκιτς, ο θρυλικός… «παππούς Γκόγκα» των οπαδών του Ολυμπιακού θυμάται τα χρόνια του στην Πειραιά και αφηγείται άγνωστες ιστορίες από τα αποδυτήρια του Ρέντη.
«Καλά ρε, θέλουμε το πρώτο μας πρωτάθλημα μετά από δέκα χρόνια κι αυτοί πάνε και φέρνουν έναν γέρο από την Κύπρο»; Ήταν 31 Ιανουαρίου 1997, όταν ο Ολυμπιακός ανακοίνωνε στο… παρά ένα της λήξης της μεταγραφικής περιόδου την απόκτηση του 34χρονου Σίνισα Γκόγκιτς από την Ανόρθωση, και η μεγάλη πλειοψηφία των «ερυθρόλευκων» φιλάθλων αντιμετώπιζε με έντονη δυσπιστία έως… αγανάκτηση την επιλογή του Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Σήμερα, 25 χρόνια μετά, ο θρυλικός «γερό Γκόγκα» αποτελεί μια από τις πλέον εμβληματικές μορφές της μεγάλης επιστροφής του Ολυμπιακού στο σάρωμα των εγχώριων τίτλων, με τα κατορθώματά του στη θρυλική πορεία της σεζόν 1998-99 στο Champions League, να μνημονεύονται… στα βάθη των αιώνων.
Πως είχε ζήσει ο ίδιος, όμως, εκείνη τη διαδρομή; Ο μεγάλος Σίνισα Γκόγκιτς συναντά τον Γιώργο Μπιτσικώκο, καταγράφει μυστικά της τεράστιας καριέρας του, αφηγείται ιστορίες για τον Ολυμπιακό των 90’ς και αποκαλύπτει ότι σε… άλλον Ολυμπιακό επρόκειτο αρχικά να αγωνιστεί στην Ελλάδα!
Photo Credits: Eurokinissi | Κλόντιαν Λάτο
«Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω πιλότος. Αυτό ήταν το όνειρόμου! Άσε που πιτσιρικάς ήμουν… κοντούλης!»
–Σήμερα θέλω να το πάρουμε από την αρχή. Θέλω να μου πεις πώς ξεκίνησες να παίζεις ποδόσφαιρο.
–Κοίτα Γιώργο… Πώς ξεκίνησα; Ξεκίνησα λίγο αργά -με τα σημερινά δεδομένα- σε ηλικία 12 χρονών. Έπαιζα στην γειτονιά μου στο Νις όπου γεννήθηκα και όλη μέρα ήμασταν με μια μπάλα. Εγώ όμως είχα όνειρο να γίνω πιλότος!
–Πιλότος;
–Ναι γιατί δίπλα στο σπίτι μας ήταν το στρατιωτικό αεροδρόμιο και έβλεπα συνέχεια τα αεροπλάνα. Μας αφήνανε και πολλές φορές οι στρατιώτες να μπαίνουμε μέσα και είχα αυτό το όνειρο.
–Σε κέρδισε όμως το ποδόσφαιρο.
–Ξεκίνησα μετά από προτροπή του πατέρα μου από την τοπική ομάδα που ήταν στην Γ’ Εθνική, την Παλιλούλατς. Εκεί ήμουν και τυχερός, καθώς ένας προπονητής ο Μίσα Μιλένκοβιτς, μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα. Με έκανε να αγαπήσω το ποδόσφαιρο και μετά από δύο χρόνια πήρα και την πρώτη μου μεταγραφή στην Ραντνίσκι Νις. Παίξαμε ένα παιχνίδι φιλικό με την Ραντινίσκι και ο προπονητής της ρώτησε τον δικό μας “που βρήκες αυτόν τον μικρό”. Βλέπεις ήμουνα κοντούλης.
–Σοβαρά;
–Ναι ήμουν πολύ κοντός. Έπαιζα “οχτάρι” και μέσα σε ένα καλοκαίρι πήρα 15 πόντους. Εκεί ίσως έπρεπε να δουλέψω περισσότερο, καθώς δεν έκανα διατάσεις με αποτέλεσμα να χάσω την ταχύτητά μου. Ευτυχώς μετά την ξαναβρήκα. Στα 17 άρχισαν να με βάζουν για προπονήσεις με την πρώτη ομάδα και πρόλαβα να κάνω προπόνηση με τον σημερινό προπονητή της Εθνικής, τον Ντράγκαν Στοΐκοβιτς. Παράλληλα ήμουν και με τον Ντράγκαν Μίτροβιτς, που δουλεύουμε μαζί και στην ακαδημία του Ολυμπιακού στην Ηλιούπολη. Μετά το 1987 έφυγα για το Βελιγράδι και την Ραντ. Εκεί είχα πρόεδρο έναν θαυμάσιο άνθρωπο τον κ. Γιοβάνοβιτς ο οποίος μας έλυνε κάθε πρόβλημα. Τον πρώτο χρόνο μείναμε στην κατηγορία και την επόμενη χρονιά βγήκαμε 3οι και παίξαμε στην Ευρώπη.
–Με αντίπαλο τον Ολυμπιακό.
–Ναι αλλά εγώ δεν έπαιξα, γιατί είχα φύγει για την Κύπρο. Μάλιστα ήμουν μαζί με τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς, ο οποίος έφυγε τότε και αυτός για να πάει στον Ηρακλή.
«Είχε έρθει ο Ολυμπιακός Βόλου να με αγοράσει από τη Ραντ, πριν πάω στην Κύπρο, κάναμε ραντεβού με τον Βασίλη Δανιήλ, αλλά μου είπε ότι έψαχνε δεκάρι και δεν με πήρε»
–Πώς πήγες στην Κύπρο;
–Αρχικά δεν ήταν να πάω εκεί. Είχα πρόταση από τον Ολυμπιακό Βόλου που ήταν προπονητής ο Δανιήλ αν θυμάμαι καλά. Είχαμε παίξει κόντρα στην Βαρντάρ Σκοπίων και είχε έρθει να με δει. Ήμουν ο καλύτερος παίκτης και είχα βάλει ή 2 ή 3 γκολ. Κάναμε ένα ραντεβού, αλλά ήθελε “10άρι”. Θα μπορούσα να έχω έρθει στην Ελλάδα 26 χρονών. Αλλά τελικά δεν έγινε η μεταγραφή.
–Αυτό όντως δεν το έχω ξανακούσει.
–Γιατί δεν το έχω ξαναπεί. Δεν την γνωρίζουν πολλοί αυτή την ιστορία.
–Τελικά τι έγινε τότε;
–Εγώ είχα συμφωνήσει με τη Ραντ για την ανανέωση του συμβολαίου μου, αλλά με έπαιρναν τηλέφωνο κάθε μέρα από την Κύπρο. Να φανταστείς δεν ήξερα ακριβώς που ήταν και νόμιζα ότι ήταν η Κρήτη. (γέλια).
–Και τελικά πήγες.
–Με προτροπή του πεθερού μου, ο οποίος ήταν άνθρωπος που με βοήθησε να πάρω σωστές αποφάσεις στη ζωή μου. Τώρα δεν ζει βέβαια, αλλά του χρωστάω πολλά. Πήγα λοιπόν στην Κύπρο, όπου προπονητής ήταν ο Ματζουράκης. Μάλιστα μαζί μου είχε πάρει και τον Σάπουριτς, ο οποίος με δικό του γκολ έκρινε το πρωτάθλημα στη Σερβία. Έμεινα εκεί για 7 ημέρες και θυμάμαι ότι από την Ραντ είχαν στείλει μαζί μου και τον Ντράγκαν Κοκότοβιτς, ο οποίος είχε μάθει ελληνικά, επειδή έπαιξε στα Γιάννινα. Δούλευε τότε στις μικρές ομάδες της Ραντ. Κάθε μέρα υπήρχε και άλλη απόφαση όμως στον ΑΠΟΕΛ.
–Τι εννοείς;
–Ήταν μένουμε -φεύγουμε η κατάσταση, γιατί για τον ΑΠΟΕΛ ήταν περίεργο να πάρει παίκτες από κομουνιστική χώρα. Έπαιρνε Άγγλους, Σκωτσέζους και δεν ήξεραν τι να κάνουν με εμάς. Ήμουν στο γραφείο του κ. Παπαέλληνα και του κ. Μιχαηλίδη που ήταν δύο πολύ καλοί άνθρωποι. Μας είπαν να φύγουμε κι εγώ τότε ρώτησα τι έγινε. Γιατί πραγματικά με είχαν πάρει εκατοντάδες τηλέφωνα για να κατέβω Κύπρο και ξαφνικά δεν με ήθελαν. Μου είπαν ότι είναι πολλά τα λεφτά. Αλλά εγώ τελικά συμφώνησα να πάρω τα ίδια λεφτά με τον Σάπουριτς, παρότι εγώ ήμουν σέντερ φορ κι αυτός χαφ. Αυτόν όμως τον ήξεραν, ειδικά ο Μαντζουράκης, ενώ εμένα δεν με ήξεραν.
–Τελικά όμως υπέγραψες.
–Ναι αλλά με περιπέτεια. Ο Σάπουριτς υποσχέθηκε να παίξει σε ένα ματς προς τιμήν του Παντζιαρά, του τερματοφύλακα που σταματούσε την καριέρα του. Μου είπαν τότε να παίξω κι εγώ, αλλά εγώ δεν είχα ούτε παπούτσια. Στο τέλος έπαιξα περίπου 50 λεπτά και μετά άλλαξαν όλα. Μάλιστα θυμάμαι ότι έλεγαν μεταξύ τους ότι είχα μπει σε λάθος αεροπλάνο και λογικά πήγαινα σε κάποια άλλη χώρα να παίξω και βρέθηκα τυχαία στην Κύπρο. Έτσι ξεκίνησα και πήραμε πρωτάθλημα, βγήκα πρώτος σκόρερ, καλύτερος ξένος στην Κύπρο και γενικά ξεκίνησε η καριέρα μου στο νησί. Τον επόμενο χρόνο παιξαμε και κόντρα στην Μπάγερν και θυμάμαι έκανα δύο σπουδαία παιχνίδια. Αουγκεντάλερ, Κόλερ, Λάουντρουπ, Έφενμπεργκ, Ρόιτερ. Τεράστιοι παίκτες, αλλά εγώ πήγα πολύ καλά. Μετά από δέκα ημέρες, ήρθε ένας μάνατζερ Ουγγρογερμανός και μου έκανε φοβερή πρόταση. Αλλά εγώ είχα συμβόλαιο και ρώτησα τους ανθρώπους του ΑΠΟΕΛ, αλλά δεν με έδιναν. Δεν έμαθα βέβαια και ποτέ για ποια ομάδα ήταν η πρόταση. Δεν είχα και μάνατζερ και τελικά δεν κέρδισα τίποτα. Δεν πήρα ούτε λεφτά, ούτε έκανα ανανέωση με τον ΑΠΟΕΛ για να πάρω κάτι παραπάνω. Έμεινα στον ΑΠΟΕΛ 4 χρόνια και πήρα δύο πρωταθλήματα και ένα κύπελλο. Μετά πήγα στην Ανόρθωση και ήμουν με τον Κετσπάγια και πήραμε το πρωτάθλημα μετά από σχεδόν 33 χρόνια και από τον Φεβρουάριο του 1997 ήρθα στον Ολυμπιακό.
«Όταν παίξαμε ένα φιλικό ο ΑΠΟΕΛ με την ΑΕΚ, με μάρκαρε ο Μανωλάς και μου έλεγε “τι κάνεις εσύ στην Κύπρο; Έλα στην ΑΕΚ, είσαι για εμάς, όχι για την Κύπρο»
–Ο Μπάγεβιτς σε ήξερε από την Γιουγκοσλαβία ή σε έμαθε μετά;
-Νομίζω το 1991-92 που είχαμε πάρει το πρωτάθλημα με τον ΑΠΟΕΛ και είχαμε προπονητή τον Γκμοχ παίξαμε με την ΑΕΚ. Εκεί με είδε νομίζω για πρώτη φορά ο Μπάγεβιτς. Τότε με μάρκαρε ο Μανωλάς και μου έλεγε: “Τι κάνεις εσύ στην Κύπρο; Έλα στην ΑΕΚ. Είσαι για εμάς, όχι για την Κύπρο”. Κι αυτό το λέω πρώτη φορά. Δεν το έχω ξαναπεί. Ο Θεός όμως ήθελε να γίνει τελικά αλλιώς.
–Να έρθεις στον Ολυμπιακό δηλαδή;
–Καθαρά από τύχη. Τότε είχε τραυματιστεί ο Ίλια Ίβιτς -με τον οποίο είμαστε φίλοι και μάλιστα οικογενειακοί- που ήταν το αστέρι του Ολυμπιακού. ο Ολυμπιακός δεν μπορούσε να πάρει ξένο παίκτη και μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Μπάγεβιτς.
–Στην αρχή γνώρισες την αμφισβήτηση πάντως.
–Ναι γιατί είχα έρθει 33-34 ετών, αλλά εγώ ήξερα ποιος είμαι. Εργομετρικά που έκανα, έπαθαν πλάκα όλοι. Στην Κύπρο είχα προπονητή τον Μιτόσεβιτς και γυμναστή τον Κέζο. Είχα δουλέψει πραγματικά καλά. Στην αρχή δεν με ήθελε η μπάλα. Στο πρώτο ματς με τον Ηρακλή έχασα φοβερές ευκαιρίες. Με πήρε από κάτω και έβαλα πρώτα δύο γκολ κόντρα στον Εδεσσαϊκό. Όμως είχα 10 ή 11 ασίστ, κάτι που κανείς δεν έβλεπε. Τότε ο Αλενξανδρής όταν ήρθα είχε 5 γκολ και με εμένα βγήκε πρώτος σκόρερ. Αλλά πετύχαμε και τον πρώτο στόχο που ήταν να πάρουμε το πρωτάθλημα μετά από 10 χρόνια.
«Γυρνούσα σπίτι μετά τα ματς με τον Ολυμπιακό και πολλές φορές με ρωτούσε η γυναίκα μου “γιατί δεν έβαλες εσύ το γκολ”; Ήμουν πολύ ομαδικός…»
–Τότε ήταν που είχε πει ο Μπάγεβιτς ότι ο Γκόγκιτς ανοίγει διαδρόμους.
-Ναι και πολλοί δημοσιογράφοι κορόιδευαν. Εγώ πιστεύω ότι πέτυχα γιατί ήμουν πολύ διαφορετικός από άλλους σέντερ φορ, είχα συνεχώς κίνηση, ζητούσα τη μπάλα στο χώρο, ήμουν γρήγορος και δυνατός στο ψηλό παιχνίδι και μπορούσα μόνος μου να κάνω φάσεις. Στην Ελλάδα δεν έβαλα πολλά γκολ, αλλά έβαλα πολλά κρίσιμα. Ήμουν γκολτζής, αλλά εδώ δεν χτύπαγα πέναλτι. Μόνο ένα χτύπησα κόντρα στον Εθνικό κι αυτό γιατί ο Τζόλε είχε χάσει ένα στο ματς. Θυμάμαι ότι πολλές φορές και η γυναίκα μου μου έλεγε: “Γιατί δεν έβαλες εσύ το γκολ;”. Ήμουν πολύ ομαδικός και έπαιζα για την ομάδα. Ξεκινήσαμε λοιπόν με τον Μπάγεβιτς, που οργάνωσε την ομάδα σε όλους τομείς, να φτιάχνουμε αυτό που καταφέραμε.
–Αυτό ήταν και το μυστικό της επιτυχίας;
-Νομίζω ότι μεγαλύτερο ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι υπήρχαν στην ομάδα πολλοί Έλληνες παίκτες. Δεν ήμασταν πολλοί οι ξένοι. Όμως εγώ ένιωθα την Ελλάδα ως χώρα μου, αφού είχα γίνει και Κύπριος. Επίσης είχαμε φοβερή σχέση μέσα στα αποδυτήρια και αυτό ήταν έργο του Μπάγεβιτς, γιατί μας κρατούσε όλους σε εγρήγορση και ποτέ δεν ήξερες ποιός θα παίξει στο ματς. Είχαμε τρομερά αποδυτήρια. Ο Μπάγεβιτς βέβαια είχε πάντα γρήγορους παίκτες στα άκρα.
–Πάμε να μιλήσουμε για τα μεγάλα παιχνίδια; Να ξεκινήσω από την Γιουβέντους;
-Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο απ’ όλα.
–Πώς την θυμάσαι εκείνη την βραδιά;
–Θυμάμαι ότι δεν περάσαμε (γέλια). Είχε πολύ άσχημο καιρό. Μπορούσαμε να τελειώσουμε το ματς νωρίτερα. Ήμασταν πολύ καλύτεροι από την μεγάλη Γιουβέντους που είχε Ζιντάν, Ντεσάμπ και όλους αυτούς τους μεγάλους παίκτες. Χάσαμε μεγάλες ευκαιρίες και είχαν χάσει Γεωργάτος και Αμανατίδης να κάνουν το 2-0. Έτσι ήθελε όμως ο θεός να μην περάσουμε. Ήταν απίστευτη η φάση με την οποία δεχτήκαμε το γκολ. Ουσιαστικά δεν είχε γίνει σέντρα, αλλά ο αέρας πήρε την μπάλα και ο Δημήτρης (σημ. Ελευθερόπουλος) που ήταν ένας από τους καλύτερους παίκτες μας όλα τα χρόνια, έκανε το λάθος. Πιστεύω ότι αν πηγαίναμε στον ημιτελικό θα ήμασταν στα ίσα ακόμα και με την Μάντσεστερ. Πάντως στην Ελλάδα σε όλα τα ματς, απλά περιμέναμε να βγούμε στο γήπεδο. Δεν βλέπαμε κανένα, ούτε Άγιαξ, ούτε Πόρτο, ούτε κανέναν. Μπαίναμε επιθετικά για να πετύχουμε το στόχο μας.
H ενδεκάδα του Ολυμπιακού στο εντός έδρας παιχνίδι με την Κροάσια, στην ονειρεμένη ευρωπαϊκή πορεία της σεζόν 1998-99. Πάνω σειρά: Τζόρτζεβιτς, Ανατολάκης, Αμανατίδης, Ελευθερόπουλος, Γκόγκιτς, Πουρσανίδης. Κάτω σειρά: Γιαννακόπουλος, Καραπιάλης, Καραταίδης, Αλεξανδρής, Μαυρογενίδης.
–Πες μου τώρα για το ματς με τη Ρεάλ στο “Μπερναμπέου” με το χέρι του Ρομπέρτο Κάρλος. Πρέπει να είναι το μοναδικό παιχνίδι που είχες “τρελαθεί”.
–Ναι ήταν γιατί πραγματικά ήταν άδικο. Όλοι τρελάθηκαν όχι μόνο εγώ. Μας έκλεψαν ένα πέναλτι και μια κόκκινη κάρτα. Αν γινόταν εκεί το γκολ, τότε θα ήταν και διαφορετικό το ματς. Μετά το ματς ο Ρομπέρτο Κάρλος γέλαγε, αλλά δεν είπε τίποτα. Μάλιστα αλλάξαμε και φανέλες.
«Ο Ζιοβάνι ήταν λίγο… τεμπελάκος στην προπόνηση, αλλά πραγματικά μίλαγε στην μπάλα, χαιρόσουν να τον βλέπεις»
–Πάμε τώρα να μου πεις για Ζιοβάνι και Ζάχοβιτς που τον έζησες και ως προπονητής. Πώς ήταν σαν χαρακτήρας;
–Ο Ζάχοβιτς πίστευε ότι τον ζηλεύαν όλοι επειδή είχε πάρει τόσα λεφτά. Ήταν ποιοτικός παίκτης, αλλά να σου πω κάτι; Πιστεύω ότι εκεί έγινε λάθος. Έπρεπε να έρθει μόνο ο ένας από τους δύο. Ή ο Ζιοβάνι ή ο Ζάχοβιτς. Ήταν ίδιοι παίκτες, αλλά και πλέον από γρήγορη ομάδα που ήμασταν μπροστά, γίναμε ξαφνικά πολύ αργή ομάδα. Είχε ποιότητα ο Ζάχοβιτς βέβαια, αλλά φυσικά και οι δύο ήταν ποιοτικοί. Πιστεύω ότι ο Ζιοβάνι ήταν ο πιο ποιοτικός παίκτης που πέρασε ποτέ από τον Ολυμπιακό. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι στα πρώτα ματς ο Ζιοβάνι ήταν άπιαστος, αλλά μετά τον τραυματισμό δεν ήταν ο ίδιος. Ήθελε πολύ χρόνο να γυρίσει. Έμεινε στον Ολυμπιακό λόγω του κόσμου, που τον ήθελε. “Μίλαγε” με την μπάλα, χαιρόσουν να τον βλέπεις. Ήταν βέβαια λίγο “τεμπελάκος” στην προπόνηση και θυμάμαι που μου έλεγε ότι στη Σάντος τον είχαν βάλει να χάσει 8-9 κιλά και μετά έπαιξε. Σκέψου ότι με τόσο περισσότερο βάρος έπαιξε εδώ και έκανε τη διαφορά. “Χρυσό” παιδί πάντως, επαγγελματίας και δεύτερος πατέρας του Καστίγιο, ο οποίος του χρωστάει την καριέρα του.
–Σας έχει μείνει πίκρα που δεν καταφέρατε να κάνετε το κάτι παραπάνω στην Ευρώπη;
-Πίκρα είχαμε γιατί ειδικά με την Γιουβέντους ήμασταν καλύτερη ομάδα. Στην αρχή βέβαια στο Τσάμπιος Λιγκ, σε κάθε παιχνίδι πηγαίναμε εκτός έδρας και “τρώγαμε” 3-4-5 γκολ. Θυμάμαι με τη Ρόζενμποργκ στη Νορβηγία με κρύο και χιόνι, ήμουν στον πάγκο και στην αρχή μας είχαν αφήσει. Εμείς λέγαμε ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι. Όμως άρχισαν να πιέζουν ψηλά και δεχτήκαμε πέντε γκολ. Αυτό άλλαξε μετά.
–Που άλλαξε αυτό;
-Στο Πόρτο. Ήμασταν πολύ τυχεροί. Χάναμε 2-0 και μπορούσαμε να έχουμε φάει πολλά γκολ. Όμως καταφέραμε στο τέλος με το γκολ του Γιαννακόπουλου και με το δικό μου να ισοφαρίσουμε 2-2 και εκείνο το βράδυ πιστεύω ότι άλλαξε όλη η νοοτροπία του Ολυμπιακού στην Ευρώπη.
–Το γκολ με την Κροάσια ήταν το καλύτερο που έχεις βάλει;
–Ναι ήταν το καλύτερο. Γενικά όλη η ενέργεια. Βγήκαμε στην κόντρα και θυμάμαι και τον σπίκερ που έλεγε “ο γέρο Γκόγκα”. Δεν ήξερε και ο ίδιος τι να πει.
«Όταν έμαθα τι έλεγε ολόκληρο το σύνθημα «γεια σου Γκόγκα, γεια σου Γκόγκα”… πέθανα από τα γέλια»
–Μια και το είπες μόνος σου, το σύνθημα πώς σου φαινόταν;
-Μου άρεσε φυσικά. Αν και στην αρχή καταλάβαινα μόνο το “γειά σου Γκόγκα, γειά σου Γκόγκα”. Δεν ήξερα τι λέει το υπόλοιπο και όταν το έμαθα πέθανα από τα γέλια. Αλλά είναι ωραίο συναίσθημα να ακούς τους οπαδούς μετά όλα όσα έχεις πετύχει να τραγουδάνε το όνομά σου.
–Νιώθεις ότι έφυγες νωρίς από τον Ολυμπιακό;
–Σίγουρα είχα ακόμα να δώσω πράγματα για τουλάχιστον ένα με δύο χρόνια. Ο Μαντζουράκης όμως, που μαζί μου έχει πάρει τα δύο πρωταθλήματα που έχει, μου έλεγε ότι θα μείνω. Τις τελευταίες ημέρες όμως μου είπε ότι θα φύγω. Εγώ μετά από δύο χρόνια πήρα ξανά πρωτάθλημα με τον ΑΠΟΕΛ, με τον Γκέραρντ και μαζί με τον Σολάκη ήμουν πρώτος σκόρερ στην ομάδα. Μπορούσα να μείνω τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμα στον Ολυμπιακό και δεν με ένοιαζε ότι θα ήμουν βασικός. Παλιά βλέπανε την ηλικία και εγώ ήμουν 36 στα 37 και ήμουν σε καλή κατάσταση.
–Είσαι ευχαριστημένος από την καριέρα σου; Πέτυχες αυτά που ήθελες;
–Φυσικά και είμαι. Έπαιξα στην καλύτερη ομάδα της Ελλάδας, με την καλύτερη οργάνωση. Είχα δύσκολο δρόμο, αλλά όλα τα πέτυχα χάρη στην οικογένειά μου. Στην αρχή ήταν δύσκολα, γιατί είχα χάσει την ευκαιρία να παίξω και στην Εθνική Ελπίδων της Γιουγκοσλαβίας, λόγω ενός τραυματισμού. Στο τέλος η ευκαιρία μου δόθηκε να παίξω για την Εθνική Κύπρου. Δικαίωσα και τον Μπάγεβιτς που με εμπιστεύτηκε, αλλά άνοιξα και τον δρόμο σε παίκτες να έρθουν από την Κύπρο στην Ελλάδα. Ένα χρόνο πριν από μένα ήρθε ο Κετσπάγια και μετά εγώ και τότε άρχισαν όλοι να βλέπουν παίκτες από την Κύπρο.
«Πριν την ρεβάνς με την Ανόρθωση με είχε ρωτήσει ο Κόκκαλης αν έχω μεγάλο σπίτι στην Κύπρο γιατί αν αποκλειόμασταν θα έπρεπε να φιλοξενήσω τους παίκτες του Ολυμπιακού που… θα έμεναν εκεί»
–Τώρα είναι ο Άλεξ ο γιός σου που συνεχίζει στην Κύπρο.
–Όλα μου τα παιδιά και ο Άλεξ και οι κόρες μου η Άννα και η Νίνα γεννήθηκαν στην Κύπρο. Οι κόρες μου δουλεύουν στην Αγγλία, ο γιός μου είναι στη Σκωτία. Ήταν στην Χιμπέρνιαν και τώρα έχει πάει στην Σεντ Μίρεν. Πήγε και στην Εθνική Κύπρου και ο Κωστένογλου τον έβαλε με την Εσθονία και έπαιξε στόπερ. Εγώ είχα λίγο φόβο, αλλά όλοι μου είπαν ότι ήταν πολύ καλός.
–Πώς σου φαίνεται που παίζει στην Κύπρο; Πώς τον βλέπεις;
–Κοίτα είναι ελεύθερος τώρα και θα είναι καλό να παίξει για να τον δουν ομάδες. Έφυγε μικρός από την Ελλάδα. Ήταν στην ακαδημία του Ολυμπιακού, αλλά όλοι έλεγαν ότι θα παίξει επειδή είναι γιός μου. Γι αυτό αποφάσισε και πήγε στην Αγγλία στην δεύτερη ομάδα της Σουόνσι, όπου έμεινε δύο χρόνια. Λέγαν όλοι ότι θα γίνει “νέος Γκόγκιτς”, όμως παίζει διαφορετική θέση. Εγώ γελάω γιατί βλέπω τον γιο του Θανάση Κωστούλα που παίζει επιθετικός, ή τον γιο του Βασίλη Ιωαννίδη, που παίζει τώρα στον Παναθηναϊκό. Αυτοί ήταν αμυντικοί και οι γιοί τους έγιναν επιθετικοί. Με εμάς έχει γίνει το αντίθετο (γέλια). Να σου πω πάντως ότι ο Άλεξ έχει πλέον και δύο παιδιά, οπότε είμαι πραγματικά… παππούς (γέλια).
–Έχεις κάτι που να σε έχει στεναχωρήσει;
–Ναι το ότι δεν πέτυχα ως προπονητής. Είχα κάποιες στιγμές που πήγα καλά, αλλά δεν έκατσε. Στον Ερυθρό Αστέρα πήγα καλά, αλλά άλλαξε η διοίκηση. Στον Εργοτέλη επίσης ήταν καλά, αλλά πέθανε ο πρόεδρος ο Παπουτσάκης και μετά άλλαξαν τα πράγματα. Μετά άλλαξα και χώρες, πήγα στην Κίνα δύο φορές και μου έχει μείνει μια πίκρα, γιατί ξέρω τι μπορώ να δώσω και είμαι διαφορετικός από άλλους. Ψάχνομαι και θέλω να το προσπαθήσω. Αυτό μόνο, γιατί το ποδόσφαιρο μου έδωσε πολλά πράγματα και ότι καλύτερο μπορούσα να πάρω το πήρα. Έχω μια υπέροχη οικογένεια, με τις κόρες μου να έχουν σπουδαίες θέσεις σε μεγάλες εταιρίες, ενώ ο Άλεξ συνεχίζει αυτό που έκανα κι εγώ. Πάντως ο Άλεξ δεν ήθελε να παίξει μπάλα μικρός, αλλά του άλλαξα τη γνώμη (γέλια).
–Πες μου τώρα και κάτι ωραίο για να κλείσουμε.
–Θα σου πω κάτι με τον κύριο Κόκκαλη, που είχε τρομερό χιούμορ. Δεν ξεχνάω όταν παίξαμε με Ανόρθωση και κερδίσαμε με το ζόρι 2-1. Εγώ ήμουν έξω, γιατί μια μέρα πιο πριν, ο Ανατολάκης μου είχε κάνει τάκλιν στην προπόνηση και έπαθα διάστρεμμα. Πριν φύγουμε για τη ρεβάνς, μας μάζεψε στο Ρέντη και είπε: “Γκόγκα έχεις μεγάλο σπίτι στην Κύπρο; Γιατί εάν δεν προκριθείτε, όσοι χωρέσετε στο σπίτι του Γκόγκα για ύπνο έχει καλώς. Οι υπόλοιποι να γυρίσετε κολυμπώντας”. Πραγματικά κάποια παιδιά αγχώθηκαν, αλλά προκριθήκαμε. Ο Γεωργάτος ήταν αγχωμένος και πάντα μου λέει: “Θυμάσαι τι μας είπε ο Κόκκαλης;”. Εγώ πάντως θέλω να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, γιατί αυτός ήταν πρόεδρος και ουσιαστικά πήρε το ίδιο ρίσκο με τον Μπάγεβιτς για να με πάρει. Του εύχομαι ότι καλύτερο στο ζωή του. Δυστυχώς ξέρουμε τι έπαθε ο άνθρωπος με το παιδί του. Είναι ένας κύριος και πάντα θα τον θυμάμαι για το γέλιο του, που ήταν καλόκαρδο σαν τον Άγιο Βασίλη. Αυτός έκανε την αρχή και έφερε μεγάλους, τεράστιους παίκτες στον Ολυμπιακό και πήρε την σκυτάλη ο κ. Μαρινάκης και συνεχίζει να κρατάει μεγάλο τον Ολυμπιακό και να τον μεγαλώνει συνεχώς. Πήρε και τη Νότιγχαμ και του εύχομαι να την δει στην Premier League γιατί το αξίζει.
O Σίνισα Γκόγκιτς συζητά με τον συντάκτη του sportday.gr, Γιώργο Μπιτσικώκο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Φουρνιέ: «Λατρεύω την κάθε μέρα στον Ολυμπιακό»
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα
- Αποκάλυψη για Ρονάλντο: «Ο Μουρίνιο τον κάλεσε για να τον φέρει στην Φενέρμπαχτσε»
- Παναθηναϊκός Παρασκήνιο: Παπαδημητρίου κατά... Τζαβέλλα
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα