Ο Πρίντεζης δεν κάνει προσπάθεια να αρέσει

Συνδέθηκε με μία ομάδα, δεν απέφυγε τα παραπτώματα, έχει πληγώσει τους αντιπάλους του. Τι τρέχει και τον συμπαθεί όλος ο κόσμος;

«Αμφιβολία» είναι μία λέξη που δεν μπαίνει σε πρόταση που απαντά στην ερώτηση, «ποιο είναι το πιο σημαντικό σουτ στην ιστορία του Ολυμπιακού;» Δεν υπάρχουν κενά καν στο ίδιο το ζήτημα που τίθεται. Στην ιστορία του συλλόγου, ελάχιστες στιγμές πλησιάζουν και ουδεμία φτάνει το φλόουτερ του Γιώργου Πρίντεζη στην Πόλη, στις 13 Μαΐου 2012.

Η ανακοίνωση ότι ο Έλληνας πάουερ φόργουορντ υπέγραψε συμβόλαιο για ακόμα ένα έτος με τους «ερυθρόλευκους» ήρθε λίγες εβδομάδες μετά την αποχώρηση του Βασίλη Σπανούλη. Οι δυο τους ήταν συμπαίκτες για 11 χρόνια. Όταν ο Σπανούλης ανακοίνωσε ότι αποσύρθηκε, ακαριαία έκανε το ίδιο ο Νίκος Ζήσης και, λίγο αργότερα, ο Γιάννης Μπουρούσης. Ο Πρίντεζης πολύ άνετα θα μπορούσε να ενταχθεί στην κομπανία και να αποφύγει αυτό που έρχεται, δηλαδή μια νέα μέρα για την οποία δεν προκύπτει από κάπου αισιοδοξία. Συν τοις άλλοις, όταν είσαι συμπαίκτης με κάποιον για 11 χρόνια και έχεις συνδεθεί μαζί του με περισσότερους από έναν τρόπο, το ψυχολογικό υπόβαθρο καθιστά δυσκολότερη την παραμονή σου, ενώ αυτός αποφασίζει να φύγει.

 

Μια κουλ σεμνότητα

Η σύνδεση με το ένα κλαμπ και η κάπως στωική αντιμετώπιση της ζωής

Ο Πρίντεζης έχει υπογράψει με τον Ολυμπιακό πέντε συμβόλαια. Τα δύο τελευταία χρόνια έχει ανανεώσει για ένα έτος. Το μοτίβο παρέμεινε το ίδιο. Ο 36χρονος πάουερ φόργουορντ, αν ήθελε, θα μπορούσε να βάλει ένα ραντεβού μισή ώρα μετά την έναρξη της συνάντησης με τους αδελφούς Αγγελόπουλους. Η σιγουριά της ανανέωσης, κατά την επίσκεψη στα γραφεία, είναι για τους φίλους της ομάδας ένα ανακουφιστικό αίσθημα. Όπως γινόταν στην περίπτωση του Σπανούλη, τις τελευταίες σεζόν, δεν χρειαζόταν πολλή κουβέντα.

Ο Πρίντεζης πηγαίνει, βλέπει, υπογράφει και απέρχεται. Πρόκειται για déjà vu, το οποίο έχει τη δική του γοητεία. Σε μια εποχή που ο θόρυβος είναι ο κανόνας, ο Έλληνας διεθνής δεν κάνει καν τον κόπο να υποκριθεί ότι δεν είναι υπηρέτης της ομάδας και, περισσότερο από όλα,  δεν της χρωστάει το ευ ζην. Θα μπορούσε να απομονωθεί ο Ολυμπιακός, αλλά το παράδειγμά του είναι καθολικό: Υπάρχει μια τρόπον τινά στωικότητα, η οποία, αν μη τι άλλο, εκτιμάται από γνωστούς, φίλους και εχθρούς. Αν ο συναισθηματικός κόσμος του είναι πλήρης και η εξαγωγή μέσω των λέξεων γίνεται, ο αναγνώστης μόνο να το φαντάζεται μπορεί. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχει περάσει τις παιδικές ασθένειες, που από καιρού εις καιρόν εμφανίζονται στον αθλητή του αναγνωρίσιμου ομαδικού σπορ, έχει βρει μια ζηλευτή ισορροπία και παρά τη σύνδεσή του με μία ομάδα, ίσως και χάρη σε αυτήν, που μετρά στον ανταγωνισμό στο υψηλότερο επίπεδο, ενδεχομένως τον δημιουργεί, είναι αποδεκτός από το σύνολο των Ελλήνων φιλάθλων,

Είναι κουλ, αλλά, σε πείσμα της σιωπής του, το στυλ του δεν εκλαμβάνεται ως απάθεια. Υπάγεται στη σεμνότητα, σε μια στάση ζωής κατά την οποία οι καταστάσεις δεν μεγαλοποιούνται. Ο ίδιος θεωρεί ότι δεν φιλτράρει τα λόγια του, οπότε η αυτοσυγκράτηση έχει γίνει αναγκαστικά στοιχείο του χαρακτήρα του, ειδικά από τη στιγμή που εκτίθεται σε ένα κοινό. Κι αυτό αφορά στην αίσθηση της ευθύνης.

 

To «πράγμα» που φτιάχτηκε στο μοντάζ

Μια… στημένη ολίσθηση

Δεν υπήρξε από τους ακριβοθώρητους σταρ του ελληνικού μπάσκετ και ούτε στιγμή δημιούργησε ίντριγκα ή σπέκουλα για το μέλλον του. Αν ο Ολυμπιακός δεν τον έστελνε στην Ισπανία τα… χρόνια της υπομονής, θα επρόκειτο για μία σπάνια περίπτωση παίκτη που βρίσκεται από την αρχή ως το τέλος της καριέρας του στην ίδια ομάδα. Όχι πως τώρα είναι συχνή η κατηγορία στην οποία υπάγεται. Η εγκαρτέρηση, η αυταπάρνηση και, ταυτοχρόνως, η βελτίωση, να γίνει όσο καλύτερος μπορεί, συνοδεύτηκαν από χαρακτηριστικά όπως η έλλειψη εγωισμού, η λαχτάρα για μάθηση και η βεβαιότητα της παρουσίας.

Όπως όλοι οι Έλληνες μπασκετμπολίστες, που έχουν περάσει μεταξύ σφύρας και άκμονος και έχουν πάει σε αφιλόξενες έδρες για να παίξουν, ο Πρίντεζης έχει τραγουδήσει συνθήματα του Ολυμπιακού, ακόμα και υβριστικά, και έχει επικριθεί γι’ αυτό, αφού ο μεγαλύτερος ρουφιάνος είναι η κάμερα. Το χειρότερο που του συνέβη ήταν στη συνέντευξη με τον Πέτρο Κωστόπουλο, μετά την κατάκτηση της Ευρωλίγκας το 2013, με το μυθικό 100-89 επί της Ρεάλ Μαδρίτης στην Πράγα. Ο Πρίντεζης, τότε, ακούστηκε να λέει «δεν θα φορούσα ποτέ αυτό το πράγμα», αναφερόμενος στη φανέλα του Παναθηναϊκού.

Έπρεπε να περάσουν πέντε χρόνια για να διευκρινίσει πως, ό,τι ήταν αυτό που ακούστηκε στην τηλεόραση, ήταν φτιαγμένο στο μοντάζ, για να δημιουργηθεί ένα θέμα που, προφανώς, θα εκτόξευε τη θέαση της εκπομπής. Η πιο σημαντική παράμετρος, όμως, είναι ότι δεν έπρεπε να φτάσει σε αυτήν την εξομολόγηση για να «συγχωρεθεί».

 

Το βαθύ νόημα της εμπιστοσύνης

Πώς ένωσε τον κόσμο άθελά του

Ο θάνατος του πατέρα του, λίγο πριν την έναρξη των τελικών της Α1 με τον Παναθηναϊκό το 2016, έγινε, δυστυχώς, η αφορμή για να γίνουν τέσσερις από τους πιο ειρηνικούς τελικούς όλων των εποχών, σε μια σειρά που τα τρία παιχνίδια κρίθηκαν στα τελευταία δευτερόλεπτα.

Κι όσο κι αν επιθυμεί κάποιος να πει ότι αυτή η στάση έπρεπε να είναι δεδομένη, αφού πρόκειται για ανθρώπινη απώλεια, η ιστορία δείχνει ότι αφ’ ης στιγμής δημιουργείται μάζα, εξαφανίζεται η ηθική, που είναι προσωπική. Σε εκείνη την περίπτωση, στο ζύγι μπαίνει ο άνθρωπος που βιώνει το μαρτύριο του θανάτου και τα συναισθήματα που αναδεικνύει στον κόσμο, η εμπιστοσύνη που δημιουργεί.

Όταν η αλήθεια έβγαλε τα ρούχα της, αυτό που έμεινε ήταν ότι, ακόμα και με τη ροπή που έχει ο άνθρωπος στο «μίσος» και την κατακρεούργηση, τα οποία προκύπτουν δι’ ασήμαντον αφορμή, ο παίκτης του Ολυμπιακού δεν είχε κάνει κάτι το οποίο θα τον κατέτασσε στους «μισητούς», σε εκείνους που πάνε περίπατο τα ανθρώπινα ιδεώδη και ο δέκτης μεταμορφώνεται σε σαρκοφάγο θηρίο, που θέλει να κατασπαράξει το εκλεπτυσμένο θήραμά του.

 

Ένας λόγος που κρατήθηκε

Μακριά από τις προκλήσεις

Το τέλος της καριέρας του αχνοφαίνεται και είναι δεδομένο ότι θα γίνει στον Ολυμπιακό. Κράτησε το λόγο του. Αν και δεν πρόκειται για… επικήδειο, αφού ο παίκτης βρίσκεται σε δράση, ο Γιώργος Πρίντεζης ήταν κάποιος που τα καλά χρόνια του προσέφερε στο παιχνίδι μια στάση που δεν διεπόταν από τρελούς πανηγυρισμούς και ξεσπάσματα λύπης, που ήταν φιλοσοφημένη σε νίκες και ήττες, που δεν συμπεριλαμβάνονταν ακρότητες. Ακόμα και ο πανηγυρισμός του στην Πόλη, στο απαύγασμα των στιγμών του στα παρκέ, είχε στοιχεία ταπεινότητας. Δεν εξερράγη, δεν βρέθηκε να χοροπηδά και να αλαλάζει. Απόλαυσε σε βάθος τη στιγμή που δημιούργησε, απομύζησε όλη την έκσταση και προχώρησε παρακάτω.

Αποστασιοποιήθηκε των προκλήσεων, δεν ειρωνεύτηκε οπαδούς στην άψη της στιγμής, ένιωσε άνετα με το δέρμα του, με το ότι είναι αυτός που είναι, δεν νόμισε ότι ήταν καλύτερος από ό,τι πραγματικά ήταν και αυτό όντως τον έκανε καλύτερο από ό,τι νόμισε. Η Πόλη, το τρίποντο στον τέταρτο προημιτελικό με την Μπαρτσελόνα το 2015, το καλάθι και φάουλ στο ΟΑΚΑ τον Νοέμβριο του 2016, τον συνέδεσαν με τον Ολυμπιακό. Ο τρόπος, όμως, που μπαίνει στο γήπεδο, με σεβασμό και χωρίς δουλοπρέπεια, με μια θαυμαστή αυτεπίγνωση πως όλη αυτή η αδρεναλίνη είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, του βάζουν τη σφραγίδα ενός βετεράνου που, σε μια χώρα η οποία αναγνωρίζεται από τη φιλοξενία της αλλά όχι από την τάση της να αποτίνει τα δέοντα σε εν ενεργεία επαγγελματίες παντός είδους, έχει κερδίσει την καθολική εκτίμηση.

Είναι ο άντρας του άντρα, ο γαμπρός της μάνας, ο αδελφός του κουνιάδου. Ένα οικείο πρόσωπο και, παραδόξως, κάπως απρόσιτο, δίχως, όμως, ελιτίστικα στοιχεία. Κάποιος που μοιάζει να έχει βρει το νόημα, αφού, πρώτα, έχει απαντήσει σε όλα τα «γιατί». 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News