Ρεάλ Μαδρίτης: Ο «γύπας» Εμίλιο Μπουτραγκένιο και η πεντάδα (των θριάμβων) του

Ο Εμίλιο Μπουτραγκένιο, γεννημένος στη Μαδρίτη στις 22 Ιουλίου 1963, υπήρξε ένας από τους ανυπέρβλητους θρύλους της Ρεάλ. Η θέση του στη μυθιστορία του κλαμπ δεν αμφισβητείται, αν και δεν υπερτονίζεται.

Ακόμα και ο Ραούλ δεν θα ένιωθε άνετα στην προοπτική να βγει η κορυφαία ενδεκάδα στην Ιστορία της Ρεάλ Μαδρίτης. Ο «πρίγκιπας», που ήταν μέλος της ομάδας η οποία κατέκτησε τα Κύπελλα Πρωταθλητριών νούμερο 7, 8 και 9, άφησε το στίγμα του και με την παρουσία του καθόρισε την εποχή του. Το καθαρό πρόσωπο του Ραούλ έλαμπε από χαρά στα τέλη αυτού του Μαΐου, όταν, κρατώντας το τρόπαιο με τα μεγάλα αυτιά, πήγε να το παραδώσει στον Μαρσέλο μετά την επικράτηση των «μερένχες» επί της Λίβερπουλ, 1-0, στον τελικό του Champions League στο Παρίσι. Η αγάπη του για τη Ρεάλ Μαδρίτης εκλάμπρυνε τη στιγμή, της έδωσε καθαγιασμένη υπόσταση. Παρ’ όλα αυτά, ο Ραούλ δεν θα μπορούσε να είναι σίγουρος ότι θα περιλαμβανόταν στην κορυφαία ενδεκάδα όλων των εποχών, επειδή δύο από τις θέσεις στην επίθεση είναι «πιασμένες». Ο Κριστιάνο Ρονάλντο και ο Καρίμ Μπενζεμά εξυπακούεται πως βρίσκονται σε αυτές.

Για να μπει ο Ραούλ, θα πρέπει να μείνουν εκτός ο Αλφρέδο ντι Στέφανο, που έχει… ποσοστό από το συνολικό στάτους της «βασίλισσας» σε αθλητικό και κοινωνικό πλαίσιο, ο Φέρεντς Πούσκας, με τα εφτά γκολ σε δύο τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών, τέσσερα στο 7-3 επί της Άιντραχτ Φρανκφούρτης το 1960 και τρια στην ήττα 5-3 από την Μπενφίκα το 1962, αλλά και ποδοσφαιριστές όπως ο Σαντιγιάνα, ο Ρονάλντο, ο Έκτορ Φρανσίσκο Χέντο, ο Γκονζάλο Ιγκουαΐν Φερνάντο Μοριέντες, ο Ούγκο Σάντσες και, βέβαια, ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια στην Ιστορία της Ρεάλ Μαδρίτης: Ο «γύπας» Εμίλιο Μπουτραγκένιο.

 

Η βέσπα που πούλησε για χάρη της Ρεάλ Μαδρίτης

Ο «Μπούιτρε», που, παρεμπιπτόντως, επισκέφθηκε την Κω τις προάλλες, προκειμένου να παραστεί στο καμπ που κάνει η Ρεάλ Μαδρίτης στο νησί και όπως όλα δείχνουν γιορτάζει τα 59α γενέθλιά του στην Κρήτη, όπου παραθερίζει, υπήρξε υπομονετικός όπως ο γύπας. Βέβαια, συνάγεται εύκολα ότι το παρατσούκλι του συνοδεύεται από την ευκολία του συσχετισμού με το επώνυμό του, πάντως στο BBC το αγάπησαν, διότι, για κάποιο λόγο, οι δημοσιογράφοι του, ειδικά ο… σεσημασμένος για τη δυσκολία του να προφέρει λατινικά ονοματεπώνυμα, Ντέιβιντ Κόουλμαν, δυσκολεύονταν να το προφέρουν όλο. Είχαν, μάλιστα, μόλις καταφέρει -και αισθάνονταν περήφανοι γι’ αυτό- να προφέρουν το ονοματεπώνυμο Σεβεριάνο Μπαγεστέρος, το οποίο, βεβαίως, «περιγράφει» έναν από τους πλέον θρυλικούς γκολφέρ όλων των εποχών.

Σε αντίθεση με την αγγλική αδυναμία, ο Μπουτραγκένιο δεν προκαλούσε οπουδήποτε. Ο μπλόγκερ Αλέξ Μπουρούφ γράφει ότι είχε το πρόσωπο του Πίτερ Παν και έχει δίκιο. Είναι ανοιχτόχρωμος, στο βαθμό που αν ποτέ ο Ίγκορ Μπελάνοφ τού πάσαρε την μπάλα, στην περίπτωση που ετίθεντο αντιμέτωποι, θα είχε δίκιο να ισχυρίζεται ύστερα ότι τον μπέρδεψε με τον Αλεξέι Ζαβάροφ. Είχε, ούτως ή άλλως, την εσάνς Σοβιετικού, όχι μόνο στο πρόσωπο, που δύσκολα άλλαζε γκριμάτσες, αλλά και στον τρόπο παιχνιδιού του. Όταν ο Γιόχαν Κρόιφ έλεγε πως «ο Μπουτραγκένιο μπορούσε να κάνει σε ένα νόμισμα ό,τι άλλοι δεν γινόταν να πράξουν σε ολόκληρο το γήπεδο», επιβράβευε το ποδόσφαιρο του Βαλερί Λομπανόφσκι στην Ντινάμο Κιέβου. Ο Ουκρανός προφήτης της ποδοσφαιρικής γεωμετρίας θα έβρισκε στον Μπουτραγκένιο τον πλέον ιδανικό υπηρέτη του ποδοσφαίρου των συμπερασμάτων και των εξαγωγών, έναν ποδοσφαιριστή που θα έκανε σε κάθε παιχνίδι και τις 100 ενέργειες που ο ίδιος ο ιδιοφυής ανατολικός περίμενε από τους παίκτες του.

Μόνο μία φορά ολίσθησε ο Μπουτραγκένιο, στα 17 του, όταν είχε ήδη ενσωματωθεί στη δεύτερη ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης, την περίφημη Καστίγια. Ο «γύπας» συνήθιζε να μεταφέρεται με τη βέσπα στο προπονητικό κέντρο των «μερένχες» για προπόνηση, αλλά μία φορά υπέπεσε στην αντίληψη του προπονητή της ομάδας, Ντι Στέφανο. Ο Αργεντινός μίλησε σαν πατέρας στον Ισπανό μεσοεπιθετικό, τονίζοντάς του ότι πρέπει να προσέχει το σώμα του, άρα και τη σωματική ακεραιότητά του. Του ζήτησε να μην χρησιμοποιεί τη βέσπα στις μετακινήσεις του. Ο Μπουτραγκένιο τον άκουσε, μόνο που ένα απόγευμα Σαββάτου την χρησιμοποίησε για να συναντηθεί με φίλους του. Για κακή τύχη του, στο αυτοκίνητο που βρισκόταν από πίσω του και του κόρναρε, βρισκόταν ο Ντι Στέφανο, με ένα αναψοκοκκινισμένο, γεμάτο με θυμό, πρόσωπο. Την επόμενη μέρα, ο νεαρός ποδοσφαιριστής της Ρεάλ ξεκίνησε τις διαδικασίες για να πουλήσει τη βέσπα.

 

Η Ρεάλ Μαδρίτης και η καλή τύχη του Γκαγέγκο

Αν ο, σκληροπυρηνικός οπαδός της Ρεάλ Μαδρίτης, Εμίλιο Μπουτραγκένιο Μπεναβέντε έγραψε το νεογέννητο γιο του στο μητρώο μελών του συλλόγου, ως το νούμερο 20.612, πριν πάρει το πιστοποιητικό γεννήσεώς του δεν είναι γνωστό, πάντως ο μικρούλης έγινε φίλαθλος των «μερένχες» από τα γεννοφάσκια του. Ύστερα από μια σχετικά σύντομη αναζήτηση στο μπάσκετ, ο Μπουτραγκένιο γράφτηκε στην Κασαρίτσε, ομάδα μιας συνοικίας της πρωτεύουσας. Ο πατέρας του, όμως, δεν χρειάζεται καν να αμφισβητείται πως ήθελε να τον δει με τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας. Ο μικρός Εμίλιο είχε ταλέντο στο ποδόσφαιρο, οπότε η νίκη σε ένα τουρνουά που διοργάνωνε η εφημερίδα «As» μετέτρεψε τον Μπεναβέντε σε άντρα που ξυλεύεται από την πεσμένη δρυ. Στο πρώτο τεστ με τη Ρεάλ Μαδρίτης ο Μπουτραγκένιο απορρίφθηκε, αλλά η Ατλέτικο τον δέχθηκε. Ο νεαρός Εμίλιο ξεκίνησε προπονήσεις το καλοκαίρι του 1980 με τους «κολτσονέρος», παρ’ όλα αυτά ο πατέρας του δεν το έβαλε κάτω.

Η γνωριμία του με τον πατέρα του Χουανίτο, ποδοσφαιριστή της Ρεάλ, ήταν κομβική. Τον βρήκε στο εστιατόριό του, «El Tulipan», στο οποίο καθ’ εκάστη δειπνούσαν μέλη της διοίκησης. Τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει ώστε ο γιος του να περάσει και δεύτερη δοκιμασία. Έτσι κι έγινε. Το φθινόπωρο του 1980, οι προπονητές των ακαδημιών μιλούσαν για έναν χαφ που έχει και τα δύο πόδια και που αντιλαμβάνεται άψογα το χώρο.

Για αυτό το γεγονός, πάντως, υπάρχει μια θαυμάσια παραλλαγή. Ο Μπεναβέντε, θυμωμένος από την πρώτιστη απόρριψη, ήταν διατεθειμένος να υπογράψει ως κηδεμόνας του Εμίλιο το συμβόλαιο του γιου του με την Ατλέτικο, όταν ο Χουάν Γκαγέγκο, φίλος του και προπονητής στις ακαδημίες, του είπε να περιμένει ακόμα μερικές μέρες, για να κάνει το τελικό τεστ. Ο Μπουτραγκένιο το έκανε, αλλά, πιθανώς χολωμένος από την προηγούμενη δοκιμασία, ανακοίνωσε στο σπίτι ότι «έπαιξα άθλια». Τρεις μέρες μετά, υπέγραψε το δελτίο του. Λίγο καιρό αργότερα, οι πιτσιρικάδες της «βασίλισσας» έδιναν φιλικό με τους νεαρούς της αργεντινής Σαν Λορέντζο. Για καλή τύχη και του Γκαγέγκο, στις κερκίδες βρισκόταν ο Λουίς Μολόουνι, παλιά δόξα της ομάδας, μέλος της Ρεάλ των δύο πρώτων Κυπέλλων Πρωταθλητριών (1956, 1957) και προπονητής της σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις μόνο τη δεκαετία του ’70. Ύστερα από μισή ώρα, ο Μολόουνι φώναξε στον Γκαγέγκο: «Ποιος στο καλό είναι αυτός ο περίεργος τύπος που παίζει μπροστά; Πού τον βρήκε; Είναι ιδιοφυΐα». Αν όντως ο Μπουτραγκένιο πληρούσε τις προϋποθέσεις για το βαρύ χαρακτηρισμό, επαφίεται στη γνώμη. Το βέβαιο είναι ότι, όπως δήλωσε ο Χόρχε Βαλντάνο, που ήταν στη Ρεάλ η οποία κατέκτησε τα δύο Κύπελλα UEFA το 1985 και το 1986 και ξεκίνησε την κυριαρχία της στη Liga, με τα πέντε διαδοχικά πρωταθλήματα από το 1985 έως το 1990 (και τα 107 γκολ στη διοργάνωση της σεζόν 1989-90, ρεκόρ ως την περίοδο 2011-12 με τα 121 γκολ), έκανε λόγο για έναν ποδοσφαιριστή που είχε «συναισθηματική επαφή» με το παιχνίδι και υπηρετούσε «την ποδοσφαιρική αισθητική».

Η επανάσταση της… Καστίλλης

Ο Μπουτραγκένιο έκανε το ντεμπούτο του στην Καστίγια, τη θυγατρική ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης, τον Απρίλιο του 1982, στη νίκη 2-1 επί της Οβιέδο στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου». Όταν τον Νοέμβριο του 1983 ο δημοσιογράφος Χούλιο Θέσαρ Ιγκλέσιας δημοσίευσε στην «El Pais» ένα κείμενο με τίτλο «Ο Αμάνθιο και η πεντάδα του Γύπα», ουσιαστικά κέρδισε μια θέση στη Βίβλο των σπουδαίων αποκλειστικών, μόνο και μόνο για τη διορατικότητά του. Η περίφημη «πεντάδα» της Καστίγια, με προπονητή τον Αμάρο Αμάνθιο, είχε για τελευταίο μέλος τον Μπουτραγκένιο: ο Ντι Στέφανο προώθησε πρώτα τους Μανουέλ Σαντσίς και Μαρτίν Βάθκεθ, έπειτα έφτασε ο Μίτσελ -ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, στο γκάλοπ που έγινε για τους 100 κορυφαίους ποδοσφαιριστές της Ρεάλ τον πρώτο αιώνα ζωής της βρέθηκε στην ένατη θέση, με τον Μπουτραγκένιο να μένει στην 11η- τέταρτος ήταν ο Μιγκέλ Πεδράθα και τελευταίος ο «Μπούιτρε», που, εκ φύσεως συνεσταλμένος, ήθελε χρόνο για να εκδηλωθεί. Ένας υπέρ το δέον καταρτισμένος αμυντικός με ικανότητα στο σκοράρισμα, ο Σαντσίς, ένας δημιουργικός χαφ (ο ενδεχομένως κορυφαίος Ισπανός όλων των εποχών στις σέντρες), ο Μίτσελ, ένας ακόμα εμπνευσμένος μέσος, ο Βάθκεθ, ένας μεσοεπιθετικός με ικανότητα να αλλάζει ρυθμό σε ένα παιχνίδι, ο Πεδράθα, και βέβαια ο αέρινος Μπουτραγκένιο αποκλήθηκαν «La Quinta den Buitre».

Δεν είχε τόση σημασία όση η αναγνώριση της ελπίδας μέσω της νεότητας. Στη Ρεάλ ο αέρας φυσούσε ούριος με αυτούς τους πέντε. Μάλιστα, οι τέσσερις, δηλαδή όλοι εκτός του Πεδράθα, που η καριέρα του, άλλωστε, ταυτίστηκε με τη θητεία του στη Σαραγόσα, είναι βέροι Καστιγιάνοι. Η Καστίγια έγινε, ξαφνικά, μια ομάδα που έπρεπε να παρακολουθήσουν οι οπαδοί της Ρεάλ. Ακόμα και η αίσθηση ότι γεννιόταν κάτι σπουδαίο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ήταν αρκετή. Τη χρονιά 1983-84, που ήταν η τελευταία του Μίτσελ, του Πεδράθα και του Μπουτραγκένιο στην Καστίγια, τα αιτήματα των οπαδών ανάγκασαν το σύλλογο να τους βάλει να παίξουν στο «Μπερναμπέου». Αν και στη β’ κατηγορία και θυγατρική, η Καστίγια έκοψε κατά μέσο όρο 65.000 εισιτήρια εκείνη τη χρονιά και έκανε έναν πραγματικό άθλο, αφού κατέκτησε το πρωτάθλημα, κάτι που δεν είχε καταφέρει ούτε θα κατάφερνε οποιαδήποτε θυγατρική.

Ο Μπουτραγκένιο ήταν έτοιμος για το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα της Ρεάλ, στην οποία θα έπαιζε για έντεκα χρόνια και σε 463 επίσημες συμμετοχές θα πετύχαινε 171 γκολ, κυρίως ως κρυφός κυνηγός αλλά και ως «γύπας», δηλαδή το αρπακτικό που εκμεταλλευόταν τον ανοιχτό αγωνιστικό χώρο και είχε από πίσω τον Μίτσελ να τον βρίσκει στην κίνηση, κάτι που έθετε σε λειτουργία την παροιμιώδη εκρηκτικότητά του. Από το 1995 έως το 1997 μετέβη στο Μεξικό και έπαιξε στη Σελάγια, όπου βρήκε τους πρώην συμπαίκτες του στη Ρεάλ, Μίτσελ και Ούγκο Σάντσεζ.

 

Ηγετική φυσιογνωμία με τη Ρεάλ Μαδρίτης

Η ντελικάτη παρουσία του Μπουτραγκένιο συγκρινόταν μόνο με το υψηλό επίπεδο νόησης για το παιχνίδι. Ο μεσοεπιθετικός της Ρεάλ έδωσε νέα έννοια στη λέξη τρέιλερ: στο ανοιχτό γήπεδο είχε τη δυνατότητα να βγαίνει στη δεύτερη γραμμή επίθεσης, ενώ όποτε η Ρεάλ πίεζε γινόταν ένας επιπλέον παίκτης περιοχής. Ταυτοχρόνως, ήθελε να αποφεύγει οποιαδήποτε επαφή. Ο Μπουτραγκένιο ήταν πάντα εκεί: ελάχιστα γκολ του ήταν θεαματικά, τα περισσότερα γίνονταν με μία επαφή, ένα πλασέ, μια προβολή. Υπήρξε χαρισματικός συμπαίκτης και μια ηγετική φυσιογνωμία.

Στην πρώτη ομάδα της Ρεάλ, ο Μπουτραγκένιο έπαιξε ενώ αποτελούσε μέλος της Καστίγια. Ο Ντι Στέφανο είχε προωθήσει την πεντάδα στην πρώτη ομάδα και τους είχε στον πάγκο, αλλά σε ένα ματς με την Κάντιθ, που είχε στραβώσει για τα καλά, 2-0 στο ημίχρονο, έδωσε την εντολή στον Μπουτραγκένιο για ζέσταμα. Στο δεύτερο ημίχρονο, ο 21χρονος έβαλε δύο γκολ, μεταξύ αυτών το νικητήριο, και έδωσε την ασίστ στον Ρικάρντο Γκαγέγκο για το δεύτερο. Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Το καλοκαίρι του 1984, βρέθηκε στην αποστολή της εθνικής Ισπανίας για το Euro στη Γαλλία και παρ’ ότι δεν έπαιξε δευτερόλεπτο, θα μπορούσε να είναι πρωταθλητής Ευρώπης. Οι Γάλλοι, όμως, τους νίκησαν 2-0 στον τελικό στο Παρίσι, μετά το «λάθος» του Λουίς Αρκονάδα στο φάουλ του Πλατινί. Αυτό δεν θα σταματούσε τον «Μπούιτρε»: στις 12 Δεκεμβρίου του 1984, η Ρεάλ αντιμετώπισε για τη φάση των «16» του Κυπέλλου UEFA την Άντερλεχτ, η οποία την είχε νικήσει 3-0 στο πρώτο ματς στις Βρυξέλλες. Η Ρεάλ είχε κάνει ανατροπή και στον προηγούμενο γύρο, όπου νίκησε 3-0 στο «Μπερναμπέου» τη Ριέκα για να περάσει μετά το εις βάρος της 3-1 στην Κροατία. Πριν το παιχνίδι με τους Βέλγους, η σιγουριά ήταν διάχυτη. Ο Χοσέ Αντόνιο Καμάτσο δεν σταματούσε να κραυγάζει, να μιλάει για έναν επερχόμενο θρίαμβο της «βασίλισσας», και οι συμπαίκτες του δεν γινόταν να κρατήσουν τα ουρλιαχτά τους. Στο γήπεδο δεν μπήκε ενδεκάδα, αλλά αγέλη. Ο Μπουτραγκένιο, που έκανε χατ τρικ, είπε μετά το παιχνίδι ότι ο Αμάνθιο είχε προβλέψει πως θα σκόραρε.

Η Ρεάλ νίκησε 6-1 και έφτασε στην κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA εκείνου του χρόνου, αλλά και του επόμενου. Δεν νίκησε, σε οποιοδήποτε από τα 12 διπλά παιχνίδια, δύο φορές την ίδια ομάδα και σε έξι περιπτώσεις, δύο φορές με την Ίντερ, μία με την ΑΕΚ και άλλη μία σε ένα έπος με την Γκλάντμπαχ σχεδόν ένα χρόνο μετά, δηλαδή στις 11 Δεκεμβρίου του 1985, όταν την νίκησε 4-0 με Βαλντάνο και Σαντιγιάνα να πετυχαίνουν δύο γκολ, ανατρέποντας το 5-1 εις βάρος τους, βρέθηκε να… καταργεί τη λογική και να νικά με τη διαφορά που ήθελε προκειμένου να προκριθεί.

Το «γράπωμα» του «γύπα» στο Μεξικό

Η θέση του Μπουτραγκένιο στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι μπορεί να μην είναι η πρέπουσα και σε αυτό καθοριστικό ρόλο έπαιξαν η έλλειψη Κυπέλλου Πρωταθλητριών, αν και από το 1987 έως και το 1989 η Ρεάλ έφτανε στα ημιτελικά του θεσμού, το 5-0 από τη Μίλαν για το δεύτερο ημιτελικό του 1989, αλλά και η αποτυχία της Ισπανίας να παίξει στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1986. Είναι περίεργο, επειδή η «ρόχα» δεν έπρεπε να είναι καν στον προημιτελικό. Ο Μπουτραγκένιο είχε σκοράρει στο πρώτο λεπτό του παιχνιδιού για τη δεύτερη αγωνιστική των ομίλων με τη Βόρειο Ιρλανδία, που οι Ισπανοί νίκησαν 2-1, αλλά το αριστούργημά του ήρθε, το δίχως άλλο, στις 18 Ιουνίου στο Κερετάρο, απέναντι στη Δανία, που είχε νικήσει 6-0 την Ουρουγουάη και 2-0 τη Δυτική Γερμανία στον όμιλο, ενώ στην πρεμιέρα της επικράτησε της Σκωτίας, 1-0. Ο Μπουτραγκένιο ξεμπρόστιασε τα αμυντικά κενά των Σκανδιναβών, που προηγήθηκαν με το πέναλτι του Γέσπερ Όλσεν, και πέρασε στους θρύλους του Παγκόσμιου Κυπέλλου με τα τέσσερα γκολ που σημείωσε στο 5-1 της Ισπανίας.

Το λάθος έγινε μετά: όταν οι Ισπανοί διεθνείς παρακολούθησαν το παιχνίδι της Αργεντινής με την Αγγλία στις 22 Ιουνίου, ενώ είχαν ματς την ίδια μέρα με το Βέλγιο, δεν το έκαναν ως θεατές, όπως ομολόγησε ο Μίτσελ, αλλά για να παρατηρήσουν τον αντίπαλό τους στα ημιτελικά. Το ίδιο βράδυ, στην Πουέμπλα, ο Ελόι έχασε το πέναλτι στη διαδικασία, οι Βέλγοι ευστόχησαν και στα πέντε δικά τους και ήταν εκείνοι, μετά το 1-1 στην κανονική διάρκεια, που πέρασαν στον ημιτελικό. Μάλιστα, αμέσως μετά τη λήξη της αναμέτρησης, ο προπονητής της εθνικής Αργεντινής, Κάρλος Μπιλάρδο, αναφώνησε: «Κύριοι, η Ισπανία αποκλείστηκε. Δεν θα παίξουμε με τον Μπουτραγκένιο. Είμαστε στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου».

Ο Μπουτραγκένιο ήταν αρχηγός της εθνικής Ισπανίας στο επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο, όπου αποκλείστηκε στη φάση των «16» από τη Γιουγκοσλαβία, 2-1 στην παράταση, ύστερα από την εκπληκτική παράσταση του Ντράγκαν Στόικοβιτς, με τα δύο γκολ και την απίθανη εκτέλεση φάουλ στο 93’. Ο «γύπας», που είχε δοκάρι με κεφαλιά, σταμάτησε τη θητεία του στην Εθνική μετά την αποτυχία της να προκριθεί στο Euro 1992. Τελείωσε με 69 συμμετοχές και 26 γκολ. Τον προσπέρασε ο Ραούλ, ενώ τώρα είναι έβδομος, μαζί με τον Άλβαρο Μοράτα.

Ο Εμίλιο Μπουτραγκένιο δεν πήρε ποτέ κόκκινη κάρτα στην καριέρα του και ήταν σπάνιο ακόμα και να δεχθεί την κίτρινη, σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο ήταν αρκετά σκληρό. Δεν μπλέχτηκε ποτέ σε καβγά, δεν προκάλεσε με οτιδήποτε. Μόνο το παρατσούκλι του ήταν προκλητικό, αλλά δεν περίμενε να ασελγήσει σε πτώματα. Ήταν ένας ευγενικός ποδοσφαιριστής, που με τον τρόπο που έπαιζε άνοιξε το χώρο στην ισπανική σχολή: ένα προφίλ χαμηλών τόνων, δίχως φανφάρες και τυμπανοκρουσίες, που όλοι οι σπουδαίοι των σύγχρονων καιρών στη χώρα της Ιβηρικής υιοθέτησαν και που, εν τέλει, αποδείχθηκε το πρέπον ώστε να οδηγεί σε νίκες και, κυρίως, στην επανάληψή τους.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News