«Για να γίνει κάποιος βασιλιάς στη ζούγκλα, πρέπει να σκοτώσει το λιοντάρι. Αλλά ο ΠΑΟΚ σκότωσε την αλεπού».
Πρόκειται για την άνοιξη του 1992 και μόλις έχει τελειώσει ένα από τα αμφιλεγόμενα παιχνίδια του ελληνικού μπάσκετ. Ο Ολυμπιακός έχει νικήσει τον ΠΑΟΚ 78-75. Με αυτό το αποτέλεσμα, οι «ερυθρόλευκοι», που πριν στον ήλιο μοίρα δεν είχαν, παίρνουν τη δεύτερη θέση στη βαθμολογία της κανονικής σεζόν στην Α1 και είναι εκείνοι που μπαίνουν στους τελικούς. Αυτό σημαίνει ότι η τρίτη ομάδα μένει απ’ έξω.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Άρης, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, έχει κατακτήσει εφτά διαδοχικά πρωταθλήματα. Η αποκαθήλωση για την ασπρόμαυρη πλευρά της Θεσσαλονίκης δεν δημιουργεί απλώς ευχαρίστηση: κάνει τους φίλους της ομάδας να αναρωτιούνται ακριβώς τι είναι η νιρβάνα. Ο ΠΑΟΚ νικά τον Ολυμπιακό δις στους τελικούς, Μεγάλη Τετάρτη 97-82 στο ΣΕΦ, και κατακτά το πρώτο πρωτάθλημά του.
Η αίσθηση, ότι πρόκειται για την αρχή μιας κυριαρχίας, κομματιάζεται. Την επόμενη χρονιά, η υπερομάδα του Ντούσαν Ίβκοβιτς αντιλαμβάνεται κάπως τι εννούσε ο προπονητής του Άρη, Λάζαρος Λέσιτς, όταν άρθρωσε τη συγκεκριμένη ατάκα.
Ο Ολυμπιακός δεν ήταν η αλεπού, αλλά το λιοντάρι που φορούσε το μανδύα της αλεπούς. Οι «ερυθρόλευκοι», τέταρτοι στη βαθμολογία της Α1 την περίοδο 1992-93, με μια ήττα απρόσμενη στο Ιβανώφειο από τον Ηρακλή ύστερα από τον σπαραξικάρδιο αποκλεισμό με τη Λιμόζ, βρίσκουν τον πρωτοπόρο ΠΑΟΚ καταρρακωμένο από τον αποκλεισμό με την Μπενετόν Τρεβίζο, στον ημιτελικό του Final 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο ΣΕΦ, Μεγάλη Τρίτη του 1993, ύστερα από το σουτ του Μαουρίτσιο Ραγκάτσι και την απέλπιδα προσπάθεια του Μπάνε Πρέλεβιτς να πάρει το ματς.
Του σπάνε την έδρα στο Αλεξάνδρειο και τον αφήνουν εκτός. Ο Γιάννης Ιωαννίδης βγαίνει στο παζάρι -και είναι μέρα Σάββατο. Ο Ολυμπιακός κατακτά πέντε συνεχόμενα πρωταθλήματα, μεταξύ αυτών και το 1995, σε μια επεισοδιακή σειρά πέντε παιχνιδιών με τον ΠΑΟΚ, όταν το ελληνικό μπάσκετ έχει φτάσει στο απώτατο σημείο δόξας -αλλά επειδή δεν υπάρχει ίχνος σεμνότητας, και μισαλλοδοξίας και φανατισμού.
Ο ΠΑΟΚ τον αποκλείει στους ημιτελικούς του 1998, με το περίφημο τρίποντο του Πέτζα Στογιάκοβιτς στο ΣΕΦ στο τρίτο ματς, όμως πέφτει στα νάματα της αυτοκρατορίας του Παναθηναϊκού, που σε μια σειρά πέντε παιχνιδιών παίρνει το πρώτο πρωτάθλημά του από το 1984, που ταυτοχρόνως είναι το πρώτο και τελευταίο που κατακτά ο μέγας Φάνης Χριστοδούλου.
Δύο χρόνια αργότερα, «σπάει» ξανά το ΣΕΦ και φτάνει στους τελικούς, όπου ηττάται, πιο εύκολα αυτήν τη φορά, από τον Παναθηναϊκό. Η εποχή έχει αλλάξει και ο ΠΑΟΚ μένει με ένα πρωτάθλημα. Εκείνοι οι τελικοί είναι και τα τελευταία παιχνίδια που δίνει ο Μπάνε Πρέλεβιτς με τη φανέλα του ΠΑΟΚ.
Ο σπουδαιότερος «ξένος» που φόρεσε ποτέ αυτήν τη φανέλα έχει πάρει μετρημένους τίτλους. Το Κύπελλο Κυπελλούχων το 1991, το Κύπελλο Κόρατς το 1994, το Κύπελλο Ελλάδος το 1995 και το Κύπελλο Ιταλίας το 1997, φορώντας την αισθητικά ασορτί εμφάνιση της Βίρτους Μπολόνια. Φυσικά, το πρωτάθλημα του ’92.
Ουδόλως, όμως, είναι τα τρόπαια που υποδηλώνουν τη σχέση που ανέπτυξαν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ μαζί του. Δεν είναι καν το σουτ από το κέντρο στους τελικούς του 1991 με τον Άρη, η τέταρτη, μετά το «αιώνιο δευτερόλεπτο» του Απόστολου Κόντου σε ένα ματς του 1982 με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στον «Τάφο του Ινδού», που τον οδήγησε στο Final 6 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, τα τρία τάιμ άουτ του Μιχάλη Κυρίτση επί του Γιάννη Ιωαννίδη στο μπαράζ τίτλου Παναθηναϊκός-Άρης στην Κέρκυρα το 1984 και τη γραμμή που πάτησε ο Νίκος Γκάλης πριν δώσει στον Φάνη Χριστοδούλου για το τρίποντο με τη Σοβιετική Ένωση στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ το 1989 στο Ζάγκρεμπ, Μεγάλη Παράβαση του ελληνικού μπάσκετ.
Και ενώ μνημονεύεται, δεν πρόκειται ούτε για το απίθανο τρίποντο στον «καταραμένο» τελικό του Κυπέλλου Κυπέλλούχων με τη Ρεάλ Μαδρίτης στις 17 Μαρτίου του 1992, στη Ναντ, όταν ισοφάρισε 63-63 πριν το κλέψιμο του Ρίκι Μπράουν στη λανθασμένη πάσα του Παναγιώτη Φασούλα και το καλάθι για το 65-63 των Ισπανών.
Πρόκειται για κάτι άλλο. Για ένα απλό σύνθημα, που η σύμπτυξη του ονόματός του, το Μπάνε, που εκπορεύεται από το Μπράνισλαβ, επαναλαμβάνεται.
Ο ιερός σεβασμός
Ο Πρέλεβιτς, έως τώρα, είναι ζωογόνο συστατικό του ΠΑΟΚ. Θες παίκτης, θες συνεργάτης προπονητής, θες προπονητής, θες πρόεδρος, διέγραψε μια πορεία 31 χρόνων, έως τουλάχιστον τις 30 Ιουνίου του 2019, που ήταν η τελευταία μέρα του ύστερα από οκτώ χρόνια ως επικεφαλής της ΚΑΕ, που μοσχοβολούσε ΠΑΟΚ. Έχει παρατηρηθεί πως οι άνθρωποι που οι οπαδοί των ομάδων αγαπούν περισσότερο, έχουν ένα είδος αποστασιοποίησης.
Πρόκειται για ένα κράμα χαρακτήρα, δεσίματος και διαχείρισης της αγάπης που λαμβάνουν, η οποία βρίσκεται σε συνάρτηση με αυτά που δίνουν. Ο Πρέλεβιτς έδωσε στον ΠΑΟΚ ένα πρόσωπο που υπέκρυπτε τσογλανιά, αλλά που κατά βάση κινούνταν σε νερά μετριοπάθειας συμπεριφορισιακά. Έμπαινε μπροστά και αναλάμβανε την ευθύνη, είτε επρόκειτο για μεγάλα σουτ είτε ακόμα και τσακωμούς, άλλωστε εκείνος με τον Νίκο Γκάλη μετά τους τελικούς του ’91 είναι ένας από τους θρυλικούς για το ελληνικό μπάσκετ.
Τους έδωσε τη δύσκολη τέχνη του σουτ, το οποίο, εκ στυλ και μόνο, ουδόλως αψήφιστα έπαιρνε. Το σουτ εκ του μακρόθεν υπήρξε μείζων λόγος θαυμασμού, επειδή αναδεικνυόταν και ο κάματος που έδινε προκειμένου να τελειοποιήσει την τεχνική του. Ωστόσο, το ατελέσφορο πάθος του ΠΑΟΚτζή για τη φυσιογνωμία Πρέλεβιτς ερχόταν από την έλλειψη που υπήρχε στο σύνθημα προς το πρόσωπό του.
Η ποίηση στο «Ω Μπάνε, Μπάνε» φανερή δεν είναι, ωστόσο τελεί διεργασίες λυρισμού και τονικότητας επί κρυπτόν. Θα μπορούσε να είναι ένα μπιτ σε ένα τραγούδι ραπ, ωστόσο όταν άκουγες αυτό το σύνθημα, έπειτα συνοδευόταν από αμηχανία, επειδή έμοιαζε ημιτελές. Στη μαθηματική πραγματικότητα, όμως, με το «ε» να μοιάζει με δύο ανοιχτούς κρίκους που είναι έτοιμοι να κλείσουν -αλλά ουδέποτε το κάνουν- το τελευταίο φωνήεν εκτεινόταν στο διηνεκές, εκεί που δεν υπάρχει τόπος και χρόνος.
Και ακριβώς αυτή η ηχώ, που επειδή δεν ήταν πλήρης έψαχνε τη συναισθηματική πλήρωση, κάνει την ΚΑΕ ΠΑΟΚ να κρεμάει τη φανέλα του με το νούμερο 7 το Σάββατο, 1 Απριλίου, σε μια εκδήλωση που θα αρχίσει στις 18:30 και θα φτάσει στο απόγειό της στις 19:00, ένα τέταρτο πριν την έναρξη του ματς με την ΑΕΚ για την Basket League. Ο δικός τους άνθρωπος, που είναι απλώς εκεί δίχως να κραυγάζει την παρουσία του, το φωνήεν «ε», που αιέν ταξιδεύει, οι μέρες δόξας και ενός παρελθόντος που παρά τις λύπες του μνημονεύεται ως ιδεατό.
Ω Μπάνε, Μπάνε. Φυσικά, ω Μπάνε, Μπάνε.