Λιονέλ Μέσι: Ο τελευταίος χορός θα έχει την αίγλη που του αξίζει!

Η Ολλανδία θα ήταν μία ταιριαστή αντίπαλος για να παίξει ο Λιονέλ Μέσι το τελευταίο παιχνίδι του με την Αργεντινή. Η Αυστραλία όχι! Ο πλανήτης ετοιμάζεις να απολαύσει ένα επικό Last Dance του Αργεντινού, απέναντι σε σπουδαίο αντίπαλο, όποιος κι αν είναι αυτός…

Αν ο αναγνώστης ρωτούσε κάποτε τον υπογράφοντα, σε ένα φανταστικό φελινικό διάλογο, για ποιο παιχνίδι από όλα που έχει παρακολουθήσει είχε τη μεγαλύτερη αδημονία μέχρι να αρχίσει, ο δεύτερος θα απαντούσε μετά βεβαιότητος, «το Ελλάδα-ΗΠΑ, ημιτελικός Παγκόσμιου Πρωταθλήματος μπάσκετ, την 1η Σεπτεμβρίου του 2006».

Αν τον ρωτούσε ποιο ποδοσφαιρικό παιχνίδι από όλα περίμενε με τη μεγαλύτερη λαχτάρα, η απάντηση θα ήταν το ίδιο εύκολη και σχετικά πρόσφατη: Το Γαλλία-Βραζιλία, προημιτελικός Παγκόσμιου Κυπέλλου ποδοσφαίρου, την 1η Ιουλίου του 2006.

Η διαφορά μεταξύ των δύο παιχνιδιών ήταν ότι μεσολαβούσε ύπνος. Ο προημιτελικός της διοργάνωσης της Γαλλίας ήταν, εκείνη τη στιγμή, τόσο ξεχωριστός, που η ανάμνηση της ίδιας της λαχτάρας, της αγωνίας, δηλαδή, για το πότε θα αρχίσει το παιχνίδι, είναι υπαρκτή, επειδή η επιθυμία της πράξης υπήρξε παντοδύναμη.

Πέραν του ότι το ίδιο το παιχνίδι αποτελούσε τιτανομαχία, ακριβώς όπως συνέβη με τον ημιτελικό στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 ή τον προημιτελικό της ίδιας διοργάνωσης το 2006, ο υπερισχύων λόγος ήταν σαφέστατος και δεν υπήρχε αμφιβολία για την επικράτησή του: θα μπορούσε να είναι το τελευταίο παιχνίδι του Ζινεντίν Ζιντάν στο ποδόσφαιρο.

Απαστράπτων και ονειρώδες, απέναντι στο πιο λαμπερό ποδοσφαιρικό όνομα που θα μπορούσες να προφέρεις στον ποδοσφαιρικό πλανήτη. Βραζιλία, μια λέξη που έμοιαζε να δημιουργήθηκε για φαντασιώσεις.

 

Απέναντι στη Βραζιλία, στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 2006, ο Ζινεντίν Ζιντάν έκανε μία από τις σπουδαιότερες εμφανίσεις της καριέρας του

Στον κόσμο της δημοσιογραφίας, το αθλητικό είναι το μόνο ρεπορτάζ που, αν θέλεις, μπορείς να απέχεις τρεις μήνες οποιουδήποτε πραγματισμού και να συνεχίσεις να δουλεύεις.

Ο υπόλοιπος δημοσιογραφικός κόσμος, είναι μια μαύρη αλήθεια, αντιμετωπίζει τους αθλητικούς με τρόπο που οριακά αναδεικνύει σκωπτικότητα: όσοι είναι στο αστυνομικό έχουν μαύρη καρδιά, όσοι είναι στο πολιτικό έχουν πέτρινη, όσοι είναι στο δικαστικό βιώνουν την κατάρα να μπορούν να γίνουν δικηγόροι, αλλά να μην έχουν βγει από τη νομική.

Οι αθλητικοί, κυρίως λόγω ενός ποινικού μητρώου που τους έκανε να μοιάζουν με απόβλητα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, τον καιρού της απενοχοποίησης χαρακτηρίζοντας απλώς ως «οι αθλητικοί». Αν αυτό συνέβαινε επειδή υπήρχε μόχθος να αναδειχθεί ότι τα σπορ δεν παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην ανακατανομή των κοινωνικών και ηθικών αξιών ή ήταν μια προσπάθεια δηκτικής περιθωριοποίησης, είναι δύσκολο να απαντηθεί.

Θα πρέπει να προσεγγιστεί και μάλιστα θεωρητικά, καθώς η ίδια η ταμπέλα μοιάζει με μια ιδέα που αναδείχθηκε και όσοι την παρέδιδαν το έκαναν επειδή ήταν άκοπο. Παρ’ όλα αυτά, τα σπορ έχουν σαφές ρολόι. Ο χρόνος μετράει πάντα για το τέλος. Τη λήξη των 32 λεπτών (στο πόλο), των 40 λεπτών (στο μπάσκετ), των 90 λεπτών (στο ποδόσφαιρο).

Ακόμα και στις περιπτώσεις που ο χρόνος δεν είναι συμπαγής, όπως έγραψε ο Φοίβος Δεληβοριάς για τον «Εφιάλτη του Οδυσσέα», δηλαδή στον Βασιλιά των Σπορ, που έλεγε και ο Γιάννης Διακογιάννης, ο ίδιος ο αθλητής απευθυνόταν σε αυτό. Υπήρχαν και υπάρχουν πάντα όρια, πάντα ρεκόρ που σπάνε, πάντα καταστάσεις που, ενώ μοιάζουν ισόβιες και άρρηκτες, καταστρατηγούνται.

Ο προημιτελικός του Euro 2004 θα μπορούσε να έχει στείλει τον Ζιντάν πρόωρα στη… διεθνή σύνταξη

Ο Ζιντάν, το πιθανότερο άθελά του, έκανε το μεγάλο κόλπο. Είχε πει, ήδη από το Euro του 2004, τότε που ο Θοδωρής Ζαγοράκης έκανε το σομπρέρο στον Βενσάν Λιζαραζού και ο Κώστας Κατσουράνης παρέσυρε τον Γουιλιάμ Γκαλάς μαζί του για να αφήσει μόνο του τον μεγάλο Άγγελο Χαριστέα να σκοράρει με το κεφάλι, μια συμμορία άγρια και θελκτική έως τεταρτημορίου, ότι θα σταματούσε.

Ήταν μόνο επειδή οι συμπατριώτες του τον έπεισαν ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερο παλκοσένικο από τη χλίδα της δυτικής Ευρώπης, που αποφάσισε να αφήσει το αντίο του για το Euro. Πω, ρε τι θα έχανε ο κόσμος αν ο Γάλλος καλλιτέχνης, ένας από τους πιο νόστιμους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, αποφάσιζε να συγκινηθεί μόνο αφού βγήκε αλλαγή σε ένα παιχνίδι με τη Βιγιαρεάλ και όχι αφού φόρεσε τη φανέλα με τον πετεινό.

Το ποδόσφαιρο δεν θα είχε προοδεύσει λιγότερο αν δεν υπήρχε το βράδυ της 9ης Ιουλίου 2006, αλλά θα ήταν λιγότερο σοφό. Λιγότερο αγαπησιάρικο. Θα ήταν σαν να μην έχει υπάρξει ένας μεγάλος έρωτας,επειδή ο ένας από τους δύο έχασε το βαγόνι του μετρό που βρισκόταν ο άλλος για τρία δευτερόλεπτα.

Αλλά την 1η Ιουλίου, ο Ζιντάν ήταν έτοιμος να σταματήσει. Απέναντί του ήταν ο Κακά, ο Ροναλντίνιο και ο Ρονάλντο.

Απέναντί του ήταν η Βραζιλία. Οι Γάλλοι είχαν περάσει έναν όμιλο τρόμου, στον οποίο ο ίδιος είχε δεχθεί δύο κίτρινες κάρτες σε ισάριθμα παιχνίδια.Θα μπορούσε, το τελευταίο παιχνίδι του στο ποδόσφαιρο, αν οι σπουδαίοι Τιερί Ανρί και Πατρίκ Βιεϊρά δεν ξελάσπωναν τη Γαλλία με το Τόγκο, να ήταν το 1-1 με τη Νότιο Κορέα, για τη δεύτερη αγωνιστική των ομίλων.

Η τέλεια εικόνα

Η περίπτωση του Λιονέλ Μέσι δεν είναι κατά πολύ διαφορετική. Αν μη τι άλλο, υπάρχουν ακόμα περισσότεροι που θέλουν να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο η Αργεντινή -και αυτό συμβαίνει σε κάθε διοργάνωση. Πολλώ δε μάλλον τώρα, που είναι βέβαιο ότι ή την επόμενη Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου, τη μεθεπόμενη Τρίτη 13, το Σάββατο 17 ή την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου δεν θα ξαναφορέσει τη φανέλα της «αλμπισελέστε».

Ο Λιονέλ Μέσι σε προπόνηση πριν το παιχνίδι με την Αυστραλία

Ο Μέσι δεν έχει αφήσει οποιαδήποτε αμφιβολία για αυτό, τη στιγμή που ουδείς από τους γερόλυκους του Παγκόσμιου Κυπέλλου έχει πει ξεκάθαρα ότι αυτή η διοργάνωση θα είναι η τελευταία με την εθνική ομάδα.

Και ακριβώς επειδή τα σπορ έχουν τη δυνατότητα να αναδεικνύουν ανθρώπινες ιστορίες και να περιγράφουν την ακμή, το κλέος, το μεγαλείο, τη στασιμότητα και εν τέλει την παρακμή, που είτε προκύπτει από την προσωπική αβαρία είτε απλώς από τη βαρύτητα, το τέλος έχει μεγάλη σημασία τη στιγμή που συμβαίνει.

Είναι σύνηθες, άλλωστε, η ζωή -αν προσδιορίζεται ως πνεύμα, ως κάτι, δηλαδή, που παίρνει αποφάσεις αυτοβούλως για τα πλάσματα που φιλοξενεί- να μη λαμβάνει υπόψη της την ανθρώπινη επιθυμία. Πάρα πολλοί αθλητές έχουν σταματήσει ύστερα από ήττες, αν και μοιάζει η πρότερη ανακοίνωση της αποχώρησής τους να είναι ένα κέλευσμα στη μοίρα, προκειμένου να είναι καλή μαζί τους.

Σταματούν στο σκοτάδι, φεύγουν μελαγχολικοί ή και λυπημένοι από τον αγωνιστικό χώρο και τα αποδυτήρια και βιώνουν μια φρικτή μοναξιά. Μπορεί αυτή η στιγμή να μη συμβολίζει την πορεία τους, αλλά είναι αναντίστοιχη και με την καριέρα τους.

Επιπλέον, καταπατάται η ελπίδα. Το τέλος, ενώ δεν μπορεί να συνοδεύεται από οτιδήποτε μελλοντικό, ενώ καθιστά τα επόμενα άδηλα, μπορεί να υπάρχει αυτόφωτα στο συνειδητό του αυτόπτη ως μια κατάσταση την οποία θα ήθελε να ζήσει. Είναι μια εξοικείωση με πλείστες προεκτάσεις και γίνεται να επιφέρει, μέσα από την αποθέωση στο πρόσωπο, μια γαλήνη η οποία θα ήταν ευεργετική για τη δική του ζωή.

Μια ιδανική εικόνα, σχεδόν ψεύτικη: το σουτ του Μάικλ Τζόρνταν στον έκτο τελικό του NBA απέναντι στους Γιούτα Τζαζ

Πρόκειται για έναν από τους λόγους που το σουτ του Μάικλ Τζόρνταν στη Γιούτα, στον έκτο τελικό του NBA το 1998 απέναντι στους Τζαζ, είναι μια εικόνα που έχει τόση δύναμη. Πρεσβεύει ένα ιδανικό, δηλαδή κάτι σχεδόν ανύπαρκτο πριν συμβεί.

Η πλάκα είναι, όμως, ότι το νούμερο 23 των Μπουλς δεν ήθελε να σταματήσει, ήταν η διοίκηση της ομάδας, που ήθελε να ξαναχτίσει, που τον οδήγησε στην αποχώρηση, τουλάχιστον έως ότου κληθεί εσπευσμένα μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, το 2001, για να τονωθεί το ηθικό των Αμερικανών.

Για την ακρίβεια, τούτη η ιστορία δεν αποδεικνύεται, αλλά είναι πιο λογική και θεμιτή, υπό την έννοια ότι θα ήταν εξωφρενικό να χαλάσει μια σπουδαία τελευταία στιγμή επιστρέφοντας για το τίποτα, απλώς επειδή του έλειψε το μπάσκετ και ήθελε να ξαναπαίξει.

Ο αντίλογος, πάντως, είναι ακαταμάχητος: ο άνθρωπος επιθυμητό είναι να κάνει αυτό που αγαπάει όποια στιγμή θέλει. Έτσι υπερασπίζονται, άλλωστε, οι φαν παλιών συγκροτημάτων το γεγονός πως κλείνουν πεισματικά τ’ αυτιά τους στις κατηγορίες ότι οι μουσικοί ήρωές τους δεν… ακούγονται.

Οι παίκτες της εθνικής Αργεντινής πανηγυρίζουν την πρόκριση στους προημιτελικούς του Παγκόσμιου Κυπέλλου στο Κατάρ

Αφ’ ης στιγμής ο Μέσι ανακοίνωσε ότι θα αποχωρούσε μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, υπέβαλε τον εαυτό του στη βάσανο της επιπλέον πίεσης.

Επιπροσθέτως, με κάποιον τρόπο λογοδοτεί, σαν να μην έφτανε το κληροδότημα που, με προθυμία η απροθυμία δεν έχει σημασία, δέχθηκε να σηκώσει, δηλαδή του γνήσιου διαδόχου του Ντιέγκο Μαραντόνα, σε όσους περιμένουν να καταφέρει ό,τι δεν έχει κάνει στις τέσσερις -είτε είχε ενεργή είτε όχι- συμμετοχές του σε Παγκόσμιο Κύπελλο, δηλαδή να πάρει το τρόπαιο.

Ότι η Αργεντινή μπήκε σε μπελάδες νωρίς στο τουρνουά, προσέδωσε στην ιστορία του μια υπόκωφη ένταση. Τα τελευταία τρία παιχνίδια της αποτελούν ισόποσα συνέχειες, το ένα με το άλλο, όσο και σπονδυλωτές ιστορίες. Θα αποκλειόταν με ήττα σε κάθε ένα από αυτά, άρα όλα είχαν τη φύση του τελικού. Η αδρεναλίνη ξεχύθηκε.

Κι εντάξει, αν έχανε από το Μεξικό δεν θα το άξιζε κιόλας, το παραμύθι θα διαλυόταν σχεδόν εν τη γενέσει του. Όμως θα ήταν ωραίο, όσο κι αν θα ήταν η απτή, απλή, σκληρή πραγματικότητα, να τελειώσει την περιπέτεια από τη δεύτερη αγωνιστική; Έπειτα, θα ήταν συμβατό με τον ίδιο το θρύλο του να αποκλειστεί στους ομίλους; Θα ταίριαζε, μετά, να παίξει το τελευταίο παιχνίδι του με αντίπαλο την Αυστραλία;

Μα, με την Αυστραλία; Ποιος φαντάζεται ένα άστρο στον ουρανό που θα περιείχε το συγκεκριμένο μπιλιετάκι;

Οι φίλοι της εθνικής Αργεντινής και όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι έχουν γίνει μέρος της ιστορίας αποχαιρετισμού του Λιονέλ Μέσι

Με την πρόκριση της «αλμπισελέστε» στους προημιτελικούς, ο Μέσι εξασφάλισε ένα ωραίο τέλος. Η Ολλανδία έχει παίξει σε τρεις τελικούς Παγκόσμιου Κυπέλλου, το 1974, το 1978 και το 2010, έχει φτάσει επιπλέον σε δύο ημιτελικούς, το 1998 και το 2014, και σε έναν προημιτελικό, το 1994. Έχει δώσει στον ποδοσφαιρικό κόσμο τον απόλυτο προφήτη του παιχνιδιού, τον Γιόχαν Κρόιφ, μαζί με ορισμένους από τους πλέον αισθαντικούς αρτίστες του, τον Μάρκο φαν Μπάστεν και τον Ντένις Μπέργκαμπ.

Έχει την εμβέλεια της ομάδας που αν στείλει τον Μέσι στην έξοδο, ουδείς θα είναι αποσβολωμένος με την αξία του αντιπάλου που έβγαλε νοκ άουτ έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές -στη λίστα περιοδικών τον κορυφαίο- στην Ιστορία.

Αν, δε, περάσει τους Ολλανδούς και προκριθεί η Βραζιλία από τα δικά της δύο παιχνίδια, το ζευγάρωμα στον ημιτελικό της 13ης Δεκεμβρίου θα είναι από τα άγραφα. Ήδη ανατινάζει το μυαλό, που δεν γίνεται να αναλύσει πλήρως αυτήν την πληροφορία.

Δεν γίνεται να απαντηθεί καν αν το ανθρώπινο είδος υπήρξε τόσο καλό με τις περιστάσεις, ώστε να δικαιούται μια τέτοια αναμέτρηση.

Το σίγουρο είναι, όμως, ότι ο Μέσι θα πάρει ένα ωραίο τέλος, με έναν αντίπαλο που θα το αξίζει. Αυτό ήταν το πρώτιστο που έπρεπε να φροντιστεί. Το δράμα που θα προκύψει μέσα σε αυτό, είναι μια υποϊστορία, που θα αναδειχθεί αυτόνομη και που το δέλεαρ δεν θα είναι το ταίριασμα, αλλά η λύτρωση.

Η ευτυχία.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News