Στέφανος Τσιτσιπάς: Το κοινωνικό φαινόμενο που δίνει ευκαιρία στην αυτεπίγνωση
Μια ανάλυση για την υπόσταση «Στέφανος Τσιτσιπάς» λίγο πριν ξεκινήσει την προσπάθειά του στο Roland Garros, με αντίπαλο τον Γίρι Βέσελι
Ο αναγνώστης δεν είναι υποχρεωμένος να φανταστεί οτιδήποτε. Η διαδικασία είναι περιττή. Ο καιρός των νοητικών μουσώνων έχει παρέλθει. Τώρα, ο αναγνώστης που δεν ξέρει τι έκανε ο Πελέ στον Λαδισλάο Μαζούρκεβιτς στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1970, το 3-1 της Βραζιλίας επί της Ουρουγουάης, μπορεί απευθείας να δει την ντρίμπλα, που οδήγησε στο κορυφαίο γκολ που δεν μπήκε ποτέ.
Στο youtube, που πιθανότατα υπάρχει στην οθόνη του κινητού του, ο αναγνώστης πληκτρολογεί «Pele Maz» και του δίνει κατευθείαν την επιλογή. Ο αναγνώστης δεν προλαβαίνει να φαντασιωθεί τη φάση και να εισέλθει στον κόσμο εκείνου που του την μεταδίδει: μετατρέπεται κατευθείαν σε θεατή. Ενώ βρίσκεται προ τετελεσμένου (κάτι που έχει ήδη συμβεί και ένα αποτέλεσμα που δεν αλλάζει και το γνωρίζει), ψάχνει τον τρόπο να αναβιώσει τη στιγμή με πρωτοτυπία, δίνοντας τη δική του, φρέσκια ματιά.
Η επιθυμία του, ωστόσο, έχει μια συγκεκριμένη διάσταση ουτοπίας: θέλει να ξέρει ότι εκείνος θα κομίσει το μεγαλειώδες μίας κατάστασης, ακόμα κι αν έχει γίνει πριν 53 χρόνια. Λαμβάνει την ίδια τη μετάδοση και με νοητικές διεργασίες σβήνει την αρχική πράξη, δηλαδή ότι έμαθε το συμβάν από κάποιον, και το παρουσιάζει σαν να το ανακάλυψε.
Αυτή η ροπή προς τη διαφορετικότητα μέσω της ατομικότητας είναι καθοριστική για την προσέγγιση μέσω των social media, δηλαδή των μέσων που πια αποτελεί τη σφυγμομέτρηση των γεγονότων. Η κριτική δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί: οι ενστάσεις είναι δείγμα κριτικής σκέψης. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που γίνονται για να γίνουν, με αποτέλεσμα να δημιουργούν ένα δεδικασμένο σε ό,τι αφορά το μοτίβο τους.
Δεν πρόκειται για απότοκο ενδελεχούς ανάλυσης, αφού υπάρχει ένα είδος καταδίκης στη διάσταση της ταχύτητας: η διάδραση πρέπει να γίνεται γρήγορα ώστε να βρίσκει την προτεραιότητά της στο feed και να στοιχειοθετεί κάτι σαν αποκλειστικότητα. Ο δέκτης γίνεται πομπός, αλλά η μεταδοτικότητα είναι ελάχιστη. Στην πραγματικότητα, η οργή όπως μεταδίδεται μέσω μιας ανάρτησης είναι η κίνηση του να πάρεις νούμερο προτεραιότητας για να εξυπηρετηθείς στην τράπεζα. Δεν έχει σημασία αυτό που λέγεται, αφού το υπερεπείγον στην έκφραση είναι να ειπωθεί κάτι.
Με αυτόν τον τρόπο, η επικείμενη και πολυαναμενόμενη ποικιλία και πρωτοτυπία στην έκφραση και την ψηλάφηση των φλεγόντων αναδίδει ένα άρωμα φορμόλης, σαν κάτι που επαναλαμβάνεται. Ο κόσμος, από κριτής και ζυγιστής των γεγονότων, μια κατάσταση η οποία θα μπορούσε να έχει μια ροπή προς την ιδέα, γίνεται αδέκαστος και η στόχευσή του δεν είναι η ανάλυση της κατάστασης, αλλά η παράθεσή της με σαφήνεια, ώστε να μην αφήσει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο ίδιος δεν τελεί υπό καθεστώς οργής.
Πρόκειται για κατάσταση εν ισχύι στην περίπτωση του Στέφανου Τσιτσιπά, η οποία θα ήταν θεμιτό, ακόμα και σώφρον, να εξεταστεί μέσω δύο κλασμάτων. Εκείνο με παρονομαστή την ιδιότητα του ανδρός και αυτό με την αποδοχή του κόσμου, ο οποίος μοιάζει πλειστάκις, αν όχι πάντα, ενοχλημένος με τις τοποθετήσεις του.
Ένα ατομικό σπορ με μπάλα
Αρχικά, ο αθλητής του τένις είναι εξ ορισμού αυτό που οι περισσότεροι εξ ημών συνηθίζουμε να αποκαλούμε «λούζερ». Εξ υπαρχής, από την πρώτη μέρα, αυτό που μαθαίνει να διαφεντεύει είναι το διάφραγμά του, όταν το μπαλάκι καταλήγει στο φιλέ. Ο τενίστας ακούει τον ήχο σαν μαστίγιο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης: το καθ’ όλα υπερβολικό σχήμα χρησιμοποιείται για να καταστήσει αντιληπτό το ήδη εύθραυστο της φύσης του, που πάρα πολύ δύσκολα γίνεται αρραγές. Αυτό που δουλεύει ο τενίστας, είναι να βλέπει κάθε πόντο ξεχωριστά, προκειμένου να μη συνδέεται εντελώς προσωπικά με τα χτυπήματά του.
Το εργαλείο που γίνεται προέκτασή του, είναι το όπλο στο οποίο βασίζεται, αλλά και εκείνο που δεν έχει την απόλυτη δύναμη πάνω του. Η ψυχολογική φθορά είναι αναπόφευκτη, διότι η κίνηση για να το ελέγξει δεν γίνεται φυσικά, αλλά προκύπτει από εκατομμύρια επαναλήψεις. Μεγαλώνοντας, η ρακέτα αλλάζει ρόλους και, κάποια στιγμή, όπως συμβαίνει σε όλες τις καταστάσεις που αφιερώνεις εκατοντάδες χιλιάδες ώρες για να τις τελειοποιήσεις, γίνεται ένα βαρετό δεκανίκι που, μπροστά στη ματαιότητα των πραγμάτων, όπως αυτή εμφανίζεται χαρωπή μέσα από την αποτυχία, η οποία είναι προδιαγεγραμμένη, παίρνει τη μορφή του εφιάλτη.
Επιπλέον, η μοναξιά του τενίστα έχει μια μοναδικότητα, η οποία δεν βρίσκεται στα άλλα ατομικά σπορ. Η οντότητά του εμφανίζεται απογυμνωμένη στο φακό, αφού προδίδονται όλα τα συναισθήματά του. Ακόμα και σε παρεμφερή σπορ, η δυνατότητα κάλυψης έρχεται από την ίδια την κίνηση, η οποία δεν είναι απαραιτήτως εμπρόσθια.
Δεν πρόκειται για σπριντ, μεσαίες αποστάσεις ή δρόμους αντοχής, που η αναμονή με κάποιον τρόπο καλύπτεται από το σημείο που πρέπει να φτάσεις, δεν είναι σκοποβολή, στην οποία στοχεύεις τον μπροστινό στόχο, δεν είναι κολύμβηση, στην οποία το κορμί οριζοντιώνεται και το πρόσωπο βρίσκεται μέσα στο νερό, δεν πρόκειται για μηχανοκίνητο αθλητισμό, που οποιοδήποτε συναίσθημα κι αν προκύπτει, καλύπτεται από το ίδιο το κράνος ή για πυγμαχία και πολεμικές τέχνες, που το πρώτιστο μέλημα είναι η άμυνα.
Ο λόγος γίνεται για μια απάνθρωπη επανάληψη, για ένα εγχειρίδιο που αφορά στη μηχανική κίνηση, αλλά και για δύσβατα εμπόδια, που μπαίνουν ανάμεσα στους δύο αντιπάλους. Επιπροσθέτως, η έλλειψη επαφής και τριβής αφήνει την αδρεναλίνη έρμαιο. Η ικανοποίηση, καλύτερα ένα είδος ανακούφισης, που θα έφερνε μια κυριολεκτική σύγκρουση, δεν συμβαίνει. Η αδρεναλίνη δεν βρίσκει καταφύγιο στο πεδίο της μάχης, παρά σε μια εξ αποστάσεως ξιφομαχία, η οποία δεν ικανοποιεί τους θιγμένους.
Ασφαλώς, σοφόν το σαφές: δεν γίνεται λόγος για δουλειά στα ορυχεία ούτε υπάρχει οποιαδήποτε επίκληση στο συναίσθημα. Πρόκειται για ένα παιχνίδι, ανάμεσα σε πρωταθλητές που μένουν σε εντυπωσιακές κοσμοπόλεις και έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τις τελευταίες τεχνολογίες προκειμένου να κάνουν προετοιμασία σε όποιο μέρος του κόσμου ενδείκνυται ή επιθυμούν.
Παρ’ όλα αυτά, δεν γίνεται παρά να διατυπωθεί ότι κάτι σε αυτό το παιχνίδι πήγε λάθος. Όχι μόνο επειδή αναδεικνύει τη μονομανία εκείνου που θέλει να νικάει, αλλά επειδή ο κύριος προορισμός του, ο λόγος, δηλαδή, που ανακαλύφθηκε, είχε ελάχιστη σχέση με την τωρινή μορφή του.
Η βρετανική αριστοκρατία το λάνσαρε ως αισθητικό ισοδύναμο της γαλλικής οικονομίας. Όπως οι Γάλλοι βρήκαν στην πολυτέλεια, στην ενδυμασία και την εστίαση, τον τρόπο να αναζωογονηθεί η οικονομία τους, έτσι και οι αριστοκράτες στο Ηνωμένο Βασίλειο βρήκαν στο παιχνίδι τον τρόπο να διαχωρίζονται από τις υπόλοιπες τάξεις. Ούτως ή άλλως, η πολυτέλεια είναι λέξη σύνθετη και αποτελείται του πολύ και του τέλους, που είναι ο φόρος. Ήθελαν, δηλαδή, ό,τι συνόδευε το τένις να μην γινόταν να το καλύπτει η τσέπη του μεσοαστού -και αυτό δεν είναι άσχετο ακόμα και κατά τους σύγχρονους καιρούς.
Είναι απίθανο ο εφευρέτης του τένις να χαιρόταν με την τωρινή μορφή του. Θα ήταν καταδικασμένος να κραυγάζει για τα λαϊκά στοιχεία που έχουν παρεισφρήσει στο παιχνίδι και για την πρόσβαση που υπάρχει. Το πρόβλημα με το τένις, όμως, είναι λίγο πιο σύνθετη από τα λαϊκά στοιχεία.
Από τη στιγμή που βρέθηκε ο πρεσβευτής,ο σπουδαίος Ρότζερ Φέντερερ, που θα άνοιγε, με το στυλ του, την κλάση του, την κομψότητά του μέσα και έξω από το κορτ, την απλότητα και την προσήνειά του το δρόμο προς τον κόσμο, αυτό που θα έπρεπε να συμβεί για να ξεκαθαριστεί η εικόνα του παιχνιδιού, δεν ήταν να απαγορευτεί η πρόσβαση -η οποία, εξάλλου, είναι απαραίτητη- αλλά να ξεριζωθούν οι βασικές ηθικές νόρμες του.
Ήτοι, να καταργηθεί η πολυτέλεια. Αυτό, τουλάχιστον, υπό μία έννοια, θα διευθετούσε το προφανές ζήτημα της κρίσης ταυτότητας, το οποίο συνάδει, κιόλας, με το ελληνικότατο «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς». Εδώ έρχεται, άλλωστε, και κολλάει ο Στέφανος Τσιτσιπάς, σε ό,τι αφορά τη σχέση του με τους Έλληνες φιλάθλους των σπορ, αλλά, βέβαια, και τους επικριτές της «κοινωνικής σήψης».
Ο λόγος, φυσικά, είναι απλός. Ο Τσιτσιπάς είναι ακριβώς ένα κράμα του αθλητή που προσυπογράφει τη βασική φόρμα του παιχνιδιού, δηλαδή ότι δεν είναι για όλους, αλλά και, σχεδόν αναγκαστικά, ένα παιδί της εποχής του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι ο πρώτος Έλληνας τενίστας.
Αυτό, βεβαίως, είναι ψέμα, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά την πραγματικότητα. Το τένις τις προηγούμενες δεκαετίες έδραζε σε περιοχές που ήταν… καλοκαιρινοί προορισμοί. Είτε επρόκειτο για τα βόρεια είτε για τα νότια προάστια, συνοικίες όπως η Εκάλη, η Κηφισιά, το Ψυχικό, η Φιλοθέη, η Γλυφάδα και η Βουλιαγμένη χρησιμοποιούνταν από τους Αθηναίους για τις καλοκαιρινές διακοπές τους.
Αυτό σημαίνει ότι οι παλιοί τενίστες ήταν εκτός καθημερινής πραγματικότητας: τα νέα τους, αν υπήρχαν, θα απασχολούσαν τόσο όσο, θα ήταν ενδεχομένως μία εκτός προγράμματος απόλαυση και θα παρέμενε τέτοια, περίπου όπως το χρυσό μετάλλιο που πήρε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Όμως, τώρα, που η πραγματική πραγματικότητα έχει σχεδόν την ίδια δυναμική με την εικονική πραγματικότητα, ο Τσιτσιπάς κρίνεται όπως ένας αθλητής του μπάσκετ τόσο στο αθλητικό όσο και στο συμπεριφορισιακό πεδίο, οπότε με τις πράξεις του και κυρίως με τα λόγια του τσιγκλάει το συλλογικό φαντασιακό. Το τελευταίο παράδειγμα, με την επίθεση στη μητέρα του κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού με του Ντανιήλ Μεντβέντεφ.
Κι ενώ είναι μπολιασμένος με τους κανόνες ενός φύσει και (κυρίως) θέσει αριστοκρατικού παιχνιδιού, κρίνεται με όρους οπαδισμού. Δεν έχει σημασία που όχι πριν πολύ καιρό ο Νόβακ Τζόκοβιτς έδιωξε την οικογένειά του από το μποξ του κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού, που ο Ράφα Ναδάλ και ο Ρόμπιν Σόντερλινγκ κόντεψε να αρπαχτούν κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού τρίτου γύρου στο Γουίμπλεντον το 2007, που ο Νικ Κύργιος κραύγαζε στον τελικό του Γουίμπλεντον απέναντι στον Τζόκοβιτς σε κάθε φάση στο τεχνικό επιτελείο του, κατηγορώντας τον, ενώ ο νικητής δεν είχε κριθεί, για έλλειψη σχεδίου, που ο Ρότζερ Φέντερερ είχε διατάξει, στο Μόντε Κάρλο το 2008, τον πατέρα του Τζόκοβιτς να σκάσει, που ο Ντανιήλ Μεντβέντεφ τσακώνεται με τον προπονητή του σε κάθε παιχνίδι που πάει στραβά ή που, πολύ παλιότερα, ο Τζον ΜακΕνρό έβριζε με τέτοιο τρόπο κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού του με τον Τζίμι Κόνορς στο Λονδίνο, που η «Daily Mail» έγραψε «τα αυτιά της πριγκίπισσας Νταϊάνα δεν είναι πια παρθένα»…
Δεν έχουν σημασία οι απεριόριστες ώρες βαρετής και κουραστικής προπόνησης, οι ατέρμονες επαναλήψεις, τα γυμναστήρια, το άγχος να μπεις στο τουρ και να εδραιωθείς, το γεγονός ότι είσαι από μια χώρα με μηδαμινή παράδοση σε τέτοιες συνθήκες, πως πρέπει να βρεις μόνος σου την άκρη.
Θα κριθείς με όρους ομαδικών σπορ, ποδοσφαίρου, αν και η απόσταση σε φιλοσοφία και κανόνες είναι πελώρια.
Τα «Harrods» και η παραμονή Πρωτοχρονιάς στο Άμπου Ντάμπι
Ο Τσιτσιπάς καταδικάζεται σχεδόν όποτε μιλάει για την έλλειψη ενσυναίσθησής του με την πραγματικότητα, αν και επιδίδεται σε ένα σπορ που εξ ορισμού δεν έχει σχέση με την αλήθεια του «κανονικού κόσμου» και που καλείται, για να πετύχει, να κλειστεί σε ένα κουβούκλιο.
Ακριβώς, όμως, επειδή είναι ένα 24χρονο παιδί της εποχής του, η οποία του προσφέρει μέσα για να εκφράζεται, το κάνει. Λέει ότι προσπαθεί να μην είναι κλεισμένος στο κουβούκλιο. Η ποινικοποίηση αρχίζει από την αντίληψη του δέκτη ότι βλέπει τον κόσμο εντελώς διαφορετικά, αν και για να πετύχει στο σπορ του, δηλαδή να γίνει γνωστός σε κάποιον ώστε να τον κράζει, είναι προαπαιτούμενο η διαφορετική οπτική γωνία με την οποία αντικρίζει τα πράγματα.
Θα ήταν, μάλιστα, ελάχιστα ανακριβές να παρατεθεί ότι συνδεόταν επί τετραετία με γαλαζοαίματη -και αυτό κάτι πρέπει να δείχνει για το χαρακτήρα του.
Ο Τσιτσιπάς είναι, ούτως ή άλλως, ο μπερδεμένος γόνος ενός μπερδεμένου λαού, ο οποίος με τη σειρά του δεν διακρίνεται ακριβώς για την αποκρυσταλλοποίηση της ταυτότητάς του. Ο ίδιος ο Έλλην χρησιμοποιεί όλα τα γεωγραφικά χαρτιά του κατά τη διάρκεια της ζωής του για να δείχνει πού ανήκει κατά το βολευτόν: είναι Βαλκάνιος, μεσόγειος, δυτικός, έχει και αφρικανικές αποχρώσεις, συνδέεται με δύο ηπείρους, μάνι μάνι, στο αισθητικό κομμάτι, τα χαρακτηριστικά του και το γονιδίωμά του.
Όταν, λοιπόν, ο Τσιτσιπάς λέει ότι «θα ήταν ωραίο να γίνουν “Harrods” στην Ελλάδα» και ακολουθεί το «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν», θα πρέπει να διερωτηθεί κάποιος τι θα συνέβαινε σε μια περίπτωση αντίθετη. Η αντιμετώπιση της φράσης είχε κατά κύριο λόγο ως επιχείρημα το «ο Τσιτσιπάς δεν ξέρει τι του γίνεται», το «εδώ ο κόσμος χάνεται», το «ο κόσμος πεινάει και αυτός θέλει Harrods».
Για φανταστείτε, όμως, έναν Ολλανδό να λέει κατά λάθος στο Ευρωκοινοβούλιο ότι οι Έλληνες είναι «πειναλέοι, τεμπέληδες και μπεκρήδες». Πώς θα αντιδρούσε ο αναγνώστης και στους τρεις χαρακτηρισμούς, δηλαδή και στο «πειναλέοι», εφόσο προσδιοριζόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι από τον εαυτό του αλλά, από ένα ξένο στοιχείο;
Πώς θα αντιδρούσε στην κριτική από έναν Γάλλο ενώ γλεντούσε την Πρωτοχρονιά του σε ένα μπαρ στην Κολοκοτρώνη, τη στιγμή που ο ίδιος στηλιτεύει τον Τσιτσιπά που τη μία μέρα ρεπό κατά την προετοιμασία του στο Ντουμπάι αποφάσισε να βγει για να γιορτάσει την Πρωτοχρονιά σε ένα μαγαζί που το πιθανότερο είναι ότι τηρούνταν όλοι οι κανόνες προστασίας από τον κορονοϊό και που το κράτος επέτρεπε τις εξόδους;
Θέλετε να πείτε ότι αν υπήρχε πανδημία και το ελληνικό κράτος επέτρεπε τις εξόδους την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2020, δεν θα βγαίνατε από το σπίτι προκειμένου να προστατευτείτε; Διότι δεν έδειξε να ανησυχεί κάποιος για αυτό σε βαθμό διύλισης όταν ο καιρός άνοιξε και δόθηκε το δικαίωμα της ελευθερίας στην κυκλοφορία.
Κάθε φορά που ο υπογράφων μπαίνει σε απόπειρα δικαιολογίας της συμπεριφοράς του Τσιτσιπά, η απάντηση είναι ίδια: «Δεν μου αρέσει, πάει και τελείωσε». Και πράγματι, δεν είσαι υποχρεωμένος να σου αρέσει. Από το να καταδικάζεις κάποιον οριστικά και αμετάκλητα, όμως, μέχρι να σου αρέσει, υπάρχουν επίπεδα στα οποία θα ήταν θεμιτό -θα ταίριαζε και με την ανθρώπινη πρόοδο- να προσπαθήσεις να κατανοήσεις γιατί συμβαίνουν.
Το τένις ήταν ένα παιχνίδι που ως σκοπό είχε τη διαφοροποίηση -το να κάνεις πρωταθλητισμό σε αυτό είναι μαρτύριο, από τη στιγμή που είναι παιχνίδι. Υπάρχει μια ντοστογεφσκική αύρα στους πρωταθλητές του τένις, ακόμα και τους κορυφαίους εξ αυτών, στιγμές που μοιάζουν με εν δυνάμει δολοφόνοι και, συγχρόνως, εντελώς εγκαταλελειμμένοι.
Ο Στέφανος Τσιτσιπάς, επίγονος των τριών ιερών τεράτων του παιχνιδιού, μιας σπάνιας κατάστασης στην οποία εκείνοι που διαξίφισαν πριν από αυτόν τυγχάνει να είναι, με όποια σειρά θέλει ο φίλαθλος, οι τρεις κορυφαίοι όλων των εποχών, δηλαδή ο Ρότζερ Φέντερερ, ο Ράφα Ναδάλ και ο Νόβακ Τζόκοβιτς, είναι ο ορισμός εκείνου που κάνει πρωταθλητισμό στο τένις και βρίσκεται συνεχώς στην εναγώνια αναζήτηση της λύτρωσης.
Κι ενώ ουδείς θα κάνει κάτι που δεν θέλει, η οφειλή είναι τουλάχιστον να απαντηθεί το γιατί κάνει αυτές τις τοποθετήσεις και έχει αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς. Όχι για χάρη του, αλλά επειδή ο άνθρωπος έχει κάνει επιτεύγματα μεγαλειώδη ακριβώς και μόνο επειδή βρήκε την απάντηση στο «γιατί».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Υπεράνω Όλων: Δεν τρώει όλος ο κόσμος το «σανό» που σερβίρουν!
- Solidarity UEFA: Το ποσό που θα πάρουν οι ελληνικές ομάδες
- Αποκάλυψη για Ρονάλντο: «Ο Μουρίνιο τον κάλεσε για να τον φέρει στην Φενέρμπαχτσε»
- Παναθηναϊκός Παρασκήνιο: Παπαδημητρίου κατά... Τζαβέλλα
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα