Παναγιώτης Γιαννάκης - Όταν η Ατλάντα γέμισε με δάκρυα

Ο Φάνης Χριστοδούλου είπε στον Παναγιώτη Γιαννάκη «μας γ…» μέσα στο «Georgia Dome» της Ατλάντα στις 3 Αυγούστου 1996, μετά τη νίκη της Εθνικής επί της Βραζιλίας, 91-72, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Αν ο αποχαιρετισμός ενός σπουδαίου στον αθλητισμό είναι πάντα ένδοξος, ακόμα και παρ’ ότι συνήθως το φινάλε είναι άδοξο, να συμβαίνει με την εθνική ομάδα της χώρας του είναι ευλογία. Κάποτε, όχι πολύ παλιά, το έζησε ο Παναγιώτης Γιαννάκης, όταν σταμάτησε το μπάσκετ φορώντας τη φανέλα με το εθνόσημο.

Επρόκειτο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα και το ημερολόγιο έγραφε 3 Αυγούστου 1996. Δεν ήταν πολύ παλιά που η πραγματικά εμβληματική (με όλα τα γράμματα κεφαλαία και υπερτονισμένα) φυσιογνωμία του ελληνικού αθλητισμού συμπλήρωνε 20 χρόνια με την Εθνική πριν κρεμάσει για πάντα την μπλε φανέλα.

Έχουν περάσει, βεβαίως, 22 χρόνια από τότε, από εκείνο το παιχνίδι με τη Βραζιλία, που η Εθνική νίκησε εύκολα. Αυτό που δεν έχει παρέλθει -και ούτε πρόκειται- είναι η σημασία της ίδιας της πορείας του θρυλικού «δράκου».

Δεν έχει παρέλθει η ανησυχία του σπουδαίου Νικαιώτη να είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών σε ό,τι αφορούσε το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Το ζιζάνιο που του τριβέλιζε το μυαλό και τον έκανε, μέχρι τα 37 του, να διαθέτει το κορμί του προς όφελος της ίδιας της ομάδας.

Ουδόλως έχουν περάσει η τόλμη του, οι αυτοσχεδιασμοί του, οι μερικές φορές παράλογες αποφάσεις του, η άνευ ορίων οιστρηλασία που τον έκανε να «τρώει» στο γήπεδο τα καλοκαίρια του, αγόγγυστα και χωρίς καν να διαμαρτύρεται.

Από τις 12 Σεπτεμβρίου του 1976, όταν φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα της Εθνικής σε παιχνίδι για τη… ΔΕΘ με την Τσεχοσλοβακία, δεν έλειψε ποτέ. Ήταν 16 χρόνων και 10 μηνών τότε και του έμελλε να γίνει ο αρχιερέας του ελληνικού μπάσκετ, ο κήρυκας του καλού και αγαθού σε ό,τι αφορά το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.

Ο βιονικός αρχηγός

Ο Γιαννάκης δεν ήταν απλώς ένας επίμονος αθλητής, ένας τύπος που ακόμα κι αν επιδιδόταν σε γκραβούρες (αλλά ουχί θεατρινισμούς, διότι πάντα ήταν ειλικρινής στο παράπονό του, όσο άδικο κι αν είχε) έβαζε κάθε ικμάδα της ψυχής του, αλλά ένας πιστός της εθνικής ομάδας.

Δεν υπήρχε ποτέ «δεν μπορώ άλλο». Δεν υπήρχε «θέλω να ξεκουραστώ». Δεν υπήρχε «χρειάζομαι να πάρω μια ανάσα». Όποτε καλούνταν -και ήταν φυσιολογικό να καλείται πάντα- ήταν ο πρώτος που έφτανε στον προορισμό.

Σε 351 παιχνίδια με την εθνική ομάδα, σε Ολυμπιακούς Αγώνες, που είναι το όνειρο κάθε αθλητή, σε τρία Παγκόσμια Πρωταθλήματα, σε εννιά Ευρωμπάσκετ, σε τέσσερα προολυμπιακά τουρνουά, σε απεριόριστους προκριματικούς.

Με τον Γκάλη, χωρίς τον Γκάλη. Με τον Κόντο, τον Γιατζόγλου, τον Κοκολάκη, τον Κορωναίο, τον Πετρόπουλο, τον Σταυρόπουλο, τον Φασούλα, τον Φάνη, τον Γαλακτερό, τον Σιγάλα. Από το 1975 και το ασημένιο μετάλλιο της εθνικής Παίδων στο Ευρωπαϊκό της Αθήνας μέχρι τα αποδυτήρια του «Georgia Dome».

Κοκολάκης, Πετρόπουλος και Γιαννάκης κατά τα πρώιμα χρόνια του «δράκου» στην Εθνική

Ο Γιαννάκης του standing ovation στο Μπουένος Άιρες, των πέντε φάουλ στον τελικό του 1987, της καριέρας με ένα πόδι που ανά πάσα στιγμή μπορεί να κοβόταν, της σπουδαίας νίκης επί της Σοβιετικής Ένωσης στο Ζάγκρεμπ το 1989 και της πικρής ήττας από την Τσεχοσλοβακία στη Ρώμη το 1991.

Ο Γιαννάκης ένας από τους τρεις «κοντούς» στο Ευρωμπάσκετ του 1981, μετά τα θριαμβευτικά προκριματικά στην Κωνσταντινούπολη, ο πλέι μέικερ της ομάδας που νίκησε τη Γιουγκοσλαβία στους Μεσογειακούς Αγώνες του 1979 και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, ο τύπος που μετά το τρίτο προσωπικό φάουλ του ένιωθε άρρωστος.

Δεν υπήρξε διοργάνωση να μη βρίσκεται, λες και ήταν θύμα του πιο λεπτού εθισμού, να υπηρετεί ανιδιοτελώς την ομάδα που αγάπησε περισσότερο από όλες και να προσβάλλεται μόνο αν πληττόταν το περί δικαίου αίσθημά του.

Δεν υπήρξε ήττα που να μη στενοχωρήθηκε, από το τρελό 106-104 της Βρετανίας στο προολυμπιακό του 1984, για το Λος Άντζελες, μέχρι τη συντριβή από τους Λιθουανούς στον προημιτελικό των Ολυμπιακών το 1996.

Ήταν πάντα αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «different animal». Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι δεν ήταν πάντα ο κορυφαίος πόιντ γκαρντ, αλλά δεν υπήρχε ομάδα χωρίς αυτόν, δίχως το θάρρος του και την ψυχολογία του. Ήταν ένα αρχοντικό κάστρο, ένας τύπος που, ακόμα κι αν δεν έμοιαζε να τον έχει ξεχάσει ο χρόνος, εκείνος δεν του έδινε την παραμικρή σημασία.

Φάνης, Γιαννάκης, Φασούλας, Αλβέρτης στο «Georgia Dome» της Ατλάντα

Η ευλογία ήταν ότι ο Γιαννάκης σταμάτησε το μπάσκετ εκείνο το απόγευμα στο «Georgia Dome», αν και η Εθνική, όπως αποδείχθηκε σχεδόν αμέσως, όταν ο υπέροχος Μάκης Δενδρινός ολοκλήρωσε τη θητεία του και ο «δράκος» έσβησε κάθε επίδοξη υποψηφιότητα, δεν σταμάτησε να κυλά στο αίμα του.

Την βρήκε και την ξαναβρήκε, για να γίνει ακριβής η αφήγηση, εκείνη ήταν που τον βρήκε, διότι (μπορεί να μην βρίσκεται κάποιος πάνω από την Εθνική αλλά) εκείνη τον αποζητούσε και τον χρειαζόταν περισσότερο.

Κι όταν πια ο Γιαννάκης όδευε στα αποδυτήρια για να ανακοινώσει στους συμπαίκτες του την απόφασή του, ο μυθικός Βραζιλιάνος Οσκάρ Σμιτ στεκόταν στο κέντρο του γηπέδου δακρυσμένος, διότι ήταν από το ίδιο σκαρί. Αυτός ο γίγαντας των 326 παιχνιδιών με τη «σελεσάο» έπαιξε σε πέντε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ο Οσκάρ, όμως, συνέχιζε να παίζει μπάσκετ στην πατρίδα του και να σκοράρει, είναι άλλωστε ακόμη (και θα είναι για πολλές δεκαετίες) ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών… σκέτο, αλλά και στους Ολυμπιακούς Αγώνες και στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα.

Ο Γιαννάκης, από τη μεριά του, με αυτήν την μπάσα χαρακτηριστική φωνή που ακόμα κι αν πρόκειται για γραπτές δηλώσεις είναι σαν να τον ακούς, μίλησε στους συμπαίκτες του όπως πάντα απλά, δίχως φανφάρες και μπιχλιμπίδια.

Ο Γιαννάκης με τους Φασούλα και Παπαδόπουλο μετά την πρόκριση στον τελικό του Ευρωμπάσκετ 1989

«Θέλω να σας πω ότι ήρθε η ώρα να σταματήσω από την Εθνική. Είναι δύσκολο και το καταλαβαίνετε, αλλά θα μου επιτρέψετε να σας πω δύο λόγια. Φυλάξτε αυτή την ομάδα σαν κόρη οφθαλμού. Η Εθνική είχε, έχει και θα συνεχίσει να έχει επιτυχίες. Πρέπει να αισθάνεστε ότι αυτή η ομάδα είναι η υπερηφάνεια σας, η τιμή σας, ο ίδιος ο εαυτός σας. Πλέον η σκυτάλη περνάει σε εσάς. Να την προσέχετε σαν την ψυχή σας».

Κι ενώ ήταν φυσιολογικό να αποχωρήσει, ουδείς θεωρούσε ότι αυτό ήταν όντως πιθανό. Ο Γιαννάκης στην Εθνική ήταν άχρονος, μακριά από ηλικία, σαν σημάδι εκ γενετής στο κούτελό της. Η πορεία του ποσοτικοποιείται και χρονοποιείται, αλλά έμοιαζε να είναι γεννημένος τη μέρα που Εκείνη γεννήθηκε.

Έμοιαζε να είναι σάρκα από τη σάρκα της και αίμα από το αίμα της, οι ανάγκες της ήταν η οφειλή του, οι κρίσεις της ο πόνος του. Γι’ αυτό κιόλας ο Σιγάλας είπε, βγαίνοντας από τα αποδυτήρια, ότι «σήμερα αποσύρεται το ίδιο το μπάσκετ».

Εθνική ομάδα, όντως, συνεχίζει να υπάρχει, όποιος και να είσαι. Αλλά αν είχε εφευρεθεί ένα μέτρο παγκοσμίως που θα έδειχνε ποια ομάδα δεν θα ήταν υπερβολικό να μην υπάρχει μετά την αποχώρηση ενός αθλητή της, η «γαλανόλευκη» θα φιγουράριζε στις πρώτες θέσεις.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News