LONGFORM: Ο Τόνι Κούκοτς είναι αφ' εαυτού μια λεωφόρος της Δόξας

Η εισφορά της «αράχνης από το Σπλιτ» στο μπάσκετ δεν μετριέται με αριθμούς, αλλά μόνο με την κλίμακα της υπερβατικής (κατα) νόησης.

Στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 1995, η Κροατία αντιμετώπιζε την Ιταλία (71-61). Ο Τόνι Κούκοτς αντάμωσε, τη διετία του στην Μπενετόν Τρεβίζο (1991-93), με αρκετή συχνότητα με τον Ρικάρντο Πίτις, ο οποίος τον μάρκαρε. Οι όχι και τόσο παλιοί θυμούνται τον αρκετά ψηλό και λιπόσαρκο σμολ φόργουορντ της Τρέισερ Μιλάνο. Για το ιταλικό μπάσκετ, η ευελιξία του ήταν επανάσταση. Απόδειξη της αξίας του, πλην των δύο Κυπέλλων Πρωταθλητριών το 1987 και το 1988, στο πρώτο Final 4 των σύγχρονων καιρών στη Γάνδη, ήταν ότι όταν ο Κούκοτς έφυγε για το ΝΒΑ και τους Σικάγο Μπουλς, ο Πίτις αποκτήθηκε για αντικαταστάτης του.

Στο παιχνίδι εκείνο, οι δύο συναντήθηκαν ξανά. Ο Κούκοτς ήταν λίγο ψηλότερος, αλλά ο Πίτις λογιζόταν ως άξιος αναχαιτιστής. Η Ιταλία πέτυχε καλάθι και η Κροατία είχε την επαναφορά. Ο σμολ φόργουορντ της «Χρβάτσκα» είχε χώρο και ξεκίνησε να τρέχει στο ανοιχτό γήπεδο. Ο Πίτις τον ακολούθησε, έχοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω του. Ο Κούκοτς σταμάτησε και κοίταξε ψηλά, δυνητικά την πορεία μιας μακρινής πάσας προς το μέρος του. Ο Ιταλός γύρισε το σώμα του να δει τι γίνεται. Αλλά ουδεμία μπάλα ερχόταν προς την εμβέλειά του. Όταν γύρισε να δει τι γινόταν, ο προσωπικός αντίπαλός του είχε χαθεί.

Ο Κούκοτς τού έκανε προσποίηση με μία μακρινή πάσα που απλώς φαντάστηκε!

 

Ιδιοφυΐα, μια προσεκτικά επιλεγμένη λέξη

Το προνόμιο των προπονητών

Στις συζητήσεις για τους κορυφαίους Ευρωπαίους όλων των εποχών, ο Τόνι Κούκοτς δεν είναι συχνά μέσα. Ωστόσο, δύο ομάδες στις οποίες έπαιξε, η Γιουγκοπλάστικα της τριετίας 1988-91 και οι Σικάγο Μπουλς της σεζόν 1995-96 λογίζονται ως οι κορυφαίες όλων των εποχών: η πρώτη στην Ευρώπη, η δεύτερη παγκοσμίως και σε ιστορική εμβέλεια. Ο Κούκοτς ήταν ο ηγέτης της πρώτης και είχε καθοριστικό ρόλο στη δεύτερη.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος το προνόμιο που είχαν οι δύο Σέρβοι προπονητές του, ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, να τον προπονούν. Ο Μπόζα έχει δηλώσει απερίφραστα ότι είναι ο κορυφαίος παίκτης που είχε υπό την καθοδήγησή του στο παρκέ, ο Ντούντα, όταν θα έβλεπε κάποιον δημοσιογράφο να του μιλά ενθουσιασμένος για την αξία κάποιου παίκτη του, θα του έλεγε ότι «έχω προπονήσει τον Κούκοτς». Και οι δύο στη σύνταξη, το Σάββατο έπρεπε να νιώθουν ιδιαιτέρως χαρούμενοι που μία από τις ιδιοφυΐες του παγκόσμιου μπάσκετ, ένα απαύγασμα των fundamentals που, ταυτοχρόνως, ήταν προφήτης εκείνου που επρόκειτο να παιχθεί σε 20 και 30 χρόνια από τότε που έλαμψε, μπήκε στο Hall of Fame. Από την άλλη, και για τους δύο το μπάσκετ ξεπερνά την οντότητα και αυτό ενσάρκωνε ο Κούκοτς στο παρκέ.

Ο μύθος αναφέρει ότι με τον Μάλκοβιτς, τα νεανικά χρόνια του στη Γιουγκοπλάστικά, ο μετέπειτα «Ροζ Πάνθηρας» προπονείτο περισσότερο από μπαλαρίνα των «Μπαλσόι», έξι με οκτώ ώρες καθημερινά. Ο βλοσυρός δικτάτορας του Σπλιτ, ο Σέρβος που αποθεώθηκε στην πόλη το 1995, όταν πήγε εκεί να παίξει ο Παναθηναϊκός, είχε διαδεί τις ικανότητες και κυρίως την αρμονία εκείνου του ψηλόλιγνου παιδιού, που αν δεν είχε τέτοιο χάρισμα και δεν είχε ρίξει τόση δουλειά στην κίνηση, θα έμοιαζε με ξυλάγγουρο.

 

Έκανε τα πάντα πρώτος

Ένας οραματιστής των παρκέ

Ο Τόνι Κούκοτς της Ευρώπης, κυρίως, αφού τα έξι χρόνια του στο Σικάγο πέρασε σε μία πολύ αυστηρή ομάδα, η οποία στηριζόταν σε μία επίθεση που ναι μεν την έκανε πανίσχυρη αλλά δεν άφηνε ελεύθερο το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο πέραν του Μάικλ Τζόρνταν, δεν υπήρχε κάτι που να κάνει που δεν έγινε μετά στον ΝΒΑ. Το λέι απ με το ένα βήμα, το eurostep, η ντρίμπλα δισταγμού, το πέρασμα ανάμεσα στο ενδεχόμενο νταμπλ τιμ, ακόμα και το τρίποντο στον αιφνιδιασμό, ήταν καταστάσεις που έβγαζε αβίαστα. Σε αντίθεση με ένα χαρακτήρα που δεν αποκαλύφθηκε ποτέ -και σε ό,τι αφορά το πώς είναι ως άνθρωπος δεν μπορεί κάποιος καν να φανταστεί, σε αντίθεση με πάρα πολλούς σπουδαίους παίκτες που έχει τις πιθανότητές του- προκαλούσε ένα γεωμετρικό αραβούργημα στο παρκέ.

Ποτέ ουδείς, πριν από αυτόν, καταλάβαινε καλύτερα τις γωνίες, συνολικά το χωροχρόνο. Ήταν τέτοια η επιρροή του στο παιχνίδι, για εκείνους που τον καταλάβαιναν, που αποθεώθηκε μέσα στο Βελιγράδι από τους οπαδούς της Παρτίζαν στον τρίτο τελικό του 1991 (!), που όλοι γνώριζαν ότι θα ήταν το τελευταίο ματς μπάσκετ του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Και τον χειροκροτούσαν σε όλο το ματς, είτε έβγαζε μια μαγική πάσα στη ρακέτα είτε έκανε κάρφωμα 360 μοιρών. Ήταν ανώτερο είδος. Και μπορεί η εθνική Γιουγκοσλαβίας, ένα κράμα θεσπέσιων γεύσεων και μυρωδιών, της τετραετίας 1988-91 να ήταν η ομάδα του Ντράζεν Πέτροβιτς, με τη σκοτεινή εξαίρεση της τελευταίας χρονιάς, αλλά ο Κούκοτς ήταν εκείνος που κρατούσε τα νήματα στο κουκλοθέατρο και καθοδηγούσε συμπαίκτες και αντιπάλους.

 

Ο πιο μελαγχολικός αρχηγός στην Ιστορία

Το τέλος της ανεμελιάς

Ο Τόνι Κούκοτς δεν ήθελε κάτι από όλα αυτά. Η αυτεπίγνωση έμοιαζε αντίθετη με την ενσυναίσθηση. Την ώρα που ο Ντράζεν απαρνιόταν τον Ίβκοβιτς και τους συμπαίκτες του στο Ευρωμπάσκετ της Ρώμης, το 1991, προετοιμαζόμενος για την ώρα της Κροατίας, ο Κούκοτς δεν ήθελε να αφήσει τους φίλους του.

Από την παρέα της ομάδας που διέλυσε τους Αμερικανούς στην Πανεπιστημιάδα του Μπόρμιο το 1987, υπό τις οδηγίες του Σβέτισλαβ Πέσιτς, υπήρχε μια αφατή συμφωνία για το ποιος είχε το αληθινό πλεονέκτημα: ναι, υπήρχαν ο Βλάντε Ντίβατς και ο Ντίνο Ράτζα, ο οποίος είχε το μεγαλύτερο πρόβλημα να αποδεχθεί την «αράχνη» πάνω από εκείνον στην ιεραρχία, κάτι που δεν έκανε, ασφαλώς, ως ακριβοθώρητος και πολύς σταρ τη δεκαετία του ’90 και τα χρόνια τς εθνικής Κροατίας, και ο Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο αριστερόχειρας από το Σπλιτ, που στα 52 του μπαίνει επιτέλους στη λίστα των επίλεκτων του μπάσκετ, μπόρεσε και διαχώρισε τον εαυτό του: τα 11 στα 12 τρίποντα επί των ΗΠΑ στους ομίλους προκαλούν ακόμη σαγήνη, εκείνη τη στιγμή, όμως, ήταν κάτι εντελώς πρωτοποριακό για έναν παίκτη που το μέτωπό του από το έδαφος απείχε 207 εκατοστά. Κι όταν οι Αμερικανοί αποφάσισαν να μην τιμωρηθούν με αυτόν τον τρόπο, τρυπούσε τη ρακέτα με τις πάσες του. Τους νίκησε στους Αγώνες Καλής Θέλησης και στο Παγκόσμιο του 1990, μέχρι να φτάσουμε στη Ρώμη, στην οποία σήκωσε το τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης και στο πρόσωπό του σκιαγραφείτο ο πιο μελαγχολικός αρχηγός στην Ιστορία και το τέλος της ανεμελιάς.  

 

Μια ιδανική μορφή

Ο παίκτης του μέλλοντος

Ο Τόνι Κούκοτς δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Ακόμα και στην Ευρώπη, ο Μπόγκνταν Τάνιεβιτς έβαλε το σχετικά ψηλό, αρειμάνιο καπνιστή, με αδυναμίες και πάθη που τον ξεπέρασαν, Μίρσα Ντελίμπασιτς στη θέση του γενικού κουμανταδόρου στην Μπόσνα Σεράγεβο. Το έκανε σχεδόν την ίδια εποχή που ο Έρβιν Τζόνσον, που θα «κατέστρεφε» τη λέξη Μάτζικ, συστηνόταν στις ΗΠΑ. Οι Σοβιετικοί είχαν επίσης το δικό τους, στο πρόσωπο του Ανατόλι Μίσκιν, ενώ όταν ο Αρβίντας Σαμπόνις συστήθηκε στον κόσμο, ήταν ένας μονόκερος που, ύστερα από 40 χρόνια, δεν έχει υπάρξει κάποιος έστω να τον θυμίζει, με την εξαίρεση του Νίκολα Γιόκιτς, ο οποίος είναι περισσότερο ένα υβρίδιο μεταξύ του «Σάμπας» και του Ντίβατς, ενώ ο πρώτος είχε και σπουδαίες αθλητικές ικανότητες μέχρι να γίνει ο γίγαντας με τα πύλινα πόδια.

Ο Κούκοτς, όμως, ήταν μια ιδανική μορφή. Ο παίκτης του μέλλοντος. Προέκυψε σαν κινηματογραφημένος, ένα παιδί που σχεδόν πλήρωσε, καθ’ όλη τη θητεία του στους Μπουλς, εκείνη την αδυναμία που του είχε πριν καν πάει στο ΝΒΑ ο Τζέρι Κράουζε. Είναι πασίγνωστο το σχέδιο εκδίκησης στο ματς της «Dream Team» με την Κροατία, για τους ομίλους του ολυμπιακού τουρνουά το 1992, αλλά και εκείνη η στιγμή που ο Φιλ Τζάκσον τον διάλεξε αντί του Σκότι Πίπεν για το τελευταίο σουτ στον τέταρτο ημιτελικό της Ανατολής με τους Νιου Γιορκ Νικς, με αποτέλεσμα ο «Ινδιάνος» να μη θέλει να ξαναμπεί στο παιχνίδι και ο Κροάτης, ανεπηρέαστος, να πετυχαίνει το τελευταίο καλάθι. Ο Κούκοτς κατέκτησε τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, τρία δαχτυλίδια ΝΒΑ, απείλησε τους Νικς με ήττα στα McDonalds του 1990, εκείνο το 135-129, όταν ούτε ως φαντασία υπήρχε το ενδεχόμενο ήττας ομάδας του ΝΒΑ, πήρε με τη Γιουγκοσλαβία δύο Ευρωμπάσκετ και ένα χρυσό σε Παγκόσμιο, με την Κροατία ένα ασημένιο στους Ολυμπιακούς του 1992 και τρία χάλκινα, στα Ευρωμπάσκετ του 1993 και του 1995 και στο Παγκόσμιο του 1994, στο Τορόντο.

Η αράχνη από το Σπλιτ, όμως, εισέρχεται στο Σαλόνι της Δόξας για την επιρροή της στο μπάσκετ. Ο σουρεαλισμός του Κιούμπρικ συνάντησε τα πουέντ της Σβετλάνα Ζαχάροβα. Και μπορεί να το έκαναν και οι Μπεν Γουάλας, Κρις Γουέμπερ, Κρις Μπος και Πολ Πιρς, αλλά ουδείς το δικαιούτο περισσότερο από τον «Ροζ Πάνθηρα».  

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News