Η έκπληξη στον Σπανούλη ήταν ιστορική δικαίωση

Ξαφνικά, η έκπληξη των φίλων του Ολυμπιακού έξω από το σπίτι του μοιάζει με μια πολύτιμη αντικατάσταση: του παράλογου πάθους με την ισόβια αγάπη.

Στο σημείο που συναντιόντουσαν οι δύο κόσμοι, ο Βασίλης Σπανούλης ήταν ακριβώς όπως θα τον φανταζόσουν: με ένα φούτερ με κουκούλα και μία βερμούδα. Χαλαρός και άνετος, στο σπίτι του με την οικογένειά του, τα έξι παιδιά του, τη σύζυγό του, Ολυμπία, την αδελφή της, Βαλέρια.

Οι δύο κόσμοι, για την ακρίβεια, ήταν δύο χρόνοι: το παρελθόν και το παρόν. Κι αν Αϊνστάιν δεν υπάρχει πια για να εξηγήσει τη σημειολογία (που επειδή είναι σχετική δεν μπορεί να βασίζεται στα σημεία, κάτι που καθιστά το σχήμα οξύμωρο), το βράδυ της Τετάρτης, 22 Σεπτεμβρίου, για το θρυλικό και τελευταίο Alpha Male του ελληνικού μπάσκετ, τον άνθρωπο που θα έπαιρνες μαζί σου σε αποστολή στη Νικαράγουα -για να υπενθυμιστεί ο τίτλος της ταινίας που είδαν οι παίκτες του μπασκετικού ΠΑΟΚ πριν τον τελικό Κυπέλλου του 1984, όταν πωρώθηκαν τόσο που πήγαν στον κουρέα και ξύρισαν τα κεφάλια τους, ώστε να μείνει εκείνο το τρόπαιο, με τους 26 πόντους του Νίκου Σταυρόπουλου, στην ιστορία ως ο τελικός των κεκαρμένων κεφαλών- εκείνον που θα πήγαινε να συγκρουστεί με τον τοίχο, με την αξίωση να τον περάσει, το αφιέρωμα των οπαδών του Ολυμπιακού περιέκλειε το τέλος ενός μυθιστορήματος.

Στον αθλητισμό, αυτό σηματοδοτούν οι τελικοί. Όμως εδώ υπήρχε μια τρανταχτή διαφορά. Έγινε μια τυχαία συνάντηση, που είναι εκείνη που ψάχνει ο συγγραφέας για να κλείσει το βιβλίο του δίχως διθύραμβο. Ψάχνει τη στιγμή για να βάλει τα πράγματα σε μία σειρά, διότι δεν γράφει παραμύθι, με το οποίο όλοι έζησαν καταπληκτικά, αλλά και που σταμάτησαν να υπάρχουν. Θέλει να δημιουργήσει μια αρμονία, ένα εφόδιο για την επόμενη μέρα, με τα πρόσωπα να έχουν ζωντανέψει.

 

Το σημείο που άλλαξαν όλα

Η κορυφαία μεταγραφή στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ ήταν ένα ρολερκόστερ συναισθημάτων

Το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού για τον Βασίλη Σπανούλη, τον Ιούνιο του 2010, ήταν γνωστό. Η μεταγραφή ταλαντευόταν στις διαστάσεις που θα φανταζόσουν ένα εκκρεμές. Στα δημοσιογραφικά γραφεία μπήκε «φωτιά» όταν μία πολύ συγκεκριμένη πληροφορία διασπάρθηκε: σε τηλεφωνική επικοινωνία με δημοσιογράφο, τραγούδησε ένα σύνθημα του Ολυμπιακού. Εκείνο το βράδυ ήταν το πλέον συναρπαστικό, μεταγραφικά, στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Από μόνη της, πριν καν κάποιος προβλέψει το μέλλον, η ατμόσφαιρα ανέδιδε τη μυρωδιά μπαρουτιού σε γλάστρα με τριαντάφυλλα. Ο Ολυμπιακός είχε αποκτήσει τον MVP του Final 4 της Ευρωλίγκας το 2009, τον παίκτη που φάνταζε, μαζί με τον Δημήτρη Διαμαντίδη, η «ερυθρόλευκη» αρχινέμεση.

Οι στιγμές στον αθλητισμό που δημιουργούν αμφιθυμία δεν είναι πολλές, γι’ αυτό είναι ξεχωριστές. Εκείνο το βράδυ ήταν από εκείνα που όλοι είχαν κάτι να πουν. Για τους δημοσιογράφους ήταν βέβαιο ότι θα τραβούσε σε μάκρος. Αν και δεν επρόκειτο καν για παιχνίδι, αν και ήταν απλώς μια μεταγραφή, για την οποία οι αδελφοί Αγγελόπουλοι δαπάνησαν ένα ποσό το οποίο μπήκε, με τη σειρά του, στο μάτι του κυκλώνα, οι εννιά στους δέκα ρέκτες του μπάσκετ -και ταυτοχρόνως οπαδοί των δύο ομάδων- μπορούν τώρα, 11 χρόνια μετά, να πουν πού ήταν όταν έγινε. Οι πιο ειλικρινείς, μάλιστα, μπορούν να περιγράψουν το κράμα των συναισθημάτων: οι μεν Παναθηναϊκοί την οργή και την ειρωνεία για έναν παίκτη που «έφυγε επειδή ήταν φραγκοφονιάς», που «δεν θα γινόταν ποτέ το πρώτο όνομα στην ομάδα», οι δε Ολυμπιακοί για μία κίνηση που θα άλλαζε τους συσχετισμούς στο ελληνικό μπάσκετ, αλλά και που «δεν είμαστε σίγουροι αν τον θέλουμε», επειδή «έπαιζε στον Παναθηναϊκό» και μάλλον «ήρθε για τα λεφτά».  

 

Πάθος άσβεστο

Καψούρα και μίσος σε ημερησία διάταξη

Οι σχέσεις του Σπανούλη με τους οπαδούς του Ολυμπιακού, βγάζοντας εκτός εξίσωσης τον κυνισμό των συμβολαίων και τις γενικές υποχρεώσεις, σπανίως υπήρξε ήσυχη. Για τουλάχιστον εφτά χρόνια κυμάνθηκε σε σφυγμούς που υποδήλωναν απανωτές εκκρίσεις εγκεφαλικών ουσιών, θολούρα, άσβεστο πάθος μεταφρασμένο σε τρελή καψούρα ή τυφλό μίσος.

Ο διεθνής πόιντ γκαρντ έγινε ο φταίχτης που η εποχή δεν… άλλαξε. Έγινε ο αρχιερέας των δύο διαδοχικών Κυπέλλων Πρωταθλητριών, το 2012 και το 2013 και, σχεδόν ένα μήνα από εκείνα τα καταπληκτικά πέντε τρίποντα στον τελικό με τη Ρεάλ Μαδρίτης, αυτός που δεν κατάφερε να χαρίσει στον Ολυμπιακό το δεύτερο διαδοχικό πρωτάθλημά του στην Ελλάδα. Δεν έχει ξαναϋπάρξει πρωταθλήτρια Ευρώπης που να μην έχει τελειώσει τη χρονιά της εν μέσω εκτίμησης, επειδή οι οπαδοί της δεν άφησαν να τελειώσει ένα παιχνίδι, στην περίπτωση αυτή ο τρίτος τελικός του πρωταθλήματος της Α1, που ήταν μόλις 4 πόντους πίσω με 1,5 λεπτό για το τέλος. Ο Λαρισαίος υπήρξε ο πυλώνας των επιτυχιών και ο πυλώνας των αποτυχιών. Ούτε χρόνο μετά, στις 10 Απριλίου του 2014, έδειξε στους οπαδούς του Ολυμπιακού τα αυτιά του μέσα στο ΣΕΦ, ύστερα από ένα τρίποντο που χάρισε τη νίκη, 68-65, επί του Παναθηναϊκού στην Ευρωλίγκα. Και εκείνοι οι τελικοί, όμως, χάθηκαν. Με αυτά και με αυτά, όμως, ο Σπανούλης, που το καλοκαίρι του 2011 έγινε ο εκλεκτός, όταν η αιμορραγία από τις φυγές παικτών όπως ο Γιάννης Μπουρούσης, ο Θοδωρής Παπαλουκάς, ο Μίλος Τεόντοσιτς, ο Λίνας Κλέιζα και ο Τζος Τσίλντρες αποδείχθηκαν αναδιάρθρωση, είχε ήδη διανύσει τέσσερις σεζόν στον Ολυμπιακό. Και ετοιμαζόταν για τις επόμενες.

 

Ένα θαυμάσιο τάιμινγκ

Ο φόρος τιμής και η απώλεια του Δασκάλου

Οι σχέσεις των οπαδών με τον Σπανούλη φτιάχτηκαν με τα χρόνια. Εντάξει, έπαιξαν ρόλο και η μυθιστορηματική παρούσια του στους τελικούς της Α1 το 2016, με κορωνίδα το τρίποντο που έστειλε στη σύνταξη τον Δημήτρη Διαμαντίδη, σε μία από τις πιο ωραίες εικόνες στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, τα αριστουργήματα με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, όταν η παρουσία του σχεδόν διασφάλιζε (και αυτό στη ροή είναι ασύλληπτο προνόμιο) ότι με κάποιον τρόπο οι Ρώσοι θα την πατούσαν, αλλά κυρίως επρόκειτο για τα χρόνια που πέρασαν.

Για τον Σπανούλη ήταν αναγκαίο να σταματήσει το μπάσκετ -και να το ανακοινώσει. Ήταν σημαντικό να μη νιώθει ότι φορτώνεται και ήταν πράξη ωριμότητας να αντιληφθεί ότι δεν μπορούσε να βαρύνει περισσότερο το σώμα του. Οι φίλοι του Ολυμπιακού όφειλαν, σε έναν άνθρωπο που, όταν ξεθύμαναν τα πάθη, όταν οι υδρατμοί εξατμίστηκαν, κατάλαβαν ότι αγαπούν βαθιά, να του αποτίνουν τα πρεπά, ένα φόρο τιμής αντάξιο της επιβλητικής παρουσίας του. Ο θάνατος του Δασκάλου, του Ντούσαν Ίβκοβιτς έδειξε προς αυτήν την κατεύθυνση, έβγαλε την ευαισθησία που βγάζουν οι απώλειες, την επιθυμία που σου υπαγορεύει η ματαιότητα, να εκδηλώσεις στον άλλον τα συναισθήματά σου.

Κι όταν η Ολυμπία Χοψονίδου, μάνα έξι παιδιών, παρενέβη στα βίντεο της Βαλέριας, που έκαναν θραύση στο instagram, για να γράψει ότι «μπορεί να ήταν η πιο συγκινητική στιγμή που έχω ζήσει», καταλαβαίνεις τη δύναμη των σπορ. Η περιγραφή τους ως ένα από τα πιο όμορφα περιττά πράγματα στον κόσμο έχει υπόσταση, αλλά όλοι ξέρουν ότι δεν είναι ακριβής: όταν κάτι σου φτιάχνει ή σου χαλάει τη μέρα, δεν υπόκειται στον κόσμο του περιττού, αλλά αποκτά ζωτική δύναμη. Σύμφωνοι, όλοι λίγο πολύ είναι για να ξαπλώνουν στο ντιβάνι, αλλά πρόκειται για μια πραγματικότητα που ουδείς «πνευματικός» και κουλτουριάρης μπορεί να αφορίσει.

Ένα τυχαίο βράδυ, που ο Βασίλης Σπανούλης έζησε μια αδόκητη αποθέωση, ο συγγραφέας βρήκε το τέλος του βιβλίου του. Επιτέλους, ο αναγνώστης, που ανησυχούσε ότι οι παρεξηγήσεις και οι άγαρμπες δράσεις δεν θα έβρισκαν τη δικαίωσή τους, μπορεί να το κλείσει ήσυχος. Τα πράγματα έχουν μπει οριστικά σε μία σειρά: τη σωστή.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News