ΑΛΕΚΣΑΝΤΑΡ ΝΙΚΟΛΙΤΣ: Η συνάντηση του προφέσορα με το «μάγο του Γουέστγουντ»

Το γυμναστήριο που έπαιξε ο Ολυμπιακός με τον Ερυθρό Αστέρα έχει πάρει το όνομά του. Πριν από 57 χρόνια, ο «Άτσα» βρέθηκε για ένα τρίμηνο στις ΗΠΑ και πέτυχε τον Τζον Γούντεν πριν το UCLA πάρει κάποιον από τους 10 τίτλους του σε 12 χρόνια.

Ήταν περίφημη, στους κύκλους του ελληνικού ποδοσφαίρου, η φιλία του Νίκου Αλέφαντου με τον Τζιοβάνι Τραπατόνι, η οποία αναγόταν στη δεκαετία του ’80, που ο διάσημος Ιταλός τεχνικός -η πρώτη εικόνα που σου έρχεται στο μυαλό για τον οποίο είναι να τραντάζει το κουβούκλιο του τέταρτου διαιτητή στο ματς της φάσης των «16» της Ιταλίας με τη Νότιο Κορέα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002- λογιζόταν ως ένας από τους κορυφαίους στον κόσμο και κουμάνταρε τη Γιουβέντους, η οποία πήρε μετά κόπων και… νεκρών το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών στην ιστορία της, το 1985 στο «Χέιζελ». Ο Αλέφαντος και ο «Τραπ», στα 82 του πια, ήταν συνομήλικοι, γεννημένοι αμφότεροι νωρίς το 1939, και ο πρώτος φούσκωνε από περηφάνια όταν έλεγε ότι είχε πάσο για να παρακολουθεί τις προετοιμασίες του Ιταλού.

Ήταν εντυπωσιακό και, βέβαια, όχι εύκολο για έναν Έλληνα να φτάνει στην Ιταλία και να κάθεται μία εβδομάδα προκειμένου να εκπαιδευτεί. Είκοσι χρόνια πριν, ήταν ακόμα πιο δύσκολο, ειδικά σε ό,τι αφορούσε προπονητές της ανατολικής Ευρώπης.

Γι’ αυτό και η κολεγιακή ομάδα του UCLA, στα 1964, δεν περίμενε ότι στο λόμπι του ξενοδοχείου θα έβρισκε έναν τύπο καταφανώς ξένο, ίσως από το ανατολικό μπλοκ. Κάποιος μπορεί να θυμάται τη διόρθωση του Νίκολα Γιόκιτς στον Σακίλ Ο’ Νιλ, όταν ο δεύτερος του μίλησε στα ρωσικά. Ε, στην αναλογία, θα μπορεί να καταλάβει πόσο εύκολο ήταν ο Τζον Γούντεν να μπερδέψει τον τύπο που καθόταν και παρακολουθούσε με Ρώσο.

Ο 40χρονος, τότε, επισκέπτης λεγόταν Αλεκσάνταρ Νίκολιτς. Από τότε, μάλλον, υπάρχει αυτό που ο Γιάννης Ιωαννίδης αποκαλούσε σέρβικο λόμπι.

 

Με τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς και τον Μιλένκο Σάβοβιτς

 

Τουρνέ για το μπάσκετ

Το μακρύ ταξί του «Άτσα» προς τη γνώση 

Κάτι γινόταν στο γιουγκοσλαβικό μπάσκετ. Το 1961, στο Ευρωμπάσκετ που έγινε στο Βελιγράδι, η Γιουγκοσλαβία ήταν πίσω μόνο από τη Σοβιετική Ένωση. Την αμέσως προηγούμενη χρονιά, είχε πάρει δύο μετάλλια: το ασημένιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Βραζιλίας, τερματίζοντας πίσω μόνο από την οικοδέσποινα, και το χάλκινο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πολωνίας. Το στίγμα της θηλυπρέπειας, που οι πρώτιστοι πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας, αναγόταν στο μακρινό παρελθόν, αν και βρισκόταν μόλις μία δεκαετία πίσω.

Και να τώρα, χειμώνας του 1964, ένας αλέγκρος ανατολικός παρατηρούσε με προσήλωση το UCLA. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε για αρμένικη βίζιτα, η οποία προϋπέθετε τουρ σε όλη τη χώρα. Ο Νίκολιτς δεν παρακολουθούσε μόνο το κολέγιο που είχε για προπονητή τον Τζον Γούντεν, αλλά όλες τις ομάδες οι οποίες ήταν διαθέσιμες στα μάτια του. Υπολογίζεται ότι έφυγε αμέσως μετά την Πολωνία και το Ευρωμπάσκετ και αφού είχε τελειώσει τη θητεία του ως προπονητής της Μπέογκραντ. Όταν θα επέστρεφε, θα έβρισκε δουλειά. Η ιταλική αγορά ήταν ανοιχτή για τους Γιουγκοσλάβους, με τον ίδιο τρόπο που διέβαιναν το μαγικό χώρο των ποδοσφαιρικών σπαγκέτι Σουηδοί και Λατινοαμερικανοί, και οι επιτυχίες δεν άφηναν κάποιον ασυγκίνητο. Στο διάβημα που θα έκανε, δυνητικά ως πιονέρος, στη μεσογειακή χώρα, ο «Άτσα» θα αναλάμβανε την Πετράρκα Πάντοβα. Τώρα ήταν εδώ, συλλέγοντας πληροφορίες, βλέποντας τα plays του μέλλοντος, συστήματα από οραματιστές που θα καθόριζαν το μπάσκετ. Το UCLA είχε να παρουσιάσει το zone press, μία άμυνα η οποία είχε ως στόχο να κρατάει την αντίπαλη επίθεση μακριά από τη ρακέτα. Αυτό συνέβαινε επειδή είχαν ένα βασικό σέντερ 196 εκατοστών, τον Κιθ Έρικσον. Δεν γινόταν να μην παίζει. Ο Ρενέ Ερέριας, κόουτς του κολεγίου της Καλιφόρνια, τον αποκάλεσε «Μπιλ Ράσελ των 196 εκατοστών». Ο Γούντεν δεν θεωρούνταν προπονητής με φιλοσοφημένη στάση ζωής για την άμυνα, όμως εκείνη τη χρονιά το UCLA αποκαλούνταν «Εργοστάσιο Γαντιών» και «Ταξινομημένο Χάος».

Ο Νίκολιτς, λοιπόν, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι έκανε μια πρόβλεψη εκ του ασφαλούς.Η ομάδα του κολεγίου της Καλιφόρνια όδευε για την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Το θέμα, όμως, εκτός από το ότι δεν είχε σέντερ, ήταν ότι δεν είχε κερδίσει ούτε ένα τρόπαιο. Ο Γούντεν δεν είχε κατακτήσει το σεβασμό από τους σύγχρονούς του. Την πρώτη φορά που γράφτηκε το προσωνύμιο «Ο μάγος του Γουέστγουντ» για κάποιον, αφορούσε τον Ουόλτ Χάζαρντ, τον γκαρντ που ήταν σίνιορ στο UCLA, δηλαδή έπαιζε την τελευταία χρονιά του.

 

Ο προφέσορ… ψέλνει τον Ζόραν «Μόκα» Σλάβνιτς

 

«Ομάδα!»

Η σωστή πρόβλεψη για μία αυτοκρατορία

Όσο περίεργος κι αν μοιάζει κάποιος, όταν συνηθίσεις την παρουσία του, το φιζίκ του, μπορείς μέχρι και να πας να του μιλήσεις. Έπειτα από μία νίκη απέναντι στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον -και αφού έμαθαν ότι επρόκειτο για Γιουγκοσλάβο προπονητή- οι δημοσιογράφοι πλεύρισαν τον Νίκολιτς.  

Ο Άτσα έδωσε την πρόβλεψή του. Είπε ότι οι «Μπρούινς» θα κατακτούσαν το πρωτάθλημα με φράσεις στις οποίες έλειπαν τα… άρθρα. «Είναι μικρή ομάδα (σημ. σε ύψος), «αλλά είναι (η) καλύτερη που βλέπω», τόνισε με πάθος: «Επειδή είναι ομάδα. Όλοι (οι) πέντε». Τότε, σήκωσε τα πέντε δάχτυλα του χεριού και αναφώνησε: «Ομάδα!»

Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η φιλοσοφία του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ και του γιουγκοσλαβικού αθλητισμού εν τω συνόλω, που οδήγησε μια μικρή χώρα σε τεράστιες διακρίσεις. Ο Νίκολιτς δεν έφερε απλώς τις γνώσεις και την τεχνοτροπία από το ταξίδι του στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά όλο το περίγραμμα της εργασιακής ηθικής. Όλοι οι Γιουγκοσλάβοι προπονητές της σχολής είχαν συγκεκριμένους κανόνες: «Αν μόνο ένας παίκτης κάνει το λάθος και οι υπόλοιποι πράττουν σωστά, ας κάνουμε όλοι λάθος». «Δεν χρειαζόμαστε το ταλέντο, αν πρόκειται να διαρρήξει τον ομαδικό δεσμό». Για το τέλος, λίγος… Βαλερί Λομπανόφσκι, ο προπονητής της Ντινάμο Κιέβου που κάποτε διέκοψε έναν παίκτη του, ο οποίος ξεκίνησε τη φράση του με το «σκέφτομαι, όμως, ότι…»: «Δεν  είναι δουλειά σου να σκέφτεσαι. Εσύ να κάνεις ό,τι σου λένε».

 

Ο Τζον Γούντεν φτάνει στην κορυφή για πρώτη φορά, τον Μάρτιο του 1964

 

Οι «κεραυνοί των Μπρούινς»

Το πρώτο αίμα στο Κάνσας

Εννιά χρόνια πριν δημιουργηθεί το γυμναστήριο στο δήμο Παλίλουλα του Βελιγραδίου, το οποίο πήρε το όνομά του και στο οποίο έπαιξε ο Ολυμπιακός με τον Ερυθρό Αστέρα για την Ευρωλίγκα την Πέμπτη, στην ήττα με σκορ 81-76, ο Νίκολιτς δεν προέγνωσε, μόνο, τα μελλούμενα εκείνης της χρονιάς, αλλά έπιασε τον παλμό για το τι επρόκειτο να κάνει το κολέγιο της Καλιφόρνια, καθοδηγούμενο από τον Γούντεν. Οι «Μπρούινς» είχαν μερικά διαστήματα στο παιχνίδι, συνήθως τρίλεπτα, στα οποία ο αντίπαλος δεν γινόταν να αντισταθεί. Αυτά αποκλήθηκαν οι «κεραυνοί του UCLA» και προέρχονταν από την αμυντική διάταξη στην ιδανική μορφή της και τα γοργά ποδάρια των γκαρντ, αλλά και του σέντερ, που έδιναν ευκολότερα καλάθια. Στο Final 4 του Κάνσας, 20-21 Μαρτίου του 1964, το UCLA νίκησε με τη σειρά το Κάνσας Στέιτ, 90-84, και το Ντιουκ, 98-83, για να πάρει το πρώτο τρόπαιο. Στον τελικό, ο Γκέιλ Γκούντριτς, ηγέτης της ομάδας, έβαλε 42 πόντους. Το ρεκόρ μέσα στη χρονιά ήταν τέλειο, 30-0.

Παραδόξως, η ιστορία των 10 πρωταθλημάτων σε 12 χρόνια, από το 1964 έως το 1975 (μόνο το 1966 και το 1974 δεν πάτησε κορυφή) ήρθε με… πύργους στη μέση: το 1966, ο Γούντεν στρατολόγησε το νεαρό Λιού Αλσίντορ, ο οποίος ανάγκασε το NCAA να απαγορεύσει τα καρφώματα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για τη ραβέρσα του. Το sky hook του Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, άλλωστε, λογίζεται ως το πλέον φονικό όπλο στην Ιστορία του μπάσκετ. Ένα χρόνο μετά τη φυγή του, κι αφού είχε διαλύσει όλα τα ρεκόρ σκοραρίσματος και ριμπάουντ, έκανε το ίδιο με τον Μπιλ Γουόλτον, ο οποίος, στον τελικό του 1973 με το Μέμφις Στέιτ, έκανε τη μάλλον αξιοσημείωτη εμφάνιση στην ιστορία: 44 πόντοι με 21 στα 22 σουτ, 13 ριμπάουντ. Ο κοκκινομάλλης γίγαντας έβαλε έναν πάνω από τους μισούς στη νίκη με σκορ 87-66.

Όσο για τον Νίκολιτς, αυτό το τρίμηνο έπαιξε ρόλο σε κάθε μελλοντική απόφασή του, είτε επρόκειτο για τον πάγκο της Ίνις Βαρέζε είτε για εκείνον της εθνικής Γιουγκοσλαβία είτε για την τέλεση του άτυπου αξιώματος του σοφού μέντορα. Δημιούργησε προπονητές όπως ο Ντούσαν Ίβκοβιτς και ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς και, πιθανότατα, η τάχιστη πρόσληψη του τελευταίου στο τιμόνι της Παρτίζαν, το καλοκαίρι του 1991, ήταν σπουδαία στιγμή για τον ίδιο. Προσφάτως, μάλιστα, στο δημοσιογράφο Γιάννη Σταυρουλάκη αποκαλύφθηκε ότι ο προφέσορ δεν ήθελε να παίξει η ομάδα στο Κύπελλο Πρωταθλητριών της σεζόν 1991-92, επειδή φοβόταν ότι τα παιδιά θα «καούν» και το κατέκτησε.

Τι να πει κάποιος… Όλοι κάνουν λάθη.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News