ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΜΟΓΛΟΥ: Οι πενήντα αποχρώσεις της… γκρι αλήθειας του Φαν τ’ Σχιπ!

Ο Αλέξανδρος Σόμογλου επιχειρεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα «πρέπει ή δεν πρέπει να μείνει στην εθνική ο Τζον Φαν τ’ Σχιπ»;

Δύο παιχνίδια, ολόκληρος ο καθρέφτης της παρουσίας του Τζον Φαν τ’ Σχιπ στον πάγκο της εθνικής μας ομάδας. Ένας κόσμος που ισορροπεί ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο της αντιμετώπισης που απολαμβάνει ο Ολλανδός τεχνικός στη χώρα μας, ανάλογα με το οπαδικό υπόβαθρο των επικριτών ή των υμνητών του.

Γιατί, δυστυχώς, η αλήθεια είναι μία: Ο ομοσπονδιακός μας τεχνικός δεν κρίνεται βάσει των επιδόσεών του στην εθνική μας ομάδα, αλλά βάσει της ρητορικής που βολεύει τους «μεγάλους» του ποδοσφαίρου μας με φόντο τον εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται εδώ και δεκαετίες στην ΕΠΟ. Σε έναν κόσμο, λοιπόν, που απόλυτα φυσιολογικά ισορροπεί ανάμεσα στο λευκό της αποθέωσης και το μαύρο του εξευτελισμού, το χρώμα που κυριαρχεί στην παρουσία του Τζον Φαν ‘τ Σχιπ στον πάγκο της εθνικής μας ομάδας είναι το… απόλυτο γκρι! Και οι πενήντα αποχρώσεις του!

Μετά τον ουσιαστικό αποκλεισμό μας από την τελική φάση μιας ακόμη μεγάλης διοργάνωσης, πλησιάζει η ώρα της αξιολόγησης της προσφοράς του Ολλανδού στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, για να ληφθεί η απόφαση ανανέωσης ή μη της συνεργασίας του με την Ομοσπονδία. Και αν μη τι άλλο θα πρέπει να είναι μια διαδικασία που θα πραγματοποιηθεί με απόλυτο σεβασμό στη προσπάθεια που έχει καταβάλλει ένας άνθρωπος που πιστώνεται ολοκληρωτικά την αλλαγή κλίματος στην εθνική μας ομάδα.

Η απόφαση για την παραμονή ή μη του Ολλανδού στην εθνική δεν είναι καθόλου, μα καθόλου εύκολη, καθώς ισορροπεί ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο

Δεν ανήκω στην κατηγορία των υμνητών του Τζον Φαν τ’ Σχιπ, νομίζω ότι όσοι διαβάζετε εδώ και δύο χρόνια τα κείμενά μου, ή ακούτε τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές τοποθετήσεις μου, το γνωρίζετε καλά. Πάντα, όμως, θέλω να είμαι δίκαιος στις κρίσεις μου απέναντι σε οποιονδήποτε άνθρωπο ασκώ δημόσια κριτική. Και η απόφαση για την παραμονή ή μη του Ολλανδού στην εθνική δεν είναι καθόλου, μα καθόλου εύκολη, καθώς ισορροπεί ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο. Και εξηγώ:

ΑΣΠΡΟ: Επί των ημερών του Ολλανδού, η εθνική μας ομάδα έχει γίνει ξανά οικογένεια. Οι παίκτες «γουστάρουν» να παίζουν στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, παθιάζονται, θυμίζουν μια γροθιά στα εύκολα και τα δύσκολα. Για να μην ξεχνιόμαστε, πριν την έλευση του Φαν τ’ Σχιπ η εθνική μας έμοιαζε με… σκορποχώρι.

ΜΑΥΡΟ: Στα δύο χρόνια παρουσίας του Φαν τ’ Σχιπ, η εθνική μας ομάδα μοιάζει να συμπεριφέρεται ως μικρομεσαία ομάδα του ελληνικού πρωταθλήματος, από αυτές που αποκαλούμε «ευχάριστες εκπλήξεις» της σεζόν. Εντυπωσιάζει σε μεμονωμένα παιχνίδια ή ημίχρονα απέναντι στους μεγάλους, αλλά από ουσία… μηδέν! Βολεύεται απλά στο να κερδίζει τις εντυπώσεις. Στις δύο διοργανώσεις που διαγωνίστηκε με τον Ολλανδό ομοσπονδιακό στον πάγκο της, η εθνική μας ομάδα κατάφερε να μην τερματίσει πρώτη σε όμιλο της τρίτης (!) κατηγορίας του Nations League (με αντιπάλους Σλοβενία, Κόσοβο, Μολδαβία), ενώ και το πλάνο «Κατάρ» κατά 99,9% θα δει την εθνική μας ομάδα να βλέπει τα τελικά του Μουντιάλ από την τηλεόραση.

ΑΣΠΡΟ: Στα χρόνια παρουσίας του Φαν τ’ Σχιπ υπήρξαν μεμονωμένα παιχνίδια (κυρίως με ανώτερους αντιπάλους) στα οποία η εθνική μας ομάδα άφησε με το στόμα ανοιχτό όλους τους Έλληνες φιλάθλους. Απόδοση σαν αυτή του πρώτου ημιχρόνου στη Στοκχόλμη, του πρώτου αγώνα με τους Σουηδούς ή του εντός έδρας παιχνιδιού με τη Βοσνία τον Οκτώβριο του 2019, δεν τη λες και συνηθισμένη για το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Το αντίθετο…

ΜΑΥΡΟ: Όσο καλά τα πήγαμε με τους θεωρητικά ισχυρότερους αντιπάλους, τόσο… μαντάρα τα κάναμε με τους αδύναμους. Δεν συνιστά δα παράσημο να αντιμετωπίζεις τρεις διαδοχικές φορές ομάδα όπως το Κόσοβο και να το κερδίζεις μετά βίας… μία φορά. Ούτε να συναντάς σε όμιλο την αδύναμη Γεωργία και να την κερδίζεις στο ένα από τα δύο σου παιχνίδια με πέναλτι στο 90’. Η εθνική αδυνατεί εδώ και δύο χρόνια να διαχειριστεί με επιτυχία το ρόλο του φαβορί και βολεύεται περισσότερο με αυτόν του αουτσάιντερ.

ΑΣΠΡΟ: Ο Φαν τ’ Σχιπ δεν φοβάται να εμπιστευτεί νέα παιδιά στην εθνική ομάδα. Έχει δημιουργήσει ένα νεανικό σύνολο που σε κάνει να αναρωτιέσαι για τις προοπτικές που έχει όταν στον ενθουσιασμό και το ταλέντο προστεθεί το απαραίτητο στοιχείο της εμπειρίας.

ΜΑΥΡΟ: Το ερώτημα είναι αξιοποιεί σωστά ακόμη και τους ποδοσφαιριστές που καλεί στην εθνική ομάδα; Για παράδειγμα, είναι δυνατόν ως ελληνικό ποδόσφαιρο να διαθέτουμε μετά από χρόνια δύο ποδοσφαιρικά διαμάντια στα άκρα της επίθεσης (όπως ο Μασούρας και ο Τζόλης) και ο ομοσπονδιακός τεχνικός να επιμένει να χρησιμοποιεί σχήματα με δύο επιθετικούς, όταν η εθνική μας δεξαμενή έχει στερέψει από γκολτζήδες;
Είναι δυνατόν οι περισσότεροι παίκτες να είναι εξοικειωμένοι στις ομάδες τους σε συστήματα με τέσσερις αμυντικούς κι εμείς να επιλέγουμε σχήματα με τρεις στόπερ, ειδικά από τη στιγμή που έχουμε επιλέξει να κλείσουμε την πόρτα της εθνικής στους κορυφαίους Έλληνες κεντρικούς αμυντικούς; Είναι δυνατόν να αυτοεξουδετερώνουμε στο πιο κρίσιμο παιχνίδι μιας διοργάνωσης το «πυρηνικό» όπλο που λέγεται Κώστας Τσιμίκας και να το απομακρύνουμε από την περιοχή των αντιπάλων μας;

ΑΣΠΡΟ: Ο Φαν τ’ Σχιπ μοιάζει να προετοιμάζει εξαιρετικά τα παιχνίδια. Να τα διαβάζει καλά με αποτέλεσμα στις περισσότερες αναμετρήσεις της εθνικής τα καλά ημίχρονά της να είναι τα πρώτα. Αποδεικνύεται μετρ της ψυχολογίας και οι παίκτες εμφανίζονται σχεδόν σε όλους τους αγώνες με το… μαχαίρι στα δόντια!

ΜΑΥΡΟ: Ναι, αλλά όσο καλός αποδεικνύεται ο Ολλανδός στην προετοιμασία των αγώνων, τόσο αυτοκαταστροφικός εξελίσσεται κατά τη διάρκειά του. Δυσκολεύεται να λάβει σωστές αποφάσεις κατά τη διάρκεια των παιχνιδιών και οι περισσότερες αλλαγές που πραγματοποιεί έχουν ζημιογόνα αποτελέσματα στο ρυθμό της ομάδας. Μια απλή σύγκριση της εικόνας της εθνικής μας ομάδας το τελευταίο τριήμερο στα πρώτα και τα δεύτερα ημίχρονα των αγώνων σε Μπατούμι και Στοκχόλμη, απλά καταγράφει το μέγεθος του προβλήματος.

Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί κάνω λόγο για… πενήντα αποχρώσεις του γκρι; Γιατί πολύ απλά η θητεία του Τζον Φαν τ’ Σχιπ στον πάγκο της εθνικής μας ισορροπεί ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο. Και στο ερώτημα «πρέπει ή δεν πρέπει να παραμείνει» η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ίσως γίνει ευκολότερη αν απαντήσουμε τι θέλουμε από την εθνική μας ομάδα τα επόμενα χρόνια. Θέλουμε προκρίσεις και ουσία; Νομίζω ότι δεν μπορούμε να τις περιμένουμε με τον Τζον Φαν τ’ Σχιπ στον πάγκο μας γιατί είναι ένας μετριότατος κόουτς στον πάγκο. Θέλουμε να διατηρήσουμε ως κόρη οφθαλμού το κλίμα που έχει δημιουργηθεί στα αποδυτήρια της εθνικής και να δώσουμε χρόνο στο project της τελευταίας διετίας να αναπτυχθεί ανεξαρτήτως ουσίας και προκρίσεων; Δεν θα βρούμε καλύτερο από τον Ολλανδό. Όπως έγραφα και πριν το παιχνίδι με τη Σουηδία, ο… Τζον μοιάζει ιδανικός για τη δουλειά. Ο Φαν τ’ Σχιπ… όχι!

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News