Συνέντευξη Γιώργος Μύρτσος: «Από τον Ολυμπιακό μας έφαγαν οι ρουφιάνοι, κι εμένα και τον Μπλαχίν»

Ο Γιώργος Μύρτσος έρχεται στο sportday.gr με μια συνέντευξη-χείμαρρο για μια καριέρα γεμάτη θύελλες και εντάσεις στα γήπεδα της Α’ Εθνικής και τα αποδυτήρια του Ολυμπιακού!

Ξεκίνησε για συνέντευξη αλλά κατέληξε σε… βιογραφία. Ο Γιώργος Μύρτσος, ο άνθρωπος για τον οποίο έχει ειπωθεί και έχει γραφτεί κάθε πιθανή και απίθανη ιστορία και έχει μετατραπεί με την πάροδο των ετών σε έναν «ανεξερεύνητο μύθο» των ελληνικών γηπέδων, συναντά τον Αντώνη Τσακαλέα, γυρνάει το χρόνο πίσω και ξαναπερπατά βήμα – βήμα τη διαδρομή Καλαμαριά, Πάτρα, Πειραιάς, Ξάνθη, στα πιο ζουμερά ποδοσφαιρικά του χρόνια, πίσω στα 90’ς, στα οποία ήταν μόνιμα στα πρωτοσέλιδα.

Θυμάται τους δυο ανθρώπους που συνωμότησαν εναντίον του σύμπαντος για να παίξει ποδόσφαιρο, το συμβόλαιο που υπέγραψε πάνω σε νεκρόκασα, μιλάει για την εξωγηπεδική ζωή που ποτέ δεν έκρυψε, κάνει λόγο για ρουφιάνους στον Ολυμπιακό, για την αθέτηση της συμφωνίας με τον ΠΑΟΚ, ενώ αξιολογεί με τα δικά του κριτήρια τους τερματοφύλακες των ομάδων των πλέι οφ.

PHOTO CREDITS: Eurokinissi | Γιώργος Κωνσταντινίδης

Θα ξεκινήσω με τα βασικά. Κανονικά, η πρώτη μου σκέψη είναι το πως έπαιξες ποδόσφαιρο, αλλά λόγω ιδιαιτερότητας θέσης, θα βάλω και το γιατί τερματοφύλακας…

Όταν έβγαινα στην αλάνα, στην Περαία, έπαιζα μέσα διότι ήμουν καλύτερος από τους άλλους. Έπαιζα και τέρμα. Έπαιζα παντού διότι το μόνο που ήθελαν ήταν να παίζω ποδόσφαιρο. Είμαι γεννημένος το 1964, είμαι παιδί της αλάνας. Όποιος είχε τη μπάλα έπαιζα και μετά έμπαινες και εσύ. Αυτός που έπαιζε τέρμα, δεν έμενε εκεί. Έπαιζε και μέσα. Εκτός αν ήσουν χοντρός ή άσχετος οπότε έμενες εκεί. Ούτε διαιτητές, ούτε τίποτα. Παίζαμε, πλακωνόμασταν στο τέλος και φεύγαμε και όλα καλά. Το σύμπαν συνωμοτούσε για να μην παίξω ποδόσφαιρο αλλά ο Θεός όμως ήθελε να παίξω ποδόσφαιρο διότι ήμουν ταλέντο. Στη γειτονιά, με φωνάζανε Μπανκς, και ο πατέρας μου, με έδερνε όταν μάθαινε ότι ήμουν στην προπόνηση. Ξύλο, όχι αστεία …».

«Στο πρώτο μου δελτίο έκανα πλαστογραφία και στο πρώτο μου παιχνίδι έκανα πλαστοπροσωπία»

Ξύλο, γιατί; Δεν ήθελε να παίξεις ποδόσφαιρο;

«Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος μεγαλομέτοχος στην κατοχή. Ήταν στο Καπάνι. Χασαπόμαγκας, αλκοολικός. Εκείνη την εποχή, ο ποδοσφαιριστής ήταν ο αλήτης και δεν ήθελε να γίνω αλήτης, ήθελε να γίνω των γραμμάτων. Και όταν γύριζα από το γήπεδο έτρωγα ξύλο αλύπητο. Το πρώτο μου δελτίο στον Απόλλωνα Καλαμαριάς ήταν με πλαστογραφία. Πλαστογράφησα την υπογραφή του πατέρα μου. Δεν μπορούσα να διανοηθώ να του πω να υπογράψει για να παίξω. Το να σε θέλει ο Απόλλων Καλαμαριάς, ήταν μεγάλη τιμή. Όσο για το πρώτο επίσημο παιχνίδι μου; Το έκανα με πλαστοπροσωπία…»

Πως έγινε αυτό;

«Γελάς, ε; Σου είπα ότι το σύμπαν συνηγορούσε να μην παίξω αλλά ο Θεός το ήθελε. Λοιπόν… Στον Απόλλωνα δεν με βάζανε καθώς έπρεπε να ήσουν ο γιος του τάδε για να παίξεις και εγώ ήμουν ο γιος του χασάπη του περίεργου. Στη γειτονιά μου κάναμε μια ομάδα, τον Τιτανικό. ‘Ημασταν τότε εκεί ο Χρήστος Μαλές, ο Κυριάκος Μπιμπισίδης και άλλοι. Πήραμε μέρος σε ένα τουρνουά του Άρη, που ήταν ο πιο οργανωμένος σε αυτά, με τον Σόλωνα και ένα Φώτη, αν θυμάμαι καλά. Φτάσαμε στον τελικό, με νίκες, χωρίς να φάμε γκολ. Και παίξαμε με τον Άρη. Και νικήσαμε στο Χαριλάου 5-0. Και έρχεται ο Άρης και λέει «θέλω τον Μύρτσο, τον Μπιμπισίδη, τον Μαλέ και άλλα δυο παιδιά». Και πάω. Πήγαινα με τα πόδια από Καλαμαριά, Νέα Ελβετία. Απόσταση, κουραζόμουν… Ο Τιτανικός έγινε κανονική ομάδα και μπήκε στο πρωτάθλημα ερασιτεχνών. Και έρχεται το πρώτο ματς. Αντίπαλος ο Άτλας Μενεμένης. Στη γειτονιά μου δίπλα, στα Αρμένικα – εξαιρετικοί άνθρωποι οι Αρμένιοι – ήταν ο Χαράλαμπος Ορφανίδης. Δεν ήξερε να γράφει το όνομά του, έγραφε Χάραμπος. Είχε δελτίο. Ήταν σκούρος σαν εμένα, είχε μαλλί. Έπαιξα ως Ορφανίδης.

Το ματς ήταν μετά τον τελικό της Καστοριάς με τον Ηρακλή και τα αεροπλανικά του Σαργκάνη. Κάνω κι εγώ κάτι αεροπλανικά και μια στιγμή σκάω σαν τον καρπούζι. Και οι μισοί φωνάξανε «ρε Γιώργο» οι άλλοι μισοί «ρε Μπάμπη»… Φανερώθηκε η πλαστοπροσωπία. Για καλή μου τύχη (γι’ αυτό λέω για το Θεό) στην κερκίδα ήταν ο Πετζαρόπουλος που είπε «ρε, αυτός ο δικός μας είναι;». Με μάζεψε και μου είπε «από αύριο θα είσαι με εμάς». Στα 17 μου, βγαίνω σε μια προπόνηση με τον ερασιτέχνες και στην κερκίδα είναι ο Σάββας Βασιλειάδης. Ήταν ο ένας από τους δυο Θεόσταλτους, που θα τους μνημονεύω πάντα. Με βλέπει και μου λέει: «Τέρμα παίζεις; Δείξε μου τα χέρια σου». Τα βλέπει και μου λέει «ρε, αυτά είναι σα χέρια αρκούδας… Έλα μαζί μου». Τότε η Καλαμαριά είχε τέσσερις τερματοφύλακες. Θωμαϊδης, Νταλακούδης, Μπούρας, Οικονομίδης. Έκανα 15 μέρες προπόνηση μαζί τους. Από τον ενθουσιασμό μου, έπιανα και τα έξω. Με έκαναν επαγγελματία. Υπέγραψα πενταετία με πρώτο μισθό 33.000 δραχμές. Πολλά για την εποχή. Νοίκιασα σπίτι και άρχισα να ζω. Και κάνω ντεμπούτο σε ματς Απόλλων Καλαμαριάς – Επανομή 2-0, με αντίπαλο τον γυμναστή που έχω στο λύκειο που πηγαίνω, ο Πασχάλης Ντόκας…»

Πλέον παίζεις στην Καλαμαριά και σε καλούν και στις μικρές εθνικές;

«Ναι, με κάλεσε ο Στέφανος Πετρίτσης. Παίζουμε με την Τουρκία στην Χαλκίδα. Εθνική νέων, με Αποσπόρη, Νάστο, Πολύζο. Κερδίσαμε 2-0. Θα πηγαίναμε για επαναληπτικό στην Κωνσταντινούπολη. Ένας ένας οι παίκτες με ρωτούσαν «έφερες κάτι που ήρθες;» Όχι τους έλεγα. Ξαναρωτούσαν και τσατίστηκα «Τι να φέρω ρε, τι μου λέτε; Ο μπαμπάς μου χασάπης είναι, τι να φέρω;». Εννοούσαν ότι «αφού δεν έφερες κάτι, δε σε βλέπω να ξανάρχεσαι». Για τον επαναληπτικό ούτε καν μου τηλεφώνησαν. Έπαιξε ο Παπαμιχαήλ και χάσαμε 4-0. Με την εθνική έχω παίξει τρία ματς. Ένα με την εθνική νέων και δυο με την ανδρών. Σε κανένα δεν έφαγα γκολ και δεν έπαιξα ποτέ ξανά. Ελλάδα – Τουρκία 2-0 στους νέους, Ισλανδία – Ελλάδα 0-1 και Ουγγαρία – Ελλάδα 0-0. Αυτά έπαιξα. Γκολ δεν έχω φάει αλλά δεν ξανάπαιξα…»

«Όταν έπιασα λεφτά στα χέρια μου, η πρώτη μου σκέψη ήταν να ζήσω. Εκεί μπερδεύτηκε η ιστορία. Ήθελα να ζήσω ρε αδερφέ. Με καταλαβαίνεις;»

Έχεις μπει στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο…

«Από 11 χρονών δουλεύω διότι είμαι από φτωχή οικογένεια. Πρώτη δουλειά, στο Καπάνι, πουλούσα συκώτια, σπλήνες, νεφρά και αμελέτητα…Καλοκαίρι δούλευα στην Περαία, οικοδομή δούλεψα. Πάλι, οικονομικά, δεν έβγαινα όμως. Γι’ αυτό και όταν έπιασα λεφτά στα χέρια μου, η πρώτη μου σκέψη ήταν να ζήσω. Εκεί μπερδεύτηκε η ιστορία. Ήθελα να ζήσω ρε αδερφέ. Με καταλαβαίνεις;»

Συγνώμη, αλλά θα στο ρωτήσω όπως μου έρχεται. Με όσα μου έχεις πει μέχρι τώρα, δεν νιώθεις ότι είναι άδικο να σε θυμούνται με το σύνθημα για τα μπουζούκια και τον Καρρά;

«Όχι. Δεν τον κατηγορώ τον κόσμο. Ο καθένας μπορεί να σε θυμάμαι όπως θέλει, αρκεί να σε θυμάται. Ο πεθαμένος, πεθαίνει μόνο όταν τον ξεχνάς. Όσο τους θυμάσαι ζουν. Σου είπα για τον Σάββα Βασιλειάδη. Για μένα είναι εδώ, διπλά μου, πάντα. Και με το «Μύρτσο γερά το βράδυ στον Καρρά» να με θυμούνται, δεν έχω θέμα. Ήμουν στην Παναχαϊκή και με ζητούσαν οι μισές ομάδες. Και έρχεται ο Κώστας Καίσαρης, ο αείμνηστος και μου κάνει συνέντευξη στον «Φίλαθλο». Πρωτοσέλιδο. Και με ρωτάει: «Λένε οτι κάνεις κακή ζωή, αληθεύει;». Ο άνθρωπος θα περίμενε να πω «όχι» για να δείξω καλή εικόνα. Και του λέω «Ναι, πίνω, καπνίζω, ξενυχτάω αλλά είμαι ο καλύτερος τερματοφύλακας στην Ελλάδα, τι σχέση έχει το ένα με το άλλο;». Έτσι πίστευα. Μα, και τι να έλεγα;

Εδώ άναβα τσιγάρο στο ημίχρονο. Εσύ θες να ηρεμήσεις κάνοντας διατάσεις. Κάνε. Εγώ ηρεμώ με τσιγάρο. Το ξέρανε οι προπονητές, και ο Μπλαχίν και ο Μιχαλόπουλος και όλοι. Πήγαινα στα μπάνια να μην ενοχλώ και ερχόταν συμπαίκτες να κάνουν μια τζούρα. «Όχι ρε, να πας να ανάψεις δικό σου….». Το λέω. Αν με είχα ποδοσφαιριστή, μπορεί να με έδερνα. Αυτό ήμουν αλλά ήμουν και φιλότιμος ρε ‘συ. Όταν έπαιζα, έδινα τα πάντα…» Στα 17 μου ήμουν το μεγαλύτερο ταλέντο. Στα 22 μου, μου κάνουν πρόταση για ανανέωση πενταετίας. Μου λένε «πέντε εκατομμύρια» και σκέφτομαι «ωραία, φρέσκα λεφτά, φερ’ τα να τα φάμε». Τι; Να τα βάλω στην άκρη; Να τα κάνω τι; Εγώ τα έβγαλα, εγώ θα τα φάω, όπως θέλω. Από την Καλαμαριά με έδιωξε ο Αντώνης Γεωργιάδης, ως αλήτη. Από την Καλαμαριά έδιωξε δυο ποδοσφαιριστές. Εμένα και τον Ουζουνίδη. Ο ένας πήγε Ολυμπιακό και ο άλλος Παναθηναϊκό»

Και η Καλαμάτα, που κολλάει; Πως βρέθηκες;

«Έδιναν καλά λεφτά. Όπου δίνουν καλά λεφτά, εκεί θέλω, να έχω να τρώω. Και πήγα. Γ’ εθνική».

Γ εθνική; Γιατί;

«Γιατί, ήξερα; Τι με ένοιαζε; Δίνανε έξι εκατομμύρια προκαταβολή. Είχανε πρόεδρο τον Βαγγέλη Παπαμικρούλη, έναν καταπληκτικό άνθρωπο. Πάω, τα κάνω μαντάρα και φεύγω νύχτα, με το ΚΤΕΛ. Γυρίζω Θεσσαλονίκη και λέω «δεν ξαναπαίζω μπάλα». Βρίσκω δουλειά στο Καλοχώρι, στο εργοστάσιο «Φλωρωκάπης». Εδώ πίσω, αυτός που με χαιρέτησε,μαζί δουλεύαμε εκεί. Αυτός πήρε σύνταξη από εκεί. Φόρτωνα και ξεφόρτωνα κοντέινερ. Έξι μήνες μετά έρχεται ο άλλος Θεόσταλτος άνθρωπος. Ο Βασίλης Στραβοπόδης. Ο μάγος. Είναι ο Χριστός μου. Μου τηλεφωνεί και μου λέει «σε θέλω να παίξεις στην ομάδα; Παίζουμε Δ εθνική και θέλουμε να ανέβουμε». Του λέω «από λεφτά, τι;». «Θα τα πάρεις, είναι εδώ ένας επιχειρηματίας, έχει γραφείο τελετών».

 

«Μπήκα στο γραφείο τελετών, πήγαμε σε ένα δίπλα δωμάτιο και υπέγραψα πάνω σε μια κάσα»

Πήγα να ρωτήσω αλλά δε σε κόβω, συνέχισε…

«Αντώνη, στο είπα και πριν. Το σύμπαν δεν ήθελε να παίξω μπάλα και το ήθελε ο Θεός. Ήταν τότε που είπα «άσε τη ζωή να σε πάει». Μου άνοιξε μια πόρτα «εκεί χάμου» που λένε εκεί, θα πάω. Πριν υπογράψω, με βάζουν να παίξω σε φιλικό με τον Παναχαϊκή. Εγώ έχω έξι μήνες να πιάσω μπάλα, είχα ξεχάσει πως περπατάνε. Βάζω ένα παπούτσι 44 και ένα 46, μπαίνω, βλέπω την εστία και μου φαίνεται τεράστια. Ήθελε ο Θεός και έκανα μεγάλη εμφάνιση, Το φιλικό ήρθε 1-1. «Ποιος είναι αυτός ρε ‘σεις; Κολοβιανός είναι;» Σκούρος εγώ,με χαίτη. Ένας παράγοντας, τους λέει «Ο Σαλονικιός είναι, έχει παίξει Α εθνική». Μετά το ματς, ήρθε ο Λουκόπουλος και μου λέει «σε θέλω». Ο Λουκόπουλος ήταν τότε «χοσάδας». Τα είχε, τα έδινε. «Έμαθα δεν έχεις υπογράψει, έλα εδώ, στην Παναχαϊκή». Του λέω «εγώ είμαι από Θεσσαλονίκη και ο λόγος μου είναι συμβόλαιο, πάρε δρόμο». Γι αυτούς φάνηκα ο μάγκας, για μένα έκανα αυτό που έπρεπε. Έδωσα το λόγο μου, τέλος.

Ο Λουκόπουλος ένιωσε προσβεβλημένος. Με τα πολλά, πήγα στο γραφείο Τελετών του Τσανταρλιώτη, του επιχειρηματία που είχε την ομάδα, την ΑΠΣ Πάτρα. Μπήκα στο γραφείο τελετών, πήγαμε σε ένα δίπλα δωμάτιο και υπέγραψα πάνω σε μια κάσα. Ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες δραχμές. Και του λέω του τότε προέδρου. «Κοίτα, αυτά δε θα μου φτάσουν, να κάνουμε μια συμφωνία; Για κάθε ματς, αν δεν τρώω γκολ θα μου δίνεις 50.000 πριμ. Αν τρώω, θα σου δίνω εγώ 100.000». Συμφώνησε. Το δέχτηκε. Έφαγα τέσσερα γκολ σε 33 παιχνίδια. Και ήταν Κύριος. Τα πλήρωσε όλα, και στο τέλος του είπε «στοίχημα με πεινασμένο και τρελό παιδί, δε θα βάζεις. Έπαιξα ένα χρόνο στον ΑΠΣ Πάτρας, και ο πρόεδρος του Εθνικού Πάτρας, αντίπαλης ομάδας, μου είχε κάνει δώρο μια Γιαμάχα 400άρα, έτσι, γιατί με γούσταρε. Πρόσφατα, πήγα για τέσσερις μέρες στην Πάτρα και ήμουν συγκινημένος. Έζησα τα πάντα εκεί».

Την είχες και στην Παναχαϊκή τη μηχανή;

«Όχι. Όταν υπέγραψα, πήρα πέντε εκ. προκαταβολή. Μου τα πήρε ο Ανδρέας Μιχαλόπουλο. «Δε στα δίνω, θα πάρεις αυτοκίνητο». Εμένα το μυαλό μου ήταν να τα φάω τα λεφτά, με φίλους, και του είπα «να πάρουμε αλλά κάτι φτηνό». Ήθελα να μείνει και τίποτα…Πήρα ένα crx vtek, που βέβαια ήταν κοινόχρηστο. Όποιος το ήθελε, το έπαιρνε. Στην Παναχαίκή έμενα δυο χρόνια. Θα έμενα κι’ άλλο αλλά ο Λουκόπουλος δεν πλήρωνε. Κάναμε μπάνιο με κρύο νερό. Το λέγαμε «η κραυγή των λύκων». Ανοίγαμε τα ντουζ και φωνάζαμε γιατί το νερό ήταν κρύο.

Απέρριψα τον Ολυμπιακό τον Δεκέμβριο και ο Λουκόπουλος μου κάνει ο,τι χειρότερο. Υπήρχε η λεγόμενη προσφορά – αντιπροσφορά. Ο Λουκόπουλος, πρότεινε 17 εκατομμύρια για πέντε χρόνια, και για να φύγω έπρεπε να πάω στο Παρακαταθηκών 24 εκατομμύρια, πολλά λεφτά για την εποχή. Μου τηλεφώνησε ο Κανελάκης και συμφώνησα με τον Ιωνικό Το ίδιο καλοκαίρι, πριν πάω στην πρώτη προπόνηση, μου τηλεφωνεί και μου λέει «έλα στα γραφεία του Ολυμπιακού. Εκεί ήταν ο ίδιος, ο Λουκόπουλος, Νταϊφάς, ο Δημητρακόπουλος, ο Γρηγορίου και ο Βούλτσης. Πάω και μου λένε «μόνος είσαι;». Εγώ τότε δεν είχα μάνατζερ; Τι να τον κάνω. Εγώ τα έκλεινα όλα. Πριν φύγω, με ρώτησαν «πως θες να πληρώνεσαι; Να τα βάλουμε στην τράπεζα που Ολυμπιακού;» Ήταν η ABM. «Να τα βάλουμε σε λογαριασμό σου;» Ποιο λογαριασμό; Δεν είχα; «Τα θες μετρητά;» Ωπα, εδώ είμαστε… Μετρητά. «Ρε Γιώργο, είναι πολλά»… Βρε, βαλ’ τα σε μια σακούλα και θα τα τακτοποιήσω. Έτσι ξεκινά η ιστορία…»

Ο Γιώργος Μύρτσος μέλος της ενδεκάδας του Ολυμπιακού στο «θρυλικό διπλό» επί της Μονακό με το γκολ του Βαϊτση το 1992.

«Ο Ολυμπιακός είναι η μεγαλύτερη ομάδα στην Ελλάδα. Τελεία. Σε όλα. Θέλουν, δεν θέλουν να το πιστέψουν κάποιοι αν δεν παίξεις εκεί, δεν το καταλαβαίνεις»

Ωραία, φτάσαμε στον Ολυμπιακό. Ξεκινάς φορτσάτος, βασικός, Ευρώπη με Μονακό, κερδίζετε ΑΕΚ και Παναθηναϊκό, είσαι βασικός και ξαφνικά βγαίνεις εκτός ενδεκάδας…

«Αφού δεν ήμουν δικός τους. Οι περισσότεροι στα αποδυτήρια ήταν ρουφιάνοι και τους το είπα. Πως βγήκε το «Μύρτσο γερά, το βράδυ στον Καρρά». Εγω τους πήγα, εγώ πλήρωσα, εμένα κράζανε. Η εφημερίδα έγραψε «έξι παίκτες του Ολυμπιακού στα μπουζούκια. Τρεις η μια παρέα, δυο άλλη παρέα, και ο Μύρτσος».

Οι άλλοι, ποιοι ήταν;

«Τι, ποιοι ήταν; Μαζί καθόμασταν όλοι, αλλά η εφημερίδα έγραψε για δυο χωριστές παρέες και τον Μύρτσο. Οι δυο μαζί ήταν οι ρουφιάνοι. Το έμαθα και πήγα στα αποδυτήρια και τους μίλησα. Πέσανε τα μαλλιά μου στον Ολυμπιακό, από το άγχος. Ήθελα να γκρεμίσω τα αποδυτήρια. Όταν μπαίνεις και έχεις το ρουφιάνο να σε κοιτάει, τρελαίνεσαι. Είναι πολύ δύσκολο να πολεμήσεις το ψέμα. Μου γύρισαν τα μυαλά. «Ψέματα εσείς; Θα σας ξεφτιλίσω εγώ». Μίλησα για δημοσιογράφους του πεντοχίλιαρου. Χάσαμε 2-0 από την Παναχαϊκή και έλεγαν ότι έχουμε ψυχολογικά προβλήματα. Τι προβλήματα ρε; Τέτοια έχει ο άρρωστος, αυτός που δεν έχει να φάει. Εμείς; Τι ψυχολογικά προβλήματα; Ο Ολυμπιακός είναι η μεγαλύτερη ομάδα στην Ελλάδα. Τελεία. Σε όλα. Σε οργάνωση, σε οπαδούς. Θέλουν δε θέλουν να το πιστέψουν κάποιοι, αυτή είναι η μεγαλύτερη ομάδα και αν δεν παίξεις εκεί, δεν το καταλαβαίνεις. Όταν ήμουν εκεί ήταν ο Μπλαχίν και μετά ο Αντώνης Γεωργιάδης, ο Ζαβούνιας, που τον πλακώσαν στους κορνέδες. Κάτσε να σου πω…»

«Ξεκινάει να λέει την ενδεκάδα με το όνομά μου λέγοντας “προέβλεψα το λαμπρό μέλλον του Μύρτσου”. Το ακούω και λέω “Βρε άντε σκάσε, εσύ με έδιωξες, πήγαινε στο νούμερο δύο. Πάθανε πλάκα όλοι…»

Είσαι τότε βασικός στον Ολυμπιακό και σε έχουν καλέσει και εθνική.

«Ναι. Και πάμε στο Βόλο, το ένα και μοναδικό παιχνίδι. Μετά τον έδιωξαν και καλά τον κάνανε. Και λέει την ενδεκάδα. «Ξεκινάω με το νούμερο ένα, τον Γιώργο τον Μύρτσο, που εγώ προέβλεψα το λαμπρό του μέλλον». Το ακούω και λέω «Βρε άντε σκάσε. Εσύ με έδιωξες. Πήγαινε στο νούμερο δυο». Πάθανε πλάκα όλοι. Εγώ αυτά δεν τα ανέχομαι…

Δε μπορούσες να μη μιλήσεις;

«Γιατί να μη μιλήσω;»

Για σε… προστατεύσεις.

«Μα αυτό που κάνει είναι π…στια. Να τον αφήσω; Άσε με ρε…»

Ναι ρε παιδί μου, αλλά οκ…

«Τι οκ; Προχθές ήμουν σε ένα καφενείο και ένας πρώην διαιτητής πήγε να πει κάτι για τον Γιώργο Λυσσαρίδη. Οτι δεν έκανε. «Δεν έκανε επειδή ήταν τίμιος» του λέω, και δεν του άρεσε. Δεν είναι φίλος μου ο Λυσσαρίδης. Αλλά αν είμαι σε παρέα και πει κάποιος ψέματα για έναν άλλον θα το την πω. Αυτό είναι ένα από τα ελαττώματά μου. Αν κάποιος πει σε κάποια παρέα για σένα ότι είσαι λαμόγιο, επειδή σε ξέρω, θα το πω «όχι, δεν είναι». Κάποιος μπορεί να πει «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;» Εμένα αυτό δε με νοιάζει».

Αυτό έχει κόστος.

«Με βλέπεις να με νοιάζει; Ο αείμνηστος ο Νικολαϊδης μου είχε πει να πάω στο «Φως» για συνέντευξη και του λέω «εγώ, που μιλάω για ρουφιάνους, να πάω για συνέντευξη; Ποτέ». Στο «Φως» τους είχα πει πως μικρός ήμουν ΠΑΟΚ. Ήμουν ένα «μαυράκι», ένα φτωχόπαιδο, ένα αλητάκι. Τότε, αυτά τα παιδιά ήταν ΠΑΟΚ γιατί ήμασταν κατά της αρχής, αντίσταση και όλα αυτά. Οι μπρούκληδες γινόταν Άρης και οι Θεσσαλονικείς του κέντρου ήταν Ηρακληδείς. Τους είπα οτι «εγώ μικρός ήμουν ΠΑΟΚ αλλά γουστάρω να παίζω μπάλα» και αυτό το εκτίμησαν.

«Διώχνουν τον Μπλαχίν. Φέρνουν τον ζαβούνια, τα κάνει μαντάρα και μετά φέρουν έναν ταβερνιάρη, τον Πέτροβιτς και τον αντιπαθητικό τον Κοκότοβιτς. Και πήγαν και κουρεύτηκαν και γίναν όλοι σαν τα γίδια στον τελικό…»

Μια σεζόν στον Ολυμπιακό έκανες και ήταν γεμάτη.

«Ναι, φανταστική σεζόν. Στην Ευρώπη αποκλείσαμε τη Μονακό και παλέψαμε με την Ατλέτικο. Στο πρωτάθλημα διεκδικήσαμε μέχρι τέλος το πρωτάθλημα αλλά οι ρουφιανιές των αποδυτηρίων έδιωξαν τον Μπλαχίν, έφεραν τον Ζαβούνια. Εγώ τότε παίζω, αλλά παράλληλα ζω… Εμένα με πολεμούσανε γιατί ήθελαν να παίξει ο δικός τους αλλά ο δικός τους «δεν υπήρχε». Εγώ πήγα στον Ολυμπιακό για να πάρω τη φανέλα βασικού. Τους είπα «εγώ θέλω να παίζω και αν δεν παίζω θα φύγω, δε θέλω να κάθομαι». Δε με ένοιαζε αν παίζω στον Ολυμπιακό, στα Γιαννιτσά, στην Ορμύλια. Ήθελα να παίζω. Να παίζω και να έχω λεφτά. Διώχνουν τον Μπλαχίν. Φέρνουν τον ζαβούνια, τα κάνει μαντάρα και μετά φέρουν έναν ταβερνιάρη, τον Πέτροβιτς και τον αντιπαθητικό τον Κοκότοβιτς. Χάνουμε από την Ατλέτικο με 3-1 στο Καλντερόν και μου χρεώνουν την ήττα. Με φωνάζει στο γραφείο του ο Πέτροβιτς και μου λέει «δέχομαι πιέσεις από τον Τύπο, για να μην παίζεις». Του λέω «εμένα στον πάγκο δε θα με αφήσεις ποτέ. Αν δεν παίζω, θα είμαι εκτός 16άδας».

Και, αυτό ήταν;

«Μου ζήτησαν να πάω στον τελικό. Έπρεπε να κουρευτώ, θα κουρευόταν όλοι. Για το κούρεμα, έδιναν ένα εκατομμύριο. Πήγαν και γίνανε όλοι σα τα γίδια, τάχα «όρκο τιμής». Λες και αμα θες να παίξεις, πρέπει να κουρέψεις το κεφάλι σου. Τι έκαναν μια φορά στον ΠΑΟΚ στο μπάσκετ, για να φανατιστούν. Δεν ήθελα να κουρευτώ κιόλας, είχα αφάνα και την πρόσεχα…»

Και φεύγεις από τον Ολυμπιακό.

«Και είναι να πάω στον ΠΑΟΚ διότι είναι ο Μπλαχίν εκεί. Εγω θέλω να φύγω από τον Ολυμπιακό. Με αυτά που σου είπα, καταλαβαίνεις γιατί. Με παίρνει ο διερμηνέας του, ο Ηλίας. Με το μουσάκι…. «Σε θέλει ο Αλέκος στον ΠΑΟΚ». Αλέκο τον έλεγα τον Μπλαχίν. «Με 40 εκατομμύρια, είσαι καλά;». Συμφωνώ και μου λένε «φρόντισε να σπάσεις εσύ το συμβόλαιο…». Εγώ είχα κλειστό τριετές και τότε η ομάδα σε πλήρωνε για να σπάσει το συμβόλαιο διότι επιτρεπόταν να έχεις 25 επαγγελματικά συμβόλαια, αλλά για να πάρεις παίκτη, έπρεπε να διώχνεις, και τον πλήρωνες για να τον διώξεις. Εγώ πήγα, τους πούλησα τρέλα, χάρισα και έξι εκατομμύρια και έσπασα το συμβόλαιο. Πάω να συμφωνήσω με τον ΠΑΟΚ,μου λένε κάτι περίεργα, φεύγω. Άλλα συμφωνήσαμε, άλλα μου είπαν, μου έλεγαν οτι είμαι αλήτης και κάτι τέτοια. Λες και με άλλον συμφώνησαν πριν… Με παίρνει ο Δανιήλ που ήταν στην Ξάνθη και μου λέει «σε θέλω ρε χαμένε… Ο Πανόπουλος πληρώνει». Του είπα να το σκεφτώ. Με παίρνει και ο Μιχαλόπουλος που ήταν Πανιώνιο. «Κυρ’ Αντρέα θέλω να φύγω από την Αθήνα». Πήρα τον Δανιήλ, πήγα στη Συγγρού, βρήκα τον Πανόπουλο και υπέγραψα. Τότε,σταμάτησα και το ποδόσφαιρο. Τι εννοώ; Έπαιζα ένα χρόνο, σταματούσα, πήγαινα διακοπές. Κάθε χρόνο άλλαζα και ομάδα. Πήγα γ’, δ’ εθνική, τοπικά…»

«Για τον Μύρτσο μπορεί να πουν ότι είναι τρελός, μαλ… ο,τι θέλουν, αλλά ατιμία δε θα σου κάνει»

Είχα προγραμματίσει να σε ρωτήσω το κλασικό, το αν έχεις μετανιώσει για κάτι, αλλά έτσι όπως σε ακούω, το αποκλείω…

«Όχι, και ξέρεις γιατί; Αν δεν έκανα αυτή τη διαδρομή, δε θα είχα την υπέροχη οικογένεια που έχω τώρα. Με τα κακά, τα στραβά, τα όμορφα, εγώ έκανα κακό μόνο σε μένα και σε όσους με αγαπάνε. Κακό δε άλλον, δεν έκανα. Ψαξ’ το. Υπάρχουν πατεράδες που πληρώνουν για να παίξει ο γιος τους ποδόσφαιρο και εμένα ο πατέρας μου με έδερνε για να μην παίξω. Και έπαιξα.. Δεν έφαγα ποτέ σωστά, δεν κοιμήθηκα ποτέ σωστά, αλλά έπαιξα, όσο έπαιξα. Ο Γιώργος Αρκουλής, που δε τον γνωρίζω, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «δέκα μικροί μύθοι» και είναι τεράστια τιμή να είμαι μέσα σε αυτούς. Και έγραψε την εξής ιστορία. Για να πάω στην Καλαμάτα, μου έδωσε ο Σταύρο Παπαδόπουλος πέντε εκατομμύρια να τα δώσω στον Πανόπουλο για να με αφήσει. Τόσα είχανε συμφωνήσει. Πήγα, έκανα παζάρια και τα βρήκα με τον Πανόπουλο στα 4,5 εκατομμύρια. Θα μπορούσα να τα φάω.

Πηγαίνω και του λέω του Παπαδόπουλου «παρ’ τα αυτά, είναι τα ρέστα». Με κοιτάει. «Γιατί δεν τα κρατάς;» μου λέει. «Ρε πρόεδρε, δικά σου είναι. Παρ’ τα να φύγουν από πάνω μου». Μου λέει «παρ’ τα και καν’ τα ό,τι θες». «Θα πάω με τους συμπαίκτες μου στα μπουζούκια» είπα. Πήγαμε στου Ζωγραφάκη το βράδυ, στην Καλαμάτα και του λέω «μέχρι 500 πληρώνεσαι, αυτά είναι….». Την άλλη μέρα, ο Παπαδόπουλος ετοιμάζεται να πάει Βραζιλία, Χονγκ Κονγκ, κάπου τέλος πάντων. Τομ βρίσκω και του λέω «πρόεδρε, άσε λεφτά από το συμβόλαιό μου». Με κοιτάζει και απορεί. «Τα 500.000 που πήγανε;» με ρωτάει. «Ρε πρόεδρε, δε σου είπα οτι θα τα πάω μπουζούκια, τα παιδιά;». Αυτός είμαι. Και να σου πω κάτι. Αυτό γίνεται άμα συμβιβαστείς με το θάνατό σου. Διότι ο,τι γεννιέται, πεθαίνει».

Εγώ, φοβάμαι πολύ τον θάνατο…

«Κι έγω, όμως άλλου σου λέω. Εγώ δεν φοβάμαι τον θάνατο ρε ‘συ; Δε σου είπα οτι δεν τον φοβάμαι. Έχω συμβιβαστεί πως το μόνο σίγουρο είναι πως θα πεθάνω και πως το γοητευτικό είναι πως δεν ξέρω πότε. Οπότε, τι πρέπει να κάνω; Να απολαύσω το Θείο δώρο. Να περνάω καλά, να χαμογελάμε, να αλληλοβοηθιόμαστε. Αυτή είναι η ζωή ρε. Τι; Να έχω εγώ εκατομμύρια, εσύ να μην έχεις μια και να στο παίζω «κάποιος»; Δεν θα γίνουμε έτσι παρέα ποτέ. Όταν εμείς λέγαμε ρεφενέ, εννοούσαμε το πόσα έχει ο καθένας επάνω του. Όχι να βάλουμε όλοι τα ίδια. Αν έχω εγώ 100 δραχμές και ο άλλος επτά, θα βάλουμε το ίδιο; Στην πορεία, άλλαξε και η έννοια του ρεφενέ… Για τον Μύρτσο μπορεί να πουν ότι είναι τρελός, μαλ… ο,τι θέλουν, αλλά ατιμία δε θα σου κάνει».

 

«Καλός ο Βατσλίκ αλλά εγώ θέλω Τζολάκη – Που έκανε πορεία ο ΠΑΟΚ στην Ευρώπη και λέει ο Λουτσέσκου για την τέταρτη καλύτερη χρονιά του; Στο… Ιντερτότο;»

Πάμε στο τώρα. Στους τερματοφύλακες των ομάδων των πλέι οφ. Τα νούμερα βγάζουν κορυφαίο τον Βατσλίκ.

«Εμένα τα κριτήριά μου είναι πιο ψηλά. Κρίνω τον Ολυμπιακό ως ομάδα του Champions League. Περίμενα ένα τερματοφύλακα πιο μεγάλου βεληνεκούς. Εγώ φέτος, στο πρωτάθλημα, θα έβαζα τον Τζολάκη. Τον θεωρώ σούπερ ταλέντο. Λες για κάποιον οτι είναι ταλεντάρα, αλλά του λείπει η εμπειρία. Που θα τη βρει την εμπειρία; Στο γήπεδο θα τη βρει. Βαλ’ τον να παίξει. Για τα Ελληνικά δεδομένα, ο Βατσλίκ είναι καλός, αλλά εδώ μιλάμε ότι ο χειρότερος Ολυμπιακός των τελευταίων χρόνων, έκανε περίπατο στο πρωτάθλημα. Ο ΠΑΟΚ λέει πως θα είναι η τέταρτη πιο πετυχημένη χρονιά στην ιστορία του, αν πάρει το κύπελλο. Και θα είναι στο -20 από τον Ολυμπιακό. Πως βγαίνει αυτό;»

Πήγε προημιτελικά στην Ευρώπη.

«Που, στον ιντερτότο; Στον τρίτο Ευρωπαϊκό θεσμό; Δηλαδή ο Γκαρσία ήταν αποτυχημένος και ο Λουτσέσκου πετυχημένος;»

Πάμε στους τερματοφύλακες της ΑΕΚ, που έχει Στάνκοβιτς και Τσιντώτα.

«Με έχει απογοητεύσει ο Τσιντώτας διότι έχει τρομερά προσόντα αλλά νομίζω οτι είναι φοβητσιάρης. Μπορεί να κάνει μια τρομερή απόκρουση, μπορεί μετά να του φύγει η μπάλα μέσα από τα χέρια. Έχει προσόντα αλλά δεν πείθει. Ο Στάνκοβιτς δεν πείθει διότι βγάζει θέματα τραυματισμών».

Ο Παναθηναϊκός πήγε με Διούδη και Μπρινιόλι.

«Ο Διούδης είναι ένας μέτριος τερματοφύλακας. Ο Μπρινιόλι κάτι έχει δείξει. Το Ελληνικό πρωτάθλημα δεν είναι δύσκολο για έναν τερματοφύλακα».

Πάμε στον Πασχαλάκη τώρα…

«Μου λένε όλοι «τι έχεις με τον Πασχαλάκη;». Μου είναι συμπαθής, μια ιδιαίτερα όμορφη φιγούρα. Είναι ένας κούκλος, δυο μέτρα παιδί, χαμογελαστός…»

Περιμένω να ακούσω το «αλλά».

«Δεν έχει αλλά. Αυτά για τον Αλέξανδρο Πασχαλάκη ως εικόνα. Πάμε στο αγωνιστικό. Το πρώτο που ζητάμε από τον τερματοφύλακα είναι να πιάνει τη μπάλα. Να ελέγχει την εναέρια κυκλοφορία. Να είναι καλός με τα πόδια και να έχει καλή σχέση με την άμυνά του. Ο Πασχαλάκης, την πιάνει τη μπάλα ή αποκρούει; Όταν βγαίνει ψηλά, την μαζεύει ή τη διώχνει. Επικοινωνία με την άμυνα, έχει; Με τον Άρη, βγήκε σε ένα κόρνερ και δεν έπιασε τη μπάλα, τραυμάτισε και τον Άκπομ. Με τα πόδια, έχει θέμα».

Μιλάμε για τον τερματοφύλακα του καλύτερου ΠΑΟΚ της ιστορίας του…

«Το ένα, δεν αναιρεί το άλλο»

Να κλείσω με τον Κουέστα και τον Λοντίγκιν.

«Ο Κουέστα είναι καλός, πολύ καλός. Μαθαίνω ότι θα φύγει. Σταθερός τερματοφύλακας, με καλές εξόδους. Διαβάζει τη φάση, βγαίνει και μπλοκάρει. Ο Λοντίγκιν είναι ένα παιδί που τον βλέπεις ότι είναι αποφασιστικός, συγκεντρωμένος και εργατικός».

Ο Γιώργος Μύρτσος με τον συντάκτη του sportday.gr, Αντώνη Τσακαλέα.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News