Συνέντευξη Σταύρος Παπαδόπουλος: «Για τον Ολυμπιακό έπαιξα ξύλο με τον Βαρδινογιάννη μέσα στη Λεωφόρο»

Ο Σταύρος Παπαδόπουλος, ο θρυλικός «Νταβέλης» του Ολυμπιακού των τεσσάρων διαδοχικών τίτλων στις αρχές της Α’ Εθνικής σε μια συνέντευξη… μύθο, όπως ήταν και η σπουδαία καριέρα του!

Από το κέντρο της άμυνας του Ολυμπιακού έχουν παρελάσει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, αληθινοί θρύλοι που φόρεσαν τη φανέλα με τον δαφνωστεφανωμένο έφηβο. Από τον Βασίλη Σιώκο ως τον Όλοφ Μέλμπεργκ κι από τον Μάρτιν Νοβοσέλατς ως τον Σωκράτη Παπασταθόπουλο, έχουν ηγηθεί της «ερυθρόλευκης» άμυνας παικταράδες με σπουδαία «γαλόνια» στην καριέρα τους και ξεχωριστή παρουσία στο μεγάλο λιμάνι. Υπάρχει, όμως και ένας που όσα χρόνια κι αν περάσουν απλά… δεν ξεχνιέται από τους φίλους των πρωταθλητών που έζησαν τα πρώτα «χρυσά» χρόνια της δεκαετίας του ’80!

Οι φίλοι του Ολυμπιακού των είχαν γεμίσει παρατσούκλια. «Γκιαούρης», «Νταβέλης», ο ίδιος δεν γνώριζε καν την προέλευσή τους. Ένας απροσπέλαστος βράχος που, εκτός των άλλων, έμεινε στην ιστορία και ως το… αντίπαλο δέος του Λάκη Σημαιοφορίδη στις πρωτοποριακές δυνατές εκτελέσεις αράουτ της εποχής που έστελναν την μπάλα στη μεγάλη περιοχή, θαρρείς και ο Κύπριος εκτελούσε κόρνερ!

Σε μια σπάνια εξομολόγηση και μάλιστα επί ελληνικού εδάφους (στη Γλυφάδα) ο ένας και μοναδικός Σταύρος Παπαδόπουλος συναντά τον Γιώργο Μπιτσικώκο και μέσα από συζήτηση μιας ώρας επαναφέρει στη μνήμη του τις μεγάλες στιγμές που έζησε ως αρχηγός του Ολυμπιακού, με ιστορίες για τον Σταύρο Νταϊφά, τον Μιλτιάδη και τον Βαγγέλη Μαρινάκη, τον Λεωνίδα Θεοδωρακάκη, τον Γιώργο Βαρδινογιάννη και όλους τους μεγάλους αστέρες που γνώρισε στην καριέρα του.

Πώς τον βοήθησε ο Νοβοσέλατς να καταλάβει τη θέση του κεντρικού αμυντικού, καθώς στην Ελλάδα ήρθε ως επιθετικός, ποιος ήταν ο προπονητής που τον έβαλε εκεί και δεν ξαναβγήκε και του χρωστάει ουσιαστικά την τεράστια καριέρα του, πώς ήρθε στα χέρια με τον Βαρδινογιάννη και τον Καψή σε ένα ματς στη Λεωφόρο και μετά πήγαν στα δικαστήρια, τι έγινε με τη μεταγραφή Σαργκάνη και ποιος ήταν ο μοναδικός παίκτης που δεν μπόρεσε να σταματήσει ποτέ.

Μιλάει με πάθος για τον Ολυμπιακό και τους οπαδούς του που τους αποκαλεί “γαυράκια” του, ένας άνθρωπος που έχει όπως τονίζει παθολογική αγάπη στην ομάδα του και ακόμα και στο κινητό του, που χτύπησε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, έχει ως ήχο κλήσης “τα παιδιά του Πειραιά”!

Photo credits: Eurokinissi | Γιώργος Ματθαίος

«Ο Θεοδωρακάκης ήταν σαϊνι. Όταν είδε ότι δεν με έδινε ο Εθνικός στον Ολυμπιακό, μου είπε τα γυρίσω στην Κύπρο και να πω ότι σταματάω το ποδόσφαιρο!»

Να ξεκινήσουμε από την μεταγραφή σας, από τον Εθνικό στον Ολυμπιακό.

Έγινε με περιπετειώδη τρόπο. Οταν εγώ “ξεπετάχθηκα” στον Εθνικό και ενδιαφέρθηκε ο Ολυμπιακός, ο Εθνικός μόλις έμαθε για το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού, ζήτησε αστρονομικά ποσά. Προσπάθησα κι εγώ να πείσω τους παράγοντες της ομάδας να μη μου “κόψουν το δρόμο”, αλλά ήταν αμετακίνητοι. Δεν γινόταν τίποτα.

Πώς λοιπόν έγινε στην πορεία;

Ο αείμνηστος Θεοδωρακάκης έκανε όλη τη δουλειά, γιατί ήταν “σαΐνι” σε αυτά. Με φώναξε και μου είπε: “Κύπριε άκου. Θες να έρθεις στον Ολυμπιακό και σε θέλουμε κι εμείς. Ένας τρόπος υπάρχει μόνο. Θα φύγεις και θα πας στην Κύπρο και θα λες ότι σταματάς το ποδόσφαιρο”. Εγώ απόρησα γιατί δεν είχε τελειώσει ακόμα το πρωτάθλημα, αλλά συνέχισε: “Πόσα παίρνεις στον Εθνικό; Θα σου δίνω τα διπλάσια και θα στα στέλνω στην Κύπρο με τον Σάββα τον Λαγούδη”.

Ποιός ήταν αυτός;

Ήταν ο πρόεδρος της κυπριακής ομοσπονδίας και ήταν φίλοι-κουμπάροι. Έτσι έκανα λοιπόν, παρότι το σκεφτόμουν και φοβόμουν μην χάσω τα πάντα. Ήμουν και νέος, μετά τον πόλεμο στην Κύπρο που ήμουν φαντάρος, γενικά είχα προβληματιστεί. Με πήρε και ο Λαγούδης τηλέφωνο και μου είπε να κάνω ότι μου λέει ο Θεοδωρακάκης και δεν θα χάσω. Είπα λοιπόν κι εγώ στον Εθνικό ότι αφού δεν με δίνουν, τότε σταματάω το ποδόσφαιρο, γιατί στην Ελλάδα δεν μπορώ να ζήσω.

Στη συνέχεια τι έγινε;

Ο Ολυμπιακός ξεκίνησε το παιχνίδι με τον Εθνικό. Αρχικά άρχισε να αποσύρει σταδιακά το ενδιαφέρον του. Περνούσε και ο καιρός και πήγε μετά ο Εθνικός στον Ολυμπιακό και ζήτησε λιγότερα λεφτά, αλλά ο Ολυμπιακός έλεγε: “Τώρα που έχει φύγει στην Κύπρο τι λεφτά να δώσουμε; Αφού δεν θέλει να παίξει”. Στο μεταξύ μου είχε πει ο Θεοδωρακάκης πως εάν με πάρουν τηλέφωνο εγώ να λέω ότι δεν θέλω να γυρίσω. Έτσι έπεσε και η τιμή μου αρκετά και όχι μόνο αυτό. Τελικά με τα ίδια λεφτά ο Ολυμπιακός πήρε και εμένα και τον Ρόρμπαχ από τον Εθνικό.

O Σταύρος Παπαδόπουλος με τη φανέλα του Εθνικού κατά τη διάρκεια πειραιώτικου ντέρμπι με τον Ολυμπιακό το 1977, πριν πάρει μεταγραφή στους «ερυθρόλευκους»

Μπήκατε λοιπόν σε έναν άλλο εντελώς διαφορετικό κόσμο.

Ακριβώς γιατί κακά τα ψέματα, άλλο ο Πεζοπορικός στην Κύπρο, άλλο ο Εθνικός και άλλο πράγμα ο Ολυμπιακός. Σέβομαι τον Εθνικό και είμαι περήφανος που φόρεσα τη φανέλα του, αλλά βρέθηκα ξαφνικά από τη γη στο φεγγάρι. Μπήκα σε αποδυτήρια και είδα μπροστά μου Κρητικόπουλο, Κελεσίδη, Καραβίτη, Κυράστα, Λοσάντα είδα, είδα είδα. Και λέω από μέσα μου: “δηλαδή τώρα εγώ είμαι συμπαίκτης με όλους αυτούς;”. Τρελάθηκα. Αλλά μετά τις πρώτες προπονήσεις είδα ότι μπορώ.

Ποιός σας βοήθησε περισσότερο να εγκλιματιστείτε;

Ο μακαρίτης ο Μιχάλης Κρητικόπουλος. Ήρθε και μου είπε: “Κύπριε όπως έπαιζες στην Κύπρο και στον Εθνικό έτσι να παίξεις κι εδώ. Δεν είναι τίποτα διαφορετικό. Μην σοκαριστείς και μη σε νοιάζει τίποτε”. Με βοήθησε πάρα πολύ ψυχολογικά.

Δεν ισχύει όμως ακριβώς αυτό, γιατί στην Κύπρο παίζατε επιθετικός και ο Εθνικός γι αυτό σας πήρε.

Βέβαια. Να πάμε λίγο πίσω. Είχαμε προπονητή στον Εθνικό τον Ιταλό Μαριάνι και στον Εθνικό έπαιζαν ο Κουρέας με τον Κρομμύδα. Με βοήθησαν πάρα πολύ και οι δύο. Κάποια στιγμή όμως τραυματίστηκαν και οι δύο και μείναμε χωρίς σέντερ μπακ. Με φώναξε ο Άμος Μαριάνι μαζί με τον Σταματάκη που ήταν αμυντικό χαφ και μας είπε ότι θα παίξουμε εμείς. Εμένα μου έδωσε τον Γκουερίνο. Έτσι ξεκίνησα γιατί τον Νέτο τον “έσβησα”. Έτσι καθιερώθηκα και έγινε και η μεταγραφή μου.

Δηλαδή εάν είχατε μείνει ως επιθετικός, δεν θα κάνατε την καριέρα που τελικά κάνατε.

Φυσικά. Στον Εθνικό που πήγα ως επιθετικός ήταν ο Καλκαντέρα, ο Χατζηιωάννογλου, ο Ιντζόγλου, ο Ρήγας, ο Φουλατσικλής που είχε έρθει ως μεγάλη μεταγραφή. Έτυχε λοιπόν και μου άλλαξε θέση ο Μαριάνι και μου έσωσε την καριέρα.

«Ο Νοβοσέλατς με έκανε αυτό που έγινα. Ήταν παικταράς, βρήκαμε τέλεια χημεία και γίναμε το “χρυσό” δίδυμο της εποχής»

Ξεκίνησε λοιπόν μια καριέρα που δεν την είχατε ονειρευτεί καν.

Ούτε σαν σκέψη υπήρχε, ούτε φυσικά σαν όνειρο. Ξεκίνησα την προετοιμασία με τον Τόζα Βεσελίνοβιτς και έπαιξε σε 14 φιλικά παιχνίδια και στο 15ο είπε να με αφήσει έξω να ξεκουραστώ, γιατί ήδη είχα παίξει ένα πρωτάθλημα (γέλια).

Με ποιούς παίκτες ήσασταν μαζί στην άμυνα;

Ξεκίνησα με Συνετόπουλο, Κανέλλο που ήταν φοβερό ταλέντο, αλλά δεν μπόρεσε να παίξει λόγω προβλημάτων και μετά από αυτούς ήρθε ο μεγάλος Μάρτιν Νοβοσέλατς. Αυτό ήταν. Γίναμε το “χρυσό” δίδυμο της εποχής. Πράγματι βρήκαμε τέλεια χημεία. Εγώ ήμουν ο παίκτης που “καθάριζε” τα δύσκολα και ο Μάρτιν τοποθετούσε και καθοδηγούσε τους πάντες. Χρωστάω πολλά στον Μάρτιν γιατί αυτός με έκανε αυτός που έγινα. Ναι μεν έπαιξα λίγο στον Εθνικό, αλλά στον Ολυμπιακό ο Νοβοσέλατς με καθοδηγούσε. Ήταν παικταράς, αλλά του έλειπε η δύναμη και το ψηλό παιχνίδι. Παρότι ήταν ψηλό παιδί δεν είχε την ίδια ευχέρεια στον αέρα και του κάναμε και πλάκα. Όμως κάτω, στο να καθαρίσει τη φάση και να φύγει και να δώσει την μπάλα ήταν ο βασιλιάς. Ταιριάξαμε σε όλα και βγάζαμε τα παιχνίδια όμορφα κι ωραία. Αλλά βέβαια είχαμε και Κυράστα, Βαμβακούλα, Καραβίτη.

Σταύρος Παπαδόπουλος (δεύτερος από δεξιά στην πάνω σειρά) και Μάρτιν Νοβοσέλατς (τέταρτος από δεξιά στην πάνω σειρά) μέλη της ενδεκάδας του πρωταθλητή Ολυμπιακού του 1980, μαζί με Λεμονή, Γαλάκο, Αρβανίτη, Κουσουλάκη και όλα τα μεγάλα αστέρια του πρώτου «ερυθρόλευκου» επαγγελματικού πρωταθλήματος.

Μετά σιγά σιγά ήρθαν κι άλλοι μεγάλοι παίκτες.

Μετά ήρθαν Σαργκάνης, Αναστόπουλος, Μητρόπουλος, Κουσουλάκης, Νικολούδης, Άλστρομ, Περόνε παικταράδες όλοι.

Έφυγαν όμως και κάποιοι, όπως ο Γαλάκος, ο Κελεσίδης, ο Κυράστας.

Θα σου πω για τον Γαλάκο, ο οποίος ήταν παικταράς, αλλά και ιδιόρρυθμος στο παιχνίδι του. Στην αρχή τον παρεξήγησα και τον φώναξα και του είπα: “Άκου να δεις εγώ δεν καταλαβαίνω από αυτά”. Μετά όμως γίναμε αχώριστοι φίλοι. Στην ουσία να σου πω πάντως πως στην εποχή τη δική μας, δεν είχαμε κλίκες και κόντρες. Ήμουν και αρχηγός και τις προλάβαινα ως αρχηγός και τις “καθάριζα” (γέλια).

Αυτό θέλω να μου πείτε, πώς γίνατε αρχηγός και ήσασταν αυτός που μιλούσε απευθείας με τον Νταϊφά.

Είχαμε πάει στην Αυστρία και θέλαμε να βγάλουμε αρχηγούς, ήρθαν κάποια παιδιά και μου πρότειναν να βάλω. Έβαλα γιατί κατάλαβα ότι δεν ήθελαν να βγει κάποιος άλλος. Είδα λοιπόν ότι ήμουν πρόσωπο κοινής αποδοχής και προλάβαινα καταστάσεις. Περάσαμε λοιπόν μια εξαετία-εφταετία θαυμάσια. Σε μεγάλες ομάδες όπως ο Ολυμπιακός πάντα υπάρχουν θέματα. Θα σας πω ένα περιστατικό με τον Αλέφαντο. Ήμουν στην Κύπρο διακοπές και με πήρε ο Νταϊφάς και μου είπε ότι έκλεισε την συμφωνία μαζί του. Όταν γύρισα πήγαμε για φαγητό εγώ και ο Αλέφαντος και συζητάγαμε και του είπα: “κόουτς στον Ολυμπιακό ο κάθε ένας μας έχει τον κόσμο του. Μην προσπαθήσεις να ρίξεις κάποιον ή να φανεί ότι δεν το θέλεις. Μην βγεις να πεις ότι ο τάδε δεν σου κάνει”. Αυτό το πιστεύω ότι και τώρα έτσι πρέπει να γίνεται. Ε λοιπόν ο Αλέφαντος οτιδήποτε άλλο μπορεί να το έκανε, εκτός από αυτό. Στη διαχείριση δεν ήταν καλός, ενώ σαν προπονητής ήταν πολύ καλός. Δημιουργούσε βεντέτες με τους παίκτες.

«Άστο Κύπριε, ο Σαργκάνης έχει ήδη υπογράψει στον Παναθηναϊκό, δεν έχει νόημα να προσπαθούμε άλλο να τον κρατήσουμε στον Ολυμπιακό»

Σε αυτό το πλαίσιο και επειδή ξέρω ότι ο Νταϊφάς υπολόγιζε στη γνώμη σας, θέλω να μου πείτε την ιστορία με την μεταγραφή του Σαργκάνη.

Κοίτα όλοι είμαστε επαγγελματίες. Εμένα μη με βάζεις βέβαια στο ίδιο πλαίσιο, γιατί εγώ αγάπησα παθολογικά τον Ολυμπιακό. Όταν με ρωτάνε τι ομάδα υποστήριζα μικρός απαντάω ότι τότε δεν καταλάβαινα και γι αυτό δεν ήμουν Ολυμπιακός. Εγώ δεν θα έπαιζα σε άλλη ομάδα στην Ελλάδα. Ούτε με σφαίρες.

Για να καταλάβω. Εάν ερχόταν ο Παναθηναϊκός και σας ζητούσε από τον Εθνικό;

Άλλο αυτό. Εγώ μιλάω από την ώρα που μπήκα στην οικογένεια του Ολυμπιακού και είδα τι εστί Ολυμπιακός και τι κόσμος έχει. Αυτός ο κόσμος με έκανε να είμαι τόσο παθιασμένος και να αγαπήσω τόσο πολύ την ομάδα. Δεν αγαπώ τον πρόεδρο, τον προπονητή ή τους παίκτες. Εγώ αγαπώ τον Ολυμπιακό. Την ιδέα που πρεσβεύει. Έχω μείνει σε αυτό. Δεν με ενδιαφέρει ποιός θα διοικεί τον Ολυμπιακό. Εγώ θέλω πάντα να κερδίζει και να παίρνει τίτλους. Για να γυρίσω στην πρώτη ερώτηση. Ο Νίκος ο Σαργκάνης ήταν άλλης νοοτροπίας. Ήρθε από την Καστοριά, έπαιξε, τελείωσε το συμβόλαιό του και είχε τις προσφορές του.

Προσφορά δεν του είχε κάνει ο Ολυμπιακός;

Θα σου πω. Πήγα στον πρόεδρο και τον ενημέρωσα. “Σοβαρά; Πήγαινε βρες τον και πες του, όσα του δίνουν αυτοί να του δώσουμε κι εμείς. Μη κάνει μ….. τώρα και να μείνει εδώ”. Πήγα τον βρήκα και μου είπε εντάξει. Μέχρι να κατέβω από τον Κάλαμο, είχε γίνει νέα προσφορά από τον Παναθηναϊκό, μεγαλύτερη. Και μου λέει ο Νταϊφάς: “Άστο Κύπριε έχει υπογράψει”.

Εγώ έκανα την ερώτηση περισσότερο για να μου πείτε για τις σχέσεις που είχατε με τον Νταϊφά.

Πάρα πολλές φορές και 10 και 11 το βράδυ με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε: “Κύπριε έλα στο Αγλαμέρ”. Εκεί μαζευόντουσαν και μου έλεγε για τα προβλήματα. Εγώ του έλεγα ότι θα τα λύσουμε όλα. Έτσι κάναμε συνέχεια και τότε με την φυγή του Γαλάκου, είχε στεναχωρηθεί πολύ. Επειδή ήξερε τις σχέσεις μας, μου έλεγε: “πήγαινε να δούμε τι θα γίνει. Είναι η σημαία μας”. Έγινε προσπάθεια για να μείνει. Εγώ τότε του είπα: “Πρόεδρε μην στεναχωριέσαι. Ας φύγει και ο Μάικ, εμείς πάλι θα πάρουμε το πρωτάθλημα. Ολυμπιακός είμαστε”. Παίρνουμε το νταμπλ και πάω στο γραφείο του. Χτυπάω την πόρτα και ήταν η Λόλα (σημ. Νταϊφά) εκεί και του λέει: “ήρθε ο αρχηγός”. “Να περάσει αμέσως” της είπε. Ποτέ δεν με άφησε να περιμένω. Μπαίνω μέσα και σηκώθηκε όρθιος και φώναζε: “Μου το είπες ρε π….. Κύπριε. Μου το είπες”. Ο Ολυμπιακός δεν είναι ούτε Παπαδόπουλος, ούτε Σαργκάνης, ούτε Κουσουλάκης, όποιοι και να παίζουμε θα παίρνουμε πρωταθλήματα.

«Ο Μιλτιάδης Μαρινάκης μου έλεγε πάντα “Σταύρο, το παιδί”, κι εγώ έπαιρνα μαζί μου στο γήπεδο τον Βαγγέλη. Η οικογένεια Μαρινάκη διαχρονικά στήριζε τον Ολυμπιακό»

Τέτοια ήταν η νοοτροπία σας.

Ναι τέτοια ήταν και ο Νταϊφάς ήθελε να έχει βάθος ο Ολυμπιακός. Ήταν μαζί του και ο συγχωρεμένος ο Μιλτιάδης Μαρινάκης.

Ήθελα να το ρωτήσω αυτό. Ήταν μαζί και όταν έγινε η μεταγραφή σας από τον Εθνικό;

Σε όλες τις διαδικασίες ήταν “παρών” και μάλιστα έβαζε και λεφτά. Διαχρονικά η οικογένεια Μαρινάκη στηρίζει τον Ολυμπιακό. Ο Βαγγέλης τότε ήταν παιδί και τον έπαιρνα μαζί μου στο γήπεδο. Μου έλεγε ο Μιλτιάδης: “Σταύρε το παιδί”. Έχουμε μιλήσει και στο τηλέφωνο όταν ήταν Αγγλία, αν χρειαστεί κάτι τον παίρνω από την Κύπρο, όταν ανέβηκε η Νότιγχαμ του έστειλα συγχαρητήρια. Μακάρι να είναι πάντα κοντά ο Βαγγέλης γιατί κακά τα ψέματα, χρειάζονται τέτοιοι άνθρωποι να βάζουν τα λεφτά τους και να γίνεται και σωστή δουλειά. Στον Ολυμπιακό γίνεται αυτό. Κάποιες φορές θα βγει κάποιες δεν θα βγει. Το ποδόσφαιρο δεν είναι “άντε μπήκαμε και τελείωσε”. Θέλει δουλειά.

-Αυτό ήθελα να σχολιάσουμε και για τη δική σας εποχή. Ο Παναθηναϊκός έπαιρνε τους παίκτες, αλλά εσείς τα πρωταθλήματα.

Το είχα συζητήσει και με τον Νταϊφά. Μου έλεγε άστους. Αυτοί θα πάρουν μια νέα ομάδα και δεν θα έχουν κορμό. Εμείς θα πάρουμε 1-2 παίκτες και θα έχουμε κορμό και χημεία. Αυτό έκανε ο Γιώργος ο Βαρδινογιάννης που ήταν και αυτός ένας μεγάλος παράγοντας, αλλά η τακτική που ακολούθησε ήταν λανθασμένη. Έδιωχνε 10 παίκτες και έπαιρνε άλλους δέκα, με αποτέλεσμα να μην έχει χημεία η ομάδα του. Και μια μεγάλη ομάδα χρειάζεται τη χημεία.

H ενδεκάδα του Ολυμπιακού στο πρώτο ευρωπαϊκό παιχνίδι που έδωσε ποτέ ως γηπεδούχος στο Ολυμπιακό Στάδιο, το 1982 με αντίπαλο την Έστερ. Πάνω σειρά: Αναστόπουλος, Παπαδόπουλος, Γούναρης, Βαμβακούλας, Σαργκάνης, Μίχος. Κάτω σειρά: Κοκολάκης, Λεμονής, Κουσουλάκης, Εσταβίγιο, Περσίας. 

Εσείς που ήσασταν κοντά με τον Νταϊφά, θέλω να μου πείτε εάν ξέρετε κάποια μεταγραφική ιστορία που δεν είναι γνωστή. Για παράδειγμα τον Χατζηπαναγή προσπάθησε να τον πάρει;

Δύο φορές.

Μάλιστα.

Αλλά ο ίδιος ο Χατζηπαναγής δεν ήθελε να έρθει. Δεν ήταν θετικός. Ήθελε να φύγει από τον Ηρακλή, αλλά το σκεφτόταν διπλά και τριπλά. Οικονομικά δεν έχασε, αλλά έχασε σε τίτλους, Ευρώπη κτλ.

Πάμε τώρα να μιλήσουμε για ντέρμπι. Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός.

Θέλεις να σου πω κάτι; Εμείς τότε δεν δεχόμασταν την ήττα. Όχι με τον Παναθηναϊκό μόνο, αλλά και με τους Κουκουβάουνες να παίζαμε. Ήταν τέτοια η νοοτροπία μας, που δεν θέλαμε να χάσουμε παιχνίδι. Λέγαμε ότι δεν πάμε να παίξουμε μπάλα. Πάμε να “πεθάνουμε” για την ομάδα. Δεν ήταν όπως τώρα που ήρθε ο ΠΑΟΚ και μας απέκλεισε και δεν πήγαμε στον τελικό. Μπορεί και τότε να χάναμε, αλλά δεν ήταν τέτοια η νοοτροπία μας. Ήταν αλλιώς. Εμείς βάζαμε τα χέρια μας στα αποδυτήρια για τον όρκο της νίκης και οι φωνές μας ακούγονταν στις κερκίδες. Τώρα έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα,  είναι πολλοί οι ξένοι και θέλουν να πάνε να παίξουν τα παιχνίδια, να πάρουν τίτλους. Εάν είναι καλός ο παίκτης θα φανεί, αλλά δεν υπάρχει το ίδιο πάθος. Τότε “τρώγαμε σίδερα”.

«Είμαι στο καμαράκι των διαιτητών στη Λεωφόρο και μπαίνουν μέσα έξαλλοι Γιώργος Βαρδινογιάννης και Καψής και φωνάζουν στο διαιτητή. Καταλήξαμε στα δικαστήρια»

Γενικά είχατε πάθος εκείνη την εποχή και είχαν γίνει και διάφορα στα αποδυτήρια στα ντέρμπι.

Θυμάμαι ένα στη Λεωφόρο. Είχα μπει στο καμαράκι των διαιτητών για να υπογράψω το φύλλο αγώνα. Τότε μπήκαν έξαλλοι μέσα και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης μαζί με τον Άνθιμο Καψή και άρχισαν να φωνάζουν στο διαιτητή γιατί είχαμε κερδίσει 1-0. Εγώ αντέδρασα και κάτι είπα στον Βαρδινογιάννη, κάτι μου είπε και πιαστήκαμε εκεί μέσα. Μπήκε και η αστυνομία και αρπαχτήκαμε όλοι μαζί. Ήρθε κοντά μου και ο συγχωρεμένος ο Τσαχειλίδης και “έβαλε πλάτη” και τελικά μας πήγαν στα δικαστήρια. Στο ασανσέρ ήμουν εγώ με τον δικηγόρο μας τον Βούλτση και ο Άνθιμος με τον δικό τους και πήγαμε πάνω και είπε ο δικός τους ο δικηγόρος: “Συνδικούμε ή αντιδικούμε συνάδελφε;”. Έτσι τα βρήκαμε και δεν έγινε τίποτα. Είχαμε τέτοια πολλά. Και στη Ρόδο, στην Δράμα, στην Κρήτη, στην Καστοριά. Αλλά ήμασταν σκληρή ομάδα και δεν “κωλώναμε” ποτέ. Δίναμε μάχες παντού.

Ισχύει ότι σε ένα ματς έχετε χτυπήσει το πόδι σας και σας γύρισε το νύχι;

Σε ένα ματς με τον Παναθηναϊκό στο Καραϊσκάκη έβαλα κόντρα στον Αλβαρέζ και μου γύρισε το νύχι, γιατί με βρήκε με την σιδερένια τάπα. Στο ημίχρονο μου λέει ο Πρίφτης ο γιατρός να βγω και του λέω:
κάνε μου μια ένεση και βγάλτο. Εγώ δεν χάνω ματς με τον Παναθηναϊκό”. Μου το έβγαλε λοιπόν και μπήκαμε και κερδίσαμε. Αλλά το πρόβλημα ήταν στο επόμενο παιχνίδι.

Δηλαδή;

Παίζαμε στην Καστοριά και εκεί είχε χιόνια πολλά. Είχαν ρίξει λοιπόν αλάτι για να λειώσουν τα χιόνια. Εγώ είχα το πόδι δεμένο και μου είχε κάνει και μια ένεση ο Πρίφτης, αλλά μου είχε πει ότι θα κρατήσει το πολύ ένα ημίχρονο. Τα νερά λοιπόν είχαν αλάτι και καταλαβαίνεις πως με έτσουζε το πόδι μου. Αλλά το έβγαλα το ματς. Κερδίσαμε 2-0. Σε ένα άλλο ματς με την ΑΕΚ στη Φιλαδέλφεια ράγισα την κλείδα μου και έβγαλα το ματς με το χέρι δεμένο μπροστά. Δεν ήθελα με τίποτα να βγαίνω από τους αγώνες. Στις Σέρρες σε άλλο ματς είχα κάνει 17 ράμματα.

«Μετά από κάθε προπόνηση έπαιρνα ιατρικές μπάλες και έκανα προπόνηση στα πλάγια. Ένιωθα ότι μπορούσα να εκτελέσω από το κέντρο και να φτάσει στο πέναλτι»

Έχει μείνει στην ιστορία το πάθος σας, όπως και τα πλάγια που εκτελούσατε.

Από την Κύπρο ξεκίνησα, μαθητής ακόμα. Είχαμε ένα Σκωτσέζο προπονητή και έριξα μια φορά αράουτ και του άρεσε. Μετά μου έδινε μια από τις ιατρικές μπάλες και μετά από κάθε προπόνηση, έκανα προπόνηση στα πλάγια. Ένιωθα πλέον ότι μπορούσα από το κέντρο να εκτελέσω πλάγιο και να φτάσει στο πέναλτι. Μετά ήταν και ο Λάκης Σημαιοφορίδης, ενώ τώρα υπάρχουν περισσότεροι παίκτες.

Μεγάλα παιχνίδια;

Το νταμπλ κόντρα στον ΠΑΟΚ και το 4-3 στη Ρόδο. Ευρωπαϊκά με τον Άγιαξ. Βέβαια στην Ευρώπη δεν τα πήγαμε καλά. Ήμασταν όμως και άτυχοι. Παίξαμε με Άγιαξ, Μπενφίκα, Μπάγερν δύο φορές, με την Κραϊόβα ή οποία επί Τσαουσέσκου ήταν μεγάλη ομάδα. Είχαμε ατυχία και πέφταμε με αυτές τις ομάδες. Όταν πέφταμε με ομάδες του χεριού μας, περνάγαμε εύκολα. Μετά όμως μας ερχόταν το Αμβούργο για παράδειγμα και μέναμε έξω. Με τον Άγιαξ όμως ήταν μια βραδιά ονειρική. Μετά το 0-0 εκεί, πιστεύαμε ότι θα τα καταφέρουμε και το κάναμε.

«Εγώ θέλω τα… γαυράκια δίπλα μου γιατί τα λατρεύω. Ήταν το πάθος μου, η βενζίνη μου, ήταν τα πάντα για μένα και ακόμη είναι»

Ποιό είναι πιο ωραίο; Το γεμάτο Καραϊσκάκη ή το γεμάτο Ολυμπιακό στάδιο; Τα έχετε ζήσει και τα δύο.

Εγώ ένιωθα “Ολυμπιακός” στο Καραϊσκάκη. Μπορεί να ήταν 90.000 στο Ολυμπιακό στάδιο, αλλά στο Καραϊσκάκη που μπορεί να ήταν 35.000 τα “γαυράκια” μου τα ένιωθα κοντά μου και έλεγα είναι δίπλα μου. Έτσι ένιωθα πάντα. Την δύναμη την αντλούσα από αυτούς. Στο ξαναλέω. Εμένα με ενδιαφέρει ο κόσμος και η ιδέα και Ολυμπιακός. Όποιος να είναι στην διοίκηση και όποιος κι αν είναι προπονητής, εγώ θέλω τα “γαυράκια” μου δίπλα μου γιατί τα λατρεύω. Ήταν το πάθος μου, η βενζίνη μου, ήταν τα πάντα για μένα και ακόμα είναι.

Γι αυτό τα βγάζατε πέρα με κάθε αντίπαλο;

Είχα πολλούς δυνατούς αντιπάλους. Ο Αλβαρέζ, ο Γκουερίνο, ο Γκέσος, ο Μπάγεβιτς, ο Κωστίκος. Ο Μαύρος όχι και τόσο γιατί είχε διαφορετικό στυλ. Δεν λέω ότι δεν ήταν καλός παίκτης, αλλά δεν ήταν δυνατός όπως οι άλλοι. Όταν κοντραριζόμουν με κάποιον από αυτούς, “ένιωθε ο ένας τον άλλον”. Αυτοί ήταν τα σέντερ φορ που εγώ “ένιωθα” τους άλλους τους είχα για “πρόγευμα”.

Χατζηπαναγής;

-Εντάξει ο Βάσια ήταν κάτι άλλο. Ήταν ο πιο δύσκολος. Τον αφήνω τελευταίο και σου λέω, όλους τους αντιμετώπισα, εκτός από τον Βάσια. Δεν γινόταν να τον σταματήσεις με τίποτα.

Ο Σταύρος Παπαδόπουλος μοιράζεται αναμνήσεις μιας θρυλικής καριέρας με τον συντάκτη του sportday.gr, Γιώργο Μπιτσικώκο

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News