Μάριο Κέμπες: Ο καβαλάρης που... κατέστρεψαν ο Βιντέλα και το Περού

Μάριο Κέμπες: Το «άτι» που… κατέστρεψαν ο Βιντέλα και το Περού | Αφιέρωμα | Ήρωες του αθλητισμού | Παγκόσμιο Κύπελλο | Ποδόσφαιρο

Το ημερολόγιο έγραφε 15 Ιουλίου 1954 όταν ο Μάριο Κέμπες, ο ποδοσφαιριστής που οδήγησε την Αργεντινή στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1978 και που λατρεύτηκε στη Βαλένθια, είδε για πρώτη φορά το φως.

Όντως, ο Μάριο Κέμπες ορμούσε προς τα δίχτυα. Η δίψα του για να σκοράρει ήταν τέτοια, που ο διασκελισμός του έμοιαζε τεράστιος και η κλίση του προς το τέρμα αδύνατον να αναχαιτιστεί από ανθρώπους και φυσικά φαινόμενα. «Ακόρεστη» αποκάλεσε ο Πελέ τη λαχτάρα του για το γκολ, όταν οι Βραζιλιάνοι άφησαν να υπονοείται ότι ο αριστεροπόδαρος Αργεντινός επιθετικός από την Ωραία Πόλη (Μπελ Βιλ) της Κόρδοβα έκανε χρήση αναβολικών. Ο Κέμπες δεν έμοιαζε με άνθρωπο όταν πατούσε γερά με τα πόδια του στο γρασίδι για να βρει την ευκαιρία και να σημειώσει ακόμα ένα γκολ. Δεν υπήρχε χαλινό για να τον περιορίσει και αυτό τον έκανε αγαπητό όπου και να έπαιξε.

Ήταν ο τελευταίος μεγάλος Αργεντινός που δεν θεωρήθηκε διάδοχος του Ντιέγκο Μαραντόνα, μόνο και μόνο επειδή ήταν ο πρόγονός του. Ο Κέμπες έγραψε τη δική του ιστορία με τα έξι γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής, το 1978, και όσο κι αν δεν γίνεται αυτό το παράσημο να του το πάρουν, οι δύο αστερίσκοι, που ήταν επί της ουσίας ένας, ελαφρώς στιγματίζουν τόσο τη δική του παρουσία όσο και την κατάκτηση του τροπαίου από την εθνική ομάδα. Η δικτατορία του Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα στη χώρα του ασημιού συνεπάγετο με πληροφορίες που η χρήση τους έγινε δίκην χαλασμένου τηλεφώνου, οπότε εμπλουτίστηκαν με μη πραγματιστικά και πραγματικά γεγονότα και οι οποίες ήθελαν την Αργεντινή παγκόσμια πρωταθλήτρια. Σε αυτό προστέθηκε το περιβόητο 6-0 με το Περού, για την τελευταία αγωνιστική της ημιτελικής φάσης, όταν η Αργεντινή ήθελε νίκη με σκορ 4-0 απέναντι σε ένα πολύ αξιόλογο συγκρότημα, προκειμένου να προκριθεί απευθείας στον τελικό.

Ο Κέμπες είχε ήδη σκοράρει τα δύο πρώτα γκολ στο 2-0 με την Πολωνία, ένα παιχνίδι στο οποίο χρεώθηκε με πέναλτι λόγω χεριού που έκανε στη γραμμή του τέρματος, με το σκορ στο 1-0, προκειμένου να αποσοβήσει το σίγουρο γκολ που ο Ζμπίγκνιεβ Μπόνιεκ ήταν έτοιμος να πανηγυρίσει. Ο Σουηδός διαιτητής Ουλφ Έρικσον δεν έδειξε κάρτα στον μακρυμάλλη φορ των «γκάουτσος», όμως αυτό ήταν το πνεύμα των κανονισμών. Ο Κέμπες, εξάλλου, δεν το κράτησε… κρυφό το χέρι, αφού έπρεπε να κάνει απόκρουση. Ο σπουδαίος Ουμπάλντο Φιλιόλ, ίσως ο κορυφαίος τερματοφύλακας στην Ιστορία της Αργεντινής, έπιασε το πέναλτι του θρυλικού Πολωνού αρχηγού Καζίμιερζ Ντέινα και ο αριστεροπόδαρος με το νούμερο 10 στην πλάτη (μια σκηνή από ταινία προσεχώς με διάδοχο έναν πιο… συρρικνωμένο ήρωα) συνέχισε να βρίσκει δίχτυα στη διοργάνωση.

Στο παιχνίδι με το Περού, που οι καταγγελίες για τρομοκρατία και δωροδοκία διατηρούν την ισχύ τους ως τις μέρες μας, η «αλμπισελέστε» προκρίθηκε πανηγυρικά με σκορ 6-0, ο Κέμπες πέτυχε άλλα δύο γκολ και σε αυτά αθροίστηκε το δίδυμο εκείνων που χάρισαν στην Αργεντινή το Παγκόσμιο Κύπελλο στον τελικό της 25ης Ιουνίου με την Ολλανδία στο «Μονουμεντάλ», το πρώτο με σουτ μέσα από τη μεγάλη περιοχή στο 38’ και το δεύτερο με ταπ ιν στο 105’, με το οποίο πρόλαβε τον Γιαν Γιόνγκμπλουντ ο οποίος είχε αποκρούσει την πρώτη προσπάθειά του. Με καραμπόλα, άλλωστε, ήρθε και το τρίτο γκολ της ομάδας του Λουίς Σέζαρ Μενότι, στο 115’ με τον Ντανιέλ Μπερτόνι.

 

Αυτός μέχρι και το μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις

Η χαρακτηριστική ιστορία… ανάνηψης του Κέμπες στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής θα γινόταν να χωριστεί σε διάφορες παραμέτρους, μία εξ αυτών των… προλήψεων από τον ομοσπονδιακό τεχνικό, Σέζαρ Λουίς Μενότι. Σε αντίθεση με τους σύγχρονους καιρούς, που η αντίδραση σε μια τέτοια είδηση θα γινόταν να λειτουργήσει ως διελκυστίνδα παραίτησης για τον εκάστοτε τεχνικό, αυτές οι ιστορίες έχουν μια πρέζα νοσταλγίας, πολλώ δε μάλλον όταν η συνέχεια της δικαιώνει.

Ο Κέμπες ήταν άγουρο παιδί, αμούστακο παιδαρέλι που θα έλεγε κάποιος λυρικά, το 1974 αφού έπαιζε στην Ινστιτούτο δε Κόρδοβα από το 1970, όταν και είχε δώσει… ψεύτικο όνομα, συγκεκριμένα Κάρλος Αγκιλάρ, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί στον προπονητή της ομάδας, ο οποίος δεν ήταν πεπεισμένος πως ένας κάποιος… Κέμπες, για τον οποίον μιλούσαν και τον οποίο ήδη κοστολογούσαν ακριβά, άξιζε τον κόπο. Η Τάγερες ήταν το πρώτο βήμα του, αλλά ο Κέμπες κοίταζε ψηλότερα, άλλωστε τα 184 εκατοστά του κορμιού του του το επέτρεπαν. Για μια διετία έκανε απίθανα πράγματα στη Liga Cordobesa, αυτό αποδεικνύουν τα 78 γκολ σε 81 συμμετοχές. Ο πατέρας του, με γερμανικές ρίζες και πρώην ποδοσφαιριστής της Νιούελς Ολντ Μπόις στα νιάτα του, είχε, μάλιστα, βάλει όρο ο γιος του να μένει στο Μπελ Βιλ όλη την εβδομάδα και να πηγαίνει στην Κόρδοβα μόνο για τα παιχνίδια.

Η Ινστιτούτο πήρε το πρωτάθλημα και ανέβηκε στην πρώτη κατηγορία και μόλις τη σεζόν 1972-73 είχε ο Κέμπες την πρώτη επαφή με τον πρωταθλητισμό. Ύστερα από 11 γκολ σε 13 παιχνίδια την πρώτη χρονιά του, κλήθηκε σε καμπ της εθνικής ομάδας το 1973 και αυτό συνδυάστηκε, στο τέλος του έτους, με τη μεταγραφή του στη Ροζάριο Σεντράλ, η οποία υπήρξε ιδιαιτέρως αποδοτική. Η πρώτη χρονιά του ήταν τέτοια που υποχρέωσε τον Βλαδισλάο Καπ να τον πάρει στην Εθνική για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974. Έπαιξε και στα έξι παιχνίδια, τα τρία στη φάση των προκριματικών ομίλων και τα άλλα τρία στην ημιτελική φάση, αλλά δεν σκόραρε.

Ο Μενότι είχε δει τον… Χάρο με τα μάτια του, μάλιστα γνώριζε ότι οι παρενέργειες της αποτυχίας του ’74, όταν η Αργεντινή τερμάτισε τελευταία στον όμιλο με τις Ολλανδία, Βραζιλία και Ανατολική Γερμανία, θα ωχριούσαν μπροστά σε εκείνες του 1978. Έτσι, παρότρυνε τον Κέμπες να… ξυρίσει το μουστάκι το οποίο είχε λανσάρει στη διοργάνωση, προκειμένου να αλλάξει το γούρι. Ο Αργεντινός το έκανε και ο Μενότι ένιωθε δικαιωμένος για την πρόληψή του. Ο επιθετικός του, άλλωστε, δεν ήταν αθώος του αίματος σε ό,τι αφορά τις χαζοδεισιδαιμονίες. Την τελευταία αγωνιστική της Liga εκείνη τη χρονιά, όταν πια ήταν παίκτης της Βαλένθια, είχε αισθανθεί ενοχλήσεις στο γόνατο και είχε βάλει μια λευκή αυτοκόλλητη ταινία προκειμένου να τις μειώσει. Απέναντι στη Ράγιο Βαγεκάνο πέτυχε τέσσερα γκολ και προσπέρασε τον Σαντιγιάνα, της Ρεάλ Μαδρίτης, στην εντυπωσιακή μονομαχία για τη θέση των πρώτων σκόρερ στο πρωτάθλημα. Ο Κέμπες δεν ξανάβγαλε, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, την ταινία από το γόνατό του.

 

Η αποχώρηση και οι τραυματισμοί

Η Ιστορία μπορεί να μη δικαίωσε τον Κέμπες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη θέση του στους ποδοσφαιρικούς ήρωες, αφού η αίσθηση της ατιμίας υπήρξε λυδία λίθος για εκείνον μυθιστορικά, πάντως ούτε του πεταμάτου ήταν ούτε κάποιος τολμά να μην τον χαρακτηρίσει σπουδαίο ποδοσφαιριστή. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα, αφού ο Μενότι το σκέφτηκε πολύ για να τον καλέσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Το ναυάγιο του 1974 αποδόθηκε στο ότι οι ποδοσφαιριστές που αποτελούσαν την εθνική ομάδα ήταν ετερόκλητοι, δηλαδή είχαν φτάσει από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις. Το ποδόσφαιρο που έπαιξαν χαρακτηριζόταν από έλλειψη χημείας και σχετική άγνοια για τους αντιπάλους. Ο αρειμάνιος καπνιστής Μενότι έθεσε το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων και με τον Κέμπες μπήκε σε πραγματικό δίλημμα, αφού από το 1974 ο μακρυμάλλης Αργεντινός είχε βρει το σπίτι του στη Βαλένθια. Παρ’ ότι φαινομενικά μπήκε μαχαίρι στις κλήσεις ποδοσφαιριστών που έπαιζαν στο εξωτερικό, ο Μενότι κάλεσε τον ποδοσφαιριστή που είχε ήδη βάλει 52 γκολ σε 68 παιχνίδια με τους «Τσε» στη Liga. Γι’ αυτό, κιόλας, μετά την τελική νίκη επί των Ολλανδών, ο 23χρονος ποδοσφαιριστής ευχαρίστησε τον προπονητή του για την κλήση.

Με τον Μενότι, άλλωστε, ο Κέμπες πήγε και στο τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο της καριέρας του, το 1982 στην Ισπανία. Για συμπαίκτη είχε τον Ντιέγκο Μαραντόνα, που η αποπομπή του το 1978 είχε ξεσηκώσει θύελλα στην Αργεντινή. Ο «Πελούσα» τού είχε κάνει, μάλιστα, το τραπέζι το 1981, όταν ο Κέμπες επέστρεψε για ένα χρόνο στην Αργεντινή για να παίξει με τη Ρίβερ, πριν επιστρέψει στη Βαλένθια για μία επιπλέον διετία. Ήταν η τελευταία διοργάνωσή του εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο και η ήττα από τη Βραζιλία, 3-1, παιχνίδι το οποίο έγινε στη Βαρκελώνη, η τελευταία συμμετοχή του με την Εθνική. Μάλιστα, έγινε αλλαγή στο ημίχρονο. Την «αλμπισελέστε» αποχαιρέτησε με 20 γκολ σε 43 ματς, αφού επλήγη από τους τραυματισμούς και, αν και μόλις 31, δεν μπόρεσε να πάει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986.

Η Βαλένθια είναι ακόμη ευγνωμονούσα για τη θητεία του Κέμπες, ο οποίος είχε σηκώσει μπαϊράκι το 1976, προκειμένου να φύγει από τη Ροζάριο Σεντράλ. Στο Ροζάριο τον εκτιμούσαν ιδιαιτέρως, άλλωστε τα 160.000 δολάρια που είχαν δώσει στην Κόρδοβα για να τον αποκτήσουν κατέστησαν την άφιξή του ως την πιο ακριβή στην Ιστορία του αργεντινού ποδοσφαίρου. Ο Κέμπες είχε εξομολογηθεί ότι αν δεν τον άφηναν να φύγει, θα σταματούσε το ποδόσφαιρο. Για να του επιτρέψουν την… έξοδο, ψήφισαν τα 1.199 μέλη του συλλόγου και τα 967, πιθανώς ταυτιζόμενα μαζί του, του έδωσαν το δικαίωμα να κάνει το μεγάλο ταξίδι.

 

Τα… φυσίγγια, το «γαϊδούρι» και η λατρεία

Στη Βαλένθια ο Κέμπες έφτασε κακόκεφος και μάλιστα στο πρώτο παιχνίδι του, ένα φιλικό με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, είχε τόσο κακή απόδοση που οι οπαδοί των «Τσε» τον αποδοκίμαζαν αποκαλώντας τον γαϊδούρι. Ήταν ο τεχνικός διευθυντής της ισπανικής ομάδας, Μπερναρντίνο Πέρεθ, που με τα στατιστικά από τα ισπανικά περιοδικά διαπίστωνε ότι το όνομά του ήταν συνεχώς ανάμεσα σε εκείνα των σκόρερ, άλλωστε με τη φανέλα της Ροζάριο πέτυχε 85 γκολ σε 107 παιχνίδια. Ο παράγοντας της ομάδας μιας περιοχής που βρέχεται από τη Μεσόγειο έφτασε στο Ροζάριο για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ποιος ήταν ο ποδοσφαιριστής που είχε «στοιχειώσει» τη στατιστική των ισπανικών περιοδικών. Ασφαλώς, όταν τον είδε να επελαύνει ξετρελάθηκε. Ο δημοσιογράφος Χοσέ Μαρία Μουνιός τον είχε αποκαλέσει «Ματαδόρ», ήτοι «αρχιταυρομάχο», έπειτα από ένα γκολ του με τη Ροζάριο κόντρα στην Μπόκα Τζούνιορς, αλλά το στήσιμό του και η αέρινη προσέγγιση του παιχνιδιού, μια πρωτοτυπία για φορ, παρέπεμπαν περισσότερο σε καβαλάρη, τόσο επιβλητικός ήταν.

Ο Πέρεθ φοβήθηκε την έκθεσή του, καθώς εκτός των άλλων έχασε και πέναλτι στο φιλικό Trofeo Naranja. Η Βαλένθια είχε δώσει 600.000 δολάρια για την απόκτησή του, χρήματα ουδόλως αμελητέα. Ο πρόεδρος Ράμος Κόστα έτρεμε από τα νεύρα του. Αλλά ο Κέμπες είχε τους λόγους του που είχε κακή απόδοση. Δεν ήταν μόνο ένα… κλιματικό τζετ λαγκ, η μετάβαση από το κρύο στη ζέστη, αλλά και η ταλαιπωρία του ταξιδιού, αλλά και ότι μέσα του «κυοφορούσε» φυσίγγια! Η αιτία για αυτό το αναπάντεχο εύρημα ήταν ένα ορτύκι, το οποίο έφαγε ο Αργεντινός σε ένα εστιατόριο της Καστίγια λα Μάντσα, δηλαδή λίγο μετά την άφιξή του στη Μαδρίτη και στο δρόμο προς τη Βαλένθια.

Σύντομα, οι κραυγές αποδοκιμασίας μετατράπηκαν σε συνθήματα λατρείας. «Μη λες γκολ, λέγε Κέμπες», φώναζαν οι οπαδοί της Βαλένθια, οι οποίοι ακόμα και τώρα τον θεωρούν τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή στην Ιστορία της ομάδας. Την πρώτη χρονιά του έβαλε 24 γκολ στο πρωτάθλημα και τη δεύτερη έφτασε τα 28. Ο μύθος του, όμως, εδραιώθηκε από τις μεγάλες στιγμές: επί παραδείγματι τα δύο τέρματα που σημείωσε στο 2-0 επί της Ρεάλ Μαδρίτης, στον τελικό του Copa del Rey στις 30 Ιουνίου του 1979, μέσα στο «Βιθέντε Καλντερόν». Ή η αυταπάρνησή του στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1980, μία διοργάνωση στην οποία πέτυχε 8 γκολ σε 9 ματς, όταν αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στο δεξιό γόνατο, αλλά έκανε το χατίρι του συμπατριώτη του προπονητή, Αλφρέδο ντι Στέφανο, να παίξει στο ματς απλώς και μόνο για να απασχολεί τους αμυντικούς της Άρσεναλ. Μετά τη λήξη και της παράτασης στο ματς της 14ης Μαΐου του 1980 στις Βρυξέλλες, ο Κέμπες έχασε το πέναλτι, αλλά η Βαλένθια επικράτησε εν τέλει 5-4 και κατέκτησε τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο της.

Με τους «Τσε» ο Κέμπες κατέκτησε και το ευρωπαϊκό Super Cup, το 1980, στους δύο τελικούς με τη Νότιγχαμ Φόρεστ (1-2, 1-0). Το 1984 έφυγε, ύστερα από 217 ματς και 132 γκολ. Πήγε στη Χέρκουλες, με την οποία έπαιξε ακόμα δύο χρονιές στη Liga. Έπειτα μετακόμισε στην Αυστρία, όπου από το 1986 έως το 1992 έπαιξε στις Πρώτη Βιέννη, Σεντ Πόλτεν και Κρέμσερ. Έπαιξε στην Ινδονησία με την Πελίτα Τζάγια, στη Χιλή με τη Φερνάντεζ Βιάλ και τελείωσε την καριέρα του μετά τα 40, ως παίκτης-προπονητής της αλβανικής Λούσνια. Κόουτσαρε ως το 2002 και έπειτα έγινε σχολιαστής για το ESPN. Το 1999, η IFFHS, δηλαδή η Ομοσπονδία της Ποδοσφαιρικής Ιστορίας και Στατιστικής, τον κατέταξε στην έκτη θέση με τους κορυφαίους Αργεντινούς του 20ού αιώνα. Το 2011 το Ολυμπιακό Στάδιο της Κόρδοβα πήρε το όνομά του και το 2013 έγινε επίτιμος πρεσβευτής της Βαλένθια σε όλον τον κόσμο.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News