Σαν σήμερα: Ρενέ Ορλάντο Χούσεμαν, ωδή σε έναν τρελό αλκοολικό μεγάλο ποδοσφαιριστή

Ρενέ Ορλάντο Χούσεμαν: Ωδή σε έναν τρελό αλκοολικό | Αφιέρωμα | Ήρωες του αθλητισμού | Παγκόσμιο Κύπελλο | Ποδόσφαιρο

Ένα χαρισματικό αλητάκι, ένας ποδοσφαιριστής με θεϊκό αριστερό πόδι, ένας ιερόσυλος μηδενιστής, ο Ρενέ Ορλάντο Χούσεμαν, γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου 1953, στην περιοχή Μπάντα, της επαρχίας Σαντιάγο ντελ Εστέρο.

«Ήταν ένα κράμα Ντιέγκο Μαραντόνα και Γκαρίντσα». Ο Σέζαρ Λουίς Μενότι, ένας από τους σπουδαίους του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ζει ακόμη. Είναι 83 χρόνων και οι φωτογραφίες του με το τσιγάρο στο στόμα, περικυκλωμένο από τον αντίχειρα και το δείκτη, ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Η δήλωση του προπονητή της εθνικής Αργεντινής που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, ακούστηκε ξανά στις 22 Μαρτίου του 2018, όταν η χώρα βρέθηκε σε κατάσταση πένθους, αφού ένας από τους σπουδαίους αρτίστες της, από τους πιο ωραίους ποδοσφαιριστές που φόρεσαν τη φανέλα των Ντεφενσόρες Μπελγκράνο, της Ουρακάν, της Ρίβερ Πλέιτ, της Ιντεπεντιέντε, της χιλιανής Κόλο Κόλο, της νοτιοαφρικανής ΑμαΖουλού, και της εθνικής ομάδας, αλλά και των Εξκουρσιονίστας του Μπελγράνο για τρία παιχνίδια το 1985, όταν και σταμάτησε το ποδόσφαιρο, ο Ρενέ Ορλάντο Χούσεμαν, πέθανε ύστερα από μάχη απέναντι στον καρκίνο του πνεύμονα. Ήταν μόλις 64, κακομεγαλωμένος από τις καταχρήσεις, με τις φήμες που τον ήθελαν να ζητιανεύει στους δρόμους του Μπουένος Άιρες στις αρχές της δεκαετίας του ’90 να μην αποδεικνύονται ακριβώς αληθείς, όχι ότι η αίσθηση που υπήρχε γύρευε αποδείξεις προκειμένου να συνεχίσει να απλώνεται.

Ο Ρενέ Χούσεμαν ήταν 1,65μ. και αριστεροπόδαρος. Θεωρείτο ο επίγονος του σπουδαίου, λελογισμένου και κορυφαίου ποδοσφαιριστή στην Ιστορία της Ράσινγκ Κλουμπ, Ορέστε «Ομάρ» Κορμπάτα, που ήταν το ίδιο ύψος, επίσης εξτρέμ, αλλά δεξιοπόδαρος. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, από τη μεριά του, ήταν 1,66μ. και το δεξί το χρησιμοποιούσε μόνο για να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του τρόλεϊ. Ο Χούσεμαν βρέθηκε ανάμεσα και, βέβαια, δεν το μετάνιωσε. Ήταν ένας ποδοσφαιριστής που ό,τι έκανε, το κατάφερε μόνος του. Όχι πως τον ένοιαζε να καταφέρει κάτι. Αυτό που πραγματικά τον ενδιέφερε, ήταν να παίζει ποδόσφαιρο, να καπνίζει και να πίνει. Έπινε σε πολύ βαρύ σημείο, κάτι που τον κατέστησε αλκοολικό. Ο ίδιος δεν το παραδέχθηκε παρά το 1993 και είχαν περάσει πάνω από 20 χρόνια. Ο Χούσεμαν έχει ομολογήσει ότι έπιασε το ποτό όταν ήταν 19 χρόνων, δηλαδή το 1971, και δεν το άφησε από τότε. Έπινε κάθε μέρα και, έπειτα από το πρώτο αναγνωριστικό διάστημα, όλη μέρα. Μία ιστορία που έλεγε ο ίδιος ήταν ότι την επομένη των γενεθλίων του γιου του, Ντιέγο, η ομάδα του, Ουρακάν, έπαιζε παιχνίδι με τη Ρίβερ Πλέιτ. Ο Χούσεμαν εμφανίστηκε στο γήπεδο μεθυσμένος και σκόραρε 20 λεπτά πριν τη λήξη, αλλά «δεν θυμάμαι τίποτα». Ο συμπαίκτης του στα «μπαλόνια», Οσβάλντο Αρντίλες, δεν επιβεβαίωσε την ιστορία. Είπε ότι «αν έπαιζε μεθυσμένος, θα τον είχα καταλάβει» και ουσιαστικά τον διέψευσε.

Ο Χούσεμαν δεν έκοψε το αλκοόλ χωρίς πρώτα να απειληθεί η ζωή του. Μάλιστα, μάρτυρας στο δράμα του ήταν η κόρη του, η Χέσικα, η οποία τον κουβαλούσε. Ο Ρενέ τής έφυγε και έπεσε φαρδύπλατος στο δρόμο, ενώ παρ’ ολίγον να βρει τραγικό θάνατο από ένα λεωφορείο, το οποίο τον απέφυγε την τελευταία στιγμή. Εκείνο το γεγονός έφερε την αποδοχή και από τότε δεν δοκίμασε ξανά αλκοόλ, αν και δεν έκοψε το τσιγάρο.

 

Ένα γουρούνι από το Μπάχο Μπελγράνο

Ούτως ή άλλως, είχε πάρει το δρόμο του πατέρα του. Ο Ρενέ Χούσεμαν σίνιορ ήταν επίσης αλκοολικός και ο γιος του τον θυμόταν να πάσχει από άνοια. Η απώλειά του δεν υπήρξε διδακτική, αφού υπήρχε μάλλον μια κληρονομικότητα στην κατάθλιψη. Αυτό φάνηκε από τα πρώτα χρόνια του στο ποδόσφαιρο, στο Μπάχο Μπελγράνο, όπου τον αποκαλούσαν «γουρούνι». «Έπαιζα όλη μέρα, γυρνούσα το βράδυ στο σπίτι και έπεφτα για ύπνο χωρίς να πλυθώ. Ήμουν βρόμικος, πολύ βρόμικος, αλλά δεν με ένοιαζε».

Το θέμα του πλυσίματος θα λυνόταν, αφού στο πρόσωπό του, η Ουρακάν βρήκε έναν πεφωτισμένο ποδοσφαιριστή. Ο Χούσεμαν αποκαλύφθηκε παίζοντας στην Ντεφενσόρες Μπελγράνο, την οποία βοήθησε να ανέβει από την τρίτη στη δεύτερη εθνική κατηγορία της Αργεντινής το 1972. Η διοίκηση της ομάδας είχε εμπιστευθεί για τον πάγκο της τον μόλις 33 ετών Σέζαρ Λουίς Μενότι, ο οποίος στον 20χρονο βραχύσωμο αριστεροπόδαρο είχε «δει» το όπλο που θα έκανε την ομάδα από το Μπουένος Άιρες την πιο θεαματική στην Αργεντινή. Ρέκτης του ρομαντικού ποδοσφαίρου (ο ρομαντισμός και η ουτοπία στην αγγλική θεωρούνται συνώνυμα), ο Μενότι παρέταξε μια ομάδα που θα έπαιζε ποδόσφαιρο απλό και επιθετικό. Υπό μία έννοια, οιστρηλατείτο από την Εστουδιάντες του θρυλικού Οσβάλντο Ζουμπελντία, η οποία έγινε η πρώτη που έσπασε το «πεντάπολο» των ισχυρών στην Αργεντινή κατακτώντας το πρωτάθλημα του 1967, τα Copa Libertadores από το 1968 έως το 1970 και το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1968, απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

Το πρώτο γκολ του Χούσεμαν, που ταυτίστηκε με τη φανέλα με το νούμερο 7, ήταν ενδεικτικό: μια διαγώνια μπαλιά του Κάρλος Μπάμπινγκτον, κοντρόλ με το στήθος και αριστερό βολέ. Το ποδόσφαιρο της αλεγρίας είχε γκολ, πολλά γκολ: η Ουρακάν πέτυχε 46 στα πρώτα 16 παιχνίδια της, δηλαδή στον πρώτο γύρο του Μετροπολιτάνο. Στο τέλος το κατέκτησε με 46 βαθμούς, τέσσερις πάνω από την Μπόκα Τζούνιορς (με σύστημα βαθμολόγησης 2-1-0) και 62 γκολ σε 32 ματς. Ήταν ένας ανεπανάληπτος θρίαμβος και ο Χούσεμαν, παρά την παρουσία των Μπάμπινγκτον, Μιγκέλ Άνχελ Μπρίντιζι, Ομάρ Λαρόσα και Ρόκε Αβαλάι, ήταν ο μεγάλος ζογκλέρ. Με τις κάλτσες κατεβασμένες, ώστε να δείχνει προκλητικά το καλάμι στον αμυντικό προκειμένου να το σημαδεύει, τσιμπούσε την μπάλα ακριβώς τη στιγμή της κλωτσιάς και, σαν γνήσιο χαμίνι, έπεφτε σαν κεραυνόπληκτος στην υποψία επαφής από τον αμυντικό. Επιπλέον, δεν κρυβόταν από καβγάδες. «Αν ήθελε κάποιος να με σκοτώσει, θα με έβρισκε, εκεί ήμουν», είχε δηλώσει. Ήταν εκθαμβωτικός, συμβόλιζε το ποδόσφαιρο της νουέστρα, της χαράς και της ανεμελιάς, που η Ουρακάν μπόρεσε να παίξει εκείνη τη χρονιά, τόσο που ο σκιτσογράφος και συγγραφέας Ρομπέρτο Φονταναρόσα έγραψε την «Ωδή σε έναν τρελό», αφιερωμένη στον «Λόκο» Χούσεμαν.

Βέβαια, δεν ήταν φαν της προπόνησης. Ο Αρντίλες, που φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα ένα χρόνο μετά, περιέγραφε πως «όταν ήταν να τρέξουμε, πονούσε πάντα. Όταν, όμως, υπήρχαν ασκήσεις με την μπάλα, γινόταν, ω του θαύματος, καλά και ήταν ο κορυφαίος στην προπόνηση. Δεν έπαιρνε στα σοβαρά τίποτα: ούτε το ποδόσφαιρο ούτε τους συμπαίκτες του ούτε τον εαυτό του. Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδιζε να είναι ο καλύτερος σε κάθε παιχνίδι».

 

Η… Αστυνομία και η αληθινή προπόνηση

Ο Χούσεμαν, εν πάση περιπτώσει, είχε δυσκολία να αποδεχθεί τις απαιτήσεις που υπήρχαν από εκείνον. Στην Ουρακάν δοκίμασαν να του νοικιάσουν ένα σπίτι δίπλα στο στάδιο της ομάδας και να τον ξεβολέψουν από τις βόλτες στη γειτονιά του, που όλοι ήξεραν πού κατέληγαν. Όταν βγήκε από το διαμέρισμα, διαπίστωσε ότι τον παρακολουθούσαν δύο μεγαλόσωμοι τύποι, οι οποίοι «έμοιαζαν με τη Μητροπολιτική Αστυνομία». Ο 20χρονος ποδοσφαιριστής το έσκασε έπειτα από 15 μέρες και δεν επέστρεψε ξανά.

Η άρνησή του να γίνει επαγγελματίας δεν ερχόταν χωρίς την αποδοχή της έλλειψης των προνομίων του. Δεν τον ένοιαζαν τα λεφτά και η δόξα, γι’ αυτό και το 1974, όταν και ήρθαν προτάσεις από τη Βραζιλία και την Ευρώπη, δεν ήθελε «να αφήσω το Μπουένος Άιρες, που είναι η πιο όμορφη πόλη στον κόσμο». Στην πραγματικότητα, πιθανότατα σκεφτόταν ότι δεν θα τον άφηναν να πίνει και να καπνίζει. Το δεύτερο το έκανε -ήταν και η εποχή τέτοια- πριν τα παιχνίδια, στα αποδυτήρια κατά τη διάρκεια του ημιχρόνου και αμέσως μετά, μπροστά στον Μενότι. Ο Χούσεμαν κάπνιζε «Χιτάνε», τα οποία περιέγραψε ως «τα πιο δολοφονικά τσιγάρα που υπήρξαν ποτέ». Και συνέχισε: «Χωρίς φίλτρο, ήταν σαν μαριχουάνα και σε ανέβαζαν. Εγώ και νορμάλ δεν ήμουν στα πολύ καλά μου, οπότε φαντάσου…»

Πάντως, ο υπέροχος Ρενέ Χούσεμαν έπαιξε σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα. Στο πρώτο, στη Γερμανία, ήταν η ευχάριστη έκπληξη: πέτυχε τρία γκολ, ένα εκ των οποίων με αριστερό βολέ από πάσα του Μπάμπινγκτον, στο 1-1 με την Ιταλία στον πρώτο όμιλο, ένα στο νικηφόρο 4-1 επί της Αϊτής, που εξασφάλισε την πρόκριση της Αργεντινής στο δεύτερο γύρο, και ένα στο αδιάφορο 1-1 επί της Ανατολικής Γερμανίας, αφού η «αλμπισελέστε» είχε ηττηθεί 4-0 από την Ολλανδία και 2-1 από τη Βραζιλία και ήταν ήδη αποκλεισμένη. Ο Βλαδισλάο Καπ αντικαταστάθηκε από τον Μενότι και, τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Χούσεμαν ήταν στην ομάδα που πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής.

Η προετοιμασία δεν ήταν απλώς σκληρή, αλλά αποτρόπαιη για τον αριστεροπόδαρο αρτίστα. Η «αλμπισελέστε» απομονώθηκε για τρεις μήνες, στους οποίους ο «λόκο» δεν μπορούσε να πιει αλκοόλ, κι αν έκανε κάνα τσιγάρο, ήταν στα πολύ κρυφά. Ο Χούσεμαν δεν ήταν ευχαριστημένος με την απόδοσή του, παρ’ ότι η ομάδα του κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο ίδιος είχε έτοιμος το λόγο και βέβαια ήταν ο εξής: «Κάηκα από την πολλή προπόνηση. Αν δεν απαιτούσαν τόσο πολλά από μένα, θα ήμουν ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας. Στο τέλος είχα ανάγκη να ζητήσω συγγνώμη από τους φιλάθλους για την παρουσία μου». Έπαιξε 67 λεπτά στο 2-1 επί της Ουγγαρίας στην πρεμιέρα, έβγαλε όλο το παιχνίδι με τη Γαλλία, στο οποίο η Αργεντινή νίκησε με το ίδιο σκορ, ενώ μπήκε αλλαγή στο 72’ του ματς με την Ιταλία, όπου οι Αργεντινοί έχασαν. Στο δεύτερο γύρο έβγαλε 83 λεπτά στο 2-0 επί της Πολωνίας, αλλά ο Μενότι δεν τον χρησιμοποίησε στο 0-0 με τη Βραζιλία. Όμως, στο παιχνίδι με το Περού μπήκε αλλαγή στο 64’, ενώ η Αργεντινή είχε σκορ πρόκρισης, 4-0, και σκόραρε το πέμπτο γκολ της ομάδας του στο 67’, πριν ο Λεοπόλδο Λούκε «γράψει» το 6-0 στο 72’. Στο 3-1 με τους Ολλανδούς, στον τελικό του «Μονουμεντάλ», ήταν εκείνος που αντικατέστησε τον Όσκαρ Ορτίς στο 74’.

Ο Οσβάλντο Αρντίλες είχε πει ότι «ο Χούσεμαν ήταν στο επίπεδο του Μαραντόνα, αλλά ποτέ δεν ήθελε περισσότερα. Αυτή ήταν η πνευματική διαφορά μεταξύ των δύο». Ο Ρενέ Ορλάντο έβλεπε πιθανότατα το ποδόσφαιρο σαν καταφύγιο για να ξεφεύγει από τη μελαγχολία, που είχε γίνει η δεύτερη φύση του. Τα λεφτά πραγματικά δεν τον ένοιαζαν: «Πέρασα πολύ ωραία στη ζωή μου και εκμεταλλεύτηκα όλα τα πλεονεκτήματα που είχαν. Σηκώνομαι αργά και κάνω ό,τι μου αρέσει περισσότερο από όλα: Τίποτα. Έχω τίποτα. Ποτέ δεν είχα κάτι. Πάντα σκεφτόμουν ότι τα λεφτά έρχονται και φεύγουν. Δεν μου έκανε καλό να τα ξοδεύω. Στο τέλος, ξέρεις τι θα έκανα αν είχα πολλά λεφτά. Θα έχτιζα ένα θαυμάσιο χωριο, για να μένω με τους ανθρώπους μου».

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News