Ομπντούλιο Βαρέλα: Ο πρώτος επαναστάτης

Ο Ομπντούλιο Βαρέλα πέθανε στις 2 Αυγούστου του 1996, αλλά η αιωνιότητα του ανήκε για τους άθλους του με την εθνική Ουρουγουάης και την αλληλεγγύη του στους αδικημένους ποδοσφαιριστές.

Από εκείνη τη βόλτα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, το βράδυ της 16ης Ιουλίου 1950, έχουν περάσει 46 χρόνια και 17 μέρες, όταν οι καμπάνες σε όλη την Ουρουγουάη ηχούν πένθιμα. Ο Ομπντούλιο Βαρέλα δεν μένει πια εδώ. Πιθανώς διαμαρτύρεται στον Θεό για τη φορολογία στον Παράδεισο.

Τα νέα διαδίδονται με την ταχύτητα που ο «Negro Jefe», ο «Μαύρος αρχηγός» διαμαρτύρεται στο διαιτητή μετά το γκολ του Φριάτσα, στο 47’ του τελικού με τη Βραζιλία στο «Μαρακάνα». Αλλά αυτή η ιστορία είναι γνωστή και χιλιοειπωμένη. Διάβολε, μόλις πριν 17 μέρες ο αναγνώστης μπόρεσε να αναβιώσει (ή, κατά το ακριβέστερο, να… αναφανταστεί) τις στιγμές στο Ρίο, που είχαν όλα τα συστατικά εκείνης της διάστασης του δράματος που η έντασή της φτάνει να αντικαταστήσει την ολότητά του: της τραγωδίας.

Ο Βαρέλα σίγουρα δεν ήταν μόνο αυτό. Η προσφορά του στο ποδόσφαιρο δεν αρκείτο στον αγωνιστικό χώρο και ο άθλος του «Μαρακάνα», όσο πελώριος κι αν υπήρξε, όσο τιτάνια κι αν ήταν η προσπάθεια που κατέβαλε, όσο πελώρια και αν ήταν η αδρεναλίνη που έκκρινε, είναι απλώς μόνο μια στιγμή στην ιστορία του σπουδαίου Ουρουγουανού, που η προσφορά του επεκτείνεται και στους δρόμους του Μοντεβιδέο, όπου έζησε και άφησε την τελευταία πνοή του.

Ο Ομπντούλιο Βαρέλα και ο αρχηγός της Βραζιλίας Ογκούστο ντα Κόστα πριν το «Maracanazo»

Το #againstmodernfootball, που τόσο αγαπιέται από τους πάσης λογής (ενδεχομένως και δήθεν) ρομαντικούς, ενσαρκώθηκε από το γεννημένο στις 20 Σεπτεμβρίου του 2017 ποδοσφαιριστή σε μια εποχή που το μοντέρνο, προφανώς, ήταν αυτό που συνέβαινε τότε. Ο Βαρέλα ταυτίστηκε με την Ουρουγουάη διότι ταυτίστηκε με μια μικρή χώρα και με την έννοιά της, την ατμόσφαιρα του νοήματός της που κάποιος ανταμώνει με την εργατική τάξη.

Το πριμ και ο χορηγός

Η Πενιαρόλ κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1945, αλλά όχι πριν οι παίκτες της καταλάβουν για ποιο λόγο ο Ομπντούλιο Βαρέλα ήταν ο αρχηγός της ομάδας. Θα έπρεπε να αμφιβάλει κάποιος αν δεν το γνώριζαν, παρ’ όλο που ο «Negro Jefe» είχε φτάσει στην ομάδα δύο χρόνια πριν. Οι σκληροί βοσκοί του Μοντεβιδέο δεν ήταν εύκολα αντιμετωπίσιμοι και παρ’ όλο που ο κόσμος άλλαζε, το κληροδότημά τους παρέμενε ατόφιο όσο υπήρχε κάποιος να το κουβαλά. Ο Βαρέλα δεν χρειαζόταν να κάνει την επισήμανση από πού προερχόταν, αφού όλοι καταλάβαιναν. Το κατανόησαν πλήρως όταν έφερε τον εαυτό του σε μια κατάσταση ρίσκου, προκειμένου οι συμπαίκτες του να εξυπηρετηθούν.

Ύστερα από ένα εντυπωσιακό 5-0 επί της Ρίβερ Πλέιτ του Μοντεβιδέο για την έκτη αγωνιστική και με την Πενιαρόλ να φτάνει τις πέντε νίκες, η διοίκηση της ομάδας αποφάσισε να δώσει μπόνους στους παίκτες. Θα έδινε σε όλους 250 πέσος, εκτός από τον Βαρέλα, που ήταν αρχηγός και θα έπαιρνε 500. Αυτό νόμιζαν, τουλάχιστον. Αλλά δεν τους τα είχαν πει καλά.

Λες και ήταν ήρωας βιβλίου του Τζον Στάινμπεκ, τους διεμήνυσε ότι δεν επρόκειτο να πάρει διαφορετικά χρήματα από τους συμπαίκτες του. Αν η διοίκηση θεωρούσε ότι τα 250 ήταν όσα άξιζαν όλοι, ας έδινε τόσα και στον ίδιο, αλλιώς ας πριμοδοτούσε άπαντες με 500. Οι παράγοντες της Πενιαρόλ ένιωσαν εκτεθειμένοι με το άδειασμα του Βαρέλα και ακολούθησαν τη δεύτερη οδό.

Αυτή δεν ήταν η μόνη αντίσταση. Το 1953 αρνήθηκε να φορέσει φανέλα που αναγραφόταν ο χορηγός με τον οποίο είχε συμφωνήσει ο σύλλογος. Η Πενιαρόλ δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον πείσει και, παρ’ ότι δεν μιλούσε πολύ, απάντησε για αυτήν την κίνησή του όταν ρωτήθηκε, σχεδόν αλληγορικά: «Στο παρελθόν, εμάς τους μαύρους μας τραβούσαν από ένα χαλκά που μας είχαν περασμένο στην μύτη. Οι καιροί αυτοί έχουν περάσει πλέον».

Ο Βαρέλα, μάλιστα, είχε ρίζες από την Ελλάδα, η ελληνική κοινότητα ούτως ή άλλως δεν είναι αμελητέα στην Ουρουγουάη, τώρα προσδιορίζεται στους 30.000. Ήταν ένα κράμα Αφρικανού, Ισπανού και Έλληνα και αυτό τον έχει καταστήσει το μοναδικό γνωστό ποδοσφαιριστή με ελληνικές ρίζες που έχει κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο.

Η απεργία των σταυρωμένων ποδιών

Η απέχθειά του για τη δημοσιότητα δεν άλλαζε με τη δημοφιλία του ποδοσφαίρου, που αναγκαστικά τον έφερνε στο επίκεντρο. Ο Βαρέλα δεν φωτογραφιζόταν, δεν είχε χρόνο. Στις φωτογραφίσεις της ομάδας που δεν συνέβαιναν στο γήπεδο, πριν την έναρξη κάποιου παιχνιδιού, δεν εμφανιζόταν. «Είμαι εδώ για να παίζω ποδόσφαιρο και όχι να κάνω το μοντέλο», έλεγε. Ενδεχομένως να ένιωθε εκτεθειμένος, πάντως η ενσυναίσθησή του υπήρξε παροιμιώδης.

Η απεργία των ποδοσφαιριστών στην Αργεντινή, για την αναγνώριση της Ένωσης Παικτών από την Ομοσπονδία και την οριοθέτηση ενός μίνιμουμ μισθού για όλους μεταφέρθηκε στην Ουρουγουάη. Τα αιτήματα του 1949 ήταν δίκαια, άλλωστε και οι «Ασβέστος», εκείνοι δηλαδή που μάζευαν αμίαντο (η έκθεση στον οποίο, πλέον, θεωρείται καρκινογόνος) από τα ορυχεία, είχαν ήδη κάνει εργατική απεργία. Τα συμβόλαια δεν έπρεπε να κρατούν σκλαβωμένους τους ποδοσφαιριστές και έπρεπε να τους παραχωρούν ορισμένα προνόμια.

Ο Βαρέλα ηγήθηκε της απεργίας και κυρίως δεν κρύφτηκε στις δύσκολες στιγμές της. Υπήρχαν δεκάδες παίκτες που ζούσαν από το ποδόσφαιρο, ενώ ο ίδιος έπιασε δουλειά σε οικοδομή για να βγάζει τα προς το ζην. Οι ιδιοκτήτες περίμεναν υπομονετικά οι ποδοσφαιριστές να ατονήσουν οργανικά και να θέσουν ζητήματα επιβίωσης προς τους εαυτούς τους -προκειμένου η κατάσταση να γίνει ακόμα χειρότερη. Ουδείς υποχωρούσε για εφτά μήνες και ο Βαρέλα ήταν πάντα εκεί. Ούτε τις συστάσεις της Πενιαρόλ υπολόγισε ούτε τη δική του βολή.

Ο Ζιλ Ριμέ δίνει με βαριά καρδιά στον Βαρέλα το τρόπαιο του πρωταθλητή κόσμου

Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο έχει ένα αριστουργηματικό κομμάτι στους «Καθρέφτες», το βιβλίο που υπάρχει και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πάπυρος: «Το γρασίδι ψήλωνε στα άδεια γήπεδα.

Οι απεργοί σε απεργία, και αμυνόμενοι επίσης: οι ποδοσφαιριστές της Ουρουγουάης, σκλάβοι των ομάδων τους, απλώς απαιτούσαν επιβεβαιώση και το δικαίωμα να υπάρχουν. Η υπόθεσή τους ήταν τόσο σκανδαλώδης, που οι άνθρωποι τους υποστήριζαν ακόμα και όταν ο χρόνος περνούσε και κάθε Κυριακή χωρίς ποδόσφαιρο γινόταν ένα αφόρητο χασμουρητό.

Οι ιδιοκτήτες δεν θα υποχωρούσαν και απλώς κάθονταν και περίμεναν από την πείνα να φέρει την παράδοση. Αλλά οι παίκτες στάθηκαν ενωμένοι, το πνεύμα τους πήρε ώθηση από το παράδειγμα ενός υπερήφανου άντρα λιγομίλητου, του Ομπντούλιο Βαρέλα, ενός μαύρου κάθε άλλο παρά αγράμματου ποδοσφαιριστή και οικοδόμου. Σήκωνε τους πεσμένους και παρότρυνε τους κουρασμένους.

Και έτσι, στο τέλος επτά μακρών μηνών, οι παίκτες της Ουρουγουάης νίκησαν την απεργία των σταυρωμένων ποδιών».

Ένα χρόνο μετά, ο Βαρέλα, που τίμησε την Ουρουγουάη με 45 συμμετοχές σε 15 χρόνια με την εθνική ομάδα, ήταν ο αρχηγός της Εθνικής που κατέκτησε το τρόπαιο «Ζιλ Ριμέ» μπροστά στα έκπληκτα μάτια του προέδρου της FIFA. Όταν δεν φοβάσαι την πείνα και αντιμετωπίζεις κατάματα τον εκβιασμό, σίγουρα δεν θα φοβηθείς ένα γεμάτο «Μαρακάνα» και έναν τελικό Παγκόσμιο Κυπέλλου. Έχεις περάσει μεταξύ σφύρα και άκμονος, έχεις ατσαλωθεί από τις περιστάσεις και δεν έχεις υποχωρήσει.

Ο Ομπντούλιο Βαρέλα, που σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1955, στα 37 του, ύστερα από ένα ματς της Νασιονάλ με την Αμέρικα, δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι και, γι’ αυτό, ουδείς μπόρεσε να καβαλήσει το σβέρκο του.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News