Συνέντευξη Χόρχε Μπάριος: «Έφαγα... τον αστράγαλο ενός Παναθηναϊκού, αλλά δεν θυμάμαι ποιος ήταν!»

Sportday.gr

Ο «Μουντιαλικός» Χόρχε Μπάριος ξεφυλλίζει από το μακρινό Μοντεβιδέο τις αναμνήσεις του από το ελληνικό ποδόσφαιρο! Ο Ολυμπιακός, ο Λεβαδειακός και η μέρα που ο παικταράς Σέστιτς τον έσωσε από την οργή των οπαδών στου Ρέντη!

«Κοίτα να δεις φίλε, εγώ στα χρόνια που έζησα στον Ολυμπιακό έμαθα ένα πράγμα: Ότι αυτή η ομάδα δεν τα παρατάει ποτέ»… 

Όταν το καλοκαίρι του 1985 ο Σταύρος Νταϊφάς έφερνε στον Πειραιά τον αρχηγό της εθνικής Ουρουγουάης προκαλώντας πάταγο με τη συγκεκριμένη μεταγραφή, ο σπουδαίος Χόρχε Μπάριος αγνοούσε παντελώς… τι εστί Ολυμπιακός!

Σήμερα, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, θαρρείς κι ότι στις φλέβες του ρέει… ερυθρόλευκο χρώμα! Τι κι αν βρίσκεται 11.559 χιλιόμετρα μακριά από τον Πειραιά, στο αγαπημένο του Μοντεβιδέο;

Η φανέλα με το οκτώ και τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο βρίσκεται πάντα ψηλά στο σπίτι του να του θυμίζει τα «ωραιότερα χρόνια της ζωής του», όπως επαναλαμβάνει. Και η φωνή ενός ξένου ποδοσφαιριστή που αγάπησε τον Ολυμπιακό, όσο λίγοι, ίσως έχει σήμερα μεγαλύτερη αξία από ποτέ!

Ο μεγάλος Χόρχε Μπάριος όχι μόνο κολλάει από τη μακρινή Ουρουγουάη το δικό του ξεχωριστό χαρτάκι στο άλμπουμ των αναμνήσεων του sportday.gr, όχι μόνο αφηγείται απίθανες ιστορίες από τα έξι χρόνια που έζησε στα γήπεδα της Α’ Εθνικής με τον Ολυμπιακό και το Λεβαδειακό, αλλά στέλνει ένα πολύ ξεχωριστό μήνυμα σε όλους τους «ερυθρόλευκους» φιλάθλους: «Ολυμπιακός δεν γίνεσαι για τα εύκολα, αλλά για τα δύσκολα! Και ο Ολυμπιακός δεν τα παρατάει ποτέ!»… 

Ο Χόρχε Μπάριος στέλνει στους φίλους του Ολυμπιακού μια πολύ ιδιαίτερη και ξεχωριστή selfie από το μακρινό Μοντεβιδέο!

Κύριε Μπάριος όταν ακούτε “Ελλάδα” φαντάζομαι ότι “ξυπνάνε” πολλές όμορφες αναμνήσεις για εσάς.

Πραγματικά έχω ζήσει τόσα πολλά όμορφα πράγματα στην Ελλάδα που για μένα είναι πλέον η δεύτερη πατρίδα μου. Άλλωστε δεν θα ξεχάσω ποτέ, όχι μόνο τα όμορφα χρόνια που πέρασα είτε ως παίκτης, είτε ως προπονητής, αλλά και το γεγονός ότι οι δύο γιοί μου γεννήθηκαν στην Ελλάδα.

«Όταν άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου το όνομα Ολυμπιακός, δεν γνώριζα απολύτως τίποτα για την ομάδα»

Εσείς ήρθατε στη χώρα μας, το 1985.

Τότε ήμουν παίκτης της Μοντεβιδέο Γουόντερερς και ήρθε ο πρόεδρος της ομάδας και μου είπε ότι με θέλει ένας σύλλογος από την Ελλάδα. Μάλιστα μου είπε και το όνομα “Ολυμπιακός” αλλά εγώ δεν ήξερα τότε τίποτα.

Πως μάθατε και είπατε τελικά το “ναι” στην πρόταση που σας έγινε;

Γνώριζα ότι ήταν σε ένα σύλλογο στην Ελλάδα ο Χούλιο Λοσάντα και μετά ο Μίλτον Βιέρα. Ήξερα και τους δύο, αλλά πήρα τηλέφωνο τον Βιέρα, ο οποίος μου είπε φυσικά τα καλύτερα για την ομάδα και τον κόσμο. Έτσι αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Πέρασα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, όχι μόνο εγώ, αλλά όλη μου η οικογένεια.

Τότε ο Σταύρος Νταϊφάς που ήταν πρόεδρος του Ολυμπιακού, έδειχνε μεγάλη αγάπη για τους Ουρουγουανούς παίκτες.

Ο Σταύρος Νταϊφάς ήταν πραγματικός “κύριος” απέναντί μου. Ότι μου έταξε και ότι ήθελα μου το έκανε. Πραγματικά με έκανε να νιώσω από την πρώτη στιγμή αγαπητός και ποτέ δεν ένιωσα ξένος στην ομάδα. Βέβαια είχε έρθει για να γίνει και η μεταγραφή, ο Μιχάλης Φωτίου, ο οποίος στη συνέχεια ήταν διαρκώς δίπλα μου. Τον θεωρώ δεύτερο πατέρα μου και με την αφορμή της συνέντευξής μας, θέλω να του στείλω την αγάπη μου. Δεν τον ξεχνάω ποτέ.

«Όταν είδα τον κόσμο του Ολυμπιακού “τρελάθηκα”. Ήταν παντού μαζί μας. Όπου παίζαμε είχαμε κόσμο. Είτε στην Αθήνα, είτε στην επαρχία, είτε στη Θεσσαλονίκη. Δεν το είχα ξαναζήσει αυτό το πράγμα!»

Πως ήταν οι πρώτες μέρες όταν ήρθατε;

Πήγα  κατευθείαν στην Ολλανδία που ήταν η προετοιμασία. Εκεί είχα την τύχη να με υποδεχτούν ο Τάκης Λεμονής και ο Αντώνης Κασδοβασίλης. Αλλά ήταν και τα άλλα παιδιά. Ο Πέτρος Ξανθόπουλος, ο Γιώργος Κοκολάκης, όλοι οι παίκτες με αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή. Ένιωσα ζεστασιά και παρά το γεγονός ότι δεν μιλούσα τη γλώσσα μπήκα κατευθείαν στο πνεύμα της ομάδας.

Ποιο πνεύμα;

Αυτό που θέλει τον Ολυμπιακό να μην τα παρατάει ποτέ, να προσπαθεί πάντα για τη νίκη και να παίζει καλό ποδόσφαιρο για να χαίρεται και ο κόσμος της ομάδας.

Πως θυμάστε την πρώτη σας επαφή με τον κόσμο;

Εγώ όπως σας είπα, έπαιζα στην Μοντεβιδέο Γουόντερερς που δεν είναι μεγάλη ομάδα στην Ουρουγουάη, όπως η Πενιαρόλ ή η Νασιονάλ. Όταν είδα τον κόσμο του Ολυμπιακού “τρελάθηκα”. Αλλά δεν ήταν μόνο εκεί. Ήταν παντού μαζί μας. Όπου παίζαμε είχαμε κόσμο. Είτε στην Αθήνα, είτε στην επαρχία, είτε στη Θεσσαλονίκη. Δεν το είχα ξαναζήσει αυτό το πράγμα.

Πάμε να θυμηθούμε όμως και αγωνιστικά πράγματα.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα ντέρμπι. Με τον Παναθηναϊκό αρχικά, αλλά μετά και με την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ. Πω πω τι πράγμα ήταν αυτό με τον Παναθηναϊκό; Μέρες πριν γίνει το ματς το ένιωθες στην ατμόσφαιρα ότι ήταν κάτι το μεγάλο. Ήξερες ότι έπρεπε να δώσεις ότι είχες και δεν είχες για τη νίκη.

Ο Χόρχε Μπάριος με τον Τάσο Μητρόπουλο και τον Νίκο Αναστόπουλο το καλοκαίρι του 1985, όταν αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό.

«Όποτε έπαιρνε ο Σέστιτς την μπάλα στα πόδια του καθόμουν και τον χάζευα! Τι παικταράς ήταν αυτός;»

Τι θυμάστε περισσότερο από ένα τέτοιο ματς;

Θυμάμαι σε ένα ντέρμπι που νομίζω ότι είχα δει κόκκινη κάρτα. Στον Παναθηναϊκό έπαιζε ο Ζάετς και ο Ρότσα, που είναι Αργεντίνος και ξέρετε, εμείς οι Ουρουγουανοί…

Τότε λοιπόν “έφαγα” κάποιου τον αστράγαλο, αλλά δεν θυμάμαι αν ήταν ο Ζάετς ή ο Ρότσα και πήρα την κόκκινη κάρτα. Ήταν όμως μεγάλα παιχνίδια.  Αυτοί είχαν Ζάετς, Ρότσα, Σαραβάκο και εμείς Μητρόπουλο, Αναστόπουλο, αλλά κυρίως είχαμε Σέστιτς. Τι παικταράς ήταν αυτός; Καθόμουν και τον έβλεπα με την μπάλα στα πόδια και πραγματικά τον “χάζευα”. Εγώ δεν ήμουν τόσο καλός παίκτης, αλλά ο κόσμος έβλεπε ότι ίδρωνα τη φανέλα και με αγαπούσε γι αυτό. Όπως φυσικά τους αγάπησα κι εγώ.

Το λέτε αυτό επειδή οι Ουρουγουανοί “φημίζεστε” για το δυνατό παιχνίδι σας;

Κοίτα στο ποδόσφαιρο πρέπει να έχεις τρία πράγματα. Δύναμη, ταχύτητα και @ρχ….ια. Αν δεν τα έχεις δεν μπορείς να παίξεις. Εμείς μαθαίνουμε στην Ουρουγουάη να έχουμε και τα τρία αυτά για να μπορέσουμε να παίξουμε ποδόσφαιρο. Μερικές φορές μπορεί να είμαστε περισσότερο δυνατοί απ’ όσο πρέπει, αλλά μην ξεχνάς ότι έχουμε βγάλει παικταράδες. Φρατζέσκολι, Καβάνι, Σουάρες, Φορλάν, Ρεκόμπα και τόσους άλλους.

Μιας και μιλήσατε για τον Σέστιτς, πείτε μας γι αυτόν.

Ήταν εκπληκτικός με τη μπάλα στα πόδια. Μου θύμιζε τον Αλσαμέντι που είχαμε στην Ουρουγουάη. Έπαιρνε την μπάλα και μπορεί να πήγαινε με 80 χιλιόμετρα στο σπριντ, αλλά δεν την έχανε με τίποτα. Ήταν φίλος μου και πολλές φορές πηγαίναμε μαζί για προπόνηση. Μια μάλιστα με “έσωσε” κιόλας.

Τι εννοείτε;

Ήταν μετά τον τελικό με τον Παναθηναϊκό που χάσαμε 4-0 αλλά εγώ δεν είχα παίξει. Την επόμενη μέρα πήγαμε για προπόνηση στο Ρέντη και είδαμε τον κόσμο μαζεμένο. Δεν καταλάβαμε γιατί, αλλά όταν ήρθαν προς το αυτοκίνητο, τότε άρχισαν να φωνάζουν και το αμάξι για δέκα λεπτά ήταν στον… αέρα. Μόλις ο κόσμος όμως είδε τον Σέστιτς να είναι οδηγός κι εμένα στο δίπλα κάθισμα, ηρέμησαν κάπως. Γιατί τον Μίλος τον αγαπούσε ο κόσμος, ενώ κι εγώ ακόμα δεν είχα καταλάβει καλά καλά τι έγινε. Αν ήμουν με άλλον παίκτη, ίσως να μην ήταν έτσι τα πράγματα (γέλια).

«Στο ποδόσφαιρο πρέπει να έχεις τρία πράγματα. Δύναμη, ταχύτητα και @ρχ….ια. Αν δεν τα έχεις δεν μπορείς να παίξεις. Εμείς μαθαίνουμε στην Ουρουγουάη να έχουμε και τα τρία κι ας μας λένε σκληρούς!»

Από άλλα ματς τι θυμάστε;

Θυμάμαι το παιχνίδι με τον Άγιαξ για το κύπελλο Κυπελλούχων. Είχαμε χάσει στην Ολλανδία με 4-0 και παίξαμε τη ρεβάνς στο ΟΑΚΑ. Τότε εγώ με τακουνάκι είχα βγάλει… μισή ασίστ στον Αναστόπουλο, ο Νίκος μαρκαρίστηκε, αλλά ο Καπουράνης πήρε το ριμπάουντ και πέτυχε το γκολ. Μου έχει μείνει πάντως απωθημένο που δεν μπόρεσα να παίξω στο Καραϊσκάκη. Ήθελα τόσο πολύ και το βλέπω τώρα πως είναι το νέο και πραγματικά θα ήθελα να παίξω.

Το λέτε φαντάζομαι για τον κόσμο.

Φυσικά. Αυτός ο κόσμος που μας ακολουθούσε παντού. Όπου κι αν παίζαμε ήταν δίπλα μας. Μας έδινε τόση δύναμη.

«Στο Ηράκλειο με τον ΟΦΗ μας πέταγαν λεμόνια!»

Τα γήπεδα στην Ελλάδα πως ήταν; Το ρωτάω γιατί εσείς ως λατινοαμερικάνος ξέρατε από “καυτή” ατμόσφαιρα.

Ήξερα ναι, αλλά είδα και κάποια πράγματα που δεν τα είχα ξαναδεί. Στο Ηράκλειο με τον ΟΦΗ μας πέταγαν λεμόνια ή στην Τούμπα με τον ΠΑΟΚ. Τέτοιο φανατισμό δεν είχα ξαναδεί. Όμως σας είπα, εμείς δεν φοβόμασταν και δεν είχαμε πρόβλημα να παίξουμε σε οποιαδήποτε έδρα.

Πανηγυρίσατε και το πρωτάθλημα το 1987.

Πραγματικά ήταν ότι καλύτερο μου έχει συμβεί. Πήραμε το πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό και ο κόσμος μας αποθέωσε. Σας ξαναλέω είχαμε ομαδάρα και δεν μπορούσε κανείς να μας κερδίσει.

Μετά όμως από το πρωτάθλημα φύγατε για τον Λεβαδειακό.

Τότε ο Λεβαδειακός ήθελε να φτιάξει καλή ομάδα και πήγα κι εγώ εκεί. Μαζί ήμουν με τον Λεμονή, τον Κασδοβασίλη, τον Αρβανίτη, τον Αρμόδωρο. Μάλιστα μέναμε όλοι μαζί με τις οικογένειές μας σε μια πολυκατοικία και ουσιαστικά ήμασταν όλη μέρα μαζί. Μου λείπουν οι φίλοι μου. Όλους τους θυμάμαι, αλλά θυμάμαι και τα μέρη που έζησα με την οικογένειά μου.

Διάβασα σε παλαιότερη συνέντευξη ότι πηγαίνατε στο μαγαζί του Λοσάντα για να τον βοηθάτε.

Πήγαινα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα που είχε πολύ δουλειά. Καθόμουν στο ταμείο και τον βοηθούσα. Ο Χούλιο και η οικογένειά του, όπως και αυτή του Μιχάλη Φωτίου είναι και δική μου οικογένεια. Πραγματικά είναι σαν αδέλφια μου.

«Η ΦΙΦΑ δεν ήθελε στα Μουντιάλ την Ουρουγουάη»

Εσείς έχετε παίξει και στην Εθνική Ουρουγουάης και μάλιστα στο Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μεξικό ως αρχηγός.

Ναι μεγάλη εμπειρία. Αλλά τότε δεν μας ήθελαν να προχωρήσουμε γιατί είχαμε καλή ομάδα. Όμως η ΦΙΦΑ δεν μας ήθελε.

Γιατί το λέτε αυτό;

Εμείς τότε, πριν το Μουντιάλ είχαμε παίξει ένα φιλικό με το Μεξικό και είχε πέσει πολύ ξύλο. Από τότε δεν μας ήθελε η ΦΙΦΑ γιατί είχαμε τη φήμη της σκληρής ομάδας. Να σου θυμίσω και την ιστορία με την πιο γρήγορη αποβολή σε Μουντιάλ. Στο παιχνίδι με τη Σκωτία, πριν ακόμα το δεύτερο λεπτό, ο Γάλλος διαιτητής έδειξε την κόκκινη κάρτα στον Μπατίστα. Αυτό μας έδειξε σε όλους ότι δεν μας ήθελαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Πως γίνεται να βγάζεις τέτοια κόκκινη για όχι και τόσο σκληρό μαρκάρισμα; Εγώ ήμουν αρχηγός και πήγα στον διαιτητή για να διαμαρτυρηθώ.

Τι σας λείπει περισσότερο από την Ελλάδα τώρα που είστε στο Μοντεβιδέο;

Το τάβλι και το φραπέ (γέλια). Βλέπεις εδώ στην Ουρουγουάη δεν τα έχουμε αυτά.

Με τι ασχολείστε τώρα;

Τώρα έχω την δική μου Ακαδημία ποδοσφαίρου και μαθαίνω στα νέα παιδιά μπάλα, αλλά έχω και τις επιχειρήσεις μου και την εταιρεία μου με αυτοκίνητα. Θέλω να έρθω κάποια στιγμή πάλι στην Ελλάδα για να πάω στο Παλαιό Φάληρο που έμενα, αλλά και στη Λιβαδειά. Φυσικά θέλω να ξαναδώ τους φίλους μου και να θυμηθώ ξανά τα δέκα υπέροχα χρόνια που πέρασα στην Ελλάδα με την οικογένειά μου.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News