LONGFORM: Ο Φαν Χάαλ είναι ασταμάτητος

Ο Ολλανδός με το πρόσωπο που παραπέμπει στον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς παραμένει απαράλλακτος στα 70 του.

Ο προπονητής είναι ένα επάγγελμα που η ήττα είναι πιο συχνή από τη νίκη. Αυτό δεν αφορά τόσο το αποτέλεσμα στο παιχνίδι αυτό καθαυτό όσον την επισφάλεια που ένας κόουτς αντιμετωπίζει ακόμα και από τη στιγμή που υπογράφει τη νέα συμφωνία του. Υπάρχουν, βεβαίως, εκείνοι οι εκλεκτοί προπονητές που, υπό την αιγίδα των μεγάλων αποζημιώσεων τις οποίες διεκδικούν πριν καν συμφωνήσουν σε περίπτωση απόλυσης, μπορούν να νιώθουν λίγο πιο σίγουροι για τον εαυτό τους.

Και υπάρχει και ο Λουίς φαν Χάαλ. Δεν φτάνει μόνο η ίδια η εικόνα, αλλά και το γεγονός της εθνικότητας. Είναι Ολλανδός της σχολής. Και αυτό τον κάνει να νιώθει καλύτερος.

Η ουσία παραμένει η ίδια. Ο Άγιαξ της διετίας 1994-95, μία από τις ομάδες που μνημονεύονται για την ποιότητα του ποδοσφαίρου τους, παραμένει το μεγαλύτερο κατόρθωμά του. Στο Άμστερνταμ δεν εκτιμούν απεριορίστως εκείνη την ομάδα. Θεωρούν ότι υπήρχε έλλειψη φαντασίας -και οι ποδοσφαιρόφιλοι Ολλανδοί κάνουν κυρίως απ’ έδρας κηρύγματα, χωρίς ιδιαίτερη φιλοσοφία. Ο ασπασμός στην αρχιτεκτονική του ποδοσφαίρου ήταν πάντα το χούι τους, αλλά ο Φαν Χάαλ αντιμετώπισε την κάλυψη του χώρου με έναν κυνισμό που δεν θα γινόταν να χαρακτηριστεί ακριβώς λογοτεχνικός. Ξεγύμνωσε την τέλεια αρχιτεκτονική της πόλης, την έκανε να μοιάζει με τερτίπι, γι’ αυτό και, παρ’ ότι ο Άγιαξ έπαιξε εξαιρετικό ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή, η υπόληψη στην οποία τον έχουν πρέπει να θεωρείται δυσανάλογη των τίτλων που κατέκτησε, εξ αυτών και το Champions League το 1995 στη Βιέννη, στο 1-0 με αντίπαλο τη Μίλαν.

 

 Ο άνθρωπος των κρίσεων

Παίζει το ρόλο του… πυροσβεστήρα

Ο Φαν Χάαλ επανήλθε στη δημοσιότητα το καλοκαίρι, με τη συμφωνία με την Ομοσπονδία της Ολλανδίας. Πρόκειται για αξιοπερίεργη επιλογή, αφού είναι η τρίτη θητεία του στην ομάδα, 21 χρόνια μετά την πρώτη. Εκείνη η πρώτη προσπάθεια ήταν παταγώδης αποτυχία και τελείωσε άδοξα και γρήγορα, δίχως να γίνει κόπος να κρυφτεί μέσα από ένα νέο μουντιαλικό κύκλο. Ο αποκλεισμός στον όμιλο, με θύτες την Πορτογαλία και το ΕΪΡΕ, για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 έριξε κατευθείαν την κουρτίνα, δίχως δεύτερη σκέψη.

Όμως, για κάποιον λόγο, ο Φαν Χάαλ είναι έμπιστος της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Ολλανδίας. Η επαναφορά του μοιάζει να έχει ακριβώς το νόημα που έχει εκείνη ενός γνώριμου σε μία ομάδα προπονητή. Η έκτακτη ανάγκη, μετά τον αποκλεισμό στο Euro 2021, το 2-0 από την Τσεχία, σηματοδότησε την απόλυση ενός από τους παίκτες που δεν θα ήταν παράξενο ακόμα και τώρα να έβαζε στην αγαπημένη του ενδεκάδα. Όμως ο Φρανκ ντε Μπουρ είναι ακόμα ένας βετεράνος που δοκίμασε την τύχη του στο τιμόνι του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος και απέτυχε, έστω κι αν οι Ολλανδοί δεν είχαν συμμετάσχει στις δύο τελευταίες διοργανώσεις, δηλαδή το Euro 2016 και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018.

Οι περιστάσεις, άλλωστε, που καλείται ο Φαν Χάαλ είναι σχεδόν ίδιες. Την πρώτη φορά, βέβαια, είχαν αποτύχει να κατακτήσουν το δικό τους Euro, με την επώδυνη ήττα από τους Ιταλούς στον ημιτελικό, ενώ το 2012 είχαν μεν φτάσει στην τελική φάση της ίδιας διοργάνωσης, αλλά αποκλείστηκαν με τρόπο που… καλύτερα να μην πήγαιναν: τρεις ήττες σε ισάριθμα ματς από Δανία, Γερμανία, Τσεχία και έξω από την πόρτα.

 

Μια περίεργη δημοκρατία

Το αφανές δικαίωμα στο λόγο  

Τα πέντε χρόνια χωρίς πάγκο πρέπει να λογίζονται ζημιά, μια και η τριβή που θα έπρεπε να έχει με το σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι αμφίβολο αν θα προφτάσει να την καλύψει. Βεβαίως, η εμπιστοσύνη που έχει στις δυνατότητές του, προκειμένου να πει ότι «αν ήμουν εγώ στην ομοσπονδία πιθανότατα θα με προσλάμβανα», δεν είναι εντελώς άκυρη: η ποδοσφαιρική γνώση είναι μία, απλώς στην περίπτωση του Φαν Χάαλ φαινομενικά δεν επιδέχεται καν μετατροπής και μετατόπισης, ώστε να συμβαδίζει με τους καιρούς.

Αυτή η κριτική, ωστόσο, ενδεχομένως αδικεί έναν προπονητή που τα χρόνια του στον Άγιαξ πέρασε συζητώντας πρωτίστως με τους παίκτες. Τα μέλη εκείνης της ομάδας θα μπορούσαν να καταμαρτυρήσουν ότι είχαν πάντα λόγο και πως ο προπονητής τους τα άκουγε πολύ προσεκτικά, πριν, βέβαια, αποφασίσει αυτό που θα γινόταν. Δεν ήταν, πάντως, μόνιμη επωδός εκείνη η τακτική, κυρίως διότι οι επόμενες ομάδες δεν ήταν δικές του ψυχή τε και σώματι. Για την ακρίβεια, έχει τσακωθεί με… όλες τις φυλές του Ισραήλ: με Βραζιλιάνους και Ισπανούς στην Μπαρτσελόνα, με Γερμανούς στην Μπάγερν, αν και με το προφίλ της ομάδας αυτής ταίριαξε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, με Βρετανούς, κυρίως δημοσιογράφους, στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, με… Ολλανδούς στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του. Μέχρι και το βοηθό του στους «κόκκινους διαβόλους», Ράιαν Γκιγκς, σφαλιάρισε μια φορά κι έναν καιρό.

Ο Άνχελ ντι Μαρία, που είχε τον Φαν Χάαλ προπονητή στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, από το 2014, που «εξαργύρωσε» την πορεία της δικής του Ολλανδίας στα ημιτελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Βραζιλίας, μέχρι και το επόμενο καλοκαίρι, τον χαρακτήρισε τον «χειρότερο» προπονητή με τον οποίο έχει συνεργαστεί. Ο Ζιοβάνι δεν θέλει ούτε να ακούει το όνομά του. Θεωρεί ότι η δική του προβοκάτσια, τη σεζόν 1998-99, ήταν ο κυριότερος λόγος για τον οποίο είδε την πόρτα της εξόδου από την Μπαρτσελόνα και κατέκτησε στον Ολυμπιακό.

Οι «μπλαουγκράνα», πάντως, έπασχαν από… φανχααλικό βίτσιο, αφού τον απέλυσαν το 2000 και το 2002 τον ξαναφώναξαν για ακόμα μία σεζόν.

 

Μια αμφιλεγόμενη φυσιογνωμία

Ο συγκρουσιακός χαρακτήρας και η πατρική φιγούρα

Από τον Φαν Χάαλ, λοιπόν, περιμένεις να ρωτήσει έναν παίκτη του, όπως ήταν ο Κουίντεν Τίμπερ στην προπόνηση για το ματς με τη Τουρκία, στο πλαίσιο των προκριματικών για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022 στο Κατάρ, αν έχει εμβολιαστεί και να τον επαινέσει με το «δόξα τω Θεώ, δεν είσαι ηλίθιος», στην καταφατική απάντησή του. Ή να πει σε δημοσιογράφο «δεν έχεις ιδέα από ποδόσφαιρο», όταν επέκρινε το 5-3-2 του ως αμυντικό σύστημα.

Τη διετία που παρέμεινε στη Γιουνάιτεντ, οι γκραβούρες του ήταν ουκ ολίγες. Από το εξόχως παραστατικό «είμαστε ο στρατός του Φαν Χάαλ», με το οποίο υπερασπίστηκε τη σχέση του με τους αμυντικούς της ομάδας» στο «οι δημοσιογράφοι φτιάχνουν ιστορίες με το μυαλό τους και μετά μου κάνουν ερωτήσεις για αυτές τις ιστορίες, που δεν είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω» και το «δεν θα μου ζητήσετε συγγνώμη;», που επίσης ρώτησε τους εκπροσώπους των ΜΜΕ όταν η ομάδα του κατέκτησε, σε μια εποχή άσχημη, η οποία, επί της ουσίας, δεν έχει εκπνεύσει οριστικά και αμετάκλητα, το Κύπελλο, το σίγουρο είναι ότι κάποιος πρέπει να περιμένει ειλικρίνεια και δηλώσεις αφιλτράριστες.

Ο προπονητής που κατηγορήθηκε το 1997 ότι «ολλανδοποίησε» την Μπαρτσελόνα, η οποία τον είχε προσλάβει για να επαναλάβει την ιστορία του 1972, όταν απέκτησε τον Ρίνους Μίχελς πάλι από τον Άγιαξ, είναι, βέβαια, ένας σπουδαίος κόουτς και αυτό είναι αναμφισβήτητο. Οδήγησε την Μπάγερν στον τελικό του Champions League το 2010, έκανε τον Άριεν Ρόμπεν να αποδώσει κατά το βέλτιστο εκείνη τη χρονιά, αλλά και τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν η Ολλανδία δεν πέρασε στα πέναλτι την Αργεντινή, αλλά νίκησε τη Βραζιλία, για να πάρει την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Είναι, άλλωστε, κλασική η στιγμή της αγκαλιάς με τον Ρόμπιν φαν Πέρσι, μετά την ισοφάριση επί της Ισπανίας, 1-1, στην πρεμιέρα εκείνης της διοργάνωσης, πριν το ολλανδικό σάρωμα και το εν τέλει θριαμβευτικό 5-1.

 

Ο δικός του τρόπος

Αμετάπειστος σε μια μακρά πορεία

Θα ήταν σφάλμα να λησμονείται, επιπλέον, το πρωτάθλημα που κατέκτησε με την ΑΖ Άλκμααρ το 2009, όταν, δηλαδή και αποχώρησε του πάγκου της. Είναι, άλλωστε διδακτική, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους παίκτες, η ιστορία της παραλίγο αποχώρησής του τον Μάρτιο του 2008, όταν παραιτήθηκε για την κακή πορεία της ομάδας του και αναγκάστηκε να επιστρέψει αφού οι παίκτες και οι διευθυντές του συλλόγου διαμαρτυρήθηκαν ομοθυμαδόν για τη φυγή του.

Αν δεν γίνεται κάτι να προσαφθεί στον εδώ και 30 χρόνια προπονητή, είναι ότι πήγε με τα νερά οποιουδήποτε. Η ανεξαρτησία του υπάρχει ως παράδειγμα, αφού φαινομενικά είναι αμετάπειστος σε ό,τι αφορά τον τρόπο του, αν και, βεβαίως, αλλάζει τακτική ποδοσφαιρικά ανάλογα με τους παίκτες που διαθέτει. Στα 70 του, άλλωστε, ακόμα κι αν το έκανε για να ευλογήσει τα γένια του, επιδαψίλευσε έπαινο στον Τόμας Τούχελ, που με 5-3-2 έδειξε ότι μία ομάδα όπως η Τσέλσι μπορεί να παίξει ορμητικό και επιθετικό ποδόσφαιρο.

Όσο για την εθνική ομάδα της χώρας του; Πιθανότατα, ο μόνος που θα μπορούσε να είναι στη θέση του, ως κόουτς έκτακτης ανάγκης, ονομάζεται Γκούους Χίντινκ. Αλλά αυτός, με τον οποίο η Ολλανδία έπαιξε θαυμάσια στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, φτάνοντας επίσης μια διαδικασία των πέναλτι μακριά από τον τελικό, στο ματς με τη Βραζιλία, «έκαψε» τις πιθανότητές του όταν πανηγύρισε το 3-0 με το οποίο η Ρωσία νίκησε την εθνική ομάδα της πατρίδας του στα προημιτελικά του Euro 2008. Και μπορεί να λένε ότι οι Ολλανδοί δεν έχουν πατρίδα, αλλά ο πια 74χρονος κόουτς, ομοσπονδιακός εκλέκτορας του Κουρακάο (!) δεν είχε οποιαδήποτε πιθανότητα επιστροφής.

Σε αντίθεση με τον Φαν Χάαλ, που, στα 70 του, διανύει την τελευταία, κατά πάσα πιθανότητα, θητεία του στον πάγκο των «οράνιε» και θέλει να την συνδυάσει με ακόμα ένα Παγκόσμιο Κύπελλο.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News