Αντώνης Καρπετόπουλος: Η περίπτωση του Ρέτσου

Γίνεται χαμός με τον Παναγιώτη Ρέτσο, στον οποίον κατά κάποιο τρόπο χρεώθηκε η ήττα του Ολυμπιακού απ’ την ΑΕΚ στην «OPAP Arena». Η απόφαση του διεθνούς αμυντικού να μην κάνει φάουλ στον Ελίασον μοιάζει σε πολλούς ανεξήγητη. Αλλά όταν μιλάμε για τον Ρέτσο, τίποτα δεν είναι ανεξήγητο. Oλα είναι συνέπεια τού πώς το παιδί μεγάλωσε ποδοσφαιρικά. Γράφει στη SportDay ο Αντώνης Καρπετόπουλος.

O Παναγιώτης Ρέτσος είναι Ολυμπιακός – δεν το παίζει Ολυμπιακός. Οταν αγωνιζόταν στο εξωτερικό, κάθε φορά που βρισκόταν στην Ελλάδα Σαββατοκύριακο, τον έβρισκες με τον μεγάλο αδερφό του, τον Μιχάλη, να παρακολουθεί το ματς που έδινε ο Ολυμπιακός σε οποιοδήποτε γήπεδο – έχει άλλα δύο αδέρφια μικρότερα.

Εχει ξεκινήσει την καριέρα του στις ακαδημίες του Ολυμπιακού, πονάει την ομάδα κι όταν σε αυτήν έκανε ντεμπούτο στα 17 του, χάρηκαν όλοι διότι στο πρόσωπό του είδαν ένα παιδί που έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Ακόμα και σήμερα είναι ο μικρότερος σε ηλικία αρχηγός του Ολυμπιακού: φόρεσε το περιβραχιόνιο 18 χρονών. Οταν το 2017, πριν γίνει είκοσι χρονών, πωλήθηκε στην Μπάγερ Λεβερκούζεν, για περίπου 20 εκατ. ευρώ, η μεταγραφή του δικαίως θεωρήθηκε μία απ’ τις μεγαλύτερες όλων των εποχών στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ολοι μιλούσαν γι’ αυτόν με θαυμασμό και πολλοί δήλωναν εντυπωσιασμένοι απ’ την πρόοδό του.

Ελάχιστοι επισήμαναν ότι σε όλη αυτή την καταπληκτική διαδρομή που τον έφερε απ’ τις ακαδημίες του Ολυμπιακού στο ρεκόρ μεταγραφής, το παιδί είχε ξεχάσει να μάθει κάτι πολύ σημαντικό. Οτι αφού ήθελε να κάνει καριέρα ως αμυντικός, έπρεπε να γίνει αμυντικός.

Παγκοσμίως

Η δουλειά του αμυντικού είναι κομμάτι παρεξηγημένη. Οχι στην Ελλάδα, παγκοσμίως. Οσο τα χρόνια περνούν κι η συμμετοχή των αμυντικών στη δημιουργία του παιχνιδιού μεγαλώνει, τόσο περισσότερο γίνεται δύσκολη η κρίση αυτής της δουλειάς. Σήμερα καλός αμυντικός είναι αυτός που «κάνει σωστά το build up», που «ξέρει να παίρνει θέσεις», που «μπορεί να σκοράρει σε στημένες φάσεις», που «πρέπει να παίζει πολύ με το μυαλό», που «ξέρει να κρατάει την άμυνα ψηλά» κι άλλα τέτοια. Τα ακούω πάντοτε χωρίς να τα παίρνω στα σοβαρά. Διότι για μένα το βασικό που πρέπει να κάνει ένας αμυντικός είναι να παίζει άμυνα. Αμυνα παίζεις όταν πιστεύεις πως δεν πρέπει να σε περάσει ποτέ ο αντίπαλος με την μπάλα. Ολα τα υπόλοιπα έπονται.

Επιτυχία

Ο Ρέτσος στην πραγματικότητα είναι πρωταγωνιστής σε μία ιστορία μιας επιτυχίας. Εφτασε να παίξει βασικός στον Ολυμπιακό στα 18 του και μάλιστα ακόμα και σε θέση αριστερού μπακ. Εφτασε σε χρόνο-ρεκόρ στην Εθνική Ελλάδας. Πήρε μεταγραφή στο εξωτερικό πριν απ’ τα είκοσι. Εχει αγωνιστεί σε πέντε διαφορετικά πρωταθλήματα (ελληνικό, γερμανικό, ιταλικό, αγγλικό, γαλλικό) και σε πέντε διαφορετικές ομάδες κι όλα αυτά τα κατάφερε χωρίς ποτέ του να παίζει σωστά άμυνα, δηλαδή χωρίς ποτέ να σου δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι δεν θα τον περάσει ο αντίπαλός του, χωρίς να χρειαστεί να τα κάνει όλα σωστά ή έστω να ιδρωκοπήσει.

Ο Ρέτσος είναι εξαιρετικός με την μπάλα στα πόδια, είναι πολύ καλός συμπαίκτης, είναι αρκετά σκληρός και δεν κρύβεται απ’ τους δημοσιογράφους αφού πολλές φορές βγαίνει για να μιλήσει και να αναλάβει ευθύνες, όχι πάντοτε δικές του. Αλλά δεν είναι αμυντικός. Δεν έχει δηλαδή το ένστικτο που είναι απαραίτητο για να… σκοτώσεις μία φάση. Κάθε φορά που τον βλέπω μου δημιουργεί την εντύπωση ότι παίζει περιμένοντας να πάρει την μπάλα στα πόδια. Οχι για να πάρει την μπάλα απ’ τα πόδια των άλλων, όπως κάνουν οι αμυντικοί.

Τρεις

Σε μία εποχή που οι κρίσεις για τους ποδοσφαιριστές είναι εξαιρετικά σκληρές, ο Ρέτσος είχε την ευκαιρία όχι απλώς μιας δεύτερης, αλλά και μιας τρίτης καριέρας στον Ολυμπιακό. Την πρώτη την έκανε όταν ξεκίνησε μικρός. Τη δεύτερη όταν επέστρεψε πέρυσι. Την τρίτη φέτος όταν και στην αρχή του καλοκαιριού έγινε ένα είδος ηγέτη της άμυνας της ομάδας. Ανάμεσα στο πέρυσι και στο φέτος υπάρχει το περσινό ματς με τον Αρη στο Καραϊσκάκη για τα πλέι οφ, το οποίο σε άλλον ποδοσφαιριστή θα έχει στοιχίσει ίσως την παραμονή του στην ομάδα.

Ο Μπρούνο κάποτε έχασε τη θέση του διότι έκανε ένα πέναλτι με την Μπασακσεχίρ στο 90’ – που δεν στοίχισε καν διότι ο Σα το έπιασε. Ο Μεριά έφυγε κακήν-κακώς εξαιτίας ενός αυτογκόλ που πέτυχε σε ένα ματς με την Τότεναμ, η χρηματιστηριακή αξία της οποίας ήταν 500 εκατομμύρια. Ο Ρέτσος πέρυσι στάθηκε αιτία για να μην ολοκληρώσει τη σεζόν ο Μίτσελ και φέτος η άμυνα του Ολυμπιακού «χτίστηκε» πάνω του. Μολονότι δεν είναι αμυντικός. Μπορεί Δεν ξέρω αν ο Ρέτσος μπορεί να γίνει αμυντικός στα 25 του. Κάνει πολλά χρήσιμα πράγματα για να τον διώξει ο Ολυμπιακός: θα ήταν λάθος. Αλλά δεν γίνεται μια άμυνα να είναι «χτισμένη» πάνω σε κάποιον που δεν είναι αμυντικός. Το λέω γνωρίζοντας ότι γι’ αυτό δεν φταίει ο Ρέτσος…

Επιστροφή «Αναστό»

Ανεξάρτητα απ’ το ποιο είναι τελικά το αποτέλεσμα, κάθε επιστροφή προπονητή σε μία ομάδα αποτελεί έμπρακτη αναγνώριση ότι στο προηγούμενο πέρασμά του αδικήθηκε. Πρόκειται για ένα είδος δικαίωσης, ειδικά όταν δεν μιλάμε για κάποιον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή απ’ αυτούς που αποκαλούμε «στρατιώτες» και που κάθε ομάδα έχει. Ο Νίκος Αναστόπουλος δεν είναι στρατιώτης της «μαύρης θύελλας», αλλά προπονητής από τον οποίο η ομάδα εμπράκτως ζητάει βοήθεια κάθε φορά που μοιάζει να… πνίγεται σε αδιέξοδα. Αυτός δηλώνει πάντα έτοιμος να την προσφέρει. Πράγμα που δεν το λες δικαίωση. Είναι πιο πολύ ερωτική σχέση.

Πρωταπριλιά

Γέμισαν πρωταπριλιάτικα ψέματα οι ιστότοποι χθες: οι εφημερίδες αποδείχτηκαν μάλλον πιο σοβαρές. Παλιά -κυρίως τη δεκαετία του ’90- οι εφημερίδες, συνήθως οι αθλητικές, τη μέρα της πρωταπριλιάς έγραφαν εξωφρενικά πράγματα ως δήθεν ειδήσεις και την επόμενη κάποιος τα μάζευε και τα παρουσίαζε: υπήρχε ένας άτυπος διαγωνισμός για το ποιος θα γράψει το πιο μεγάλο πρωταπριλιάτικο ψέμα.

Κάποια στιγμή κι αυτό άλλαξε: οι εφημερίδες έγραφαν πράγματα που δεν ίσχυαν, αλλά θα μπορούσαν να είναι και πιστευτά- κάτι σαν κρυμμένα ψέματα δηλαδή. Ο στόχος έγινε το πιστευτό ψέμα κι υπήρξαν μερικά πολύ επιτυχημένα κατά καιρούς. Στην ιστορία του ελληνικού Τύπου θα γραφτεί κάποτε πως κανείς δεν κατάλαβε τον αναγνώστη (δηλαδή τον Ελληνα…) καλύτερα απ’ τις αθλητικές εφημερίδες. Οι διευθυντές τους κατάλαβαν μάλλον πριν απ’ όλους πόσο στη χώρα πουλάει ο συναισθηματισμός. Το συναισθηματικό ψέμα π.χ. είναι μια αληθινή τέχνη.

Το «δεν πειράζει» (ενώ πονάει), το «θα πάνε όλα καλύτερα την επόμενη φορά» (ενώ δεν είναι βέβαιο πως θα υπάρξει άλλη φορά), το «χάσαμε, αλλά βγάλαμε συμπεράσματα που θα βοηθήσουν» (ενώ δεν έχουμε καταλάβει τι ακριβώς κακό μας βρήκε) είναι συναισθηματικά ψέματα, που στις αθλητικές εφημερίδες χρησιμοποιούνταν και χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα. Είναι παυσίπονα παρηγοριάς. Γλυκές, απαραίτητες δικαιολογίες. Το είδος του ειδικού ψέματος, που δεν έχει καμία σχέση με το fake news, που είναι επικίνδυνο ή την «τερατολογία» που ποτέ δεν βρήκα χαριτωμένη.

Σήμερα τα μεγαλύτερα ψέματα στον αθλητικό Τύπο γράφονται καλοκαιριάτικα. Οχι επειδή όλοι οι παίκτες που έρχονται παρουσιάζονται ως παικταράδες, «λαχεία», στοιχήματα που θα κερδηθούν, έξυπνες βόμβες κτλ., αλλά διότι κανείς πλέον δεν γράφει γι’ αυτούς τη γνώμη του. Ετσι όλοι είναι καλοί, υπέροχοι, καταπληκτικοί κι έτοιμοι να κάνουν τη διαφορά. Κι επειδή είναι και άγνωστοι το πράγμα λειτουργεί υπέροχα.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στην SPORTDAY που κυκλοφορεί
Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News