Λισιέν Λοράν: Ο εργάτης της Peugeot που πέτυχε το πρώτο γκολ στην ιστορία του Μουντιάλ

Ούτε ο ίδιος ο Λισιέν Λοράν αντιλήφθηκε στις 13 Ιουλίου 1930 την ιστορική αξία που είχε το γκολ με το οποίο άνοιξε το σκορ για τη Γαλλία κόντρα στο Μεξικό, στον εναρκτήριο αγώνα του 1ου Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Μοντεβιδέο.

Ήταν απολύτως λογικό να αργήσει να καταλάβει ο Λισιέν Λοράν ότι το γκολ με το οποίο είχε ανοίξει το σκορ στη νίκη της Γαλλίας επί του Μεξικού (4-1), στις 13 Ιουλίου 1930, ήταν ιστορικό.

«Ασφαλώς και δεν μπορούσα να φανταστώ τότε, πόσο μεγάλη σημασία θα αποκτούσε εκείνο το γκολ. Δεν ξέραμε καλά-καλά αν το Παγκόσμιο Κύπελλο θα συνεχιζόταν τα επόμενα χρόνια. Θυμάμαι ότι μόλις επιστρέψαμε στην πατρίδα, υπήρχε μόνο μία μικρή αναφορά στους αγώνες σε κάποια εφημερίδα. Το ποδόσφαιρο έκανε τότε τα πρώτα του βήματα», είχε δηλώσει στη «The Independent» ο σκόρερ του παρθενικού τέρματος στην ιστορία των Μουντιάλ.

Πολύ πριν δώσει εκείνη τη συνέντευξη, βέβαια, ο Λοράν είχε προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι είχε γράψει Ιστορία εκείνο το κρύο απόγευμα στο «Estadio Pocitos» του Μοντεβιδέο. Το Παγκόσμιο Κύπελλο όχι απλώς συνεχίστηκε, αλλά εδραιώθηκε γρήγορα στη συνείδηση του κόσμου ως η σημαντικότερη διοργάνωση εθνικών ομάδων στο ποδόσφαιρο. Το οποίο ποδόσφαιρο κέρδιζε με τη σειρά του  όλο και περισσότερους πιστούς ακόλουθους όσο περνούσαν τα χρόνια, φτάνοντας στο σημείο να εξελιχθεί από άθλημα σε κοινωνικό φαινόμενο.

Το 1930, όμως, ήταν ακόμα μία ερασιτεχνική ενασχόληση στα περισσότερα σημεία του πλανήτη. Ο Λοράν είχε μόλις μεταγραφεί απ’ την παρισινή Σερκλ Ατλετίκ στη Σοσό, για να δουλέψει παράλληλα στο εργοστάσιο της αυτοκινητοβιομηχανίας Peugeot (η οποία είχε υπό την ιδιοκτησία της τον σύλλογο). Η αποστολή της Εθνικής Γαλλίας ταξίδεψε στην Ουρουγουάη με πλοίο, μαζί με τις αντίστοιχες του Βελγίου και της Ρουμανίας, αλλά και τον ίδιο τον Ζιλ Ριμέ, τον άνθρωπο που είχε εμπνευστεί τον θεσμό του Παγκοσμίου Κυπέλλου και κουβαλούσε στη βαλίτσα του το ολόχρυσο τρόπαιο. Τα αεροπλάνα τότε ήταν λίγα και όχι ιδιαίτερα ασφαλή.

Δύο εβδομάδες κράτησε το ταξίδι με το ιταλικό υπερωκεανειο «Conte Verde», το οποίο έκανε μια στάση και στο Ρίο ντε Τζανέιρο για να παραλάβει την Εθνική Βραζιλίας. Ο Λοράν κι οι συμπαίκτες του έκαναν όλο αυτό το διάστημα προπονήσεις στο κατάστρωμα, όμως περνούσαν περισσότερες ώρες στην πισίνα και στο σινεμά του πλοίου. Παράλληλα, βίωναν και την αλλαγή του κλίματος. Είχαν αναχωρήσει απ’ την Ευρώπη με κοντομάνικα κι όταν έφτασαν στο λιμάνι του Μοντεβιδέο ήρθαν αντιμέτωποι με τον νοτιοαμερικάνικο χειμώνα.

Πρώτος κατά μόλις τέσσερα λεπτά

Στις 3 το απόγευμα της 13ης Ιουλίου 1930 έπεφτε χιόνι στην πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, αλλά αυτό δεν πρέπει να έπαιξε μεγάλο ρόλο για τη μικρή προσέλευση του κόσμου (4.500) στον αγώνα Γαλλία-Μεξικό, που δεν ήταν ο μοναδικός της πρεμιέρας. Την ίδια ώρα άρχιζε στο «Parque Central» κι ο αγώνας των ΗΠΑ κόντρα στο Βέλγιο, που παρακολούθησαν 18.000 θεατές.

Επομένως, όταν ο Λοράν σκόραρε στο 19′, ήταν αδύνατο να γνωρίζει αν είχε σημειωθεί νωρίτερα κάποιο γκολ στο άλλο παιχνίδι. Ένας επιπλέον λόγος για να μην τον κατηγορήσεις που δεν ένιωσε την ιστορικότητα της στιγμής. Όπως αποδείχθηκε, πρόλαβε μόλις για τέσσερα λεπτά τον Αμερικανό Μπαρτ Μαγκί, ο οποίος άνοιξε στο 23′ το σκορ για την ομάδα του στη νίκη με 3-0 επί του Βελγίου. Για τόσο λίγο, ο ένας γράφτηκε στα ιστορικά βιβλία κι ο άλλος περιέπεσε στη λήθη.

Το ίδιο το γκολ δεν ήταν κάτι το σπουδαίο. Ο ίδιος ο Λοράν το είχε χαρακτηρίσει έτσι, στις ουκ ολίγες περιπτώσεις που είχε κληθεί να το περιγράψει. Ο τερματοφύλακας Άλεξ Τεπό βρήκε με βολέ στο κέντρο τον Ογκουστίν Σαντρέλ. Εκείνος έδωσε την μπάλα στον έξω δεξιά, Ερνέστ Λιμπερατί, ο οποίος αφού απέφυγε έναν αντίπαλο, σέντραρε προς το σημείο που βρισκόταν ο Λοράν. Κι αυτός έπιασε ένα αριστερό βολέ από το ύψος της γραμμής της μεγάλης περιοχής, που αιφνιδίασε τον Μεξικανό τερματοφύλακα Όσκαρ Μπονφίλιο.

Οι «μπλε» πέτυχαν άλλα δύο γκολ πριν τελειώσει το πρώτο ημίχρονο, με τον Μαρσέλ Λανζιλέ στο 40′ και τον Αντρέ Μασινό στο 43′, παρά το γεγονός ότι από το 24′ είχαν χάσει λόγω τραυματισμού τον τερματοφύλακά τους. Τότε, μάλιστα, δεν επιτρέπονταν αλλαγές και τη θέση του Τεπό κάτω απ’ τα γκολπόστ πήρε ο μέσος Σαντρέλ. Το Μεξικό μείωσε στο 70′ με τον Χουάν Καρένιο, αλλά ο Μασινό, συμπαίκτης του Λοράν στη Σοσό, έγραψε το τελικό 4-1 στο 87′.

Ο Μόντι τον σακάτεψε

Το εντυπωσιακό ξεκίνημα δεν είχε ανάλογη συνέχεια ούτε για τη Γαλλία ούτε για τον Λοράν. Στα πρώτα λεπτά του δεύτερου αγώνα με αντίπαλο την Αργεντινή στο «Parque Central», ο σκληροτράχηλος αμυντικός της «αλμπισελέστε» Λουίς Μόντι του έκανε ένα επικίνδυνο τάκλιν και τον τραυμάτισε άσχημα στον αστράγαλο.

Ο σκόρερ του παρθενικού γκολ των Μουντιάλ κούτσαινε και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Επειδή όμως – όπως προαναφέραμε – δεν επιτρέπονταν αλλαγές, παρέμεινε στον αγωνιστικό χώρο για να μην αφήσει την ομάδα του με παίκτη λιγότερο. Δεν μπορούσε να τρέξει, αλλά μπορούσε να δώσει πάσες όταν η μπάλα έφτανε στα πόδια του. Κι η Γαλλία στεκόταν καλά μέχρι το 81′, όταν ο Μόντι εκτέλεσε πονηρά ένα φάουλ έξω απ’ την περιοχή, την ώρα που ο Τεπό (ο οποίος είχε ξεπεράσει τον τραυματισμό του στην πρεμιέρα) έστηνε το τείχος.

Οι παίκτες των «μπλε» διαμαρτυρήθηκαν στον Βραζιλιάνο διαιτητή Ζιλμπέρτο ντε Αλμέιντα Ρέγκο, αλλά ακόμα δεν είχαν δει τίποτα. Τρία λεπτά αργότερα, όταν ο Λανζιλέ έφυγε στην κόντρα, ο Ρέγκο σφύριξε τη λήξη. Κάτι που δεν θα ήταν παράλογο αν ο αγώνας δεν βρισκόταν στο… 84ο λεπτό. Πέρασε πολλή ώρα με διαμαρτυρίες μέχρι να συνειδητοποιήσει ο διαιτητής το λάθος του και να καλέσει τις δύο ομάδες να παίξουν τα εναπομείναντα λεπτά. Όμως, η φόρα των Γάλλων είχε ανακοπεί και το ματς έληξε με 1-0 υπέρ της Αργεντινής.

Ο σοβαρά τραυματισμένος Λοράν δεν μπόρεσε να αγωνιστεί στο τρίτο ματς του ομίλου κόντρα στη Χιλή. Η Γαλλία γνώρισε την ήττα με 1-0 και αποκλείστηκε από τη συνέχεια του Μουντιάλ, εκείνος όμως είχε προλάβει να κερδίσει την αθανασία. Το καταλάβαινε κάθε φορά που οι δημοσιογράφοι τον καλούσαν να μιλήσει για εκείνο το ιστορικό πρώτο γκολ, παραμονές της έναρξης των Παγκοσμίων Κυπέλλων.

Κοντός, αλλά θαυματουργός

Ο Λισιέν Λοράν γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1907 στο Σαιν-Μωρ-ντε-Φοσέ, ένα προάστιο στα νοτιοανατολικά του Παρισιού. Από το 1921, πριν ακόμα κλείσει τα 14 χρόνια του, άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο στη Σερκλ Ατλετίκ, ένα ημιεπαγγελματικό σωματείο της πρωτεύουσας.

Στη Σερκλ Ατλετίκ αγωνιζόταν και κατά έναν χρόνο μεγαλύτερος αδελφός του, Ζαν, ο οποίος ήταν αμυντικός. Ο Λισιέν αγωνιζόταν στη  επίθεση (κυρίως ως μέσα δεξιά στο 2-3-5 της εποχής) και ξεχώριζε επειδή ήταν μικροκαμωμένος και ταχύς στις κινήσεις του. Με ύψος μόλις 1,60 μ. δεν γέμιζε το μάτι, αλλά μπορούσε να κάνει ωραία πράγματα στο γήπεδο.

Λόγω του μικρού του ύψους απέκτησε προφανώς και το προσωνύμιο «Petit Lulu», το οποίο μεταφράζεται ελεύθερα ως «ο κοντούλης Λουλού». Σήμερα ένα τέτοιο παρατσούκλι θα μπορούσε να εκληφθεί ως υποτιμητικό, αν και δεν θα έπρεπε. Το «Λουλού» είναι συνηθισμένο χαϊδευτικό των Γάλλων για τους Λισιέν και δεν έχει καμία σχέση με το κόμικ «Μικρή Λουλού», το οποίο άλλωστε κυκλοφόρησε αρκετά αργότερα (1935).

Η Εθνική Γαλλίας, όπως παρατάχθηκε στον δεύτερο αγώνα της για το Μουντιάλ του 1930 κόντρα στην Αργεντινή. Ο Λισιέν Λοράν διακρίνεται δεύτερος από δεξιά στους καθιστούς (πηγή φωτογραφίας: FIFA).

Το 1928 ο Λοράν έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Γαλλίας με τη Σερκλ Ατλετίκ, όπου γνώρισε την ήττα με 3-1 από τη Ρεντ Σταρ Παρί. Ως παίκτης της χρίστηκε για πρώτη φορά διεθνής στις 23 Φεβρουαρίου 1930, σε ένα φιλικό παιχνίδι με την Πορτογαλία στο Πόρτο (ήττα με 2-0). Την άνοιξη του ίδιου έτους, όμως, πήρε μεταγραφή μαζί με τον αδελφό του στη Σοσό, όπου έπιασαν παράλληλα δουλειά και στο εργοστάσιο της Peugeot.

Οι αδελφοί Λοράν κλήθηκαν στην Εθνική Γαλλίας για το 1ο Παγκόσμιο Κύπελλο (ο Ζαν δεν έπαιξε σε κανένα ματς), μαζί με τους συμπαίκτες τους στη Σοσό, Ετιέν Ματλέρ και Αντρέ Μασινό. Επειδή, όμως, λογίζονταν ως ερασιτέχνες, η Peugeot τούς ενέκρινε δίμηνες άδειες άνευ αποδοχών. Η γαλλική ομοσπονδία κάλυψε κάποια «οδοιπορικά», αλλά και πάλι η θυσία που έπρεπε να κάνουν οι ποδοσφαιριστές ήταν μεγάλη. Υποθέτουμε, όμως, ότι κανείς δεν μετάνιωσε.

Αιχμάλωτος των Ναζί για τρία χρόνια

Η ρέντα του Λοράν εξαντλήθηκε ουσιαστικά σ’ εκείνο το ματς της 13ης Ιουλίου 1930 με το Μεξικό. Το 1934 ήταν υποψήφιος για την αποστολή της Εθνικής Γαλλίας για το 2ο Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ιταλία, αλλά αποκλείστηκε λόγω τραυματισμού. Είχε φύγει από το 1932 από τη Σοσό με προορισμό την Κλαμπ Φρανσέ, ενώ τη σεζόν 1933-34 είχε αγωνιστεί ξανά στη Σερκλ Ατλετίκ.

Στη συνέχεια έπαιξε στη Μιλούζ, μετά πάλι στη Σοσό, κατόπιν στη Ρεν και το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε στη Στρασμπούρ. Κατατάχθηκε στον Γαλλικό Στρατό, όμως τον Ιούνιο του 1940 πιάστηκε αιχμάλωτος απ’ τους Ναζί και πέρασε τρία χρόνια έγκλειστος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Σαξονίας. Τότε προφανώς δεν ήξερε ότι ο συμπαίκτης του και αρχηγός της Εθνικής Γαλλίας το 1930, ο Αλεξάντρ Βιλαπλάν, είχε εξελιχθεί σε έναν απ’ τους στενότερους συνεργάτες των βασανιστών του…

Όταν απελευθερώθηκε για λόγους υγείας το 1943 και επέστρεψε στο Στρασβούργο, διαπίστωσε ότι όλα του τα υπάρχοντα που είχε κλειδώσει σε μία αποθήκη πριν φύγει για το μέτωπο, είχαν κλαπεί απ’ τους Γερμανούς. Δεν είχαν αφήσει ούτε τη στολή της Εθνικής με την οποία είχε αγωνιστεί στο Μουντιάλ του 1930. Όπως έλεγε, όμως, «ευτυχώς οι αναμνήσεις μου είναι κρυμμένες σε μια γωνιά του γέρικου κεφαλιού μου και κανείς δεν μπορεί να μου τις κλέψει».

Ο μόνος που πρόλαβε το 1998

Ο Λισιέν Λοράν εγκαταστάθηκε από το 1943 στην Μπεζανσόν, όπου έπαιξε ποδόσφαιρο για άλλα τρία χρόνια έχοντας παράλληλα και την τεχνική ευθύνη της ομάδας (στην οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1947). Συνέχισε την ενασχόλησή του με την προπονητική, απασχολούμενος κυρίως σε ακαδημίες με παιδιά, ενώ ασχολήθηκε επιχειρηματικά με τη ζυθοποιία.

Του άρεσε να παίζει μπάλα με παλιούς φίλους και συμπαίκτες κι όταν πια τα πόδια του δεν τον κρατούσαν, ενώ δεν έπαψε να παρακολουθεί με ενθουσιασμό τις εξελίξεις στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Η φήμη του ως σκόρερ του παρθενικού γκολ στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου άρχισε να διαδίδεται μετά τη δεκαετία του ’80, όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα βιβλία που εξιστορούσαν αναλυτικά όλες τις παλιές διοργανώσεις.

Το 1998, όταν η Γαλλία ανέλαβε να διοργανώσει την τελική φάση, ο Λοράν ήταν ο μοναδικός επιζών της εθνικής ομάδας που είχε παίξει στην Ουρουγουάη το 1930. Ο αδελφός του, Ζαν, είχε πεθάνει το 1995 και οι Μαρσέλ Καπέλ και Σελεστέν Ντελμέ τον ακολούθησαν με λίγες μέρες διαφορά, το 1996. Ήταν φυσικά ένα από τα τιμώμενα πρόσωπα των διοργανωτών και προσκλήθηκε να παρακολουθήσει τον τελικό με τη Βραζιλία στο «Σταντ ντε Φρανς», όπου ο Ζινεντίν Ζιντάν πέτυχε δύο γκολ κι ο Ντιντιέ Ντεσάν σήκωσε πρώτος το ολόχρυσό τρόπαιο στον ουρανό του Παρισιού.

Πέθανε στις 11 Απριλίου 2005, σε ηλικία 97 ετών, έχοντας ζήσει μια γεμάτη ζωή και με την ικανοποίηση ότι κατέχει μια πρωτιά που κανείς δεν μπορεί να του πάρει. Μία φορά σημειώνεται το πρώτο γκολ στην ιστορία του Μουντιάλ και το πέτυχε εκείνος, γι’ αυτό θα μνημονεύεται και σε εκατό χρόνια από σήμερα.

Πηγές: Chris Hunt: World Cup Stories – Η ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου (Sportday Books, 2010), Wikipedia («Lucien Laurent», «1930 World Cup»), Brian Glanville: Lucien Laurent Obituary (theguardian.com), Brian Phillips: Lucien Laurent, the Unlikely Protagonist in the World Cup’s Origin Story (theringer.com), John F. Molinaro: The World Cup’s 1st goal scorer (cbc.ca), Joseph Odell: Laurent and Villaplane: French football’s first hero and villain (taleoftwohalves.uk).

Άλλα γεγονότα στην Ελλάδα και τον κόσμο στις 13 Ιουλίου

2023: Ο Νταουρέν Κουρουγκλίεβ κατακτά το ασημένιο μετάλλιο στην κατηγορία των 86 κ. της ελευθέρας πάλης στο τουρνουά World Series «Polyak Imre & Varga Janos Memorial», που διεξάγεται στην Ουγγαρία.

2021: Η παραολυμπιονίκης Στέλλα Σμαραγδή στην πρώτη (και μοναδική) προσπάθεια καταρρίπτει το παγκόσμιο ρεκόρ του τριπλούν 47, με 10.03μ. στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στίβου ΟΠΑΠ 2021 που διεξάγεται στο Καυτανζόγλειο Στάδιο της Θεσσαλονίκης. Το προηγούμενο ρεκόρ κατείχε η ίδια με 9.95 μ. από τις 13 Ιουλίου 2019 στην Αθήνα.

2014: Η Γερμανία κατακτά το Παγκόσμιο Κύπελλο για πρώτη φορά μετά την επανένωσή της (και τέταρτη φορά συνολικά), μια και νικά στον τελικό του «Μαρακανά» την Αργεντινή με 1-0 στην παράταση, χάρη σε γκολ του Μάριο Γκέτσε στο 113′. Η διοργάνωση ολοκληρώνεται με 171 γκολ, επίδοση που ισοφαρίζει το ρεκόρ του 1998, στη Γαλλία.

2010: Ο 68χρονος πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού, Νίκος Κωνσταντόπουλος, εκλέγεται πρόεδρος της ΠΑΕ Παναθηναϊκός διαδεχόμενος τον Τζώνυ Βεκρή, ο οποίος με τη σειρά του είχε διαδεχθεί τον Νικόλα Πατέρα. Θα παραμείνει σ’ αυτήν τη θέση αυτή μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου, οπότε θα τον αντικαταστήσει ο Πατέρας.

2004: Ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι, Μπόμπι Φίσερ, συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Τόκιο, την ώρα που επιχειρεί να διαφύγει για τις Φιλιππίνες, ενώ καταζητείται από το FBI από το 1992 λόγω του αγώνα που είχε δώσει ενάντια στον Ρώσο Μπόρις Σπάσκι.

1999: Ο Ολυμπιακός πραγματοποιεί την πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, μια και συμφωνεί με την Πόρτο για τον Σλοβένο ποδοσφαιριστή Ζλάτκο Ζάχοβιτς. Οι «ερυθρόλευκοι» θα δώσουν 2,5 δισ. δρχ. στην Πόρτο, ενώ το τετραετές συμβόλαιο του παίκτη προβλέπει απολαβές 2 δισ. δρχ. (500 εκατ. δρχ. τον χρόνο).

1994: Με δύο γκολ του Ρομπέρτο Μπάτζιο στο 21′ και το 25′, η Ιταλία νικά με 2-1 τη Βουλγαρία και προκρίνεται στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου των ΗΠΑ. Αντίπαλός της εκεί θα είναι η Βραζιλία, η οποία νικά λίγες ώρες αργότερα με 1-0 τη Σουηδία, με γκολ του Ρομάριο στο 80′.

1988: Ο Λάγιος Ντέταρι έρχεται στην Αθήνα έχοντας υπογράψει στον Ολυμπιακό έναντι του αστρονομικού ποσού των 1,4 δισ. δρχ. Ο δήμαρχος Πειραιά Ανδρέας Ανδριανόπουλος και ο πρόεδρος του Ολυμπιακού Γιώργος Κοσκωτάς τον υποδέχονται στην Πλατεία Κοραή, όπου έχουν συγκεντρωθεί περισσότεροι από 30.000 φίλαθλοι για να αποθεώσουν τον Ούγγρο άσο.

1985: Ο Άρθουρ Ας γίνεται ο πρώτος μαύρος τενίστας που ψηφίζεται για να εισέλθει στο International Tennis Hall of Fame.

1985: Ο Σεργκέι Μπούμπκα γίνεται ο πρώτος αθλητής στην ιστορία του επί κοντώ που σπάει το φράγμα των 6 μέτρων, σε μίτινγκ στίβου που διεξάγεται στο Παρίσι.

1973: Ο Βρετανός Ντέιβιντ Μπέντφορντ βελτιώνει το παγκόσμιο ρεκόρ των 10.000 μ. με 27:30.8 σε μίτινγκ στο Λονδίνο. Το ρεκόρ θα αντέξει σχεδόν τέσσερα χρόνια, μέχρι που θα το καταρρίψει ο Κενυάτης Σάμσον Κιμόμπουα, με 27:30.5 στο Ελσίνκι.

1972: Ο Αριστείδης Μούμογλου του Ηρακλή σημειώνει 145 πόντους στη της ομάδας του επί του ΒΑΟ με 170-94. Πρόκειται για ατομικό ρεκόρ σκοραρίσματος σε έναν αγώνα Α’ Εθνικής (το παλιό κατείχε από το 1971 ο Παράσχος Τσάνταλης του Πανελληνίου με 71), αλλά και το πιο παραγωγικό παιχνίδι στην ιστορία της κορυφαίας εθνικής μας κατηγορίας (264 πόντοι).

1967: Ο Βρετανός ποδηλάτης Τόμι Σίμσον πεθαίνει από εξάντληση λόγω καύσωνα κατά την διάρκεια του 13ου ετάπ του Γύρου της Γαλλίας. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν «βάλτε με πάνω στο ποδήλατό μου». Η νεκροψία θα δείξει πως είχε κάνει χρήση αμφεταμινών και αλκοόλ.

1966: Με δύο γκολ του Λουίς Αρτίμε, η Αργεντινή νικά με 2-1 την Ισπανία στον πρώτο αγώνα της για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας. Στους άλλους αγώνες της ημέρας έχουμε Πορτογαλία-Ουγγαρία 3-1 και Ιταλία-Χιλή 2-0.

1952: Ο Στέφανος Πετράκης σημειώνει νέο πανελλήνιο ρεκόρ στα 100 μ. με 10.5 στο Κίελο της Δυτικής Γερμανίας, στο πλαίσιο της προετοιμασίας του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι.

1950: Με δύο γκολ του Όσκαρ Μιγκές στο 77′ και το 85′, η Ουρουγουάη νικά με 3-2 τη Σουηδία για τη δεύτερη αγωνιστική του τελικού ομίλου του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Διατηρεί έτσι ελπίδες για την κατάκτηση του τροπαίου αν νικήσει στον τελευταίο αγώνα της 16ης Ιουλίου τη γηπεδούχο Βραζιλία, η οποία την ίδια μέρα έχει συντρίψει με 6-1 την Ισπανία. Αν το ματς λήξει ισόπαλο, το κύπελλο θα κατακτήσει η «σελεσάο» μια και οι Ουρουγουανοί έχουν χάσει ένα βαθμό στο 2-2 με την Ισπανία.

1926: Ο Πάαβο Νούρμι σημειώνει νέο παγκόσμιο ρεκόρ στα 3.000 μ. (8:20.4) στη Στοκχόλμη.

1924: Ο Φινλανδός Άλμπιν Στένροος κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στον Μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, με χρόνο 2 ώρες 41:22.6. Είναι μόλις η δεύτερη φορά μετά το 1908 που το μήκος της διαδρομής είναι 42 χιλιόμετρα και 195 μέτρα, το οποίο έχει καθιερωθεί έκτοτε για όλους τους διεθνείς αγώνες Μαραθωνίου. Δεύτερος τερματίζει ο Ιταλός Ρομέο Μπερτίνι (2 ώρες 47:19.6) και τρίτος ο Αμερικανός Κλάρενς ΝτεΜάρ (2 ώρες 48:14.0).

1912: Μετά το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς στις 8 Ιουλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης, ο Κωστής Τσικλητήρας κερδίζει το χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ., μια και αυτήν τη φορά μένει πίσω από τους αδελφούς Πλατ και Μπέντζαμιν Άνταμς.

1881: Ο Γουίλιαμ Ρένσο νικά με 3-0 σετ τον Τζον Χάρτλεϊ (6-0, 6-1, 6-1) στον τελικό του Γουίμπλεντον και κατακτά τον πρώτο από τους επτά τίτλους του στο μονό του λονδρέζικου τουρνουά.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News