ΛΟΥΙΣ ΣΟΥΑΡΕΣ: Συναισθηματικός κατακλυσμός

Ουδόλως έχει αλλάξει ο… μετεωρίτης από την Ουρουγουάη, που κλαίει, γελάει και παθιάζεται όπως πριν από δέκα χρόνια.

Πριν φέρει τον Γιούργκεν Κλοπ και καθ’ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα, η Λίβερπουλ έκανε δύο τρανταχτά λάθη: το πρώτο -και πιο σημαντικό- είναι ότι άφησε τον Σάμπι Αλόνσο να φύγει το καλοκαίρι του 2009, ενώ την ίδια χρονιά είχε διεκδικήσει το πρωτάθλημα έως και δύο αγωνιστικές πριν το τέλος του. Αν θυμάται ο «πειραγμένος», ο αντικαταστάτης του σπουδαίου Ισπανού, ενός από τους πιο ντελικάτους και κομψούς αμυντικούς μέσους όλων των εποχών, ήταν ο… Αλμπέρτο Ακουιλάνι, που σημαίνει ότι η φράση «δεν πειράζει που έφυγε ο Σάμπι, πήραμε τον Ακουιλάνι» κάπου ακούστηκε, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει ο υπογράφων, στην ίδια γλώσσα στην οποία γράφτηκε.

Το δεύτερο λάθος είναι ότι άφησε τον Λουίς Σουάρες να φύγει… κοψοχρονιά. Η δική του χρονιά το 2014, με την γκάφα του Στίβεν Τζέραρντ στο παιχνίδι με την Τσέλσι στο «Άνφιλντ» και το γκολ-μαχαιριά του Ραμίρες, αλλά και την πρώτης τάξεως αυτοχειρία στο παιχνίδι με την Κρίσταλ Πάλας, όταν το 3-0 με το οποίο οι «κόκκινοι» προηγούνταν εκτός έδρας απεμπολήθηκε, έγινε 3-3 θαρρείς εν ριπή οφθαλμού και οδήγησε τον Ουρουγουανό επιθετικό σε συναισθηματική κατάρρευση, ήταν η κορυφαία που είχε κάνει ως τότε γκασταρμπάιτερ φορ στο σύλλογο και η μόνη που γίνεται να συγκριθεί με αυτές του Μοχάμεντ Σαλάχ. Το στιγμιότυπο στο «Σέλχαρστ Παρκ», όταν ο Σουάρες βάζει το τρίτο γκολ και παίρνει γρήγορα την μπάλα από τα δίχτυα, προκειμένου να δοθεί συνέχεια στο παιχνίδι ώστε η Λίβερπουλ να διεκδικήσει τη νίκη με σκορ… 7-0, που θα την έβαζε πάνω από τη Μάντσεστερ Σίτι στην ισοβαθμία, αποτελεί την επιτομή της ματαιότητας.

Αλλά ο Σουάρες ήταν ανέκαθεν έτσι. Αφιλτράριστος. Είτε ακροβατούσε στο σκοινί του ρατσισμού είτε χρησιμοποιούσε τα… ούλα του ως όπλο, υπηρξε ένας άξιος εκπρόσωπος του μικρού έθνους που για δεκαετίες ολόκληρες ενοχλούσε το κατεστημένο (αγαπημένο κλισέ) με την αυταπάρνησή του. Άλλωστε, μια δαγκωνιά, στον Τζόρτζιο Κιελίνι και το θριαμβευτικό για την Ουρουγουάη παιχνίδι, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, απέναντι στην Ιταλία, το 1-0 με το γκολ του «χρυσοκέφαλου» Ντιέγο Γοδίν, ήταν ουσιαστικά ο λόγος που η Λίβερπουλ τον άφησε να φύγει. Όχι ακριβώς φτηνά, κόστισε κοντά στα 82 εκατομμύρια ευρώ το θεματάκι στην Μπαρτσελόνα, πάντως γρήγορα, σχεδόν βιαστικά. Αντικαταστάτες ήταν ο Ρίκι Λάμπερτ και ο Μάριο Μπαλοτέλι. Οπότε… καταλαβαίνετε.

Ο σύλλογος αισθάνθηκε ηθικά υπόλογος -ας ήταν να ένιωθε έτσι όταν ανέμελα παρέκαμψε παίκτες, τεχνικό επιτελείο και, κυρίως, κόσμο για να δείξει ότι «ψήνεται» για τη European Super League.

Ο Σουάρες, πάλι, σπανίως νιώθει ηθικά υπόλογος μέσα στον αγωνιστικό χώρο.

 

Το κλάμα βγήκε απ’ το… ποδόσφαιρο

Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα  

Για αυτόν τον καινοφανή παίκτη, ουδόλως μυγιάγγιχτο και διπλοκουμπωμένο, τουναντίον, η εξωτερίκευση του συναισθήματος είναι κάτι φυσικό. Η εναλλαγή του, δε, υπάρχει ως εμβληματική στους κόλπους της ποδοσφαιρικής ανθολογίας. Δεν έχει αλλάξει κάτι, ούτως ειπείν, από τον προημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2010, όταν με το χέρι του στη γραμμή του τέρματος απέτρεψε το γκολ της Γκάνας στο 119’, αποβλήθηκε (και βέβαια έκανε τον ανήξερο) και έτρεχε και χοροπηδούσε σαν παλαβός με το χαμένο πέναλτι του Ασαμόα Τζιαν, που οδήγησε στο έπος του Σεμπάστιαν «Λόκο» Αμπρέου. Ήταν πασιφανές ότι ο Σουάρες, πιτσιρίκος γαρ, θα βρισκόταν ανέκαθεν στις επάλξεις. Αυτές οι εξάρσεις, που όσο το κεφάλι αντέχει ο χρόνος δεν πειράζει, ήταν φανερά βιωματικού περιεχομένου και διαπνέονταν από το ούτως ή άλλως σαδιστικά ειλικρινές συμπέρασμα ότι μόνον οι παράνομες πράξεις που δεν οδηγούν σε επιτυχές αποτέλεσμα οδηγούν στον κόσμο της ντροπής.

Για το 34χρονο, πια, χαμίνι από το Σάλτο, τα συναισθήματα φαίνεται ότι έχουν διαφοροποιηθεί ελάχιστα. Το κλάμα του όταν βγήκε από τον αγωνιστικό χώρο του «Ντραγκάο» στο παιχνίδι με την Πόρτο για την 6η αγωνιστική της φάσης των ομίλων του Champions League, την προηγούμενη Τρίτη, αντικαταστάθηκε από το λαμπερό χαμόγελο στη θριαμβευτική φωτογραφία, μια και η ομάδα του «Τσόλο» Σιμεόνε, γάτα αιωνόβια, έκλεψε την πρόκριση τόσο από τους Πορτογάλους όσο και από τη Μίλαν, η οποία ηττήθηκε 2-1 από τη Λίβερπουλ.

Ο Σουάρες κλαίει και γελάει καθ’ εκάστη, συγκρούεται όποτε του την καπνίσει και του αρέσει να είναι προκλητικός -ή είναι μια επίκτητη ιδιότητα που αποκτήθηκε εξ απαλών ονύχων και ουδόλως έχει εγκαταλειφθεί. Όταν τα δημοσιεύματα πέρυσι έκαναν λόγο για συγκρούσεις του με τον Σιμεόνε, τα συμπεράσματα για την επικείμενη φυγή του βγήκαν παραχρήμα, εν τούτοις για έναν Αργεντινό και έναν Ουρουγουανό που τα σπερματοζωάρια που τους έφτιαξαν δηλώνουν για κατοικία τη γη του πυρός, αυτός είναι μάλλον ένας τρόπος για να λένε καλημέρα -και συνέχεια δεν δίνουν.

Η πρόκληση, η τιμωρία και η εκδίκηση

Απ’ όλα έχει ο… μπαξές

Στην περίπτωση του τσακωμού με τον Πατρίς Εβρά, σε παιχνίδι της Λίβερπουλ με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 2012, απόνερα του οποίου ήταν να κατηγορηθεί από τον Γάλλο για ρατσιστική επίθεση, αλλά ακόμα και σε αυτήν της δαγκωνιάς στον Κιελίνι, τις συνέπειες πλήρωσαν τόσο η Λίβερπουλ όσο και η εθνική ομάδα της χώρας του. Στη δεύτερη περίπτωση, δε, τον Σουάρες στερήθηκε η Ουρουγουάη στο παιχνίδι για τη φάση των «16» με την Κολομβία, που ο Χάμες Ροντρίγκες έκανε τη «σελέστε» μια χαψιά. Ούτως ή άλλως, όμως, αυτός είναι ο τρόπος του παιδιού με το μεγάλο στόμα, που είχε θαμπώσει τόσο τον Τιερί Ανρί, ώστε ακριβώς το ίδιο καλοκαίρι και μετά το περιστατικό με τον Ιταλό αμυντικό (δύο λέξεις και μία ιδιότητα που υποχρεώνουν το θεατή και τον αναγνώστη να σκέφτονται πως είχε λερωμένη τη φωλιά του), να πει ότι είναι ο κορυφαίος επιθετικός στον κόσμο και «αλαζόνας με σωστό τρόπο». Δεν έκανε πίσω, ακόμα κι αν δεν το χρησιμοποίησε για να δαγκώσει ξανά.

Το έκανε, πάντως, μεταφορικά και κυριολεκτικά: οι τρελοί πανηγυρισμοί του στο 3-0 επί της Λίβερπουλ στο «Καμπ Νου», για τον πρώτο ημιτελικό του Champions League το 2019, έφεραν γιουχάισμα και εκκωφαντική τιμωρία στο δεύτερο ματς, το 4-0 του «Άνφιλντ». Επιπροσθέτως, το καλοκαίρι του 2020 μάλλον ως ηθικός αυτουργός των αντιδράσεων του Λιονέλ Μέσι, εξαιρετικού φίλου του (αποδεικνύεται και μόνο από το γεγονός ότι ήταν εκείνος που τον χαιρέτισε επισήμως για την έβδομη Χρυσή Μπάλα του τις προάλλες), τιμωρήθηκε με τη φυγή του από την Μπαρτσελόνα.

Οι Καταλανοί, που δεν μπορούσαν να ακουμπήσουν τον Αργεντινό -αλλά όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει- προτίμησαν τη λογική του διαίρει και βασίλευε και έδιωξαν, επίσης κακήν κακώς, από την ομάδα τον Σουάρες, ο οποίος δεν υπήρχε κάποιος που δεν κατηγόρησε στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε: από τον τότε προπονητή, Ρόναλντ Κούμαν, ως τον πρόεδρο, Ζοάν Μπαρτομέου, απαξάπαντες, με… ονοματοδοσία και δίχως οποιοδήποτε ίχνος διακριτικότητας, πέρασε γενεές 14.

 

Τον κλονίζει συθέμελα

Ο παρτενέρ και το ορμονικό φεστιβάλ

Σαν να μην έφτανε αυτό, βγήκε ο Εβραίος στο παζάρι και ήταν μέρα Σάββατο: τι καλύτερο για τον προπονητή της Ατλέτικο Μαδρίτης από το να βασιστεί σε έναν πολεμόχαρο Ουρουγουανό με κίνητρο; Τα γκολ του και συγκεκριμένα εκείνο με τη Βαγιαδολίδ στο 2-1 του «Γουάντα Μετροπολιτάνο», στις 22 Μαΐου του τρέχοντος έτους, χάρισαν το πρωτάθλημα στην Ατλέτικο.

Το βιογραφικό του Σουάρες είναι γεμάτο με αριθμούς και βραβεία. Δεν θα αποσυρθεί, όταν έρθει η ώρα, ως ο καλύτερος επιθετικός της γενιάς του, διάολε, με τον Ντιέγο Φορλάν ως συνοδοιπόρο του το 2010 και τον Έντινσον Καβάνι ως παρτενέρ του μετά, ούτε ως εκείνος που καθόρισε την εθνική ομάδα του θρυλικού Όσκαρ Ταμπάρες.

Σίγουρα, όμως, στη μνήμη θα μείνει ως κάποιος που αγαπούσε το ποδόσφαιρο τόσο, που τον κλόνιζε συθέμελα. Αλίμονο, το πολύχρωμο ορμονικό φεστιβάλ γίνεται αφόρητο αν εντρυφήσεις σε αυτό, αλλά είναι εθιστικό και, όταν το χάσεις, σου λείπει φρικτά.  

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News