Η κορυφαία αθλητική στιγμή της Ελλάδας

Υπάρχουν κατορθώματα Ελλήνων που εγείρουν αξιώσεων ώστε να περιλαμβάνονται στα σπουδαία γεγονότα ιστορικά, παρ’ όλα αυτά η πορεία που κατέληξε στο 1-0 επί της Πορτογαλίας στο «Λουζ», στις 4 Ιουλίου 2004, είναι ασύγκριτη.

Η βαλκανική όψη της κατάστασης είναι ότι δεν δίνεις δεκάρα για τους θεούς. Ο Άγγελος Χαριστέας, 17 χρόνια έπειτα από εκείνη την κεφαλιά που χάρισε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, έχει βαρεθεί να βλέπει το όνομά του να αποδομείται… δίκην χάριτος: με το πρόσχημα του αστεϊσμού και… μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν έχει βρει τη θέση του στο πάνθεον. Ο Άγγελος Χαριστέας, ειδικά τέτοιες μέρες, πρέπει να αισθάνεται με αυτό θυμηδία. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου θα του έστηναν τουλάχιστον άγαλμα.

Η μία ραμπόνα στον τελικό της 4ης Ιουλίου 2004 ανήκε στον Ζήση Βρύζα. Το ματς ήταν στο 1-0, η Ελλάδα είχε κάνει το ένα κόρνερ της γκολ, γιατί αν πρόκειται για έκσταση που δεν περιφέρεται ανάμεσα σε ημίμετρα έτσι πάει, και ο έτερος επιθετικός της Εθνικής αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να γλεντήσει τους Πορτογάλους, διότι το σκορ δεν το άλλαζε ο Κουέντιν Ταραντίνο, πολλώ δε μάλλον ο αποσβολωμένος Λουίς Φίγκο, ο Ρούι Κόστα και ο νεανίας Κριστιάνο Ρονάλντο. Ο Βρύζας είχε κάνει κάτι παρόμοιο στο «Χάιμπουρι», λιγότερα από εφτά χρόνια πριν. Αλλά, με βάση τη βαλκανική όψη της κατάστασης, η πρόκριση επί μίας Άρσεναλ που αργότερα κατέκτησε το πρωτάθλημα με το 1-0 του Σιλβέν Βιλτόρ στο «Ολντ Τράφορντ» και πήρε το ντάμπλ το 1998… ΠΑΟΚοποιήθηκε. Ο Βρύζας, στην πορεία, πέτυχε ό,τι πρέπει να λογίζεται το πλέον σημαντικό γκολ, δηλαδή εκείνο που έδωσε την πρόκριση στους… Ολυμπιακούς από το προοολυμπιακό τουρνουά: Αυτό στην ήττα 2-1 από τη Ρωσία, που πέρασε την Εθνική στα ημιτελικά.

Οι 24 ώρες του παραλόγου

Για μία μέρα, δύο Έλληνες τενίστες ήταν στους ημιτελικούς του Ρολάν Γκαρός

Το διάνυσμα της αναμονής για τον ημιτελικό της Μαρίας Σάκκαρη με την Μπαρμπόρα Κρεϊτσίκοβα στο Ρολάν Γκαρός ήταν σχεδόν 24 ώρες. Όταν η Ελληνίδα τενίστρια, που πέρασε από το άβατο των χαμένων τέταρτων γύρων σε Major, προκρίθηκε στους ημιτελικούς, με την καρατόμηση της απερχόμενης πρωταθλήτριας των Παρισίων, Έγκα Σφιόντεκ, ο Στέφανος Τσιτσιπάς είχε ήδη κλείσει θέση στους τελευταίους τέσσερις του δεύτερου, χρονικά, Major της χρονιάς, έχοντας εκτοπίσει -κατά κύριο λόγο- επιτέλους τις γκραβούρες που χρησιμοποιούσε πρότερα για να τον αναχαιτίσει, πιθανότατα κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο, τον Ντανιήλ Μεντβέντεφ.

Για 24 ώρες, από τις 9 ως τις 10 Ιουνίου, που η Κρεϊτσίκοβα κατάφερε να αποκλείσει τη Σάκκαρη στο 16ο γκέιμ του τρίτου σετ, δύο Έλληνες ήταν στα ημιτελικά ενός Major τένις ταυτοχρόνως.

Αν θα γινόταν να παρομοιαστεί με κάτι, αυτό θα ήταν με το πρωτάθλημα των Καστοριά Ρέιντζερς στο NHL, δηλαδή στο επαγγελματικό πρωτάθλημα χόκεϊ επί πάγου επί των Ρέιντερς του Γουέιν Γκρέτσκι. Είναι λες και κατέκτησε την τρίτη θέση στη σούμα σε διαδοχικές χρονιές Έλληνας πιλότος. Λες και η Προοδευτική του Σούλη κατέκτησε το πρωτάθλημα όπως η Λέστερ, τρεις αγωνιστικές πριν το τέλος. Στην κλίμακα του απίστευτου, το κόκκινο φάνηκε καθαρά όταν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο κατέκτησε το δεύτερο διαδοχικό MVP, αλλά και όταν ο Στέφανος Τσιτσιπάς, μόνος του, έφτασε στα ημιτελικά του Αυστραλιανού Όπεν. Πριν μια πενταετία, όλα αυτά ήταν παραλογισμοί. Δηλαδή, κι αυτό δεν υπάγεται στην ηλικιακή διάσταση, εκτός κι αν ο Ρότζερ Φέντερερ ήταν… 82 ετών, το να αποκλείσει Έλληνας τον κορυφαίο τενίστα που έχει δει το φως του κόσμου στη φάση των «16» ενός Major, όπως έκανε ο Τσιτσιπάς τον Ιανουάριο του 2019 στη Μελβούρνη, είναι από μόνο του ένα κατόρθωμα το οποίο περικυκλώνεται από όλα τα φόντα μιας στιγμής ιστορικής, που ψάχνει την επιβεβαίωσή της.      

Η σύγκριση

Μια αίσθητη και πάγια υπεροχή

Σε μια λίστα, λοιπόν, με τις κορυφαίες στιγμές του ελληνικού αθλητισμού, οι δύο τενίστες στα ημιτελικά του δεύτερου πιο παλιού Major στην ιστορία, στο Παρίσι, είναι γεγονός που, αν στόμα και… μιλιά είχε, θα αξίωνε ακόμα και την κορυφή. Οι διαστάσεις της σύγκρισης το βγάζουν στον αφρό. Η σχεδόν πανθομολογουμένως, πάντως, κορυφαία στιγμή του ελληνικού αθλητισμού, είναι το Euro 2004, που, όπως και η πρόσφατη πορεία των δύο τενιστών, δεν περιορίζεται στο 1-0 επί της Πορτογαλίας στις 4 Ιουλίου. Οι προεκτάσεις του, όσον αφορά σε αυτό καθαυτό το ανδραγάθημα, είναι φαρδύτερες, επιμηκέστερες, ακόμα κι αν πιστωθεί στο κατόρθωμα μόνο η ουσία του, δηλαδή να περικλείονται αυτά που έγιναν από τις 12 Ιουνίου ως τη σωτήριο μέρα (η οποία για το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν αποδείχθηκε ανεξαρτησίας, κάτι που συνολικά πρέπει να προστεθεί στα «κατά»). Η υπεροχή του ποδοσφαιρικού κατορθώματος θεωρητικά δεν στέκει σε αθλητικό επίπεδο, καθώς ο αθλητής του τένις είναι κατά κανόνα ανώτερος από τον ποδοσφαιριστή, ο οποίος, κιόλας, υπάγεται στα παίγνια και όχι στους αγώνες.

Ωστόσο, το ποδόσφαιρο πάντα νικάει. Από το Δωδεκάθεο, τα πνεύματα της Ινδίας και τις πολεμοχαρείς θεότητες της Σκανδιναβίας, το δέος έρχεται από τις αφηγήσεις στόμα με στόμα, που στη συντριπτική πλειονότητά τους λειτουργούν σαν χαλασμένο τηλέφωνο. Εδώ, όμως, υπάρχουν εικόνα, κραυγές, αλαλαγμοί, συγκίνηση και, κυρίως, αναμνήσεις.  Μόνον ο υπογράφων, ενώ πήγαινε ο Άγγελος Μπασινάς να εκτελέσει το μοναδικό κόρνερ της Ελλάδας (η αίσθηση της πληκτρολόγησης «μοναδικό κόρνερ» φέρνει ρίγη), θυμάται ότι ο μπάρμαν στην καφετέρια που το έβλεπε άναψε καπνογόνο μέσα (!) στο μαγαζί ενώ ο μέσος του Παναθηναϊκού όδευε προς το ημικύκλιο. Και ήταν όλη η χώρα έτσι.

 

Η απόσταση

Τα… βουνά που έπρεπε να προσπεραστούν

Πρόκειται, περίπου, για το κλασικό «έτσι», στην ερώτηση «γιατί οι ροκ σταρ είναι διάσημοι και οι πυρηνικοί επιστήμονες όχι;» Το ποδόσφαιρο είναι το… έτσι. Συμβαίνει. Αρέσει σε όλον τον κόσμο, δεν υπάρχει χώρα παγκοσμίως που να μην ασχολείται και, αν δεν το κάνει, όλα κρύβονται κάτω από το πρίσμα μιας πολιτιστικής ανωτερότητας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της «Equipe», που κάθε χρόνο έχει στο πρωτοσέλιδό της το νικητή του Ρολάν Γκαρός και του Ποδηλατικού Γύρου. Σε αυτήν τη φρενίτιδα υπάρχει πάντα ένας… κουλτουριάρικος σοβινισμός, που εν πάση περιπτώσει το Παρίσι μπορεί να δικαιολογήσει, έχοντας, άλλωστε, προσφέρει τόσα άσυλα κατά τη διάρκεια της ιστορίας του σε ανθρώπους του πνεύματος, που θα μπορούσαν να προσφέρουν κάτι.

Επίσης, είναι και ζήτημα απόστασης. Για την Ελλάδα, αυτή η νίκη ήταν πυροτέχνημα και δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη ότι μπορούσε να συμβεί. Για να αντιπαραβληθεί με την επιτυχία της Σάκκαρη, η Ελληνίδα τενίστρια, έχοντας φτάσει στον τέταρτο γύρο των Major, απλώς επανέλαβε το μοτίβο της Λένας Δανιηλίδου, που είχε την ίδια πορεία σε τρία από τα τέσσερα τουρνουά. Για να πάει στον ημιτελικό, έπρεπε να νικήσει ακόμα δύο αντιπάλους της. Ο Τσιτσιπάς, δε, μπορεί να έχει για σημείο σύγκρισης μόνο τον εαυτό του, αλλά είχε ήδη τρεις παρουσίες σε ημιτελικά πριν πάει στον τελικό.

Στην κλίμακα της απόστασης, η μόνη στιγμή που θα μπορούσε να συγκριθεί με το Euro 2004 είναι το Ευρωμπάσκετ του 1987.

 

Ο… θεός και οι αλλαγές

Το μπάσκετ εξελίχθηκε περισσότερο από κάθε άλλο σπορ

Σε αυτήν την περίπτωση, μιλάμε για μία εθνική ομάδα η οποία είχε τερματίσει 10η στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και που είχε ένα χάλκινο το 1949, σε ένα Ευρωμπάσκετ, όμως, που έγινε στο… Κάιρο της Αιγύπτου, το κατέκτησαν οι οικοδεσπότες και συμμετείχαν η Γαλλία, η Ολλανδία, η Συρία, η Τουρκία και ο… Λίβανος!

Επίσης, πρόκειται για την πρώτη μεγάλη στιγμή στη μεταπολίτευση, εκείνη που όντως όλοι οι Έλληνες ενώθηκαν. Οι βουτιές στα σιντριβάνια και οι αχοί από ανθρώπους που στέκονταν με τα πόδια στο κάθισμα του συνοδηγού και τον πάνω κορμό τους έξω από τα παράθυρα του αυτοκινήτου κρατούν ακόμη το άρωμά τους. Όμως, η διοργάνωση έγινε στο Φάληρο και η Ελλάδα είχε έναν από τους κορυφαίους, κατ’ ομολογίαν, Ευρωπαίους παίκτες, τον Νίκο Γκάλη και μαζί του ένα καστ που δεν του έλειπε κάτι σε επίπεδο δεξιοτήτων: ο Φάνης Χριστοδούλου και ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ακόμα και ο Παναγιώτης Φασούλας, ήταν σημαντικοί πολιορκητικοί κριοί σε ένα παιχνίδι που, όμως, τώρα με δυσκολία βλέπεται.

Συν τοις άλλοις, η πιο μεγάλη διαφορά είναι το ΝΒΑ. Δηλαδή, ναι μεν γίνεται λόγος για μία πρωτοφανή επιτυχία, αλλά σε «ερασιτεχνικό» -ας αποκληθεί έτσι για να διαχωριστεί- επίπεδο. Γι’ αυτό και η νίκη επί των Αμερικανών το 2006 μπορεί να θεωρείται το πιο μεγάλο ματς, μεμονωμένα, στην ιστορία των ελληνικών ομαδικών σπορ, αλλά για να είχε πιθανότητες η ίδια η πορεία να μπει στη σύγκριση με το Euro 2004, θα έπρεπε να έχει ως θέλγητρο το χρυσό μετάλλιο, το οποίο κατέληξε σε ισπανικά χέρια και, αν και αυτό έγινε in extremis, σηματοδότησε και μια περίοδο… ισπανικής κατοχής, τουλάχιστον στις διεθνείς αναμετρήσεις.

 

Από το… μηδέν

Βρέθηκαν εκεί που δεν φαντάζονταν

Στο τέλος, η απόσταση που διένυσε η εθνική ποδοσφαίρου για να φτάσει στην επιτυχία, ήταν αδιανόητη. Το πρώτο ματς του Ότο Ρεχάγκελ στον πάγκο ήταν μία ήττα 5-1 από τη Φινλανδία, η Ελλάδα είχε να λάβει μέρος σε μεγάλη διοργάνωση 10 χρόνια, από το περιβόητο 4-4-2 στο Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ, με το 0-10 στα ματς με Αργεντινή, Βουλγαρία, Νιγηρία, ενώ σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα είχε πάρει άλλη μία φορά μέρος, το 1980, με μια τίμια παρουσία, που είχε, όμως, δύο ήττες δύσκολες από Τσεχοσλοβακία και Ολλανδία και μία ισοπαλία με τη Δυτική Γερμανία.

Αυτό ήταν όλο. Η Εθνική δεν είχε άλλη παρουσία και μάλιστα, ως και το βράδυ της 7ης Ιουνίου και τη σουτάρα του Στέλιου Γιαννακόπουλου στο «Ρομαρέδα», ήταν αποκλεισμένη από την τελική φάση της διοργάνωσης.

Και μπορεί η σύγκριση, για την οποία το κυνήγι της αλήθειας δεν είναι το άπαν, να φαινόταν ότι έκρυβε προοπτικές, αλλά στο τέλος το Euro 2004 ήταν, μακράν από τη δεύτερη, η κορυφαία αθλητική (και ενδεχομένως μία από τις πιο περίοπτες κοινωνικά) στιγμή του έθνους, από τότε που ο «καπάκιας» Οδυσσέας Ανδρούτσος έβαζε… γκολ στο Χάνι της Γραβιάς.   

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News