«Στα 18 του είχε ήδη τις γνώσεις και την αντίληψη ενός βετεράνου». Αυτή η ατάκα ανήκει στον παλιό προπονητή της Μίλαν, Νιλς Λίντχολμ και αποτυπώνει πλήρως το φαινόμενο Φράνκο Μπαρέζι. Ο εμβληματικός Ιταλός αμυντικός της δεκαετίας του 1980 και του 1990, κλείνει σήμερα 8 Mαΐου τα 62 του χρόνια.
O Λίντχολμ ήταν εκείνος που τον σύστησε στο ιταλικό ποδόσφαιρο, όταν έκανε το ντεμπούτο του κόντρα στην Ελλάς Βερόνα στο «Μπεντεγκόντι» σε ηλικία 17 ετών, στις 23 Απριλίου του 1978. «Ο Nερέο Ρόκο, ο οποίος όταν ξεκίνησα ήταν ακόμα μέλος του προπονητικού επιτελείου, για να μην με αφήσει να… τρελαθώ, μετά το ντεμπούτο μου, είπε, με τη συνηθισμένη και απότομη ειρωνεία του, ότι δεν είχε καν προσέξει πως ήμουν στο γήπεδο. «Α! Έπαιζες κι εσύ;», μου είπε. Εγώ χάρηκα γιατί είχαμε κερδίσει και πήγα καλά. Είχα την έγκριση των πιο έμπειρων συμπαικτών μου. Στο μεσημεριανό γεύμα, την επόμενη χρονιά, κάθισα στο τραπέζι με τον Ριβέρα και τον Μπιγκόν, από τους οποίους έμαθα πολλά».
Ένας απροσπέλαστος τύπος, λίμπερο με ύψος 1.76 εκ. Στεγνός και μικροσκοπικός. Όσο μπόι του έλειπε για τη θέση αυτή όμως, το πήρε σε μυαλό, διορατικότητα και άψογη τεχνική. Για πολλούς, είναι ο πληρέστερος Ιταλός αμυντικός όλων των εποχών. Αψεγάδιαστος στα αμυντικά του καθήκοντα, εξαιρετικός με τη μπάλα στα πόδια και ιδανικός οργανωτής του παιχνιδιού. Σημαία της Μίλαν επί 20 χρόνια, την οποία… απατούσε, μόνο για την λατρεμένη του Σκουάντρα Ατζούρα. Πιστός στρατιώτης ακόμα και στις σκοτεινές εποχές που τον ανάγκασαν να την συνοδέψει στην Serie B. Τότε, που ως παίκτης στη Β’ εθνική, αναδείχτηκε πρωταθλητής κόσμου, μέσα στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου» το 1982, μπροστά σε 90.000 θεατές. Κι ας μην είχε παίξει καθόλου σε εκείνο το Μουντιάλ.
Kατέγραψε 716 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις με τη φανέλα των «ροσονέρι» και άλλες 81 με την εθνική ομάδα. Απολογισμός, 1 Παγκόσμιο Κύπελλο το 1982, 3 Champions League, 6 πρωταθλήματα και 4 Super Cup Ιταλίας, 2 Διηπειρωτικά, 4 ευρωπαϊκά Super Cup, 1 Mitropa Cup. Μόνο το Coppa Italia λείπει από το παλμαρέ του. Ωστόσο, τη σεζόν 1989-90 αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ στην εν λόγω διοργάνωση με 4 γκολ. Συνολικά στην καριέρα του βρήκε δίχτυα 33 φορές. To 1999 αναδείχτηκε κορυφαίος παίκτης του αιώνα για τη Μίλαν. Σίγουρα, ένα χρόνο πριν, δεν κράτησε κακία στον Μάρκο Φαν Μπάστεν, όταν ο Ολλανδός κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα, αφήνοντάς τον στη δεύτερη θέση, με διαφορά 39 ψήφων…
Σήμερα, υπηρετεί το σύλλογο του Μιλάνου από το πόστο του αντιπροέδρου. Δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό για τον «Piscinin», τον μικροσκοπικό όπως τον αποκαλούσαν οι Ιταλοί στην αρχή της διαδρομής του.
Ο αδερφός του, ο θάνατος των γονιών τους και η Ίντερ
Ο Φράνκο Μπαρέζι γεννήθηκε στην πόλη Τραβαλιάτο στην επαρχία της Μπρέσια. Από νωρίς ήταν ο «μικρός Μπαρέζι», ή «Μπαρέζι 2», λόγω του δύο ετών μεγαλύτερου αδερφού του, Τζουζέπε, που μεγαλώνοντας ενσωματώθηκε στις ακαδημίες της Ίντερ. «Ως παιδιά παίζαμε ποδόσφαιρο με μια δερμάτινη μπάλα γυαλισμένη με φλούδα χοιρινού. Πόσες φορές έχω παίξει μόνος με την μπάλα σε εκείνη την αυλή, ξυπόλητος για να μην καταστρέψω τα μόνα παπούτσια που είχα», αναφέρει στην αυτοβιογραφία του. Πού να φανταζόταν τότε, ότι στο μέλλον θα αντάλλαζαν λάβαρα ως αντίπαλοι αρχηγοί στα «Derby della Madonnina».
Τα δύο αδέρφια έχασαν νωρίς με διαφορά λίγων ετών και τους δυο τους γονείς, που ήταν αγρότες. Πρώτα τη μητέρα τους και μετά τον πατέρα τους, όταν τον χτύπησε ένα ταξί. Την οικογένεια κράτησε ενωμένη η μεγαλύτερη αδερφή τους, η Λουσία. Ο Φράνκο, που τότε ήταν 16 ετών έχει εξομολογηθεί: «Ο θάνατος των γονιών μου επηρέασε την ανάπτυξή μου και την προσωπικότητά μου, αλλά με έκανε πιο δυνατό. Τα κρατούσα όλα μέσα μου, σαν να μην είχα την πολυτέλεια ούτε να κλάψω και μεταμορφωνόμουν στο γήπεδο. Αγωνιζόμουν ενάντια στις αντιξοότητες της ζωής και της μοίρας, που πήραν τη μορφή του αντιπάλου. Κατά τη διάρκεια της ζωής μου πρέπει να ευχαριστήσω τόσους πολλούς ανθρώπους που ήταν δίπλα μου, η Μίλαν ήταν μια άγκυρα για να κρατηθώ».
«Πάντα προσπαθούσα να συμπεριφέρομαι σαν να με κοιτάς, πόσα πράγματα ήθελα να σου πω και να μοιραστώ, έστω και μια παλιά φωτογραφία. Ciao μπαμπά», έγραψε την Ημέρα του πατέρα, ο Μπαρέζι.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Λόγω του Πέπε, πέρασε αρχικά από try out στην Ίντερ σε ηλικία 12 ετών, αλλά απορρίφθηκε λόγω της σωματοδομής του. «Έλα πάλι του χρόνου, να έχεις αναπτυχθεί περισσότερο», του είπαν τότε.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Η Ίντερ με παρακολουθούσε αλλά δεν πήγα ποτέ δοκιμαστικά, γιατί ο σκάουτερ που με είχε ξεχωρίσει, πέθανε και έτσι δεν κλήθηκα ποτέ. Αντίθετα, πήγα στο Linate για να με δει η Μίλαν, η οποία στη συνέχεια με κάλεσε στο Milanello για το οριστικό τεστ και μετά υπογράψαμε. Πάντα ήμουν οπαδός της Μίλαν», δήλωσε πρόσφατα ο ίδιος ο Μπαρέζι στη Gazzetta dello Sport. Στα 14, ενσωματώθηκε στους «ροσονέρι» και το 1979 κατέκτησε το πρώτο του Scudetto. Στα 22 του, φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού και αργότερα τον αποκαλούσαν «Kaizer Franz», λόγω του μεγάλου Φραντς Μπεκενμπάουερ. Λες και ήταν της μοίρας το γραμμένο…
«Η καριέρα μου ήταν σαν μια κούνια, μετά από κάθε άνοδο ερχόταν και μία πτώση»
Αφού καθιερώθηκε στην ενδεκάδα της Μίλαν, ακολούθησε η σκοτεινή περίοδος των σκανδάλων για στημένους αγώνες και του υποβιβασμού στη Serie B, δύο φορές (η μία αγωνιστικά) στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο Μπαρέζι, αν και ήταν μέλος της εθνικής Ιταλίας που έφτασε ως τα ημιτελικά του EURO 1980, δεν σκέφτηκε στιγμή να μην την ακολουθήσει σε αυτό το δύσκολο μονοπάτι. Πολλοί σύλλογοι τον «χρύσωναν» για να φορέσει τη φανέλα τους. Ούτε να το σκεφτεί. «Στην εποχή μου δεν υπήρχαν μάνατζερ. Ο σύλλογος αποφάσισε να επενδύσει σε μένα, με κάλεσαν, μου το είπαν ξεκάθαρα και δεν είχα κανέναν ενδοιασμό». Πήρε το περιβραχιόνιο του αρχηγού, όταν αποχώρησαν οι Μαλντέρα και Κολοβάτι και δεν το αποχωρίστηκε ποτέ ξανά. Ίσως και να είχε διαίσθηση ότι θα ακολουθούσουν μέρες τις απόλυτης δόξας των «ροσονέρι», εντός και εκτός τειχών. «Πρέπει να ομολογήσω, ότι η καριέρα μου πάντα ήταν σαν να είμαι πάνω σε μια κούνια. Μετά από κάτι καλό, ερχόταν μία πτώση», έχει δηλώσει ο ίδιος.
Η απογείωση με Σάκι και Μπερλουσκόνι
Το Φεβρουάριο του 1986, εμφανίστηκε στο Μιλάνο ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και έσωσε την μισοδιαλυμένη Μίλαν από την χρεωκοπία, γιατρεύοντας παράλληλα τις πληγές των περιπετειών που βίωσε τα προηγούμενα χρόνια. To 1987, προσέλαβε τον Αρίγκο Σάκι στη Μίλαν. «Ένα χρόνο πριν έρθει ο Σάκι, μας είχε κερδίσει με την Πάρμα, αλλά δεν είχα την αίσθηση ότι το παιχνίδι του ήταν τόσο προχωρημένο, στην πραγματικότητα δεν ήξερα καν ποιος ήταν ο Σάκι. Αλλά ο Μπερλουσκόνι είδε μακριά και κατάλαβε ότι ήταν ο σωστός άνθρωπος. Αυτός ο Μπερλουσκόνι που, συστήνοντας τον εαυτό του στην ομάδα, «μας είπε ότι ήθελε και να κερδίζει και να συγκινεί, ζήτησε ένα επιθετικό, γρήγορο, θεαματικό παιχνίδι. Οι συμπαίκτες μου και εγώ κοιταχτήκαμε στα μάτια διστακτικά και είπαμε: “Ας ελπίσουμε για το καλύτερο …”», αναφέρει ο Μπαρέζι για την περίοδο που έμελλε να γίνει το επισφράγισμα του μύθου του. «Τότε ο μεγάλος αντίπαλος ήταν η Νάπολι του Ντιέγκο Μαραντόνα».
#ACMilan: #VanBasten #Sacchi #Baresi #Berlusconi #Rijkaard and #Gullit. pic.twitter.com/YaCKii1g31
— OldFootballPhotos (@OldFootball11) July 18, 2016
Ένα χρόνο μετά, ήρθε το Scudetto, μετά από 9 δύσκολα χρόνια και τα δύο σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών το 1989 και 1990. Χτίστηκε μία… ομάδα όνειρο, με κορυφαίους παίκτες σε κάθε θέση, ακολούθησε η έλευση του σπουδαίου Φάμπιο Καπέλο και τα επόμενα χρόνια χάρισαν τίτλους και αλησμόνητες χαρές στους Μιλανέζους. Και βέβαια στη συνέχεια το ευρωπαϊκό του 1994 στην Αθήνα, κόντρα στη dream team της Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ (σε εκείνο τον τελικό ήταν τιμωρημένος και δεν αγωνίστηκε). Ο Μπαρέζι είχε δίπλα του τον Πάολο Μαλντίνι, τον Mάουρο Τασότι, τον Αλεσάντρο Κοστακούρτα, τον Κριστιάν Πανούτσι κ.ά, συνθέτοντας μία από τις καλύτερες αμυντικές γραμμές στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Tεράστιοι παίκτες όπως ο Μάρκο Φαν Μπάστεν, o Kάρλο Αντσελότι, ο Ρουντ Γκούλιτ, ο Φρανκ Ράικαρντ, o Mαρσέλ Ντεσαγί, ο Μπόμπαν, ο Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς, ο Ζορζ Γουεά έκαναν τη Μίλαν απόλυτη κυρίαρχο εκείνη την εποχή.
Μόνο… νεκρός θα εγκατέλειπε τη μάχη
Στο «derby della Madonnina» κόντρα στην Ίντερ στις 19 Νοεμβρίου του 1989, ο Μπαρέζι έπαιξε για πάνω από μία ώρα με σπασμένο χέρι, μετά από μία κλωτσιά που δέχτηκε σε μία μονομαχία με τον Γιούργκεν Κλίνσμαν. Ο αρχηγός της Μίλαν έσφιξε τα δόντια, δεν το ανέφερε σε κανέναν κι έμεινε στη θέση του μέχρι το τελευταίο σφύριγμα. Πώς θα ήταν δυνατόν να αφήσει το περιβραχιόνιο και να εγκαταλείψει τη μάχη στο αιώνιο ντέρμπι; Η Μίλαν πήρε τη νίκη με 3-0 τότε. Και αυτή δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ενεργούσε έτσι. Αυτός ήταν ο Μπαρέζι και για αυτό η φανέλα με το νούμερο 6, που έμοιαζε σαν τατουάζ στο κορμί του, αποσύρθηκε από τους «ροσονέρι», όταν «κρέμασε» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.
Ρήξη μηνίσκου και clean sheet στον τελικό του Μουντιάλ σε 24 ημέρες
Το ίδιο… ξεροκέφαλος ήταν και στο Μουντιάλ του 1994 στην Αμερική. Στο παιχνίδι της Ιταλίας κόντρα στη Νορβηγία, στο δεύτερο παιχνίδι στους ομίλους στις 23 Ιουνίου, υπέστη ρήξη μηνίσκου και όταν… τόλμησαν να του πουν να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα, το αυτονόητο δηλαδή, απαίτησε να εγχειριστεί άμεσα. Τότε έγινε το θαύμα! Μόλις 24 ημέρες μετά, ήταν στη θέση του, ως βασικός στο μεγάλο τελικό με τη Βραζιλία, πραγματοποιώντας συγκλονιστική εμφάνιση, απέναντι στους θρυλικούς Ρομάριο και Μπεμπέτο, αποδεικνύοντας ότι οι εύλογες αμφιβολίες του Αρίγκο Σάκι να τον χρησιμοποιήσει, ήταν πέρα για πέρα ανυπόστατες. Κράτησε το μηδέν στην κανονική διάρκεια και έπαιξε τα 30 λεπτά της παράτασης, στα 34 του χρόνια, πριν τη διαδικασία των πέναλτι. Ήταν ανάμεσα στους εκτελεστές. Ο πρώτος. Και αστόχησε. Όπως και ο θρυλικός Ρομπέρτο Μπάτζιο, ακρογωνιαίος λίθος της Σκουάντρα Ατζούρα στο δρόμο για τον τελικό. (Ο Μασάρο έχασε επίσης ένα πέναλτι). Τι ειρωνεία Θέε μου και για τους δύο… «Για να υπάρξει νικητής, κάποιος πρέπει να χάσει. Έτσι έμελλε να γίνει, μάλλον η Βραζιλία το άξιζε περισσότερο από εμάς», δήλωνε ο αρχηγός, με περίσσια αξιοπρέπεια.
Τότε ο Μπαρέζι είχε ξεσπάσει σε κλάματα και ένιωσε ότι απελευθερώθηκε. Όλα τα δάκρυα που στερήθηκε μικρός. «Ως παιδί δεν μπορούσα να κλάψω, έπρεπε να φαίνομαι δυνατός, αλλά εκείνη τη φορά κατάλαβα ότι για μένα ήταν η τελευταία ευκαιρία. Ήταν λυτρωτικό».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Μετά από κάθε φορά που τον αντιμετωπίζαμε, τα πόδια μας χρειαζόταν πάγο και αντιφλεγμονώδη»
Η δύναμη και η ευφυΐα του ήταν το σήμα κατατεθέν του και σε αυτά υποκλίθηκαν συμπαίκτες και αντίπαλοι.
Είπαν για τον Φράνκο Μπαρέζι:
Πάολο Μαλντίνι: «Ήταν ξεχωριστός. Ήταν ένας κοντός, αδύνατος τύπος αλλά τόσο δυνατός. Μπορούσε να πηδήξει τόσο ψηλά. Ο τρόπος που έπαιζε στο γήπεδο ήταν παράδειγμα για όλους. Δεν μιλούσε πολύ, όχι, όχι, όχι. Ο τρόπος που έπαιζε, ο τρόπος που έκανε προπόνηση ήταν παράδειγμα. Είχε ρυθμό, αλλά ήταν μόλις 70 κιλά. Αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι όταν έκανε τάκλιν… ήταν τόσο δυνατός. Για μένα ήταν το πρότυπο. Ήταν σημείο αναφοράς. Ήταν πολύ καλός και με την μπάλα. Πολύ πολύ καλός. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις έναν καλό αμυντικό, που να είναι δυνατός και καλός με την μπάλα στα πόδια. Πολύ δύσκολο».
Ζίκο: «Ο τέλειος λίμπερο, ικανός να κάνει ό,τι θέλει με την μπάλα είτε αμύνεται είτε επιτίθεται. Είχε μεγάλη αίσθηση της θέσης του και με την ταχύτητά του μπορούσε να βγάλει γρήγορα την άμυνα και να εξαπολύσει επίθεση. Και αυτό ήταν πάντα μισό γκολ από μόνο του».
Ρουντ Γκούλιτ: «Ηγέτης στα μετόπισθεν, πολύ δυνατός και γρήγορος, με εξαιρετική κατανόηση του παιχνιδιού. Ως αμυντικός μπορούσε να κάνει τα πάντα. Πολλές φορές, ήξερε τι επρόκειτο να κάνει ο επιθετικός πριν καλά καλά το σκεφτεί ο ίδιος! Πώς περνάς έναν τέτοιο τύπο;»
Μαρσέλ Ντεσαγί: «Τι λέξεις υπάρχουν για να περιγράψεις αυτόν τον άνθρωπο; Απλώς ο καλύτερος αμυντικός των τελευταίων τριών δεκαετιών και ο τελευταίος μεγάλος λίμπερο. Πάντα φαινόταν να ξέρει εκ των προτέρων πού θα πάει η μπάλα και δεν υπήρχε σέντερ φορ στον πλανήτη που να ήταν ικανός να τον εκπλήξει. Είχε επίσης πολύ καλή τεχνική στο παίξιμο της μπάλας και όταν έβγαινε στην επίθεση ήταν πάντα επικίνδυνος. Ένα πραγματικό είδωλο».
Γκεόργκι Χάτζι: «Αυτός ο τύπος είναι ένα μνημείο στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Η Μίλαν και η Ιταλία έχτισαν τις ομάδες τους γύρω από αυτόν, όπως ανακάλυψα όταν η Μίλαν κέρδισε τη Στεάουα Βουκουρεστίου με 4-0 στον τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου το 1989. Μπόρεσε να φτιάξει το παιχνίδι από τα μετόπισθεν, βγαίνοντας από την άμυνα και εξαπέλυσε μερικές εκπληκτικές πάσες με καταστροφικό αποτέλεσμα».
Μπράιαν Λάουντρουπ: «Ενας θρύλος. Ένας σύγχρονος αμυντικός και μοναδικός στην εποχή του ως σπουδαίος αμυντικός που έπαιζε τόσο καλά με την μπάλα. Πολύ κομψός, διάβασε το παιχνίδι εξαιρετικά, είχε μεγάλη ταχύτητα και εκτελούσε υπέροχα φάουλ».
Τζιανφράνκο Τζόλα: «Μετά από ένα παιχνίδι εναντίον του Μπαρέζι, τα πόδια μας χρειαζόταν πάγο και αντιφλεγμονώδη. Είναι ο πιο σκληρός αμυντικός που αντιμετώπισα στην καριέρα μου».
Ρόναλντ Κούμαν: «Ο Μπαρέζι ήταν ποιοτικός με τη μπάλα και όπως όλοι οι σπουδαίοι Ιταλοί σέντερ-μπακ ήταν σκληρός και δεν σταματούσε με τίποτα μέχρι να σου πάρει την μπάλα. Παραδόξως, ήταν στα 20 του ακόμα όταν πήρε την αναγνώριση που του άξιζε και μέχρι τότε ήταν ήδη ο καλύτερος αμυντικός στον κόσμο».
Γκάρι Λίνεκερ: «Ο Φράνκο Μπαρέζι ήταν ένας από τους σπουδαίους αμυντικούς όλων των εποχών: διάβαζε τα πάντα σε ένα παιχνίδι, έκανε τα πάντα να φαίνονται τόσο εύκολα και ταυτόχρονα ήταν εξαιρετικός και έδινε πάσες για την υπόλοιπη σπουδαία ιταλική ομάδα».
Ρέι Γουίλκινς: «Ο Φράνκο ήταν ο καλύτερος παίκτης με τον οποίο έχω παίξει ποτέ. Ο τύπος ήταν παγκόσμιας κλάσης μέχρι το μεδούλι. Είχε τα πάντα, ρυθμό, δύο καλά πόδια και ήταν ηγέτης όλων. Θυμάμαι την πρώτη φορά που προπονήθηκα μαζί του στη Μίλαν, δεν πίστευα στα μάτια μου! Σκέφτηκα, «Χριστέ μου, είναι απίστευτος». Ήταν χαρά να παίζεις μαζί του».
Τζέιμι Κάραχερ: «Ανέτρεψε την αντίληψη ότι πρέπει να είσαι μεγαλόσωμος, δυνατός και γρήγορος για να είσαι μεγάλος αμυντικός. Δεν βασιζόταν στο ύψος του ή στη δύναμή του, αλλά ήταν ένας λαμπρός οργανωτής και αυτό που του έλειπε σε ρυθμό, το αναπλήρωνε με οργανωτικές δεξιότητες. Ο τρόπος που διάβαζε ένα παιχνίδι, τον κρατούσε ένα βήμα μπροστά από τον αντίπαλο. Ήταν φανταστικός με τη μπάλα. Ξεκινούσε τις επιθέσεις της Μίλαν βγαίνοντας από την άμυνα. Λαμπρός».
Γκάρι Νέβιλ: «Λάτρεψα τον Φράνκο Μπαρέζι. Ήταν ο άνθρωπος. Τα πάντα πάνω του ήταν επιθετικά, στο μπροστινό πόδι. Ήταν σωστός ηγέτης. Ήταν σκληροτράχηλος και τίποτα δεν φαινόταν να τον ξεπερνάει».
Έκλαψε κι ο Διάβολος στο «αντίο» του
Ο επίλογος μίας ονειρεμένης πορείας ενός θρύλου του ιταλικού ποδοσφαίρου που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στο λατρεμένο άθλημα, γράφτηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1997. Σε ένα παιχνίδι προς τιμή του, όπου το «Σαν Σίρο» γέμισε με θρύλους του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ανάμεσα σε παλιές δόξες της Μίλαν αλλά και τον αγαπημένο του αδερφό, Τζουζέπε.
Ζίκο, Φαν Μπάστεν, Ρομάριο, Ρομπέρτο Μπάτζιο, Ούγκο Σάντσες, Ρουντ Γκούλιτ, Τζανλούκα Βιάλι, Φερνάντο Ιέρο, Ζορζ Γουεά, Έντγκαρ Ντάβιντς, Ντάνι Μπλιντ, Ρόναλντ ντε Μπουρ, Φερνάντο Ρεδόνδο, Εμίλιο Μπουντραγκένιο, Κάρλο Αντσελότι, Φρανκ Ράικαρντ, Ζαν Πιερ Παπέν, Kαρέκα και άλλοι, ήταν όλοι εκεί. Eίχε προηγηθεί ο τελευταίος του αγώνας στη Serie A, με τη Μίλαν, κόντρα στην Κάλιαρι, την 1η Ιουνίου του 1997.
Στον αποχαιρετιστήριο γύρο του θριάμβου και ακροτελεύτιο της φανέλας με το νούμερο 6, δάκρυσαν και οι «Διάβολοι», οι οπαδοί των «ροσονέρι» στις εξέδρες…
Photo credits: Eurokinissi, Franco Baresi instagram
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Γιουρτσεβέν: «Στην έδρα μας θα τους κάνουμε ένα κατάλληλο καλωσόρισμα»
- Τζίμας: Σκόραρε και πάλι με πανέμορφο τελείωμα (video)
- Ολυμπιακός: Κορυφαίος στον πλανήτη ο Χρήστος Μουζακίτης!
- Ολυμπιακός: Η απίθανη στιχομυθία του Ρόντινεϊ με τον Φορτούνη!
- Καλλιθέα-Πανσερραϊκός 1-2: Ο Μπετανκόρ ξέρανε τους γηπεδούχους στο 92'