Λιονέλ Μέσι-Ρομάν Ρικέλμε: Οι διάδοχοι του Μαραντόνα τα κατάφεραν με τον τρόπο τους

Μόνο ο λήγοντας θέλει αλλαγή: ο Ρομάν Ρικέλμε γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου 1978, ο Λιονέλ Μέσι, στις 24 Ιουνίου 1987. Και οι δύο ακολούθησαν τη δική τους πορεία στο ποδόσφαιρο, ο πρώτος ως άχρονος καλλιτέχνης και ο δεύτερος ως ένας από τους σπουδαιότερους -αν όχι ο πρώτιστος- όλων των εποχών. 

Απομένει μόλις ένα γραμμάτιο για να εξοφληθεί οριστικά ο λογαριασμός. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ θα είναι, κατά τα ειωθότα, η τελευταία διοργάνωση του Λιονέλ Μέσι με την εθνική ομάδα. Στην Αργεντινή, η αμφιθυμία για το σπουδαίο Αργεντινό δεν είναι άγνωστη. Ύστερα από κάθε αποτυχία, τον αποκαλούν Ισπανό. Έπειτα από τις επιτυχίες, τουλάχιστον θυμούνται ότι υπηρετεί την εθνική ομάδα αγόγγυστα από τις 17 Αυγούστου του 2005, πως είναι παρών σε κάθε μεγάλη διοργάνωση, ότι έχει ακόμα και χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, πως έχει κατακτήσει το Copa America μέσα στο Μαρακανά το καλοκαίρι του 2021, αν και με ευνοϊκούς όρους, ότι πήρε προσφάτως το Finalissima. Ότι είναι… undisputed σε παιχνίδια, 162, γκολ, 86, και ασίστ, 51. Τέτοιοι αριθμοί είναι για αποθέωση. Είναι στυλ Μπίλι Ράιτ, Λόταρ Ματέους, Πατ Τζένινγκς. Αν όλα κυλήσουν ομαλά, ο Μέσι θα έχει συμπληρώσει 17 χρόνια και 5 μήνες στο Παγκόσμιο Κύπελλο με την Εθνική, περισσότερα από τον Φράνκο Μπαρέζι και τον Πάολο Μαλντίνι στην εθνική Ιταλίας ή από τον Ντιντιέ Ντεσάμπ στην εθνική Γαλλίας. Ο Μέσι, πλέον 35 ετών, δεν είναι μόνο ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, που πρέπει να είσαι ανώμαλος για να μην τον έχεις στη βασική ενδεκάδα σου, αλλά και βιονικός. Αν οι 100 συμμετοχές σε διεθνές επίπεδο είναι ο Ιωβηλαίος, αυτή η αριστεροπόδαρη διάνοια του ποδοσφαίρου έχει παίξει αριθμό παιχνιδιών κοντύτερα στα 200!

Τι συμβαίνει λοιπόν; Το αυτονόητο είναι ότι η Αργεντινή, επί της θητείας του, δεν έχει κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ωστόσο, ο ίδιος δεν αθωώνεται, όπως έχει γίνει, φερ’ ειπείν, στην περίπτωση τόσων ποδοσφαιριστών που τα έχουν κάνει μαντάρα -ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, ο Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν, ο Αριέλ Ορτέγα, ο Ερνάν Κρέσπο δεν μπήκαν στο μικροσκόπιο για τις χαμένες ευκαιρίες με την «αλμπισελέστε». Ο λόγος είναι σαφής: η σύγκριση με τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Στη χώρα που πήρε το όνομά της από το ασήμι (αρζέντο) και τους πρώτους Ισπανούς αποικιοκράτες που έφτασαν εκεί, η κληρονομιά του Μαραντόνα έχει βάρος ασήκωτο. Για τον άνθρωπο που οδήγησε την Αργεντινή στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1986, δεν αποτολμήθηκε ποτέ να μην υπάρξει υπερβολή σε ό,τι αφορά την προσφορά του. Όχι βέβαια για τη δική του παραγωγή, η οποία υπήρξε τόσο σημαντική όσο οποιουδήποτε στην ποδοσφαιρική Ιστορία, όσο για την ολότητά της, η οποία υπήρξε επισκιαστική για τους συμπαίκτες του.

Από τον Μέσι αναμενόταν κάτι ανάλογο: η διαπίστωση ότι δεν ήταν θεός, υπήρξε ιδιαιτέρως σοκαριστική, ως εκ τούτου η εκθρόνιση ήρθε με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ το γεγονός ότι δεν ταυτίζεται με το έθνος ούτε στον τρόπο που στενοχωριέται, ένα μάτσο μαυροντυμένες μοιρολογίστρες δηλαδή, τον καθιστά πολύ κομψό για το γούστο του. Η Ισπανία, επιπλέον, δεν είναι μια χώρα που στο Μπουένος Άιρες εκτιμούν. Δεν ξεχνούν ότι κάποτε τους έκλεψε τον Αλφρέντο ντι Στέφανο και μόνο επειδή έπαθε θλάση δεν συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962.

 

Ο εθισμός και η επιστροφή στην παθογένεια

Ο Μέσι υπήρξε αυτοδικαίως ο φυσικός διάδοχος του Μαραντόνα. Όπως οι Εβραίοι αρνούνται την ύπαρξη του Ιησού Χριστού και ψάχνουν στα κρεβάτια να βρουν τον υιό του Θεού, έτσι και στην Αργεντινή βάφτισαν διάδοχο όποιον έμοιαζε σε τεχνικά χαρακτηριστικά με το σπουδαίο Ντιεγκίτο. Τα ονόματα είναι πλείστα: Αριέλ Ορτέγα, Πάμπλο Αϊμάρ, Χαβιέρ Σαβιόλα, Αντρές ντ’ Αλεσάντρο, Μαρσέλο Γκαγιάρδο, Κάρλος Τέβες, Εζεκιέλ Λαβέτσι, Χαβιέρ Παστόρε, Ρομάν Ρικέλμε. Εδώ δεν πρόκειται καν για την αλλοφροσύνη που μπορεί να έκανε τους Αργεντινούς να δίνουν το χρίσμα σε ποδοσφαιριστές όπως ο Βερόν, ο Κλαούντιο Λόπες, ο Μαρσέλο Ντελγάδο ή τους Ναπολιτάνους να θεωρούν φυσικό διάδοχό του τον Ντανιέλ Φονσέκα. Ό,τι ήταν… κοντό με τεχνική γινόταν κατευθείαν διάδοχος και, βέβαια, η διαδικασία βάλτωνε, όταν καθίστατο σαφές ότι ήταν αδύνατον να ακολουθηθούν αυτά τα χνάρια.

Στην πορεία, οι περισσότεροι φάνηκε να χάνονται στη σκιά του, αλλά για τους Αργεντινούς αυτό είχε γίνει εθισμός. Ακόμα και όταν αποδεσμεύονταν του βάρους και της υποχρέωσης να σηκώνουν μόνοι τους τη χώρα στα χέρια τους και να έχουν να λογοδοτούν για τη διάθεση των πολιτών και κάθε άλλου είδους προβλήματα, ακόμα και τη φτώχεια στη χώρα, ένα νέο όνομα ερχόταν και οι Αργεντινοί ξανακυλούσαν στην παθογένεια. Ο Μέσι ήταν… ίδιος και τα κατορθώματά του παρέπεμπαν στον «Πελούσα». Βεβαίως, εκ του αποτελέσματος, έχει καταφέρει περισσότερα από τον Μαραντόνα, αλλά αυτό κάνει τζιζ και τα πιπέρια είναι έτοιμα να εκτοξευθούν στα χείλη των ασεβών. Το Παγκόσμιο Κύπελλο, ωστόσο, είναι η κορωνίδα, το τρόπαιο όλων των τροπαίων, το θαύμα όλων των θαυμάτων.

Σε αυτό απέτυχε η Αργεντινή το 2006, όταν ο Μέσι ήταν ένας πιτσιρικάς 19 χρόνων και στον πάγκο. Ανήμερα των γενεθλίων του, μάλιστα, ήταν παρών στο «Zentralstadion» της Λειψίας, όταν ο Μάξι Ροντρίγκες πέτυχε ένα μοναδικό γκολ στην παράταση του παιχνιδιού για τη φάση των «16» με το Μεξικό. Ο Χοσέ Πέκερμαν τον έβαλε στο παιχνίδι στο 84’. Αλλά από εκείνη την ομάδα, δεν ήταν ο μόνος που είχε γενέθλια.

 

Το σύμβολο της Μπόκα  

Το νούμερο 10 της Αργεντινής σε εκείνο το ματς φορούσε ο Ρομάν Ρικέλμε. Ήταν μέσα στο γήπεδο και προσπαθούσε να βάλει την Αργεντινή στα προημιτελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ο Ρομάν γεννήθηκε παραμονή του τελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1978, δηλαδή πριν η «αλμπισελέστε» νικήσει 3-1 την Ολλανδία στο «Μονουμεντάλ» και γίνει πρωταθλήτρια κόσμου. Ο Ρομάν φορούσε αυτό το γνώριμο νούμερο στην πλάτη, αλλά από πολύ νωρίς είχε διαχωρίσει τον εαυτό του από όλη τη μαραντονική εμμονή. Υπήρξε τελείως αυτόφωτος -παρ’ ότι λογίστηκε ως ποδοσφαιριστής παλιάς κοπής, ήταν μονόκερος στον τρόπο που έπαιζε ποδόσφαιρο. Έμοιαζε να βγαίνει από μέσα του από τα δευτερόλεπτα που η βελόνα του πικάπ συνδέεται με το δίσκο και πριν ακουστεί η μελωδία. Εκείνος ο ρομαντικός, πια, ήχος στην… εγχείρηση του βινυλίου υπήρξε μοναδικός και ανεπανάληπτος και ο ίδιος ο Ρικέλμε τον ασπάστηκε από άκρου εις άκρον.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ενώ ο τρόπος που έπαιζε ποδόσφαιρο ήταν ανασταλτικός, ακόμα και για να να κάνει καριέρα, το ίδιο το ποδόσφαιρο τον δικαίωσε και τον έφερε στα γήπεδα όλου του κόσμου. Τον έκανε, επιπλέον, το είδωλο των οπαδών της Μπόκα Τζούνιορς, που είναι η φυλή στην Αργεντινή που τον έχει πάνω από τον Μαραντόνα, σε εκτίμηση, αξία και νίκες. Ο Ρομάν βρήκε καταφύγιο στο «Μπομπονέρα», όταν ο υπόλοιπος κόσμος έμοιαζε να μην τον καταλαβαίνει. Οι δεξιότητές του ήταν τέτοιες και καταλάβαινε το παιχνίδι τόσο καλά και άκοπα, που η Μπαρτσελόνα, που δεν τον χρησιμοποιούσε επειδή δεν γινόταν να συνταιριάξει με την ταχύτητα και κυρίως με την κάλυψη όσο το δυνατόν περισσότερου χώρου, που ήθελε ο Λουίς φαν Χάαλ, έβαλε όρο στη Βιγιαρεάλ, η οποία τον απέκτησε ως δανεικό, να πληρώσει αν έφτανε στον τελικό του Champions League! Ούτε βουλωμένο γράμμα αντιστοιχούσε σε αυτήν την πρόβλεψη, αφού ο Ρομάν θα μπορούσε να έχει στείλει στην παράταση το δεύτερο ημιτελικό του Champions League του 2006, απέναντι στην Άρσεναλ, αν ο Γενς Λέμαν δεν του έπιανε εκείνο το πέναλτι στο 90’ της αναμέτρησης στη Βαλένθια.

Στα 28 του, στην πιο ώριμη ηλικία της καριέρας του, βρέθηκε στη Γερμανία παρέα με την υπόλοιπη Αργεντινή ως ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της ομάδας. Η διαδρομή εκείνου του παιδιού που στις 28 Νοεμβρίου του 2000 πείραξε το μυαλό των χαφ της Ρεάλ Μαδρίτης στον τελικό του Διηπειρωτικού, που η Μπόκα νίκησε 2-1, δεν ήταν ακριβώς αυτό που αναμενόταν: η αντιστοιχία για τη γνώση του ήταν η Μπαρτσελόνα, το όνειρο κάθε Λατινοαμερικάνου, και εκείνος απέτυχε οικτρά. Το μελαγχολικό πρόσωπο και ένας εγωισμός που πείραζε συναπτώς τον… Πολυδεύκη του, Μαρτίν Παλέρμο, έγιναν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του. Ο Ρικέλμε έμοιαζε να είναι μόνος του σε όλον τον κόσμο -και αυτό συνέβαινε κυρίως στα γκολ που πετύχαινε. Ακόμα κι όταν οι συμπαίκτες του πήγαιναν να πανηγυρίσουν μαζί του, ενδεχομένως για να αποκτήσει υπόσταση η τηλεοπτική εικόνα, εκείνος έμοιαζε να μην τους θέλει και, κυρίως, να μην τους χρειάζεται. Όμως τα τελευταία λεπτά της Αργεντινής στο τελευταίο του Παγκόσμιο Κύπελλο θα τα έβλεπε από τον πάγκο. Όταν ο Χοσέ Πέκερμαν τον έβγαλε στο 72’ στον προημιτελικό με τη Γερμανία, με την «αλμπισελέστε» να προηγείται 1-0 επί μίας ομάδας που ήταν πάντα κακός μπελάς και την είχε νικήσει 1-0 στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1990, στη Ρώμη, για να βάλει τον πολύ πιο συμβατικό Εστεμπάν Καμπιάσο, το σκορ ήταν 1-0 με το γκολ του Ρομπέρτο Αγιάλα από δική του πάσα. Μόλις οκτώ λεπτά μετά την έξοδό του, οι Γερμανοί ισοφάρισαν με τον Μίροσλαβ Κλόζε και πήραν την πρόκριση στα πέναλτι.

Ο Ρικέλμε και ο Μέσι συναντήθηκαν στο Copa America του επόμενου χρόνου, στη Βενεζουέλα, και τότε ο Λίο προερχόταν από φανταστική χρονιά με την Μπαρτσελόνα. Ο Ρομάν ήταν ο κλειδοκράτορας και ο Μέσι έπαιζε αριστερός ακραίος, αλλά ο τελικός με μια ασθμαίνουσα Βραζιλία, η οποία πέρασε μόνο επειδή ο Πάμπλο Γκαρσία δεν ευστόχησε στο πέναλτι της διαδικασίας, στον ημιτελικό, εξελίχθηκε σε εκατόμβη. Το τελικό 3-0 από την ομάδα του Κάρλος Ντούνγκα ήταν κόλαφος και ο Ρικέλμε έμεινε στην ομάδα ως τον επόμενο χρόνο, το 2008, όταν κατέκτησε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο Πεκίνο. Αλλά οι καιροί ου μένετοι: ο διάδοχος του Μαραντόνα ερχόταν και εκείνος δεν ήταν δυνατόν να μείνει. Αποχώρησε δίχως την παραγωγή πολλής ίντριγκας, σαφώς συνδεδεμένος με έναν κόσμο στον οποίο, αν εξαιρεθούν οι οπαδοί της Μπόκα, δεν επιτρέπει σε οποιονδήποτε άλλο να παραμείνει. Παρά μόνο να τον επισκεφθεί για να τον θαυμάσει, αν και ύστερα είναι καταδικασμένος στην πλησμονή και δεν μπορεί να θυμηθεί τι είδε και από πού επέστρεψε.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News