The Karpet Show: Πογιέτ ή αλλιώς... καθόλου Ρεχάγκελ, αλλά λίγο Σάντος
The Karpet Show: Πογιέτ ή αλλιώς… καθόλου Ρεχάγκελ, αλλά λίγο Σάντος | Αντώνης Καρπετόπουλος | Εθνική Ελλάδος
Φυσικά θα ήταν αδύνατον στην Ελλάδα να αποφύγουμε τις υπερβολές μετά την δεύτερη στη σειρά νίκη της Εθνικής μας για το UEFA Nations League και μάλιστα εκτός έδρας. Τις δικαιολογεί (έστω και μόνο έν μέρει) ότι δυο εκτός έδρας νίκες στη σειρά είχε να κάνει η Εθνική μας οκτώ ολόκληρα χρόνια. Από τον καιρό δηλαδή που είχε ομοσπονδιακό προπονητή τον Φερνάντο Σάντος. Στον οποίο ο νέος ομοσπονδιακός σε μερικά πράγματα μοιάζει.
Ο Γουστάβο Πογιέτ, όπως ακριβώς και ο Φερνάντο Σάντος, είναι ένας ξένος προπονητής με γνώση, όμως, της ελληνικής πραγματικότητας – πράγμα που δεν είχε ο Ρεχάγκελ πχ. Η γνώση της ελληνικής πραγματικότητας βοηθά τον Πογιέτ να διαφέρει από προκατόχους του όπως ο Κλάουντιο Ρανιέρι ή ο Μίκαελ Σκίμπε ή και ο Τζόνι Φαν’ τ Σκιπ. Ο κόουτς ξέρει σε ποια χώρα βρίσκεται του και κατα συνέπεια έχει καταλάβει δυο πράγματα γρήγορα: το πρώτο ότι στην Ελλάδα αν κερδίζεις, συνήθως δεν έχεις την παραμικρή σκοτούρα και το δεύτερο ότι το πιο σημαντικό, αν θες να κάνεις τη δουλειά του προπονητή με επιτυχία στην Ελλάδα, είναι να προσαρμόζεις τα θέλω σου σε αυτά των παικτών και να μην τους βάζεις δύσκολα.
Δυο όμοια ματς
Τα πρώτα δυο ματς της Εθνικής με τον Πογιέτ στον πάγκο της υπήρξαν όμοια: και στα δυο σκόραρε ο Τάσος Μπακασέτας (στον οποίο ο πρωταθλητισμός με την Τραμπζονσπόρ στην Τουρκία έκανε καλό γιατί «έστρωσε» χαρακτήρα) και στα δυο ο σκοπός ήταν η νίκη δια μέσου μιας καλής συνολικής αμυντικής προσπάθειας (και τίποτα πιο πολύ), και στα δυο το γκολ μπήκε στην πρώτη σοβαρή επιθετική προσπάθεια και περίπου στο ίδιο λεπτό – με την Βόρεια Ιρλανδία ο Μπακασέτας σκόραρε στο 38΄ενώ με το Κόσοβο σκόραρε στο 36΄. Άλλαξε μόνο ο πασέρ: στο Μπέλφαστ ήταν ο Λημνιός ενώ στην Πρίστινα ήταν ο Μάνταλος, που έκανε μάλιστα και ωραία προσπάθεια πριν βρει τον σκόρερ. Ωστόσο η πιο μεγάλη ομοιότητα των παιγνιδιών ήταν ότι έχουμε να κάνουμε με ματς στα οποία το τελικό νικηφόρο αποτέλεσμα θα μπορούσε να ήταν 1-0 και μόνο – αυτό κυρίως θυμίζει τον καιρό του Σάντος. Υπάρχει ξανά η απλοϊκή προσέγγιση του παιγνιδιού: αυτό δηλαδή που αγαπάνε οι Ελληνες παίκτες.
Τα θέλω των παικτών
Βλέποντας αυτά τα ματς καταλαβαίνεις τα θέλω τους. Οι Ελληνες παίκτες θέλουν να κερδίζουν χωρίς η ομάδα που αγωνίζονται να πάρει κάποιο ιδιαίτερο ρίσκο αλλά και χωρίς να γίνει κάποιο ιδιαίτερο ξόδεμα ενέργειας. Πιστεύουν πως είναι πιο εύκολο να φτάσεις στη νίκη ακυρώνοντας τον αντίπαλο κι όχι απαραίτητα δημιουργώντας. Και θέλουν όλα αυτά ο προπονητής να τα ευλογεί χωρίς να γκρινιάζει για την απόδοση τους και χωρίς να έχει καμία επιπλέον απαίτηση: η δουλειά του είναι απλά να προστατεύει αυτό το 1-0 όσο μπορεί. Κάνοντας πχ τις αλλαγές που πρέπει για να μην αλλάξει το σκορ του αγώνα.
Και στο Μπέλφαστ και στο Κόσσοβο αυτό έκανε ο Πογιέτ: έδειξε να καταλαβαίνει τα γούστα των παικτών του που είναι άλλωστε και δικά του. Αυτή είναι μια ακόμα ομοιότητα με τον Σάντος και μια τεράστια διαφορά από τον προκάτοχό του πχ. Η Εθνική μας είχε κάνει στα προκριματικά του Παγκοσμίου κυπέλλου το ίδιο ακριβώς ματς στην Πριστίνα, με προπονητή όμως τον Φαν τ Σκιπ. Ενώ όλα ήταν ίδια στο τέλος όλα ήταν διαφορετικά.
Την προηγούμενη φορά η Εθνική μας είχε ανοίξει το σκορ κόντρα στους Κοσσοβάρους πάλι στην πρώτη της οργανωμένη προσπάθεια: ο σκόρερ ήταν τότε ο Δουβίκας. Και τότε μετά από κάποιες δειλές προσπάθειες να βρει ένα γκολ στην αντεπίθεση στο δεύτερο ημίχρονο η Εθνική μας περιορίστηκε στο να προστατεύσει το υπέρ της 0-1. Αλλά ο Φαν τ’ Σκιπ μολονότι αυτό το καταλάβαινε (του πήρε λίγο καιρό βέβαια) και το είχε αποδεχτεί (γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς) ήταν αδύνατον εξαιτίας της ολλανδικής νοοτροπίας του να το ευλογήσει: με απλά λόγια κοουτσάριζε ανόρεχτα. Η Εθνική μας τότε είχε δεχτεί ένα γκολ στις καθυστερήσεις και είχε χάσει τη νίκη και μαζί (επί της ουσίας, αν όχι και μαθηματικά) τις πιθανότητες πρόκρισης στα τελικά του μουντιάλ του Κατάρ. Τώρα η Εθνική μας κέρδισε και γιατί ο προπονητής της δεν είχε την παραμικρή απαίτηση για λίγο επιθετικό ποδόσφαιρο ακόμα κι όταν η ομάδα του βρέθηκε με δυο παίκτες παραπάνω!
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Αντώνη Καρπετόπουλου εδώ