Λάρι Μπερντ - Ο αληθινός πρόγονος του Έμινεμ
Ο Λάρι Μπερντ είπε αντίο στο μπάσκετ, το NBA και τους Μπόστον Σέλτικς με τη συνέντευξη Τύπου της 18ης Αυγούστου 1992.
Ο Κόμπε Μπράιαντ βρισκόταν στα πολύ καλά του όταν ρωτήθηκε για την κορυφαία του πεντάδα όλων των εποχών στο NBA. Ήταν το 2009, ο Κόμπε είχε αποχωριστεί την αφάνα ως σύμβολο της πρώτης νεότητας, ο Σακίλ είχε φύγει από χρόνια και ο ίδιος είχε οδηγήσει τους Λέικερς στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, στους τελικούς με τους Ορλάντο Μάτζικ.
Το τέταρτο δαχτυλίδι του -το πρώτο χωρίς τον Ο’ Νιλ- τον έβαλε ξανά, ύστερα από χρονιές που οι Λέικερς με δύσκολία έμπαιναν στα Playoffs, σε τροχιά μυθολογίας. Το προηγούμενο χρόνο, μάλιστα, έφτασαν σε τελικούς για πρώτη φορά από το 2004, αλλά έχασαν από τους Μπόστον Σέλτικς στα έξι παιχνίδια.
Ο Μπράιαντ, τέλος πάντων, βρισκόταν στην… Disneyland όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο του ESPN για την κορυφαία πεντάδα του. Εκεί που δυσκολεύτηκε, ήταν να βρει το πεντάρι του.
Του ήταν δύσκολο να διαλέξει ανάμεσα στον Γουίλτ Τσάμπερλεϊν και τον Καρίμ-Αμπντούλ Τζαμπάρ. Οι άλλοι τέσσερις του βγήκαν αβίαστα.
Πλέι μέικερ ήταν ο Μάτζικ Τζόνσον, στο «2» ο Μάικλ Τζόρνταν, πάουερ φόργουορντ ο Μπιλ Ράσελ και σέντερ ο Γουίλτ.
Και στο «3», ο Λάρι Μπερντ.
Δεν ήταν απλό το NBA τη δεκαετία του ’80. Μόνο και μόνο η διαφήμιση που γινόταν στην κόντρα του Μάτζικ με τον Μπερντ και η ευγνωμοσύνη που επιδεικνυόταν στους τελικούς του 1984, που έφτασαν στα εφτά παιχνίδια και άλλαξαν τον εμπορικό και τον αγοραστικό ρου του πρωταθλήματος, αρκούσε ώστε τα αλάνια να είναι έτοιμα για τσαμπουκά.
Ο Λάρι Μπερντ δεν ήταν απλώς λευκό: ήταν η επιτομή του ρατσιστή τσιφλικά. Κοκκινομάλλης, πιο άσπρος από κενοτάφιο, με μαλλιά ατημέλητα και με καταγωγή από την Ιντιάνα, που κατέληξε στην ομάδα των λευκών, τους Μπόστον Σέλτικς, με τον φαλακρό θρύλο, τον Ρεντ Άουερμπαχ, που συνήθιζε να ανάβει πούρο για να γιορτάζει τις νίκες της ομάδας πριν τη λήξη των παιχνιδιών.
Δεν θα περνούσε έτσι αυτό. Όσοι ήταν ήδη εκεί, θα προσπαθούσαν να λυγίσουν τον Μπερντ. Και όσοι θα ενσωματώνονταν σε ομάδες από εκεί και ύστερα, θα προσπαθούσαν να τον προκαλέσουν.
Το τσίγκλισμα του SlimShady
Ο 50 Cent είναι γνωστός για τις προκλήσεις του και το συγκρουσιακό του χαρακτήρα του, άλλωστε κάποτε είχε πυροβοληθεί εννιά φορές. Όταν η κουβέντα πάει στον Έμινεμ, δεν φείδεται επαίνων.
«Ξέρω ότι η ραπ μουσική είναι κτήμα των μαύρων και ξέρω ότι πειράζει τους μαύρους καλλιτέχνες που ένας λευκός είναι καλύτερος από αυτούς. Αλλά είναι αυτό που είναι.
Μπορείς να πάρεις όποιον μαύρο καλλιτέχνη νομίζεις ότι είναι ο καλύτερος και να τον βάλεις σε ένα δωμάτιο με τον Έμινεμ… Θα χάσει εύκολα. Αν έχουν προετοιμαστεί και οι δύο για μάχη… Σου βάζω στοίχημα… Ό,τι έχω, όλα όσα έχω. Και σε όποιον άλλο ανταγωνιστικό πεδίο κι αν τους βάλουμε, τους έχει ήδη προσπεράσει».
Ο Έμινεμ ακόμη λογίζεται ο κορυφαίος ράπερ όλων των εποχών, στο σημείο που το απόφθεγμα που κάποτε εκτόξευσε ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ, «ζούμε σε έναν κόσμο που ο κορυφαίος ράπερ είναι λευκός και ο κορυφαίος γκολφέρ μαύρος (σ.σ. ο Τάιγκερ Γουντς) δεν έχει χάσει την αξία του.
Με αυτήν τη συνειδητοποίηση, ό,τι απομένει είναι η διαδρομή. Πώς ο Έμινεμ κατάφερε να φτάσει στην κορυφή. Πώς ο Μπερντ κατόρθωσε να λογίζεται ακόμα και στις μέρες μας, έστω από τους παλαιότερους, ο κορυφαίος σμολ φόργουορντ όλων των εποχών, στο σημείο που κάποιος που παραδέχεται πια την ανωτερότητα του ΛεΜπρόν Τζέιμς, θα τον έβαζε στη θέση του σμολ φόργουορντ.
Αλλά ακόμα και έτσι να μην είναι, μόνο η κουβέντα που γίνεται και το κίνητρο από το οποίο εκπορεύεται, φτάνει και περισσεύει ώστε να αναδείξει το ποιόν του ανδρός.
Ο Μπερντ δεν ήταν ένας απλός παίκτης του μπάσκετ. Συνδύαζε τα χαρίσματά του με αβυσσαλέο trash talking, το οποίο ουδέποτε ενείχε υβριστικά στοιχεία. Έκανε ό,τι θα μπορούσε ένας παίκτης να νιώσει ότι είναι προσβλητικό για την ίδια την προσωπικότητά του: του περιέγραφε τι επρόκειτο να του κάνει στην επόμενη φάση.
Επιπλέον, δεν ήταν ο τύπος που θα έλεγε όχι σε μια πρόκληση. Έπαιξε ξύλο με τον Τζούλιους Έρβινγκ, τα έβαλε με τον Τζαμπάρ, έριξε μπουνιές στον Μπιλ Λαϊμπίρ και ήταν έτοιμος να αρπαχτεί με καθέναν από τους παίκτες του Πίστονς, ειδικά στους τελικούς της Ανατολής το 1987 και γενικώς δεν είχε πρόβλημα να παίξει με το μυαλό του αντιπάλου του.
Στον τσακωμό με τον Έρβινγκ, ο οποίος είναι διάσημος, ο διαιτητής Ντικ Μπαβέτα αποκάλυψε πως ύστερα από κάθε σουτ που έβαζε ο Μπερντ, έλεγε στον αντίπαλό του «δεν θα με μαρκάρεις;». Ο Dr J δεν ήθελε πολύ. Μετά τον καβγά, το παιχνίδι συνεχίστηκε χωρίς τους δύο. Ο Μπερντ δεν ξαναμίλησε στον Έρβινγκ, αλλά αυτό ουδόλως σήμαινε ότι θα υποχωρούσε.
Ένας από τους πλέον σκοτεινούς εκφοβιστές του παιχνιδιού δεν δίσταζε να τα βάζει με παίκτες όπως ο Ντένις Ρόντμαν και ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ και να βασανίζει αμυντικούς όπως ο Μάικλ Κούπερ στο ποστ. Ο κόσμος άλλαζε, αλλά το μπάσκετ είχε γίνει παιχνίδι των μαύρων -και αυτό δεν ένοιαζε τον Μπερντ.
Όποιος κάνει τον κόπο να ρωτήσει τα παιδιά της δεκαετίας του ’80 στη Βοστόνη για το ποιος είναι ο αγαπημένος τους αθλητής, η απάντηση είναι εύκολη. Τον αποκαλούσαν «Basketball Jesus» και το ξέσπασμά του μετά τον τρίτο τελικό του 1984, όταν οι Λέικερς τους νίκησαν 137-104, παραμένει στα πρώτα κεφάλαια των αγαπημένων αθλητικών στιγμών στη Μασαχουσέτη.
Ο καταραμένος… όσφυς
Η συνέντευξη Τύπου της 18ης Αυγούστου 1992, λιγότερες από τρεις εβδομάδες αφού πήρε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, δεν ήταν εύκολη. Ο Λάρι Μπερντ έπαιξε μόλις 13 χρόνια στο NBA, όμως τελείωσε την καριέρα του στα 35, αφού η μέση του δεν άντεχε άλλο.
Δεν είναι άσχημος ένας τελικός Ολυμπιακών Αγώνων για τελευταίο ματς, πάντως.
Όταν τον απέκτησαν οι Σέλτικς, βρίσκονταν σε μια μεταβατική εποχή: οι τελευταίοι θρύλοι του Άουερμπαχ, ο Τζον Χάβλιτσεκ, ο Ντέιβ Κάουενς, είχαν σταματήσει και στη Βοστόνη πανηγύρισαν τελευταία φορά πρωτάθλημα το 1976. Ο Μπερντ έφτασε με το Ιντιάνα Στέιτ στον τελικό του κολεγιακού πρωταθλήματος, όπου έχασε από το Μίσιγκαν του Μάτζικ.
Σε αυτό το παιχνίδι τούς έφτασε, πάντως, μόνος του, ολοκληρώνοντας με 19 πόντους και 7 στα 21 σουτ μια από τις πλέον οργιαστικές τριετίες -αφού άφησε τους Χούζιερς ύστερα από μόλις ένα μήνα το 1975, αν και είχε κερδίσει υποτροφία- στην ιστορία του κολεγιακού μπάσκετ.
Είχε 32,8 πόντους με 54,4% ποσοστό ευστοχία εντός πεδιάς, 13,3 ριμπάουντ, 4,4 ασίστ και 2,8 κλεψίματα σε 36,9 λεπτά παιχνιδιού την πρώτη χρονιά, 30 με 52,4%, 11,5, 3,9 και 2,4 τη δεύτερη, 28,6 με 53,2%, 14,9, 5,3 και 2,5 την τρίτη.
Υπήρξε ένα από τους παίκτες με την περισσότερη αυταπάρνηση στο παιχνίδι. Το «Boston Garden» στοιχειώθηκε οριστικά με την παρουσία του, με το τρέξιμό του στις σκάλες της κερκίδας. Όταν έκανε το κλέψιμο στην επαναφορά του Αϊζάια Τόμας στον πέμπτο τελικό της Ανατολής το 1987, οι περισσότεροι από εκείνους τους σκληρόπετσους τύπους που αντέχουν καλά το χειμώνα είχαν ήδη πιστέψει στα θαύματα.
Ήταν τέτοιο το δέος, που όταν έχανε ένα σουτ στο τέλος του παιχνιδιού, όπως συνέβη στον τέταρτο τελικό του NBA το 1987 απέναντι στους Λος Άντζελες Λέικερς, υπήρχε ένα είδος δυσπιστίας. Στο μυαλό ουδενός φίλου των Σέλτικς δεν υπήρχε αποτυπωμένη η περίπτωση να χάσει τις τελευταίες ώρες.
Ο έλεγχος στο δικό του πνεύμα είναι παροιμιώδης. Το διαμέτρημά του εντός παρκέ το έφερε στον πάγκο. Ήταν παγωμένος σαν τον Όντιν στο σουτ του Ρέτζι Μίλερ στον τέταρτο τελικό της Ανατολής το 1998, όταν οι Πέισερς πέρασαν μπροστά από τους Μπουλς με λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο να απομένει.
Η έλλειψη αντίδρασής του είναι ανεκτίμητη και παραμένει δείγμα ενός αλύγιστου ανθρώπου. Βοήθησε, βεβαίως, το γεγονός ότι η άλλη πλευρά είχε τον Μάικλ Τζόρνταν και ο χρόνος έπρεπε να εξαντληθεί και τελικά ο MJ έκανε το… ευστοχότερο άστοχο σουτ στην Ιστορία του μπάσκετ. Αλλά δεν γίνεται να μη θαυμάσεις τον τύπο που στην κοσμοχαλασιά μένει ανέκφραστος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Φουρνιέ: «Λατρεύω την κάθε μέρα στον Ολυμπιακό»
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα
- Αποκάλυψη για Ρονάλντο: «Ο Μουρίνιο τον κάλεσε για να τον φέρει στην Φενέρμπαχτσε»
- Παναθηναϊκός Παρασκήνιο: Παπαδημητρίου κατά... Τζαβέλλα
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα