Παγκόσμιο Κύπελλο 1990: Ο Σαλβατόρε Σκιλάτσι ήταν ένα αστέρι που φώτισε και έσβησε

Ο Σαλβατόρε Σκιλάτσι δεν έπρεπε να είναι καν στην εθνική Ιταλίας που πήγε στο δικό της Παγκόσμιο Κύπελλο το 1990. Η ζωή το παράκανε με τις φάρσες της

Δάχτυλος Ανιέλι. Αυτό ήταν η κλήση του Σαλβατόρε Σκιλάτσι στην εθνική ομάδα της Ιταλίας. Ο Αζέλιο Βιτζίνι, μαζί και σύσσωμη η ομοσπονδία του ποδοσφαίρου της χώρας, ενέδωσε στην πίεση των κολοσσών των αυτοκινητοβιομηχανιών και κάλεσε τον επιθετικό της Γιουβέντους, που τη σεζόν 1989-90 σκόραρε 15 γκολ στη Serie A, λιγότερα μόνο από τον Μάρκο φαν Μπάστεν της Μίλαν και τον Ντιέγκο Μαραντόνα της Νάπολι.

Η Γιουβέντους, που λίγες μέρες πριν αρχίσει το Παγκόσμιο του 1990 στην Ιταλία είχε ολοκληρώσει τη μεταγραφή του Ρομπέρτο Μπάτζιο από τη Φιορεντίνα, δημιουργώντας το σκηνικό υπόβαθρο για τις διαδηλώσεις και τις πορείες οργής στη Φλωρεντία, είχε κάνει επίσημο διάβημα διαμαρτυρίας.

«Δεν είναι δυνατόν», έσκουζαν από το Τορίνο, «να μην κληθεί επιθετικός από το σημαντικότερο κλαμπ της χώρας». Ο εκβιασμός αιωρούνταν, όχι τόσο ξεκάθαρα όσο στο σκάνδαλο με τα στημένα παιχνίδια το 1980, όταν ο Τζιοβάνι Ανιέλι είχε απειλήσει με απολύσεις στη FIAT, πάντως υπήρχε.

Ο Βιτζίνι, που είχε στο ρόστερ του τον Αντρέα Καρνεβάλε της Νάπολι, τους Τζιανλούκα Βιάλι (με μαλλιά) και Ρομπέρτο Μαντσίνι της Σαμπντόρια, τον Άλντο Σερένα της Ίντερ και τον Μπάτζιο, πήρε το γεννημένο στη Μεγάλη Ελλάδα, στο Παλέρμο της Σικελίας, 25χρονο επιθετικό χατιρικά.

Ο Σκιλάτσι και ο Μπάτζιο ήταν αναπληρωματικοί στο πρώτο παιχνίδι με την Αυστρία και ο Αζέλιο Βιτζίνι προτίμησε τον πρώτο

Είχε παίξει ένα ματς με την Εθνική, στις 12 Μαρτίου του 1990, στην ήττα με σκορ 1-0 από την Ελβετία. Φυσικά, ένας ομοσπονδιακός που οδηγούσε μία ομάδα στο δικό της Παγκόσμιο Κύπελλο, θα δοκίμαζε σε όλη την πορεία όσο το δυνατόν περισσότερους παίκτες. Αλλά όλοι αυτοί δεν θα γινόταν να χωρέσουν στους 22.

Ο Σκιλάτσι ήταν χαρούμενος απλώς που κλήθηκε. Ότι βρέθηκε στην αποστολή για το παιχνίδι με την Αυστρία, στην πρεμιέρα της 9ης Ιουνίου του 1990 στο «Ολίμπικο» της Ρώμης, ήταν το απόλυτο παράσημό του.

Σε εκείνο το ματς, ο Βιτζίνι είχε ξεκινήσει με τους Βιάλι και Καρνεβάλε και τον Τζουζέπε Τζιανίνι, τον «πρίγκιπα» της Ρόμα και γνήσιο πρόγονο του Φραντσέσκο Τότι, από πίσω τους. Είχε μπει ακόμα ένας λίθος στο περίφημο «προπατορικό αμάρτημα», αφού δεν ήξερε πώς να χωρέσει στην ενδεκάδα και τον Μπάτζιο.

Εκείνος ο γόνιμος προβληματισμός, που είχε και ο Φερούτζιο Βαλκαρέτζι στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μεξικό με τους Σάντρο Ματσόλα και Τζιάνι Ριβέρα, ήταν στείρος. Οι δύο κόουτς δεν ήταν καν δίκαιοι, αφού δεν μοίραζαν το χρόνο συμμετοχής όπως θα έπρεπε: ο Ματσόλα έκανε στον Βαλκαρέτζι, ο Τζιανίνι στον Βιτζίνι.

Με το σκορ στο 0-0 και την Ιταλία να έχει χάσει τουλάχιστον μισή ντουζίνα ευκαιρίες, ο εκλέκτορας του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, που είχε ήδη κάνει τη μία αλλαγή του περνώντας τον Λουίτζι ντε Αγκοστίνι στον αγωνιστικό χώρο με την ανάπαυλα, στη θέση του Κάρλο Αντσελότι, σκεφτόταν αν έπρεπε να βάλει τον Μπάτζιο ή τον Σκιλάτσι.

Προτίμησε το δεύτερο. Ο Τοτό, ένας επιθετικός που έβγαζε το ψωμί του με γκολ στην κόντρα, μπήκε στον αγωνιστικό χώρο στο 75’. Η πρώτη επαφή του με την μπάλα έγινε σχεδόν δύο λεπτά μετά, έπειτα από δύσκολη ατομική ενέργεια και σέντρα του Βιάλι. Και η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα του Κλάους Λίντενμπεργκερ για το 1-0, το μοναδικό γκολ στην αναμέτρηση.

Το πάθος του Σκιλάτσι ήταν ίδιο στον πανηγυρισμό και τη διαμαρτυρία

Ο πανηγυρισμός του με τα γουρλωμένα μάτια έγινε αμέσως εικόνα αναπαραγωγής. Οι Ιταλοί, σε εκείνες τις μέρες που ήλπιζαν να είναι ονείρου, βρήκαν τον πιο αδόκητο σκόρερ. Ο Σκιλάτσι πέτυχε το πρώτο γκολ του στη δεύτερη εμφάνισή του με την εθνική Ιταλίας -και ήταν το νικητήριο στην πρεμιέρα του δικού της Παγκόσμιου Κυπέλλου.

Εξοργιστικά φαντασιακό.

Ήταν, όμως, μόνο η αρχή.

Η ρέντα και η απότομη προσγείωση

Στη Γιουβέντους, που απέκτησαν τον Σκιλάτσι ύστερα από μία χρονιά 35 γκολ με τη Μεσίνα στη Serie B, μία ομάδα τόσο κακή που, παρ’ όλα αυτά, δεν ανέβηκε καν στη Serie A, αν και προβιβάζονταν τέσσερις, ένιωθαν δικαιωμένοι. Αλλά αυτό που θα συνέβαινε αργότερα, ήταν από τα άγραφα.

Ο Βιτζίνι δεν ξεκίνησε τον Σκιλάτσι στο παιχνίδι με τις Ηνωμένες Πολιτείες και, αφ’ ης στιγμής ο Τζιανίνι έκανε το σκορ 1-0 νωρίς, ο Τοτό δεν ήταν χρειαζούμενος. Πάντως, είτε για να φροντίσει το κάρμα του είτε για εξωαγωνιστικούς λόγους, τον πέρασε στο ματς στο 51’. Ενδεχομένως να ήταν και ο τρόπος του για να δείξει ότι θα τον είχε βασικό στα επόμενα.

Απέναντι στην Τσεχοσλοβακία, στο τελευταίο παιχνίδι του ομίλου, ο Τοτό άνοιξε το σκορ στο 9’, πριν ο Ρομπέρτο Μπάτζιο αποτελειώσει τους ανατολικούς, στην τελευταία διοργάνωσή τους με αυτό το όνομα, με ένα εκπληκτικό σόλο στο 78’.

Με την Ουρουγουάη, στους «16», άνοιξε το σκορ με φανταστικό σουτ στο 65’, πριν «κλειδώσει» τη νίκη ο Σερένα, αλλαγή στο ματς, στο 83’. Ήταν στις στιγμές μετά το παιχνίδι που είπε την ατάκα «όνειρο ζω, μη με ξυπνάτε».

Με την Ιρλανδία, που έφτασε στους προημιτελικούς στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλό της, έβαλε το μοναδικό γκολ του ματς στο 38’. Σκόραρε με την Αργεντινή στον «καταραμένο» ημιτελικό του «Σαν Πάολο», στο 17’, αλλά ο Βάλτερ Ζένγκα έφαγε την κεφαλιά του Κλαούντιο Κανίγια. Δεν ήταν ένας από τους πέντε που επιλέχθηκαν για τη διαδικασία των πέναλτι. Ο Σέρχιο Γκοϊκοετσέα έπιασε εκείνα των Ρομπέρτο Ντοναντόνι και Σερένα και η Αργεντινή προκρίθηκε.

Ο Σκιλάτσι σκοράρει πάνω από τον Γκοϊκοετσέα στον ημιτελικό της Ιταλίας με την Αργεντινή, αλλά ο δεύτερος γέλασε τελευταίος

Για να αποδείξει, πάντως, ότι και αυτό τού… έτρεχε, έβαλε από τα 11 μέτρα το γκολ της νίκης στο μικρό τελικό με τους Άγγλους, στο 86’, και αφού ο Ντέιβιντ Πλατ, πέντε λεπτά νωρίτερα, είχε ισοφαρίσει το γκολ του Μπάτζιο από το 71’.

Έξι γκολ, τα πρώτα του στην εθνική ομάδα, στο δικό της Παγκόσμιο Κύπελλο.

Αν ρωτούσαν τον Τοτό -και οποιονδήποτε Τοτό αυτού του κόσμου- τι θα διάλεγε, μια καριέρα από μέτρια ως κακή με τη συμπύκνωση μιας παρεμφερούς μεγαλειώδους κατάστασης μέσα σε ένα μήνα ή μια καριέρα καλή χωρίς ουδέν τέτοιο αξιοσημείωτο, πιθανώς θα διάλεγε το πρώτο.

Ο Σκιλάτσι έγινε ο in extremis ήρωας της Ιταλίας σε μία διοργάνωση που έγινε στη χώρα του, όμως η Εθνική δεν πήρε το τρόπαιο και, όπως είθισται να συμβαίνει με την έλλειψη συγκρότησης που παρατηρείται και στις μεσογειακές χώρες, το τουρνουά τής άφησε κουσούρια.

Τα χρέη και οι παρατημένοι χώροι ήταν δείγμα μιας κατάθλιψης, που τα επόμενα χρόνια εμφανιζόταν ανά στιγμές. Ο Σκιλάτσι έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος, αφού ενώπιον των συμπατριωτών του, η άμαξα εξαφανίστηκε και η κολοκύθα, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, έγινε το μέρος της διαμονής του.

Τα γκολ που έβαλε στο Παγκόσμιο Κύπελλο δεν ήταν καν μέρος του ρεπερτορίου του και η καλοτυχία τελείωσε. Για λόγους που περισσότερο ανάγονται σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, οι συμπατριώτες του έπνεαν μένεα εναντίον του.

Ο Σκιλάτσι έπαιξε στην Εθνική ακόμα εννιά παιχνίδια, σκοράροντας μόλις μία φορά τον επόμενο χρόνο, στην ήττα από τη Νορβηγία, 2-1, για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 1992. Τελείωσε την καριέρα του στην Εθνική με εφτά γκολ σε 16 παιχνίδια.

Πάντως, το 1992 έκανε ακόμα μία μεταγραφή, στην Ίντερ. Τα δύο χρόνια μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο έβαλε μόλις 11 γκολ με τη Γιουβέντους, τη διετία του στους «νερατζούρι» πέτυχε άλλα τόσα σε 30 ματς. Ήταν στατιστικά που απεικόνιζαν την πραγματική αξία του, αλλά οι συμπατριώτες του ήταν θυμωμένοι.

Ανάμεσα στον Στέφανο Τακόνι και τον Κάρλο Αντσελότι, κατά την απονομή του χάλκινου μεταλλίου

Η ιαχή «Ταρόνε», που χρησιμοποιείται ως βρισιά από τους βόρειους της Ιταλίας προς τους νότιους, είχε γίνει το κατευώδιό του. Ο Τοτό πήρε των ομματιών του το 1994 και μετανάστευσε στην Ιαπωνία, όπου έπαιξε στη Γιούμπιλο Ιβάτα για τρία χρόνια, με ετήσια αμοιβή ένα εκατομμύριο δολάρια. Έβαλε 58 γκολ σε 86 ματς.

Το 1997 κατέκτησε το πρωτάθλημα και σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Όταν η σκόνη κατακάθισε και οι ατμοί από την οργή ξεθύμαναν, οι Ιταλοί ξεκίνησαν να τον θυμούνται ως έναν τόπο που τους υπενθύμιζε μερικές από τις πιο γλυκές στιγμές που έχουν περάσει. Ο Τοτό υπήρξε ένας αυθεντικός ήρωας της κινηματογραφικής βιομηχανίας τους -και ένα in extremis στοιχείο ποδοσφαιρικής παράνοιας, το οποίο όλος ο πλανήτης σέβεται.

Τι θα ήταν, άλλωστε, η ζωή, αν όλες οι υπερβατικές προσπάθειες είχαν διάρκεια ή αν αυτό που αποκαλείται ρέντα αποτελούσε μόνιμη κατάσταση;

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News