Σαν Σήμερα: Ο Μπέλα Γκούτμαν κοιμήθηκε στον πάγκο του Παναθηναϊκού

Το 1967 ο Παναθηναϊκός υπέγραψε ένα θρύλο για τη θέση του προπονητή. Ο Μπέλα Γκούτμαν ανέλαβε επισήμως στις 9 Αυγούστου, αλλά ουδόλως ευδοκίμησε.

Μαζί με την υπογραφή του Μπέλα Γκούτμαν, που σε μια παραλλαγή μπήκε στις 6 Αυγούστου εκείνου του έτους, ο Παναθηναϊκός υιοθέτησε τις παραξενιές του. Επίσης, στο «πακέτο» περιλαμβάνονταν και τα χρόνια του. Ο Ούγγρος με τις εβραϊκές ρίζες ήταν ήδη 68 ετών.

Ο Γκούτμαν δεν είχε να αντιμετωπίσει κάτι αφ’ εαυτού, δηλαδή δεν σκεφτόταν ότι υπήρχε το παραμικρό εμπόδιο, πάντως στον Παναθηναϊκό ένιωθαν τη σημασία του κληροδοτήματος. Ο θρυλικός Στιέπαν Μπόμπεκ είχε φύγει ύστερα από τέσσερα χρόνια στην ομάδα, ενώ η πρώτη χρονιά του παραμένει μοναδική στα ελληνικά χρονικά.

Για την ακρίβεια, ήταν μοναδική ως τη σεζόν 2018-19, όταν ο ΠΑΟΚ πήρε το πρωτάθλημα αήττητος. Ο Παναθηναϊκός του Μπόμπεκ ήταν ο μόνος που το είχε κάνει, το 1963-64, ενώ κατέκτησε και το επόμενο πρωτάθλημα.

Ο Γκούτμαν, βεβαίως, ήταν ένας θρύλος. Τα Κύπελλα Πρωταθλητριών που είχε κατακτήσει με την Μπενφίκα, το 1960-61 με το 3-2 επί της Μπαρτσελόνα και το 1961-62 με το 5-3 επί της Ρεάλ Μαδρίτης, ήταν ακόμη νωπά. Δεν τοποθετούνταν, δα, τόσο μακριά χρονικά, ώστε να γίνεται λόγος για έναν προπονητή που τα είχε… χάσει.

Στον Παναθηναϊκό δεν απέκτησαν απλώς ένα σπουδαίο κόουτς, αλλά μια ποδοσφαιρική διάνοια.

Όλα, όμως, γκρεμίστηκαν πάρα πολύ γρήγορα. Οι «πράσινοι» ηττήθηκαν στο Μόναχο από την Μπάγερν 5-0 για τον πρώτο γύρο του Κυπέλλου Κυπελλούχων, στις 20 Σεπτεμβρίου 1967. Οι Βαυαροί απείχαν της ομάδας που κρίνεται ως υπερμεγέθης τους σύγχρονους καιρούς, αλλά είχαν κατακτήσει, σχεδόν τέσσερις μήνες πριν, τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο τους.

Το γκολ του «χρυσοδάκτυλου» Φραντς Ροτ στο 109’ του τελικού με τους Ρέιντζερς στη Νυρεμβέργη χάρισε στην ομάδα του υπέροχου Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο της. Και οι τρεις ιεράρχες της, ο Σεπ Μάγερ, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ και ο Γκερντ Μίλερ, ήταν παρόντες, σε νεαρή ηλικία. Ο πρώτος ήταν 23, οι άλλοι δύο 22.

Ένας πιονέρος των πάγκων σε τακτική και συμπεριφορά

Ο Παναθηναϊκός λύγισε με δύο γκολ του Μίλερ, ένα του Μπεκενμπάουερ, ένα του Πέτερ Κούπφερσμιτ και ένα του Γκύσταβ Γιουνγκ, αλλά η βαριά ήττα δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα που καλείτο να αντιμετωπίσει.

Οι πληροφορίες έφεραν τον Γκούτμαν να… κοιμάται στον πάγκο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Στην Αθήνα προσπάθησαν να τις κρατήσουν κρυφές, αλλά τις διέρρευσαν λίγο πριν τη ρεβάνς, στις 18 Οκτωβρίου 1967, στη Λεωφόρο, όπου οι «πράσινοι» ηττήθηκαν 2-1 με τα γκολ των Μίλερ και Ντίτερ Κούλμαν, ενώ ενδιαμέσως είχαν ισοφαρίσει με τον Γιάννη Καλαϊτζίδη.

Θα ήταν προκλητικό να συνέχιζε τη θητεία του ο Γκούτμαν στον «πράσινο» πάγκο, οπότε απολύθηκε αμέσως μετά τον ευρωπαϊκό αποκλεισμό.

Μάλιστα, φέρεται αυτή η ιστορία να ήταν η απαρχή της γνώριμης φράσης «κοιμήθηκε στον πάγκο», με το ρήμα να ποικίλει σε χρόνους, που τώρα πια λογίζεται ως κλισέ.

Για τον ίδιο, πάντως, δεν ήταν άγνωρη μια σύντομη προπονητική θητεία.

Ένας ανυπότακτος Εβραίος φυγάς

Ο Γκούτμαν υπήρξε πάντα αυτόφωτος. Γεννημένος στη Βουδαπέστη, στις 27 Ιανουαρίου 1899, γοητεύτηκε από το χορό, κυρίως λόγω της επιρροής των γονιών του, που ήταν δάσκαλοι χορού.

Απέκτησε το διδακτισμό από πολύ νεαρή ηλικία, αλλά η τραχύτητα στη μεταδοτικότητα του κλασικού χορού και οι εβραϊκές ρίζες του τον κατέστησαν ατίθασο και ανυπότακτο από την εφηβεία του. Το ποδόσφαιρο τον βρήκε ακριβώς πάνω στις σπουδές του ώστε να γίνει δάσκαλος και του ταίριαξε όπως το τόξο στα χέρια του Γουλιέλμου Τέλου.

Ο Φέρεντς Πούσκας «έδιωξε» τον Γκούτμαν από την Κίσπεστ

Από την ομάδα του σχολείου του βρέθηκε να αγωνίζεται στην πρώτη κατηγορία του πρωταθλήματος Ουγγαρίας με την Τόρεκβες. Η ΜΤΚ Βουδαπέστης, κυρίαρχος εκείνα τα χρόνια στο ποδόσφαιρο της χώρας, τον απέκτησε. Οι περιγραφές έκαναν λόγο για έναν αέρινο επιθετικό σέντερ χαφ.

Επιπροσθέτως, στην ΜΤΚ ένιωθε σαν στο σπίτι του, αν και ακριβώς αυτή η φράση τίθεται υπό το πρίσμα της ανάλυσης σε ό,τι αφορά τη ζωή του. Επρόκειτο για την ομάδα που αντιπροσώπευε τη μεσοαστική εβραϊκή τάξη.

Το 1920 ο Γκούτμαν ήταν αναπληρωματικός του Φέρεντς Νιουλ, αλλά όταν ο τελευταίος έφυγε για τη ρουμανική Χάτζιμπορ Κλουζ, άρπαξε την ευκαιρία. Με εκείνον για εγκέφαλό της, η ΜΤΚ κατέκτησε το έκτο διαδοχικό, διαλειπτικό μια και υπήρξε διακοπή τριών χρόνων λόγω του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, πρωτάθλημά της.

Θα έπαιρνε άλλα τέσσερα συνεχόμενα, όμως σε ακόμα μόνο ένα -και όχι ολόκληρο- θα έδινε το «παρών» ο Γκούτμαν. Το 1922 ο Νιουλ επέστρεψε και στην ΜΤΚ εκτίμησαν ότι έπρεπε να γίνει ξανά βασικός. Η αντίδραση του Γκούτμαν ήταν σαν σκηνές από ταινία προσεχώς. Έφυγε. Όχι από την ΜΤΚ. Από τη χώρα.

Αν νομίζει κάποιος ότι με τον Αδόλφο Χίτλερ άρχισε ο αντισημιτισμός, θα πρέπει να αναθεωρήσει. Ο στρατηγός Μίκλος Χόρθι κατέλαβε την κυβέρνηση της Ουγγαρίας με πραξικόπημα τον Νοέμβριο του 1919 και από το 1921 ξεκίνησε τις διώξεις των Εβραίων. Ο Γκούτμαν πήρε το βάπτισμα του πυρός σε τέτοια ταξίδια το 1922, όταν «δραπέτευσε» στη Βιέννη.

Από το φασίστα Χόρθι, ο Γκούτμαν δεν μετέβη σε μια πόλη που ήταν ακριβώς φίλα κείμενη στους Εβραίους, όμως του ταίριαζε σε ποιότητα ζωής και φιλοσοφίας. Οι Αυστριακοί αγαπούσαν το ποδόσφαιρο στη διάσταση των τεχνών, γι’ αυτό και στη χώρα «γεννήθηκε» το περίφημο «ποδόσφαιρο των καφέ».

Διανοούμενοι έπιναν τον καφέ του συζητώντας για μπάλα και περνώντας το παιχνίδι στη σφαίρα του κοινωνικού ρεύματος. Ο Γκούτμαν αυτό το λάτρεψε και γι’ αυτό γύρεψε να το ξαναζήσει. Η επιστροφή του στη Βιέννη, στα 74 του, ήταν οριστική.

Το διαμέρισμά του, στην οδό Βαλφισγκάσε, κοίταζε το καφέ «Όπερα» και ήταν το τελευταίο στη ζωή του, η οποία τελείωσε στις 28 Αυγούστου 1981. Η νοσταλγία για τη Βιέννη ήταν έκδηλη τα χρόνια που κατοικούσε αλλού. Ήταν χαρακτηριστικό αυτό που έγραψε ο δημοσιογράφος Χάρντι Γκρουν το 2001, όταν βγήκαν σε δημοπρασία αναμνηστικά του το 2001.

«Αργότερα, τα χρόνια που ζούσε στο Σάο Πάολο, τη Νέα Υόρκη ή τη Λισαβόνα, θα ονειρευόταν πως απολάμβανε σε ένα βιενέζικο καφέ μια καλή κουβεντούλα για το ποδόσφαιρο με φίλους».

Το άγαλμά του έξω από το «Λουζ», με τα δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών ανά χείρας

Στη Βιέννη, ο Γκούτμαν ήταν διπλοθεσίτης. Έπαιζε ποδόσφαιρο στη Χάκοα, το μεγάλο εβραϊκό σύλλογο της πόλης, ενώ δίδασκε χορό σε σχολή που ίδρυσε. Με την ομάδα του κατέκτησε το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα, το 1925.

Η Χάκοα έγινε παραλόγως διάσημη. Το παρατσούκλι που της δόθηκε εκείνο το έτος, «Οι αήττητοι Εβραίοι», δεν αντιστοιχούσε απολύτως στην πραγματικότητα. Όταν, μάλιστα, έκανε το 1926 στις ΗΠΑ, ήταν η αρχή του τέλους της.

Δεν είναι μυστικό ότι ο Γκούτμαν ήθελε να έχει χρήματα και να αμείβεται πλουσιοπάροχα. Οι Τζάιαντς της Νέας Υόρκης τού προσέφεραν πολλά περισσότερα, οπότε έμεινε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι το τέλος του 1926, αυτό συνέβη με τους μισούς ποδοσφαιριστές της Χάκοα.

Φύγε πριν σε… φύγουν

Πιθανότατα και ο ίδιος ο Ούγγρος προπονητής θα γελούσε με την προοπτική να γραφτεί μια αγιογραφία προς το πρόσωπό του. Στις ΗΠΑ είχε κλαμπ παράνομης πώλησης αλκοόλ, την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, αλλά καταστράφηκε με το Κραχ του 1929. Σε ένα πεντοδόλαρο, που του είχε απομείνει, άνοιξε δύο τρύπες στα μάτια του… Αβραάμ Λίνκολν.

Ήταν τότε που πήρε την απόφαση να μην ξαναγίνει φτωχός. Το είχε δείξει, άλλωστε, σε αρκετές περιπτώσεις, όπως στη Χάκοα, που ήθελε η φανέλα του να είναι από μετάξι. Εκεί επέστρεψε μετά την καταστροφή για να γίνει προπονητής.

Ο ίδιος είχε καταλάβει ότι ο χαρακτήρας του δεν ταίριαζε με τη μακροημέρευση. «Η τριετία είναι μοιραία», έλεγε. Πράγματι, σε 40 χρόνια προπόνησε… 25 ομάδες, από δύο φορές τις Χάκοα, Ούιπεστ, Πόρτο, Μπενφίκα και Αούστρια. Η χάρη του έφτασε μέχρι και την Κύπρο, όπου προπόνησε τον ΑΠΟΕΛ για λίγο το 1953.

Πήγαινε όπου του προσφέρονταν χρήματα. Μια ιστορία με την ολλανδική Ενσχέντε ήταν ενδεικτική. Συνέβη το 1937, λίγο πριν αρχίσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που θα τον έβρισκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, πριν δραπετεύσει για την Ελβετία, όπου κρύφτηκε. Η Ενσχέντε τον υπέγραψε για τρεις μήνες, αλλά όταν τελείωσε το συμβόλαιό του πάλευε για να παραμείνει στην πρώτη κατηγορία.

Αν ο Γκούτμαν επιβίωσε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, δεν έχει απαντηθεί απολύτως θετικά

Ο Γκούτμαν έκανε διαπραγμάτευση για ανανέωση και ζήτησε ένα τεράστιο πριμ αν η ομάδα του κατακτούσε το πρωτάθλημα. Ο πρόεδρός της, που αυτό το σενάριο είχε ανάγει στη σφαίρα της φαντασίας, συμφώνησε με προθυμία σχεδόν καταδικαστική. Η Ενσχέντε μετατράπηκε σε τρένο.

Το σερί της ήταν τέτοιο, που έφτασε μια ανάσα από τον τίτλο. Ο πρόεδρος είχε ομολογήσει ότι ευχόταν η ομάδα να χάσει. Αν έπαιρνε το πρωτάθλημα, ήξερε ότι ο Γκούτμαν θα γύρευε τα λεφτά, παρ’ ότι το ποσό που έπρεπε να του δοθεί θα κατέστρεφε το κλαμπ.

Όταν ο Γκούτμαν ερωτάτο για το πώς επιβίωσε στον πόλεμο, απάντησε «με βοήθησε ο Θεός». Αν μη τι άλλο, η εμπειρία έκανε το χαρακτήρα του περισσότερο σκληρό. Στη ρουμανική Τσιοκανούλ έφυγε όταν ένας παράγοντας προσπάθησε να παρέμβει στην ενδεκάδα. Του είπε «εντάξει, διοικείς την ομάδα, οπότε φαίνεται πως κάνεις για προπονητής».

Επιπλέον, δεν δίστασε να συγκρουστεί με τον Φέρεντς Πούσκας τη σεζόν 1947-48. Ο Γκούτμαν ήταν προπονητής στην Κίσπεστ, όπου έπαιζε ο πολύς «καλπάζων συνταγματάρχης». Σε ένα παιχνίδι με την Γκιόρ, που άρχισε και τελείωσε στραβά, ο δεξιός μπακ Μιχάλι Πάτι είχε τα νεύρα του.

Ο Γκούτμαν θέλησε να τον ηρεμήσει, αλλά κι αυτός δεν ήταν παινεμένος για την υπομονή του. Στα αποδυτήρια, του έδωσε εντολή να μείνει εκεί, παρ’ ότι η Κίσπεστ θα έπαιζε με 10 παίκτες σε ολόκληρο το δεύτερο ημίχρονο. Ο Πούσκας παρενέβη και ζήτησε από τον Πάτι να μπει κανονικά στο γήπεδο.

Ύστερα από λίγη σκέψη, ο τελευταίος αποφάσισε να παρακούσει τον προπονητή του. Ο Γκούτμαν, τότε, ανέβηκε στην κερκίδα και επιδόθηκε στην ανάγνωση ενός περιοδικού για ιπποδρομίες. Γύρισε στο σπίτι του με το τραμ και η Κίσπεστ αποτέλεσε παρελθόν.

Ο Εουσέμπιο ήταν η ανακάλυψή του και τον «έκλεψε» από τη Σπόρτινγκ

Κεφάλαιο «Μπενφίκα»

Από τον «Πάντσο», βεβαίως, παρ’ ότι συμφιλιώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’50, πήρε την εκδίκησή του το 1962, όταν η Μπενφίκα νίκησε 5-3 τη Ρεάλ στο Άμστερνταμ, για τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

Στα τέλη της προηγούμενης σεζόν ήταν που «έκλεψε» τον Εουσέμπιο από τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας και που τον έβαλε ως βασικό μία εβδομάδα αφού οι «αετοί» νίκησαν 3-2 την Μπαρτσελόνα για να κατακτήσουν το Κύπελλο Πρωταθλητριών στη Βέρνη. Είναι ιδιαίτερη η ιστορία για το πώς τον απέκτησε.

Όταν ο Γκούτμαν συμφώνησε με την Μπενφίκα, το καλοκαίρι του 1959, ήταν πρωταθλητής με την Πόρτο. Από την αρχή έκανε έντονη την παρουσία του στη Λισαβόνα, διώχνοντας 20 παίκτες από την προηγούμενη σεζόν.

Οι νέοι ποδοσφαιριστές τους οποίους προώθησε κέρδισαν το πρωτάθλημα του 1960 και το 1961 έφτασαν στην κορυφή της Ευρώπης. Ο Γκούτμαν πήγε να κουρευτεί και εκεί συνάντησε τον Κάρλος Μπάουερ, ο οποίος ήταν παίκτης του όταν προπονούσε τη Σάο Πάολο.

Ο τελευταίος τού είπε ότι η ομάδα, της οποίας είχε γίνει επικεφαλής, θα έκανε περιοδεία στην Αφρική. Ο Γκούτμαν τού ζήτησε να τον ενημερώσει αν εντόπιζε κάποιο ταλέντο. Πέντε εβδομάδες αργότερα, συναντήθηκαν στο κουρείο και του μίλησε για έναν επιθετικό στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, ο οποίος ήταν μεγάλο ταλέντο. Όμως, ήταν προορισμένος για τη Σπόρτινγκ.

Έτσι βρήκε ο Ούγγρος τον Εουσέμπιο και τον έκανε φορ της Μπενφίκα, στέλνοντας το σπουδαίο Μάριο Κολούνα. Ο Πορτογάλος τσίνησε αρχικά, αλλά όταν ο Εουσέμπιο έβγαινε έξω από την περιοχή για να πάρει την μπάλα, είχε περισσότερο χώρο για να διεμβολίζει την άμυνα. «Έγινε ο καλύτερος ποδοσφαιριστής μου», ομολόγησε ο Γκούτμαν.

Η ομάδα του είχε τερματίσει μόλις τρίτη στο πρωτάθλημα, αλλά ήταν η μακράν πιο θεαματική: έβαλε περισσότερα γκολ από ό,τι οι δύο πρώτες, Σπόρτινγκ και Πόρτο, μαζί.

Έπειτα, η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Μετά το Άμστερνταμ, ο Γκούτμαν ρώτησε τους διοικούντες τη Μπενφίκα αν θα έπαιρνε πριμ. Η άρνησή τους έφερε την αντίδρασή του: «Όταν κατακτήσαμε το πρωτάθλημα, το 1960, πήρα 4.000 δολάρια περισσότερα».

Σε προπόνηση της Μπενφίκα

Ουδείς έδειξε να νοιάζεται, οπότε τότε ήρθε και η περίφημη κατάρα, «ούτε σε 100 χρόνια δεν θα ξανακατακτήσει η Μπενφίκα ευρωπαϊκό τίτλο». Από τότε, οι «αετοί» έπαιξαν σε τελικούς, το 1963, το 1965, το 1968, το 1988 και το 1990 στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, το 1983 στο Κύπελλο UEFA, το 2013 και το 2014 στο Europa League, αλλά δεν νίκησαν.

Μάλιστα, πριν τον τελικό της Βιέννης με τη Μίλαν το 1990, οι παράγοντες της Μπενφίκα έστειλαν τον Εουσέμπιο να αφήσει ένα λουλούδι στον τάφο του Γκούτμαν για να τον εξευμενίσει. Αυτό δεν έφερε αποτέλεσμα, όπως ούτε το άγαλμά του έξω από το «Λουζ», που τον δείχνει να κρατά τα δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών. Άντε, 40 χρόνια έμειναν.

Ο ιδρυτής του…. βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου

Οι ιστορίες που συνοδεύουν τον Γκούτμαν, αν δεν έχει πειστεί ο αναγνώστης ως τώρα, είναι απίστευτες. Το 1924 είχε προεπιλεγεί στην εθνική ομάδα της Ουγγαρίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι, αλλά δεν πήγε ποτέ.

Οι παράγοντες ήταν περισσότεροι από τους ποδοσφαιριστές και το ξενοδοχείο που έμεινε η ομάδα στη γαλλική πρωτεύουσα ήταν στη Μονμάρτη, μια από τις πιο θορυβώδεις συνοικίες της πρωτεύουσας.

Ο Γκούτμαν ζήτησε από τους συμπαίκτες του να ψάξουν για ποντίκια. Όσα βρήκαν, τα κρέμασαν στα πόμολα των πορτών των δωματίων που διέμεναν οι υπεύθυνοι. Ο υπαίτιος εκδιώχθηκε και δεν ξανάπαιξε ποτέ στην εθνική ομάδα.

Ο Γκούτμαν ήταν ίσως ο μόνος προπονητής στην Ιστορία που η φυγή του ήταν πράξη δύναμης. Ο ίδιος θεωρούσε ότι όσο ο προπονητής είχε λάμψη στα μάτια του, μπορούσε να έχει τον έλεγχο της ομάδας και των παικτών του. Το πρόβλημα ήταν τι θα γινόταν αν την έχανε.

Ακόμα κι αν, σίγουρα, ορισμένες φορές ήθελε να παραμείνει σε έναν πάγκο, το παράδειγμα που θα έδινε δεν του το επέτρεπε. Η σεζόν 1954-55 τον βρήκε στον πάγκο της Μίλαν και ύστερα από 19 παιχνίδια την είχε πρώτη στο βαθμολογικό πίνακα. Ένας καβγάς τρικούβερτος με τους διοικούντες τον ώθησε στην αποχώρηση. «Απολύθηκα, αν και δεν είμαι εγκληματίας ούτε ομοφυλόφιλος. Αντίο».

Ένα ερώτημα είναι πώς μπόρεσε να μεταδόσει το 4-2-4, του οποίου, μαζί με τους Γκούσταβ Σέμπες και Μάρτον Μπούκοβι θεωρείται πατέρας, στη Βραζιλία, που το υιοθέτησε για να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958. Λέγεται ότι αυτό συνέβη όταν κάθισε στον πάγκο της Σάο Πάουλο, με την οποία κέρδισε το πρωτάθλημα της περιφέρειάς της, τη σεζόν 1957-58.

Το σίγουρο είναι ότι επρόκειτο για τον τελευταίο αιρετικό προπονητή, εκείνον που κράτησε την αθωότητα του ποδοσφαίρου πριν αυτό μπει στην εποχή του Κατενάτσιο. Ο Γκούτμαν κατέκτησε μέχρι και το Copa Libertadores με την Πενιαρόλ, το 1962, αλλά, ως συνήθως, έφυγε από την Ουρουγουάη και επέστρεψε στη Βιέννη την ίδια χρονιά.

Μαζί του, στα τέλη Αυγούστου του 1981, πέθανε και το τελευταίο ψήγμα του «ποδοσφαίρου των καφέ». Τουλάχιστον, από το 1975 και ύστερα, χόρτασε κουβεντούλα στο «Όπερα».

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News