Ο θάνατος του Σίνισα Μιχαΐλοβιτς την Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022 ήταν η παράδοση ενός μαχητή στην ασθένειά του και το τέλος μιας εποχής. Τα λουλούδια της Γιουγκοσλαβίας άνθισαν και οι χαρακτήρες που βγήκαν υπήρξαν απαράμιλλοι. Το ύφος, ο τρόπος συμπεριφοράς, ο μαγνητισμός που ασκούσαν και το ταλέντο, όλα αυτά μαζί έγιναν ένας συγκερασμός που τους έφερε ψηλά στην ιεραρχία της διατροφικής αλυσίδας.
Ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς είναι από εκείνους που κουβαλούσαν τα συγκεκριμένα εγγενή χαρακτηριστικά. Υπήρξε, άλλωστε, κομβικός σε μια φάση-σταθμός για όλο το γιουγκοσλαβικό ποδόσφαιρο: το αυτογκόλ του Κλάους Αουγκεντάλερ στις 24 Απριλίου του 1991, στο στάδιο «Rajko Mitic», όταν ο Ερυθρός Αστέρας προκρίθηκε στον τελικό του «Σαν Νικόλα» στο Μπάρι.
Η «Ζβέζντα», με την υπέροχη εμφάνιση του Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς, είχε νικήσει 2-1 στο Μόναχο, αλλά η Μπάγερν φυσικά επέστρεψε. Ο Μιχαΐλοβιτς είχε βάλει μπροστά τον Αστέρα με εκτέλεση φάουλ, από αυτές τις σκακιστικές, που η μπάλα γκελάρει στο χορτάρει, όμως οι Βαυαροί προηγήθηκαν 2-1.
Στις καθυστερήσεις, ο Ρόμπερτ Προσινέτσκι του γύρισε την μπάλα στην αριστερή πλευρά, εκείνος έκανε τη σέντρα από το ύψος της μεγάλης περιοχής, ο Όλαφ Τον έβαλε το πόδι του, η μπάλα πήρε ύψος, ο Ντίτερ Μπάουμαν, τερματοφύλακας της Μπάγερν, θόλωσε, προσπάθησε να την χτυπήσει και απλώς την έστειλε με μία «σφαλιάρα» στο βάθος της εστίας του.
Το γήπεδο εξερράγη, ο Σαβίτσεβιτς έκανε ένα φλικ μέσα στην περιοχή της Μπάγερν, ένα κατακόρυφο. Οι παίκτες του Λιούμπο Πέτροβιτς έτρεχαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, χωρίς να ξέρουν τι να απογίνουν.
Οι Γιουγκοσλάβοι άφηναν πάντα την αίσθηση ότι ήταν παιδιά του δρόμου -και πως φρόντιζαν να συντηρούν αυτήν τη διάθεση ακόμα και όταν έπαιζαν στο υψηλότερο επίπεδο. Περισσότερο ακόμα και από το τυχαίο της υπόθεσης και τη συγκυρία με την οποία μεγάλωσε η συγκεκριμένη φουρνιά στη Λαϊκή Δημοκρατία, άφηναν, ακόμα και σε ομάδες πολύ καλά δουλεμένες και οργανωμένες, όπως παραδοσιακά ήταν η Μπάγερν Μονάχου, μια αίσθηση τρόμου.
Ποια ήταν αυτά τα παιδιά που μεγαλαυχούσαν, που θρασυστομούσαν διαπρύσια απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο; Από τι ήταν φτιαγμένα; Πώς τα βλέμματά τους ήταν γεμάτα με οίηση και περιφέρονταν σαν Sigma Males, μια παρέα που ο Σλάβος Μάρτιν Σκορσέζε θα εκτιμούσε τόσο που δεν θα κοιμόταν από την έκσταση ενός απλού πλάνου;
Πέρασαν από φωτιά και αμόνι, αυτό ήταν το σίγουρο. Στα πρόσωπα των Γιουγκοσλάβων αθλητών που προέκυψαν τη δεκαετία του ’80, έγιναν άντρες και έζησαν σε συνθήκες οι οποίες δεν ήταν τριτοκοσμικές, αλλά θα χαρακτηρίζονταν απλοϊκές.
Το στιγμιότυπο που περιέγραψε αργότερα ο Βλάντε Ντίβατς, όταν μπήκε σε σούπερ μάρκετ του Λος Άντζελες, είναι χαρακτηριστικό. «Εδώ έχει πολλές σοκολάτες» αναφώνησε ενθουσιασμένος στην τότε μνηστή του. Στο Βελιγράδι είχε μόνο μία.
Το ύφος τους έμοιαζε πάντα με αυτό του ανθρώπου που επιβίωσε από την αντάρα. Το στόμα στράβωνε και στο γήπεδο τις μικρές πάσες τους θα μπορούσες να κατατάξεις στη διαδικασία ευτελισμού του αντιπάλου. Θα συγκρούονταν μαζί του, θα σπρώχνονταν, θα τον έριχναν στην παγίδα του εκνευρισμού και εκείνοι θα έμεναν ατάραχοι.
Οι παλιοί μπασκετικοί θα θυμούνται εκείνο το φάουλ που έκανε ο Όντι Νόρις στον Ζόραν Σάβιτς κατά τη διάρκεια του τελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στη Σαραγόσα, το 1990: ο σπουδαίος Σέρβος πάουερ φόργουορντ πετάχτηκε τρία χιλιόμετρα μακριά. Μόλις σηκώθηκε, έβαλε το πίσω μέρος των χεριών του στους ώμους του και σκουπίστηκε.
Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια
Εκείνοι οι αθλητές, σε όλα τα ομαδικά σπορ, ακόμα και σε εκείνα που δεν έφερναν διακρίσεις, απλώς ήταν διαφορετικοί. Θα μπορούσε ενδεχομένως κάποιος να αλιεύσει στον Ντούσαν Τάντιτς το συγκεκριμένο ύφος που είχαν οι περισσότεροι Γιουγκοσλάβοι που ανδρώθηκαν τη δεκαετία του ’80.
Ο Μιχαΐλοβιτς έμοιαζε σχεδόν με εκπρόσωπο του προσωποσχεδιάσματος: δεν ήταν καν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στη χώρα, στο ρόστερ της εθνικής ομάδας που πήγε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 δεν χώρεσε, όμως έμοιαζε να κουβαλά αυτήν την έμφυτη αλητεία.
Όπως πολλά άλλα παιδιά, ήταν ασταθής στις συνήθειές του: κάπνιζε και έπινε, κάτι που έκανε κακό στην υγεία του, την επιβάρυνε, όπως αποδείχθηκε άλλωστε, αλλά, ας το ομολογήσει ο ρέκτης των σπορ και ειδικά ο θαυμαστής της Γιουγκοσλαβίας, ενός έθνους που δεν υπάρχει πια, είναι γοητευτικό. Ακόμα και εκείνοι που ήταν πιο αυστηροί, παρέκλιναν ιδιαιτέρως από ό,τι είναι ο σωστός αθλητής.
Χαρακτηριστική είναι μία ιστορία που μοιράστηκε ο Στιβ Κερ για τον Τόνι Κούκοτς, τον πρώτο καιρό του στο ΝΒΑ. Τέσσερις ώρες πριν από ένα παιχνίδι των Σικάγο Μπουλς, πήγαν για φαγητό, η «αράχνη» έφαγε τον άμπακα, ορεκτικό, σαλάτα, ένα μεγάλο πιάτο με μακαρόνια, κοτόπουλο, ήπιε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, έφαγε τιραμισού και μετά παρήγγειλε έναν εσπρέσο.
Ο Κερ είχε μείνει έκθαμβος -και όταν ρώτησε τον Κούκοτς με ποιο γνώμονα τρέφεται κατ’ αυτόν τον τρόπο μόλις τέσσερις ώρες πριν από ένα παιχνίδι, πήρε την εξής καταπληκτική απάντηση: «Στην Ευρώπη, τρώμε πολύ, πίνουμε ένα ποτήρι κρασί και έναν εσπρέσο, γυρίζουμε στο ξενοδοχείο, ρίχνουμε ένα μεγάλο χ@#%$ και μετά πηγαίνουμε να παίξουμε».
Ο Κούκοτς ήταν από τους αγαθούς αθλητές του γιουγκοσλαβικού οικοσυστήματος. Παίκτες όπως ο Ντίβατς, ο Ντίνο Ράτζα, ο Ίγκορ Μιλάνοβιτς, ο Ντράγκαν Στόικοβιτς, ο Μίλος Σέστιτς απλώς δεν έκοβαν κάτι για να κάνουν καριέρα. Ο επαγγελματισμός πέρασε έξω από τη Γιουγκοσλαβία, αλλά τα θηρία μέσα σε αυτήν έκοβαν και έραβαν με ταλέντο που είχε από όλα: μια σλάβικη τάση για τη γεωμετρία και μια βαλκανική πονηριά, η οποία είχε εξασκηθεί μέχρι μυελού οστέων.
Ανάμεσα σε αυτά, χάρισμα μπόλικο. Πώς αλλιώς θα έκανε καριέρα ένας ποδοσφαιριστής που, ακαριαία μόλις πέρασε την εποχή του σφρίγους, γύρισε στόπερ, έγινε αμυντικός επειδή δεν είχε πια τα πνευμόνια για να παίξει; Πώς θα μπορούσε να επιβιώσει αν δεν ήταν ξεχωριστό και αν δεν είχε στο γονιδιακό σπείρωμά του την αυτοπεποίθηση πως θα επιβίωνε;
Όταν διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία, η ηλικία τούς επέτρεπε να παρασυρθούν οι θαυμαστές τους και να αποκτήσουν την ισχυρή πεποίθηση ότι αυτό θα συνεχιζόταν σε κάθε συνθήκη. Οι Σέρβοι και οι Κροάτες κράτησαν την ταυτότητά τους, ακόμα και τώρα γίνεται διακριτή η αναίδεια, ακόμα και το θράσος. Μόνο που η αυτοπεποίθηση κλονίζεται ευκολότερα.
Οι επιτυχίες της Κροατίας σε δύο διαδοχικά Παγκόσμια Κύπελλα δεν ήταν προϊόν αυτών των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, όσο κι αν υπήρχαν: ο Λούκα Μόντριτς και όλοι οι ποδοσφαιριστές αποφάσισαν να δουλέψουν, αλλά αυτό περισσότερο προέκυψε. Στο κροατικό ποδόσφαιρο θεωρούν ως το πιο κρίσιμο παιχνίδι, εκείνο της φάσης των «16» με τη Δανία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018.
Ο Μόντριτς είχε χάσει το πέναλτι και αν ο Ντανιέλ Σούμπασιτς δεν αποφάσιζε να ξελασπώσει την ομάδα του, η Κροατία θα αποκλειόταν, το πιθανότερο είναι ότι ο κορυφαίος μέσος των τελευταίων 15 χρόνων στον κόσμο θα αποσυρόταν, η κάθοδος θα ήταν αποτρόπαιη. Οι Κροάτες επιβίωσαν και, σχεδόν παραδοξολογικά έγιναν σύμβολα ανθεκτικότητας και αυταπάρνησης, ένας αθλητικός λαός σαν βούτυρο.
Οι Σέρβοι υπήρξαν ιδιαιτέρως πιο άτυχοι. Σε αντίθεση με το μπάσκετ, που οι σπουδαίοι κόουτς του το κράτησαν, αλλά ο τελευταίος έχει μεγαλώσει ήδη πάρα πολύ και το κληροδότημα δεν έχει μεταφερθεί, αφού από την εποχή τους ακόμη δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν το κύμα που, ανεξέλεγκτο, δεν γινόταν να καταλάβει ότι η επιτυχία έπρεπε να έρθει σιγά σιγά.
Μέχρι και ομάδα που εργάζεται για να στέλνει παίκτες στα ντραφτ, που αλλάζει το όνομά της κάθε… εβδομάδα, βγήκε, τώρα την λένε Mega Basket και ο Νίκολα Γιόκιτς είναι περυσινά ξινά σταφύλια, αφού το τελευταίο «διαμάντι του στέμματος» είναι ο Νίκολα Γιόβιτς. Αλλά η Σερβία δείχνει ελάχιστο χαρακτήρα και οι δυσκολίες σε διαχείριση κρίσιμων παιχνιδιών της κοστίζει, λυγίζει με την πρώτη ευκολία.
Κι αν κάποια στιγμή το μπάσκετ είχε τους κόουτς να οδηγήσουν στο χτίσιμο του χαρακτήρα, η κάνουλα στο ποδόσφαιρο έμοιαζε να κλείνει στον Ίβιτσα Όσιμ και κλιμακωτά, με τους παίκτες εκείνης της φουρνιάς να μεγαλώνουν και τους επόμενους να μη γίνεται να κρατήσουν ακριβώς τα μπόσικα, η κατάσταση χειροτέρεψε.
Οι Σέρβοι έμοιαζαν να τσακώνονται μεταξύ τους τις περισσότερες φορές σε διοργανώσεις, αλλά όταν τελείωσαν τα δέρματα που τα άγγιξε ο καπνός από το μπαρούτι, η οπισθοχώρηση υπήρξε κατατοπιστική.
Η ήττα στον προημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1998 από την Ολλανδία, 2-1 με το γκολ του Ντένις Μπέργκαμπ, έγινε 6-1 στον προημιτελικό του Euro 2000. H ήττα 4-1 από τη Δυτική Γερμανία στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 1990, μετατράπηκε σε 6-0 από την Αργεντινή στην ίδια διοργάνωση το 2006.
Το 4-3 επί της Ισπανίας στο Euro 2000 έγινε 1-2 και 2-3 από την Ελβετία, στα Παγκόσμια Κύπελλα του 2018 και του 2022, όσο κι αν υπάρχουν στιγμές όπως η νίκη επί της Πορτογαλίας με σκορ 2-1, που έδωσε την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022. Κλιμακωτά, υπάρχει μια παρακμή, που ενώ στο ποδόσφαιρο της χώρας δεν είναι εμφανής, λόγω της έλλειψης των προσδοκιών, μοιάζει να διέπεται από σήψη.
Δεν χρειαζόταν ο θάνατος ενός μπον βιβέρ, ενός παίκτη που έκανε το κέφι του συνηθέστερα παρά όχι, στα 53 του για να το επιβεβαιώσει, αλλά η απώλεια του Σίνισα Μιχαΐλοβιτς μοιάζει με το οριστικό τέλος της Γιουγκοσλαβίας. Δεν ήταν απαραίτητο, όσο κι αν θα ήταν χρηστό, ευτυχές, σχεδόν αναγκαίο, να ζει για να αναγνωρίζεται ότι πια δεν υπάρχει.
Υπάρχουν κι άλλοι, αλλά ουδείς είχε τόσο ολοκληρωτικά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα με τα οποία συνδέθηκαν παιδιά και έφηβοι, όπως ο υποφαινόμενος, με τη μαγεία της αλητείας, που υπήρξε πρωτίστως παιγνιώδης, δευτερευόντως ωφελιμιστική και ουδόλως, μα ουδόλως, επικίνδυνη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Υπεράνω Όλων: Δεν τρώει όλος ο κόσμος το «σανό» που σερβίρουν!
- Solidarity UEFA: Το ποσό που θα πάρουν οι ελληνικές ομάδες
- Αποκάλυψη για Ρονάλντο: «Ο Μουρίνιο τον κάλεσε για να τον φέρει στην Φενέρμπαχτσε»
- Παναθηναϊκός Παρασκήνιο: Παπαδημητρίου κατά... Τζαβέλλα
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα