Μπιλ Ράσελ: O άνθρωπος που αρνήθηκε να γίνει το θύμα

Μεγάλωσε μέσα στον ρατσισμό, τον αντιμετώπισε ακόμα κι όταν έγινε γνωστός, μα δεν έκανε ποτέ πίσω κι έγινε ο πιο επιτυχημένος στον χώρο του. Δεν είχε το ταλέντο άλλων συναδέλφων του, μα έφτασε σε διακρίσεις και επιτεύγματα ακατάρριπτα 50 και βάλε χρόνια μετά.

Ο Μπιλ Ράσελ έφυγε γαλήνια στα 88 του, έχοντας σημαδέψει το ΝΒΑ με τα ρεκόρ του και την αμερικανική κοινωνία με την άτεγκτη στάση του σε μια σειρά θεμάτων. Η γενικότερη (στάση) της ζωής του αποκρυσταλλώθηκε σε εκείνο το «δεν επέτρεψα ποτέ στον εαυτό να γίνει το θύμα», που είχε πει σε μια συνέντευξή του.

Ως προς την μπασκετική του υπόσταση, δανειζόμαστε την ερμηνεία του 82χρονου Ντον Νέλσον, εκ των κορυφαίων προπονητών επί δεκαετίες και παλιού του συμπαίκτη. «Υπάρχουν δύο κατηγορίες σούπερ σταρ: εκείνοι που αναδεικνύονται εις βάρος των συμπαικτών τους και εκείνοι που κάνουν τους άλλους καλύτερους. Ο Ράσελ αποτελούσε τον ορισμό της δεύτερης».

«Πράσινος», σαν (ο καλύτερος) «Κέλτης»

Εντεκα φορές πρωταθλητής στα 13 χρόνια που φόρεσε τη φανέλα των Σέλτικς, στυλοβάτης της μεγαλύτερης δυναστείας που γνώρισε ποτέ το ΝΒΑ. Κανένας επαγγελματίας αθλητής δεν έχει περισσότερους τίτλους στην ιστορία των μεγάλων λιγκών στις ΗΠΑ, μόνο ο Χένρι Ρίτσαρντ του χόκεϊ είχε επίσης έντεκα. Πέντε φορές ΜVP, κορυφαίος ΝΒΑer στο άθροισμα τέτοιων βραβείων και πρωταθλημάτων με 16, πολύ πάνω από το 12άρι του Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ. Δώδεκα φορές ο ίδιος Ολ Σταρ, πρωταθλητής και στο NCAA δις, στους μοναδικούς τίτλους των Σαν Φρανσίσκο Ντονς το 1955 και το 1956.

Το 1957 σήκωσε τρόπαιο και ως ρούκι στο ΝΒΑ, ένας από τους τέσσερις σήμερα μπασκετμπολίστες με back-to-back πρωταθλήματα στο κολέγιο και στο ανώτερο επίπεδο. Τι κι αν στο χάισκουλ ΜακΚλάιμοντς στην Καλιφόρνια δεν ήξερε ούτε τα βασικά και αρχικά είχε κοπεί; Τι κι αν δεν είχε ποτέ του επιθετικό ταλέντο και δεν εκμεταλλευόταν τα 208 εκατοστά του απέναντι σε πολύ κοντύτερους παίκτες;

Ο -ύψους 2,16 μ. και αντίπαλον δέος- Γουίλτ Τσάμπερλεϊν έριχνε τις 50άρες (είχε και σεζόν με τέτοιο μέσο όρο!), ο Ράσελ φόραγε τα δαχτυλίδια. Επειδή ήταν καταπληκτικός αμυντικός στο μαν του μαν, στήνοντας και στο άψε-σβήσε νταμπλ τιμ κι επιστρέφοντας άμεσα στον προσωπικό του αντίπαλο, επειδή είχε έκτη αίσθηση στο να πάει προς την μπάλα και να κατεβάσει το ριμπάουντ (22,5 μ. ό. καριέρας, έναντι 15,1 π.), επειδή είχε το καλύτερο τάιμινγκ για να ρίχνει τάπες. Επειδή, πάνω απ’ όλα, είχε τον χαρακτήρα του νικητή και τον μετέδιδε ολόγυρά του.

Στην τελευταία τριετία του (1966-69) έγινε και παίκτης-προπονητής. Σχεδόν κατά λάθος, μόνο και μόνο επειδή νωρίτερα είχαν αρνηθεί να διαδεχθούν τον «αρχιτέκτονα» της δυναστείας -και έκτοτε πρόεδρο- Ρεντ Αουερμπαχ κάμποσοι πρώην παίκτες της Βοστώνης και δικοί του συμπαίκτες: ο Φρανκ Ράμσεϊ (που είχε τις επιχειρήσεις του), ο Μπομπ Κούζι (που δεν ήθελε να δίνει εντολές στους φίλους του), ο Τομ Χάινσον. Ο τελευταίος, επειδή δεν θα μπορούσε να χειριστεί τον δύστροπο Ράσελ – και πρότεινε… αυτόν ακριβώς στον «Big Red».

Εισακούστηκε, και παρά την πρώτη απώλεια τίτλου ως «Κέλτης», όπως θεωρούσε ο Ράσελ εκείνον του 1967 (διότι στον μοναδικό χαμένο του προηγουμένως, το 1958, είχε τραυματιστεί στους τελικούς), συνέχισε με άλλους δύο στο τέλος της ονειρεμένης του καριέρας. Ο βετεράνος πια σέντερ είχε βαρύνει κι είχε γίνει αργός, αμυντικά ωστόσο έκανε ακόμα τη διαφορά και… προπονητικά δεν είχε κανένα πρόβλημα να τα χώνει στους μέχρι πρότινος φίλους του, αντιμετωπίζοντάς τους πλέον ως υφισταμένους και μόνο.

Μαύρος, άρα περήφανος, εκτός από πιονέρος

Υπήρξε προπονητής και των Σιάτλ Σουπερσόνικς την τετραετία 1973-77 (με καλές και κακές χρονιές στο μέρος όπου εγκαταστάθηκε και πέθανε) ο Γουίλιαμ Φέλτον Ράσελ, όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του, μετά όμως από ένα καταστροφικό… μισό περιόδου στον πάγκο των Σακραμέντο Κινγκς το 1987-88, το έκοψε μαχαίρι το προπονητιλίκι. Είχε προλάβει να γράψει ιστορία εντούτοις από το 1966, ως ο πρώτος μαύρος κόουτς σε οποιαδήποτε επαγγελματική λίγκα των ΗΠΑ.

Γεννηθείς το 1934 στο Γουέστ Μονρό της Λουιζιάνα, στον Νότο όπου ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν ο κανόνας παντού, ο γιος του Τσαρλς και της Κέιτι Ράσελ έμαθε από τους γονείς του να διεκδικεί ό,τι θεωρούσε πως άξιζε, δίχως να φοβάται τις συνέπειες, αλλά και δίχως να φτάνει τις καταστάσεις στα άκρα. Διότι όπως είχαν τα πράγματα, ήθελε και διπλωματία ώστε να μη σταλεί πίσω από τα σίδερα.

Θυμόταν την αφήγηση του (ήρωά του, τον μεγάλωσε μονάχος όταν ο Μπιλ έχασε τη μητέρα του σε ηλικία 12 ετών) πατέρα του, που είχε χάσει τη σειρά του στο βενζινάδικο, μέχρι να εξυπηρετηθούν όλοι οι λευκοί πελάτες. Και όταν πήγε να την κάνει για άλλο, ο βενζινοπώλης του κάρφωσε όπλο στη μούρη, απειλώντας να τον σκοτώσει αν δεν περίμενε την -και καλά- σειρά του.

Ποτέ δεν ξέχασε και τον παππού του τον Τζέικ. Που προσπαθούσε με πενιχρά μέσα να χτίσει σχολείο για μαύρα παιδιά, μπαίνοντας στο μάτι της Κου Κλουξ Κλαν. Και που, γέροντας πια, είχε βάλει τα κλάματα το 1967 μέσα στα αποδυτήρια των Σέλτικς, επισκεπτόμενος τον εγγονό του και βλέποντας τον Τζον Χάβλιτσεκ και τον Σαμ Τζόουνς να συζητούν στα ντους για το παιχνίδι που είχε λήξει. Από τη χαρά και τη συγκίνηση, που ένας λευκός και ένας μαύρος συνεργάζονταν αρμονικά σε έναν οργανισμό με επικεφαλής το καμάρι του…

Ο ίδιος ο Μπιλ βίωσε τον ρατσισμό ακόμα και ως παίκτης των Σέλτικς, ακόμα κι αφότου είχε οδηγήσει το 1956 την εθνική των ΗΠΑ στο χρυσό μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων του Μόντρεαλ. Ένα ξενοδοχείο στη Βόρεια Καρολίνα δεν δεχόταν τους μαύρους παίκτες της Βοστώνης, ένα εστιατόριο στο Κεντάκι δεν τους σέρβιρε… Σηκωνόταν βέβαια κι έφευγε όλη η ομάδα, κάτι που ατσάλωσε τις σχέσεις των μελών της, κατά δική του δήλωση.

Ενεργός όσο λίγοι αθλητές στο κίνημα «Black Power», ήταν ανάμεσα σε εκείνους που είχαν υποστηρίξει δημοσίως την επιλογή του Μουχάμαντ Αλί να μην καταταγεί στον στρατό. Αγόρασε εκτάσεις στη Λιβερία κι έγινε ο πρώτος ΝΒΑer που επισκέφτηκε κράτη της Αφρικής για να προσφέρει βοήθεια στον τοπικό πληθυσμό και να προωθήσει αθλητικά καμπ, αναδείχθηκε σε σταθερο υπέρμαχο των δικαιωμάτων των μαύρων στη χώρα του.

Γκρίζα και νεφελώδης η σχέση με τη Βοστώνη

Αγύριστο κεφάλι, δύσκολος χαρακτήρας, ο Ράσελ δεν είχε καμία σχέση με τον σεβάσμιο γέροντα που βλέπαμε τις δύο τελευταίες δεκαετίες να αποθεώνεται στα γήπεδα και να βραβεύεται (μεταξύ άλλων με το Προεδρικό μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Μπαράκ Ομπάμα το 2011) σε διάφορες εκδηλώσεις. Χαλάρωσε και (απο)δέχτηκε τις πρέπουσες τιμές στη δύση της ζωής του και πάντως μετά τον θάνατο του μεγάλου του αντιπάλου, Γουίλτ Τσάμπερλεϊν, το 1999.

Είχε παρεξηγηθεί για χρόνια ολόκληρα και με τον σέντερ των Σίξερς και Λέικερς, παρ’ ότι οι δυο τους ήταν καλοί φίλοι την εποχή που έδιναν τις τιτανομαχίες τους («Battle of the Titans» αποκαλούνταν οι κόντρες τους, γαρ) στα παρκέ. Τα βρήκαν έγκαιρα και φίλιωσαν, όπως ο Ράσελ τα βρήκε κάποια στιγμή μετά από δεκαετίες με τους Σέλτικς και την ίδια τη Βοστώνη που τον είχε λατρέψει! Και τον είχε μισήσει, μέρος της τουλάχιστον, απαραίτητη η διευκρίνιση…

Το τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του ήταν το 108-106 επί των (πολύ καλύτερων όλη τη χρονιά) Λέικερς μέσα στο Λος Αντζελες, στον έβδομο τελικό του 1969. Παιχνίδι δηλαδή που χάρισε ένα ακόμα πρωτάθλημα στην ομάδα του, η οποία παρεμπιπτόντως δεν είχε κανέναν τίτλο προτού ο ίδιος πάει στη Βοστώνη και έμεινε εκτός πλέι οφ την αμέσως επόμενη σεζόν της αποχώρησής του! Πάνω από 30.000 Βοστωνέζοι περίμεναν να αποθεώσουν τους θριαμβευτές, ο Ράσελ πουθενά.

Δεν γύρισε με την αποστολή και ο κόσμος ένιωσε προδομένος, ενθυμούμενος ξαφνικά μια παλιά ατάκα του, ότι δηλαδή δεν χρωστούσε τίποτα στο κοινό, όπως και την παροιμιώδη απέχθειά του να δίνει αυτόγραφα. Κάποιοι του χρέωναν ότι απέφευγε τους λευκούς (στην πλειονότητά τους) φιλάθλους του συλλόγου, γενικότερα πάντως δεν γούσταρε τα πάρε-δώσε με το κοινό και τις εξωαγωνιστικές υποχρεώσεις ενός επαγγελματία αθλητή.

Ηταν η απογοήτευσή του από τις πρόσφατες δολοφονίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Ρόμπερτ Κένεντι (σε συνέχεια εκείνης της Τζον), η δυσθυμία του από το όλο πολιτικό κλίμα μετά τον Πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά και από το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει ο γάμος του με την (πρώτη από τις τέσσερις συζύγους του) Ρόουζ; Ηταν απλώς το ότι ήταν φιλοχρήματος, μια και πούλησε για 10.000 δολάρια το στόρι της αποχώρησής του από την ενεργό δράση (και τον πάγκο των «Κελτών») στο Sports Illustrated;

Όπως και να ΄χει, ο άνθρωπος που ήξερε να «πουλάει» -και καλά έκανε- ιδανικά τον εαυτό του, εξασφαλίζοντας ακόμα και ως ρούκι το δεύτερο καλύτερο συμβόλαιο του συλλόγου, διέρρηξε μονομιάς τους δεσμούς με την ομάδα και την πόλη. Δεν παρευρέθηκε καν στην τελετή απόσυρσης της δικής του φανέλας με το Νο 6 το 1972, όπως και σε εκείνη της ένταξής του στο Hall of Fame το 1975. Μάλλον όμως έφταιγε σε αυτές τις «απουσίες» και η κακή του σχέση με τους δημοσιογράφους.

Ακόμα και ως παίκτης, μετά από μία ακόμα δήλωσή του περί «καμιάς επιθυμίας μου να γελάω ψεύτικα και να παριστάνω τον καλό σε παιδάκια», άγνωστοι είχαν εισβάλει και βανδαλίσει το σπίτι του στο προάστιο Ρέντινγκ, αφοδεύοντας στους τοίχους και τα κρεβάτια. Αγριες εποχές, κατά τις οποίες τέτοιου είδους δηλώσεις, από έναν μαύρο μάλιστα, θεωρούνταν απίστευτα προκλητικές.

Για ένα διάστημα το έπαιξε τηλεσχολιαστής δίχως να έχει ιδιαίτερη ζέση, έκανε γκεστ σταρ εμφάνιση στους «Σκληρούς του Μαϊάμι», μα συνήθως έμενε για πολλά χρόνια μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ο ίδιος έγινε πιο δεκτικός τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις του με τον οργανισμό των Σέλτικς αποκαταστάθηκαν, έγινε και άγαλμα στην πόλη της Μασαχουσέτης. Ο άνθρωπος του οποίου το όνομα φέρει πλέον το βραβείο του MVP των τελικών πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας πίσω πολυσήμαντη κληρονομιά.

 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΜΠΙΛ ΡΑΣΕΛ: Το ΝΒΑ έχασε έναν θρύλο

ΜΙΛΓΟΥΟΚΙ 1971-2021: Κορνάροντας απειλητικά στον φίλαθλο με το τρανζιστοράκι…

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News