Άρης: Το κοινωνικό φαινόμενο στα τέλη των 80s που άλλαξε την Ελλάδα

EUROKINISSI

Ο Άρης ήταν η μόνη ομάδα στην Ιστορία του ελληνικού αθλητισμού που έκλεινε ένα ολόκληρο έθνος στο σπίτι για να τον δει να παίζει και τα γενέθλιά του πάντα θα μας γυρίζουν πίσω στις… εθνικές Πέμπτες της ζωής μας!

Δεν θα πρέπει να φανταστεί, ο αναγνώστης που δεν την πρόλαβε, ως επιτομή του γούστου τη δεκαετία του ’80 στην Ελλάδα. Το ντύσιμο και οι διασκεδάσεις και οι ταινίες -με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις- και οι συνήθειες δεν ήταν ακριβώς η επιτομή της καλής αισθητικής.

Ήταν εμβρυακή η διαδικασία του εξευρωπαϊσμού και του εξαμερικανισμού, υπό την έννοια ότι είχε έρθει η ώρα να γίνει προσβάσιμη για όλους. Ήταν η απαρχή, κιόλας, λόγω και των χρόνων του σοσιαλισμού, εκείνης της κατάστασης που καθένας ένιωθε ότι έκρυβε μέσα του ένα μικρό αριστούργημα -και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Ήταν η ρίζα των σύγχρονων καιρών, αλλά έστεκε και αυτόφωτα.

Μέσα σε αυτήν, αναπτύχθηκε ο Άρης, ο οποίος κλείνει την Ημέρα της Παλιγγενεσίας, την 25η Μαρτίου, 109 χρόνια ζωής. Η ομάδα μπάσκετ του Άρη, με χαρακτήρες εκπληκτικά μοναδικούς, έκανε τέτοιο γκελ σε όλη τη χώρα, που θα ήταν ακριβές να ειπωθεί ότι τα μωρά που γεννιούνται τώρα, δηλαδή ανήμερα την 25η Μαρτίου του 2023, δεν πρόκειται να το ζήσουν.

Ο Νίκος Γκάλης απέναντι στη Μακάμπι Τελ Αβίβ στο Αλεξάνδρειο

Η ομάδα μπάσκετ του Άρη με τις συμμετοχές σε τρία διαδοχικά Final 4 Κυπέλλου Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης, του πρώτη στη Γάνδη το 1988, στο Μόναχο το 1989 και στη Σαραγόσα το 1990, δημιουργούσε τέτοια ατμόσφαιρα, που οι περιγραφές της εποχής ανάγονται στο συλλογικό φαντασιακό. Οι λόγοι που δεν πρόκειται να ξαναγίνει οτιδήποτε παρόμοιο, είναι προφανείς. Αλλά οι λόγοι που συνέβη, έχουν τις ρίζες τους σε μια άνθιση η οποία έμοιαζε με παρθενογένεση.

Δεν θα επιτρεπόταν, ούτως ειπείν, στην αφέλεια να προτάξει ότι ο Άρης θα υπήρχε φαινομενικός χωρίς την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ το 1987, παρ’ όλα αυτά δεν γίνεται να αποδοθεί στην Εθνική, που σημείωσε εκείνον το θρίαμβο στο Φάληρο, η φράση «τα θέατρα έκλειναν κάθε Πέμπτη». Ήταν τέτοια η κοινή αποδοχή, που ανά περιπτώσεις έστεκε. Ο κόσμος δεν έβγαινε, επειδή συντονιζόταν στην τηλεόραση.

Κι ενώ όλα άρχισαν το 1984, όταν με ένα κόλπο γκρόσο ο Γιάννης Ιωαννίδης υφάρπαξε τον Παναγιώτη Γιαννάκη από τους μεγάλους της Αθήνας, σε μία νύχτα που ο «δράκος» σχεδόν γύρισε την πόλη, δεν ήταν παρά το δεύτερο μισό της δεκαετίας που το Κύπελλο Πρωταθλητριών γιγαντώθηκε στα μυαλά όσων παρακολουθούσαν τον Άρη, κυρίως διότι η τηλεόραση αποφάσισε να δείχνει όλα τα παιχνίδια του.

Ο Τόνι Κούκοτς και ο Νίκος Φιλίππου σε ένα από τα μυθικά Άρης-Γιουγκοπλάστικα

Η αργότερα διαγνωσμένη ως ασθένεια υστερία για την αποδοχή έξωθεν βοήθησε. Και εκείνα τα παιχνίδια, με ομάδες όπως η Ντεν Μπος και η Μάες Πιλς, η Γιουγκοπλάστικα και η Μακαμπί (για χρόνια έμπαινε ο τόνος στη λήγουσα) Τελ Αβίβ, η Μπαρτσελόνα και η Τρέισερ Μιλάνο, η Παρτίζαν και η Εστουδιάντες, ήταν μια ευκαιρία για άρθρωση λόγου από μια χώρα, ακόμα κι αν τα αυτιά στα οποία απευθυνόταν δεν άκουγαν.

Ήταν δύσκολο να αντισταθείς στη γοητεία ενός ματς μεσοβδόμαδα και κάθε εβδομάδα. Στο λυκόφως του μονοπωλίου της κρατικής τηλεόρασης, ο Άρης ερχόταν για να εγκαθιδρύσει το δικό του μονοπώλιο και αυτό το πετύχαινε έχοντας τρεις μοναδικούς πρωταγωνιστές.

Έναν Γιαννάκη που ήταν ένας Νείλος τεστοστερόνης και από το τρίτο φάουλ του και μετά γινόταν κινητό meme, έναν Ιωαννίδη που ξεκίνησε να καπνίζει στην αρχή του παιχνιδιού και τελείωνε με τη λήξη του, αφού είχε κατεβάσει στα τάιμ άουτ ό,τι μπινελίκι υπήρχε, και έναν Γκάλη που απλώς θα σε σήκωνε από την καρέκλα μπαίνοντας στη ρακέτα και σουτάροντας το παροιμιώδες τζαμπ σουτ του λίγο πάνω από το απλωμένο χέρι του ψηλού.

Βασίλης Λυπηρίδης και Όντι Νόρις σε Άρης-Μπαρτσελόνα στο Αλεξάνδρειο, με τον Στόγιαν Βράνκοβιτς να παρακολουθεί

Ήταν Παρασκευή μεσημέρι όταν ο υπογράφων, ερχόμενος από το σχολείο, μελαγχόλησε ιδιαιτέρως κρατώντας μία εφημερίδα που έγραφε ότι ο Άρης δεν κατάφερε να καλύψει τη διαφορά στο παιχνίδι με τη Σκαβολίνι στο Πέζαρο, το 1991.

Εκείνες οι λέξεις απέπνεαν, για πρώτη φορά στη ζωή του, την αίσθηση της λήξης μίας κατάστασης, αλλά δεν θα γινόταν πιστευτό από οποιοδήποτε των φανταστικών πλασμάτων στον παιδικό κόσμο του ότι θα επρόκειτο για το οριστικό τέλος. Το τέλος δεν ήταν ο αποκλεισμός για το Final 4 στο Παρίσι, αλλά πως ο Άρης δεν θα πλησίαζε ξανά να γίνει εκείνο το θαύμα που δικαίωνε την αναμονή και την προσμονή μίας ολόκληρης εβδομάδας και, γιατί όχι, υπήρξε το μέσο σύσφιξης οικογενειακών δεσμών.

Πώς όχι; Μέσω των περιγραφών του Φίλιππου Συρίγου, κατά κύριο λόγο, εκείνου του θρυλικού λαχανιάσματος στη Βαρκελώνη το 1987, στο πρώτο «διπλό» που έκανε ελληνική ομάδα με αντίπαλο την Μπαρτσελόνα -και του πανθεϊκού «είναι κλοπή, είναι κλοπή»- μέσω λέξεων όπως «Μπομπλάν» και «Μπόζινταρ Μαλίκοβιτς» και «Πικουλίνο Ορτίθ» και «Γιουγκοπλάστικα, στιγμών όπως εκείνη που έσβησαν τα φώτα στο ματς στο Αλεξάνδρειο με την Μπάγερ Λεβερκούζεν, ενός παιχνιδιού που έληξε 134-117, και διαφημίσεων όπως εκείνη του ουίσκι, που μια παρέα από καλοντυμένους άντρες βρίσκει ένα γηπεδάκι για να παίξει νυχτερινό μπάσκετ, παιδιά και γονείς ήρθαν λίγο κοντύτερα.

Κι έπειτα, ήταν ο Γκάλης. Ο Γκάλης με έκανε να γελάω.

Δεν θα θεωρούσες ότι αυτή θα ήταν η αντίδραση που θα έπρεπε να υπάρχει απέναντι στο μεγαλείο, αλλά τις περισσότερες φορές γινόταν οργανικά δεδομένο. Ο Γιαννάκης δοσμένος στη μάχη με τα «αψυχολόγητα σουτ» και ένα κορμί χαρισμένο στην επιστήμη του ηρωισμού, το Αλεξάνδρειο να φλέγεται, οι διάσημοι να παίρνουν θέση, ο Ιωαννίδης να φοράει ένα σακάκι με ένα άσπρο πουκάμισο και ο Γκάλης να σε πιάνει πάντα εξ απήνης. Δεν επρόκειτο καν για το γέλιο της αμηχανίας όταν συμβαίνει κάτι αλλόκοτο, απλώς έβγαινε σαν να ήταν ένα συστατικό ευζωίας που δεν ήταν απαραίτητο να συνοδεύει αστεία.

Ο Γκάλης που έπαιξε με σπασμένο το χέρι στον επαναληπτικό του Κυπέλλου Κόρατς στο Βαρέζε, το 1985 και που, μέρες που είναι, πήγε άυπνος λόγω της πικρής ήττας του κολεγίου του, Σίτον Χολ, από το Μίσιγκαν για τον τελικό του εθνικού πρωταθλήματος των ΗΠΑ, να παίξει τον ημιτελικό του Final 4 με τη Μακάμπι το 1989.

Η εποχή του Άρη ουσιαστικά τελείωσε στους εμβληματικούς τελικούς του 1991. Τότε, ο ΠΑΟΚ είχε χάσει τα δύο παιχνίδια της κανονικής περιόδου, τα οποία αθροίζονταν στη σειρά των τελικών, που ολοκληρωνόταν στις τέσσερις νίκες.

Ο «δικέφαλος» ισοφάρισε σε 2-2 με το απίθανο τρίποντο του Μπάνε Πρέλεβιτς στο δεύτερο τελικό, ο Άρης πήρε το προβάδισμα ξανά με το τρίποντο του Γιαννάκη στην εκπνοή του τρίτου τελικού και ο Παναγιώτης Φασούλας έκανε λάθος επαναφορά στην μπάλα και ο Μπραντ Σέλερς χάρισε στους «κίτρινους» το πρωτάθλημα με ένα τρίποντο παιχνίδι. Ήταν μία από τις κορυφαίες σειρές που έγιναν ποτέ.

Από τότε έχουν παρέλθει σχεδόν 32 χρόνια και τρία ευρωπαϊκά τρόπαια, εκείνο στο Κύπελλο Κυπελλούχων το 1993, στον τελικό-διπλωματικό επεισόδιο με την Εφές Πίλσεν στο Τορίνο, αυτό στο Κύπελλο Κόρατς το 1997, με το θριαμβευτικό δεύτερο τελικό στην Προύσα, όταν νίκησε με διαφορά 18 πόντων το δεύτερο τελικό στην Προύσα καλύπτοντας εκείνη των 11 στο πρώτο ματς, και, τέλος, το στο EuroCup Challenge του 2003, όταν νίκησε την Πρόκομ Τρεφλ στο Αλεξάνδρειο με το καλάθι του Μίροσλαβ Ράιτσεβιτς.

Ο Άρης έβγαινε στην Ευρώπη και υπήρχε κάτι μοναδικό σε αυτό. Μερικές φορές, είχε ονοματεπώνυμο: Μάριο Μπόνι. Όπως τότε που «έκοψε τον κώλο», όπως είπε ο ίδιος, των συμπατριωτών του στο Τρεβίζο, στον απίθανο δεύτερο ημιτελικό του Κόρατς, ένα ματς που η ομάδα του Λευτέρη Σούμποτιτς έχασε στην παράταση με ένα πόντο και που τελείωσε με… ένα διαιτητή, τον Ρώσο Νταβίντοφ.

Ουδείς στο Αλεξάνδρειο, όμως, ή μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης θα μπορούσε να υποπτευθεί ότι ο Άρης δεν θα κατακτούσε άλλο πρωτάθλημα. Δεν επρόκειτο μόνο για τη δική του σταδιακή κατάρρευση, αλλά και για την αλλαγή στο zeitgeist. Η Ελλάδα άλλαζε και μαζί της έπαιρνε το μόνο πράγμα που δεν πρόκειται να ξαναγίνει: Ένα σύλλογο που έκλεινε τον κόσμο στα σπίτια του για να τον παρακολουθεί να παίζει.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News