Η ήττα στο ποδόσφαιρο μπορεί να σε κάνει για λίγο δυστυχισμένο, πραγματικά δυστυχισμένο. Και σε αυτήν τη διάσταση, το ποδόσφαιρο είναι πολύ διαφορετικό από όλα τα αθλήματα, αν και ο κοινός παρονομαστής είναι ίδιος: ο πόνος.
Σε αυτόν το μεγάλο χώρο, που κάνει τον πρωταγωνιστή να φαντάζει εξαιρετικά μικρός σε κάθε διάστασή του, η παρηγοριά δεν γίνεται παρά να αποτελεί πράξη η οποία, ακόμα και αν προσδίδεται με τη μέγιστη δυνατή ειλικρίνεια, αποτελεί υποκρισία. Η παραμυθία δεν λειτουργεί όταν ένα όνειρο έχει πλαστεί σε βάθος χρόνου και όστις το έκανε οδεύει προς την ολοκλήρωσή του.
Ο πάσχων, με όλα τα προνόμια που λαμβάνει, βρίσκεται σε έναν οδυνηρό κόσμο: εκείνον της απώλειας, της υποψίας της απώλειας. Ακριβώς αυτό πληρώνεται: η στιγμή που χάνονται όλα. Και όχι μόνο για τον ίδιο.
Είναι οξύμωρο να σκέφτεται κάποιος ότι αν το ποδόσφαιρο παρέμενε στις πατούσες της αριστοκρατίας, οι πρωταγωνιστές του θα αμείβονταν φθηνότερα. Για να γίνει αυτό το προϊόν δισεκατομμυρίων ευρώ, που είναι σήμερα, έπρεπε να φτάσει στο λαό.
Μόνο οι πεινασμένοι, η εργατική τάξη, τα μπλε κολάρα, οι ιδεαλιστές και οι ονειροπόλοι θα μπορούσαν να το απογειώσουν. Αυτό δεν θα συνέβαινε μέσω της χαράς, αλλά περισσότερο μέσα από τη λύπη.
Ένας άλλος κόσμος -κι αυτό ρέπει στην κυριολεξία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μεταφορικό. Ένας άλλος κόσμος, τον οποίον οι αξιωματούχοι λάτρεψαν. Δεν θα ήταν υπερβολή η γνώμη ότι ο καιρός που πέρασε δίχως επενδύσεις, δηλαδή τα σχεδόν 50 χρόνια που το ποδόσφαιρο, μέσω των σπουδαίων αποστόλων του, βρέθηκε στο στρόβιλο του πάθους από κάθε είδος φυλής, ήταν ένα αναγνωριστικό διάστημα.
Κι όταν η Βραζιλία εμφανίστηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, τότε όλες οι ροπές προς το να υπάρξει επαγγελματισμός, ήταν γεγονός. Δεν ήταν απαραιτήτως κακό ή άσχημο προμήνυμα, αν και ήδη είχε διευθετηθεί, στην ενδελεχή ανάλυση, το σημαντικότερο στοιχείο. Η αγορά ήταν παγκόσμια.
Οι φυλές και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα
Η φιλοσοφία του ποδοσφαίρου, όπως αναπτύχθηκε στο δυτικό κόσμο, δεν συγκρουόταν με τη μορφή επιβίωσης που αποκτούσε στη γη του πυρός. Όταν οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί το συζητούσαν με την έννοια της μονάδας, οι Σοβιετικοί ανέλυαν το χώρο και οι Ολλανδοί την απόσταση, οι Ουρουγουανοί, οι Αργεντινοί και οι Βραζιλιάνοι, χώρες που τα σύνορά τους δεν άλλαζαν κάθε εβδομάδα, του έδιναν χαρακτήρα επιβίωσης.
Υπήρχε μια φιληδονία από τη μία πλευρά για την άλλη. Οι φιλόσοφοι κατασκόπευαν με τα κιάλια την απελπισία των Ινδιάνων και των μαύρων να παίξουν και να ξεχωρίσουν, διότι ένας κόσμος χωρίς επιτυχία δεν ήταν απλώς ανώφελος ή ελάχιστα χρηστικός, αλλά αναδείκνυε ιστορίες πείνας και θανάτου.
Μπροστά σε αυτό το γονίδιο, ωχριούσαν οι νομοτυπίες και οι καλοί τρόποι συμπεριφοράς. Το ποδόσφαιρο έδινε δικαίωμα σε όλους να ξεχωρίσουν και να πετύχουν, για να μην αναφερθεί ότι, περισσότερο από δικαίωμα, ήταν ανάγκη. Το jeitinho, η βραζιλιάνικη ζαβολιά που έχει την υφή της αντικαθεστωτικής πράξης, και οι potreros, οι αγελαδάρηδες από την Αργεντινή. έγιναν το κομμάτι στο οποίο πατούσαν οι τρεις λατινοαμερικανικές χώρες για να παράγουν το έμψυχο δυναμικό τους, που θα αποτελούσε τους συλλόγους τους και τις εθνικές ομάδες τους.
Από εκεί και οι ίδιοι οι παίκτες θα έφταναν να βγάζουν τα προς το ζην προκειμένου να τραβήξουν από την κακομοιριά τις οικογένειές τους. Δεν υπάρχει φτωχός που να μην ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο για τον ίδιο και τους ανθρώπους του, αλλά είναι και ελάχιστοι εκείνοι που μπορούν να είναι προσηλωμένοι στην πορεία και να υπερακοντίζουν τους αντιπάλους, να υπερκερνούν τα εμπόδια που βρίσκονται στους δρόμους τους.
Για κάθε έναν ποδοσφαιριστή που βγαίνει, υπάρχουν χίλιοι που αποτυγχάνουν. Και αυτοί οι χίλιοι γίνονται η φυλή του ενός.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ήττα γίνεται πιο επώδυνη. Ο λόγος είναι τελείως πρακτικός: οι Δυτικοευρωπαίοι δεν έχουν πιο γερό σκαρί από τους Λατινοαμερικανούς, αλλά έχουν μια βάση που δεν εξαρτάται από το ποδόσφαιρο. Η φιλοσοφία, ούτως ή άλλως, δεν ανάγεται σε πλαίσιο διαφορετικό από τον ελεύθερο χρόνο.
Κι όταν γίνεται να αποσπάσαι, η ήττα είναι μια κατάσταση που το δράμα το οποίο θα δημιουργήσει είναι ελάχιστο. Στις χώρες της υγρασίας, όμως, είναι διαφορετική υπόθεση. Μέσα απόσπασης δεν υπάρχουν. Ο άνθρωπος που πεινάει, ξεχνιέται μόνο με το ποδόσφαιρο. Δεν μπορεί να ξεχαστεί με ένα ποτήρι ακριβό κόκκινο κρασί, με χαβιάρι ή με δορυφορική τηλεόραση. Δεν έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε είδος πέρασης, που για εκείνον είναι καλοπέραση ή πολυτέλεια.
Οι άνθρωποι που παίζουν φορώντας τη φανέλα της ομάδας του έθνους στο οποίο ανήκει, κουβαλούν τη δική του ζωή στους ώμους του. Το κάνουν με την αμεσότητα που δεν γίνεται κάπου αλλού, διότι ο κίνδυνος της θλίψης συνεπάγεται ρίσκο για την ίδια την ακεραιότητα. Δεν τους νοιάζει πώς θα γίνει, η ηθικοπλασία δεν τους αφορούσε ποτέ, επειδή… δεν ξέρουν τι σημαίνει.
Γι’ αυτό και οι Αργεντινοί λάτρευαν τον Ντιέγκο Μαραντόνα και τον απογείωσαν, σε υψίπεδα άφατα. Γι’ αυτό και έψαχναν απεγνωσμένα έναν τρόπο, μόνο κάτι, προκειμένου να θεωρήσουν τον Λιονέλ Μέσι δικό τους παιδί.
Με τη ζώνη λυμένη
Ο Μαραντόνα ήταν το σύμβολο των ποτρέρος. Ακόμη είναι. Το φτωχόπαιδο που έφτιαξε το δρόμο του προς την καταξίωση και ανάγκασε τον κόσμο να υποκλιθεί. Ο Μαραντόνα δεν υπήρξε μόνο ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στον κόσμο, αλλά, ταυτοχρόνως, ο πιο αντιδραστικός. Οι συνέπειες δεν υπήρχαν, δημιουργούσε ένα τοπίο παραίσθησης.
Ήταν τόσο συγκρουσιακός, που τα έβαζε με αόρατους εχθρούς. Βρήκε την ομάδα, έστω και κατά τύχη, που ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του. Η Νάπολι ήταν η ομάδα μίας πόλης που βίωνε τον ευνουχισμό από ένα ζάπλουτο βορρά. Ο Μαραντόνα ήξερε ότι δεν θα νικούσε πάντα και πιθανώς τα έβαζε με το σύστημα για να είναι προφυλαγμένος.
Και ενώ οι εχθροί του ήταν όντως αόρατοι -παραδείγματος χάρη καταφέρθηκε εναντίον των Ναπολιτάνων το 1989, μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA, ενώ την ίδια μέρα που οι «παρτενοπέι» σήκωσαν το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο στην Ιστορία τους, είπε στον Κορλάντο Φερλάινο, πρόεδρο της ομάδας, να τον πουλήσει, μια εγγενής ανωμαλία- η λογική ήταν σωστή.
Τα χρόνια περάσαν, αλλά μόλις πριν λίγες μέρες, ενώ τρεις άνθρωποι, ανάμεσά τους και ένας 14χρονος Φιλιππινέζος, πέθαναν στο Κατάρ κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κυπέλλου, ο Τζιάνι Ινφαντίνο, πρόεδρος της FIFA, σχεδόν είπε επισήμως «ας μείνουμε στο ποδόσφαιρο» και συμπλήρωσε ότι «τα επίσημα κέρδη από το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι 10,5 δισεκατομμύρια δολάρια, ένα δισεκατομμύριο περισσότερο από την προηγούμενη διοργάνωση».
Ο Ινφαντίνο είναι ο Σεπ Μπλάτερ. Ο Μπλάτερ είναι ο Ζοάο Χαβελάνζε, ο Βραζιλιάνος πρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας που ο Μαραντόνα τα είχε μαζεμένα. Είχε δίκιο να «κράζει» γενικώς και αορίστως, αλλά όχι να καταδικάζει επί τούτου.
Έμπαινε στο γήπεδο με το στέρνο έξω και το διατηρούσε σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ήταν ο οπλαρχηγός των ομάδων του, εκείνος που θα τις οδηγούσε στη γη της Επαγγελίας. Θα άντεχε σε κάθε μαρκάρισμα, αλλά θα είχε τη ζώνη λυμένη για καβγά. Ήταν καταδικασμένος να πετύχει από μικρός, αλλά η ιστορία των ποτρέρος είναι ο θόρυβος. Ο καλπασμός των αλόγων που τρέχουν στην έρημο, δίπλα στους κάκτους.
Δεν υπήρξε ποτέ καλύτερος. Δεν υπήρξε ποτέ επαρκέστερος. Δημιούργησε ένα υπόβαθρο ώστε οι ήττες να δικαιολογούνται, ώστε οι άνθρωποι να ξέρουν ότι αδικήθηκαν. Κι όταν νικούσε, το έκανε με τέτοιο τρόπο ώστε να δείχνει παντοδύναμος.
Πρέπει να υποτεθεί ότι ένιωθε τέτοιος. Την ώρα της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου, ατένιζε τον ορίζοντα με το πρόσωπό του. Το εκπληκτικό με τον Μαραντόνα είναι ότι δεν υπάρχει φωτογραφία που να δείχνει άσχημος. Σε αντίθεση με την Έριδα, η νεράιδα των Γκουαρανί προσκλήθηκε στη βάφτισή του και τον προίκισε με το χάρισμα της φωτογένειας.
Οι άνθρωποι πρέπει να τρώνε. Αν όχι, πρέπει να νικάνε, για να ξεγελούν την πείνα τους. Αλλιώς πρέπει να προσπαθούν να νικήσουν, να κάνουν τα πάντα για να νικήσουν. Κυρίως, έπρεπε να υπάρχει φταίχτης. Αν δεν ήταν φανερός, έπρεπε να είναι ύπουλος, υποχθόνιος.
Για τους Αργεντινούς, ο Μαραντόνα ήταν ένας μυθικός ήρωας. Τους τα είχε όλα έτοιμα. Ακόμα και το ποιος φταίει, που μερικές φορές είναι πιο σημαντικό από την ίδια τη νίκη. Μπορεί να μην ήταν γνωστό το ποιος, αλλά σίγουρα υπήρχε κάποιος. Ουδείς ποτέ ρώτησε.
Ο Μαραντόνα ατένιζε τον ορίζοντα και προσδιόριζε τι είναι η αδημονία. Ο Μέσι, στον προημιτελικό του Copa America το 2011 με την Ουρουγουάη, στη Σάντε Φε, προσδιόρισε τι είναι η ψυχολογική κατάρρευση.
Κοίταζε το έδαφος και κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, δεν τραγούδησε. Οι Αργεντινοί έγιναν έξαλλοι. Ο πιο σεσημασμένος κριτικός του Μέσι στην Αργεντινή, ο δημοσιογράφος Φλάβιο Ασάρο, ήταν εξοργισμένος: «Ο Μέσι δεν είναι Αργεντινός, είναι Ευρωπαίος. Να φύγει, να πάει στην Ισπανία να παίξει».
Δεν έχει σημασία τι έγινε αργότερα, τουλάχιστον για την οικονομία του κειμένου. Δεν έχει σημασία καν ότι ο Μέσι εμφάνισε σημάδια μιας ηγετικής φυσιογνωμίας δημοσίως αφού ο Μαραντόνα πέθανε. Σημασία έχει ότι η καθοδήγησή του είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του Μαραντόνα.
Μια άλλη Αργεντινή. Εκείνη του εμιγκρέ. Εκείνη του μικρού παιδιού που ποτέ δεν την ξέχασε. Έγινε βίωμα, πια, η φυγή από τα αεροδρόμια, οι εικόνες από το παιχνίδι στις αυλές ξεθωριάζουν και, τυπικά γι’ αυτόν τον κόσμο, οι συνθήκες ζωής, η ποιότητα ζωής, παραμένουν αδιάβλητες και αμετάβλητες.
Ανάθεμα, κιόλας, αν υπήρξε ποτέ αυτό το ποδόσφαιρο των ποτρέρος. Όχι, όχι εκείνη η ομορφιά του ατομικισμού, του «αγοριού» που θα έπαιρνε την μπάλα και θα έβαζε γκολ, των παιδιών που θα ντρίμπλαραν στη λάσπη, αλλά των καβαλάρηδων, που ο καλπασμός θα έκανε τη σκόνη να μοιάζει με ομίχλη.
Συνηθισμένοι στην προδοσία των Οριούντι, των φυγάδων που όντως προτίμησαν να παίξουν για άλλες χώρες αλλά που στην Αργεντινή τους αγαπούν, συνειδητοποιείς ότι λίγοι ήταν οι διάδοχοι του αρχιστράτηγου που έμοιαζαν περισσότερο σε αυτόν από ό,τι στον Μέσι.
Από τον Πάμπλο Αϊμάρ στον Ρομάν Ρικέλμε και από τον Χαβιέρ Σαβιόλα στον Αντρές ντ’ Αλεσάντρο, οι περισσότεροι είχαν αυτό το αθώο χαμόγελο και εκείνη τη μελαγχολία του καουμπόι που τις νύχτες, με τη σκηνή του πίσω του και τη φωτιά μπροστά του, του έλειπε η γυναίκα του και τώρα, τώρα, θα τα παρατούσε όλα για να γυρίσει στο σπίτι.
Μόνο ο Αριέλ Ορτέγα και ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο, ναι, αυτός ο Γκαγιάρδο που πριν από 35 μέρες χάρισε, ως προπονητής της Ρίβερ Πλέιτ το πρωτάθλημα στην Μπόκα Τζούνιορς, προσομοίαζαν στον Μαραντόνα.
Αλλά είναι όντως αυτή η Αργεντινή; Ή μήπως είναι τα παιδιά που μένουν πίσω και θέλουν να φύγουν μαζί με τα άλλα και τα παιδιά που φεύγουν, αλλά θέλουν να τρέξουν στο πατρικό σπίτι τους;
Είναι η σύγκρουση ή η anoranza, αυτή η αιώνια θλίψη για την πατρίδα που χάθηκε για εκείνους που παίρνουν το αεροπλάνο της φυγής και για την πατρίδα που υπάρχει για αυτούς που μένουν στην ισόβια μιζέρια;
Αν ο Μαραντόνα ήταν ένας και μοναδικός, ο Μέσι είναι η λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής και, ταυτοχρόνως, η επώδυνη πραγματικότητά της.
Έπρεπε να νικήσει για να φανεί.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Υπεράνω Όλων: Δεν τρώει όλος ο κόσμος το «σανό» που σερβίρουν!
- Solidarity UEFA: Το ποσό που θα πάρουν οι ελληνικές ομάδες
- Αποκάλυψη για Ρονάλντο: «Ο Μουρίνιο τον κάλεσε για να τον φέρει στην Φενέρμπαχτσε»
- Παναθηναϊκός Παρασκήνιο: Παπαδημητρίου κατά... Τζαβέλλα
- Ρουί Βιτόρια: Αυτό είναι το πλάνο του για τον Τάσο Μπακασέτα