Πελέ: Η Βραζιλία του ’70 ήταν η αρχή της επιστήμης

Sportday.gr

Στα 82 του, ο Έντσον Αράντες ντο Νασιμιέντο αποχαιρέτησε το μάταιο τούτο κόσμο. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 ήταν το παλκοσένικό του.

Η κατάληξη της δεκαετίας του ’60 έφερε τον Νέο Κόσμο. Έχουν συμπληρωθεί ήδη 52 χρόνια από το Παγκόσμιο Κύπελλο που ήταν το επιστέγασμά της. Το 1970, στο Μεξικό, εμφανίστηκε μία από τις κορυφαίες ομάδες όλων των εποχών, η Βραζιλία.

Αυτή η εμφάνιση την πέρασε στη σφαίρα της θρησκείας, ου μην και της θρησκοληψίας. Οι πιστοί, από εκεί και ύστερα, έκαναν ότι δεν έβλεπαν τις αδυναμίες και τις ατασθαλίες.

Αρκούσε ένα άγγιγμα για να υπενθυμιστεί το ζόγο μπονίτο, το όμορφο παιχνίδι, που διαπερνούσε τη ραχοκοκαλιά και ανήκε στο μέρος του γονιδιακού σπειρώματος που καλύπτεται από την προγονική μνήμη, από καταστάσεις που το ον δεν βίωσε αλλά που είτε του τις πέρασαν διανοητικά μέσω της αφήγησης είτε μεταφέρθηκαν μέσα από την ισχύ των συναισθημάτων*.

*Αν αυτό δεν αποδεικνύεται επιστημονικά, τόσο το χειρότερο για την επιστήμη. Συντριπτικά, τα ευρήματα δεν είναι εφικτό να χαλάσουν μια ωραία ιστορία.

Όλοι οι Έλληνες που παρακολούθησαν τη Βραζιλία εκείνη την εποχή, συγκεντρωμένοι στα σπίτια εκείνων που είχαν τηλεόραση, την ερωτεύτηκαν σε βάθος. Αρκούσαν μερικά παράσιτα, μια χαμένη εικόνα, για να ντύσει το κενό η σκέψη και να το εισάγει στο φαντασιακό. Ήταν ακριβώς εκείνες οι στιγμές που η κατάληξη, λόγω πεποίθησης, αδυναμίας και ελπίδας, φτάνει στην ύπαρξη του Θεού.

Ο Κάρλος Αλμπέρτο σουτάρει για να πετύχει το ονειρώδες τέταρτο γκολ στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1970 με την Ιταλία

Αν παρακαλούσες, «Θεέ μου, δώσε μου ένα σημάδι για την ύπαρξή Σου» και ακριβώς εκείνον τον καιρό έβλεπες τη Βραζιλία να παίζει στο Μεξικό, δεν θα έκλινες ευλαβικά το γόνυ; Δεν θα μιλούσες για ένα θαύμα που θα σε κρατούσε παιδί για πάντα, για μια μεταφυσική αντάμωση που ουδεμία επιστημονική θεωρία θα μπορούσε να εξηγήσει; Ρητορική ερώτηση.

Ήταν ένα τοπίο πραγματικά παραμυθένιο. Δεν έχει ταιριάξει ποτέ χρώμα εμφάνισης ομάδας στο γήπεδο, όπως παρακολουθεί το παιχνίδι ο τηλεθεατής, όπως εκείνο της Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μεξικό και σε εκείνο της Μαδρίτης, το 1982. Το μπλε του κοβαλτίου, σε συνδυασμό με το κίτρινο, έμοιαζε πραγματικά με ψέμα.

Το παράδοξο είναι πως εκείνη η Βραζιλία, που θα μπορούσε να είναι η ερωτική ατμόσφαιρα της βικτοριανής εποχής, το πρώτο σκίρτημα, μια ασπίδα από όλα τα δεινά του κόσμου, ήταν η αρχή της επιστήμης.

Η δικτατορία, ο παρανοϊκός Σαλντάνια και η τρίτη επιλογή

Τα γεγονότα που ώθησαν τον Μάριο Ζάγκαλο και το τεχνικό επιτελείο του να διαμορφώσουν την προετοιμασία τους για το Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού, προέρχονταν από την αλίευση μίας από τις λίγες αδυναμίες που είχε αυτή η ομάδα: την έλλειψη καλής φυσικής κατάστασης.

Από το 1966 και το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας, που η Βραζιλία αποκλείστηκε στους ομίλους χάνοντας από την Ουγγαρία και την Πορτογαλία, στη χώρα είχαν καταλάβει ότι αυτό που υστερούσαν ήταν η αντοχή. Οι Βραζιλιάνοι έκαναν σημαντική προετοιμασία πάνω σε αυτό το κομμάτι, αλλά είχαν και τη βοήθεια της στρατιωτικής δικτατορίας, που προσπάθησε να εγκαθιδρυθεί στη χώρα από το πραξικόπημα της 1ης Απριλίου 1964.

Ο Πελέ πανηγυρίζει το γκολ του Ζαϊρζίνιο, το μοναδικό της αναμέτρησης της Βραζιλίας με την Αγγλία για τους ομίλους του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1970

Η χώρα εντός της ήταν φτωχή, αλλά η πώληση των βραζιλιάνικων προϊόντων παγκοσμίως πήγαινε περίφημα και αυτό αποτυπωνόταν στις μεγαλουπόλεις. Η ανάπτυξη στο οικονομικό κομμάτι, η οποία δημιουργούνταν σιγά σιγά μετά τον Πόλεμο της Κορέας, έφερε τη μετοίκηση στο άστυ. Οι φαβέλες και οι παραγκουπόλεις αυξάνονταν και, μαζί με αυτές, η λαχτάρα για ποδόσφαιρο.

Ο Πελέ, που το 1966 είχε ανακοινώσει την αποχώρησή του σε ό,τι αφορούσε την Εθνική, επέστρεψε το 1968. Τον Οκτώβριο του 1969, δικτάτορας έγινε ο στρατηγός Μεντίτσκι. Ήταν φανατικός της Φλαμένγκο και του ποδοσφαίρου γενικότερα.

Το δεδομένο, λοιπόν, ήταν η οικονομική ενίσχυση. Η εθνική ομάδα θα είχε ό,τι ήθελε ενόψει της προετοιμασίας της για τη διοργάνωση. Μπορεί η ιστορία που τονώνει το λαϊκό αίσθημα να αναφέρει ότι ο Μάριο Λόμπο Ζάγκαλο δέχθηκε την επιφοίτηση για να χρησιμοποιήσει την πεντάδα με πυλώνα τον Πελέ -και γύρω του τους τεράστιους Ζέρσον, Ρομπέρτο Ριβελίνο, Ζαϊρζίνιο, Τοστάο- όμως στην πραγματικότητα ήταν λύση ανάγκης.

Έπρεπε να ηττηθεί από την Αργεντινή τον Μάρτιο του 1970, 1-0, ώστε ο τότε προπονητής, η περιπτωσάρα που άκουγε στο όνομα Ζοάο Σαλντάνια, να κατηγορήσει τον Πελέ για έλλειψη διάθεσης σε ό,τι αφορούσε την άμυνα, κάτι που αντανακλούσε στη συμπεριφορά των Πιάτσα και Ζέρσον, και να αφήσει να υπονοηθεί ότι σκέφτεται πολύ σοβαρά να μην τον περιλάβει στην αποστολή που θα πήγαινε στο Μεξικό.

Σε κάποιο σημείο του ταξιδιού του με την εθνική Βραζιλίας, ο Ζοάο Σαλντάνια έχασε τον εαυτό του

Ο Αργεντινός Ρομπέρτο Περφούμο είχε χαρακτηρίσει εκείνη την ομάδα «τη χειρότερη Βραζιλία που αντιμετώπισα ποτέ». Στο δεύτερο φιλικό, ο Σαλντάνια έβαλε δίπλα στον Ζέρσον τον Κλοντοάλντο, ένα 19χρονο μέσο ο οποίος άφησε με τη σειρά του το αποτύπωμά του στην ποδοσφαιρική μυθολογία.

Για την ιστορία, είναι εκείνος που κάνει το τρικ και αποφεύγει τρεις Ιταλούς, πριν δώσει την μπάλα στον Ριβελίνο, στο τέταρτο γκολ της Βραζιλίας στον τελικό του Μεξικού.

Η «σελεσάο» νίκησε με γκολ του Πελέ, 1-0, αλλά ο εκλέκτορας του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος συνέχισε να κατηγορεί το «μαύρο διαμάντι». Επίσης, ξεκίνησε να προσλάβει όποιος βρισκόταν σε ακτίνα… ενός χιλιομέτρου από τον ίδιο.

Ο Πελέ κατηγορήθηκε ότι ήταν εκείνος που έδιωξε τον Σαλντάνια από την Εθνική, αλλά στην πραγματικότητα το καθεστώς τον «έφαγε» επειδή δεν είχε πάρει τον Ντάριο, έναν επιθετικό που ο ίδιος ο Μεντίτσι είχε κανονίσει τη μεταγραφή του από την Ατλέτικο Μινέιρο στη Σάντος.

Ο Σαλντάνια, από μόνος του μια… παρανοϊκή ιστορία, είχε μπει οριστικά στον κόσμο των παραισθήσεων, κάτι που η κατάχρηση στο ποτό βοηθούσε.

Τοστάο και Πελέ πανηγυρίζουν ένα από τα τέσσερα γκολ στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1970

Ενώ ο Πελέ τον περιέγραφε σαν έναν προπονητή με κοφτερό μυαλό, ο ίδιος χαρακτήριζε τον ηγέτη της Βραζιλίας «κοντόφθαλμο», κατηγορούσε τον Ζέρσον ότι διέδιδε πως ήταν τρελός και έλεγε ότι ο Έμερσον Λεάο, ο αναπληρωματικός τερματοφύλακας, πίσω από τον Φέλιξ, εκείνης της ομάδας και ένας από τους κορυφαίους Βραζιλιάνους πορτιέρο όλων των εποχών, είχε… κοντά χέρια.

Είχαν μαζευτεί πάρα πολλά και αποδείχθηκε αργότερα ότι αν ήταν μόνο το κόψιμο του Ντάριο, ο Μεντίτσι θα έκανε τα στραβά μάτια, αφού ούτε ο Ζάγκαλο πήρε στην αποστολή το φορ της Φλαμένγκο.

Η πλάκα είναι πως ο προπονητής που πήγε με τη Βραζιλία στο Μεξικό και έγινε ο πρώτος στην Ιστορία που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο ως παίκτης (1958) και εκλέκτορας του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος (1970), δεν ήταν καν η πρώτη επιλογή μετά τον Σαλντάνια. Έπρεπε να αρνηθούν δύο τεχνικοί, ο Ντίνο Σάνι και ο Όρσο Γκλόρια, τη θέση του για να έρθει η σειρά του.

Ταξίδι στο Φεγγάρι

Ο Σαλντάνια, επίσης, ενδεχομένως να είχε καλύτερη τύχη αν δεν έμπαινε σε διαδικασία υπαρξιακού: ένα ταξίδι του στην Ευρώπη, όπου είδε «ωμότητα και υπερβολικά ανεκτικούς διαιτητές» τον έκανε πολύ προσεκτικό. Στην περίπτωση του Ζαγκάλο, η άγνοια ήταν ευλογία.

Ο Ζάγκαλο πήρε δύο ποδοσφαιριστές που είχε κόψει ο Σαλντάνια: τον Ριβελίνο από την Κορίνθιανς και τον Τοστάο από την Κρουζέιρο. Η Βραζιλία ήταν μια ομάδα που στηριζόταν κυρίως στη Σάντος, όπου έπαιζαν ο Πελέ και ο Ζέρσον ως το 1969, όταν και πήγε στη Σάο Πάουλο, και την Μποταφόγκο, από την οποία προερχόταν ο Ζαϊρζίνιο.

Ο Πελέ χορεύει έναν από τους καλύτερους αμυντικούς στον κόσμο, τον Τζιατσίντο Φακέτι

Στην αρχή, αυτή η επιλογή ξένιζε, διότι υπήρχε πρόβλημα… ομοιότητας: ο Τοστάο έπαιζε στο στυλ του Πελέ. Ο Ζάγκαλο ανέκοψε αυτήν την κριτική, με το επιχείρημα «χρειαζόμαστε τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που μπορούμε να έχουμε». Με αυτούς πάμε και θα δούμε τι θα κάνουμε».

Το ευέλικτο παιχνίδι του Τοστάο, επέτρεπε στον Πελέ να παίζει φορ, ενώ το ίδιο γινόταν όταν ο τελευταίος γύριζε πίσω. Ήταν άλλωστε εκείνος που, ύστερα από ένα φιλικό της εθνικής ομάδας με την Ατλέτικο Μινέιρο, πρότεινε την ομάδα στον Ζάγκαλο. Εκείνος και οι Ζέρσον και Κάρλος Αλμπέρτο, που είχαν συνθέσει μια επιτροπή μεγαλύτερων ποδοσφαιριστών, η οποία ονομαζόταν «κόμπρες».

Η δικτατορία μπορεί να ανέχτηκε να μην πάρει ο Ζάγκαλο τον Ντάριο, αλλά επέβαλε ανθρώπους στην αποστολή της Βραζιλίας: ο ναύαρχος Τζερόνιμο Μπάστος βρέθηκε στο επιτελείο της ομάδας, ενώ ο λοχαγός Κλαούντιο Κουτίνιο έγινε ο γυμναστής.

Μοιάζει με αστείο, αλλά ο τελευταίος -που ήταν, μάλιστα, ο προπονητής της ομάδας η οποία έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής, το 1978-  είχε τον πιο σημαντικό ρόλο: ήταν εκείνος που μιλούσε με ανθρώπους της NASA, της διαστημικής υπηρεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών που μόλις ένα χρόνο πριν είχε δει τον αστροναύτη Νιλ Άρμστρονγκ να πατάει στο Φεγγάρι.

Οι Βραζιλιάνοι ακολουθούσαν ειδικά προγράμματα προετοιμασίας, ενώ μία μέρα πριν φύγουν για το Μεξικό ξεκίνησαν να ζουν σε ώρες της χώρας της κεντρικής Αμερικής. Έτρωγαν συγκεκριμένα πράγματα και κοιμόντουσαν συγκεκριμένες ώρες, κάτι πολύ αλλόκοτο για μία ομάδα που έγινε ο ορισμός της ανεμελιάς και της όμορφης αφέλειας.

Πριν φύγουν, κάθε παίκτης πήρε από ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια, ειδικά κατασκευασμένο για αυτόν. Εντυπωσιακό ήταν επίσης, ότι η φανέλα τους σχεδιάστηκε ξανά, προκειμένου να μη συγκρατεί πολύ ιδρώτα και να μη βαραίνει.

Φάση από το Βραζιλία-Αγγλία 1-0 στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970

Η Βραζιλία ήταν υπέροχη, η πιο όμορφη εθνική ομάδα στην Ιστορία. Στις 21 Ιουνίου 1970 νίκησε στο «Αζτέκα» 4-1 την Ιταλία και κατέκτησε το τρίτο Παγκόσμιο Κύπελλό της. Στη «Jornal do Brasil», την επόμενη μέρα, γράφτηκε ότι «η νίκη της Βραζιλίας στην μπάλα μπορεί να συγκριθεί με την κατάκτηση της Σελήνης από τους Αμερικανούς».

Όπως παρατηρεί ο Τζόναθαν Γουίλσον στο βιβλίο του «αντιστρέφοντας την πυραμίδα», σε αυτήν την πρόταση δεν αναφέρονται αντίπαλοι, επειδή οι νίκες ήταν πανανθρώπινες. Ήταν, κιόλας, από το ίδιο υλικό βγαλμένες, μια και η NASA βρισκόταν από πίσω τους.

Όμως, η χαρά υπήρξε πρωτόγνωρη για όλους, ανεξαρτήτως από το πού δόθηκε το βάρος για να επιτευχθεί. Στο ρεπορτάζ του για τον «Observer», ο Σκώτος Χιου ΜακΙλβέινι έγραψε: «Εκείνα τα τελευταία λεπτά περιείχαν το απόσταγμα του ποδοσφαίρου τους, την ομορφιά, τον ενθουσιασμό, τη σχεδόν ανόθευτη ψυχική ευχαρίστηση. Και άλλες ομάδες μάς συγκίνησαν και μας έκαναν να τις σεβαστούμε. Η Βραζιλία, όμως, στην καλύτερη στιγμή της μας έδωσε μια ευχαρίστηση τόσο φυσική και βαθιά, που την βιώσαμε σαν μια αξεπέραστη, ζωντανή εμπειρία…

Τα στοιχεία και η ποιότητα που κάνουν το ποδόσφαιρο το πιο γενναιόδωρο, το πιο ενθουσιώδες, το πιο συγκινησιακό από όλα τα ομαδικά σπορ, παρουσιάστηκαν απλόχερα μπροστά μας. Οι Βραζιλιάνοι είναι υπερήφανοι για τις δικές τους μοναδικές ικανότητες, αλλά δεν είναι δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι ανυπομονούσαν να πουν, να δείξουν κάτι για το παιχνίδι, όπως φυσικά και για τον εαυτό τους.

Δεν μπορείς να είσαι ο καλύτερος στον κόσμο σε ένα παιχνίδι, αν δεν το αγαπάς και αν δεν αγαπάς και όλους εμάς που παρακολουθούσαμε ενθουσιασμένοι από τις εξέδρες του σταδίου Αζτέκα αυτό που βλέπαμε, και ήταν ένα είδος απόδοσης φόρου τιμής».

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News