Μετά το πρωτάθλημα του 1985, ο ΠΑΟΚ έψαχνε να βρει το δρόμο για το επόμενο πρωτάθλημα, όπως ακριβώς είχε μάθει. Με τα δικά του παιδιά στην 11άδα. Ο Γιώργος Τουρσουνίδης ήταν η πρώτη μεγάλη ελπίδα του ΠΑΟΚ. Παιδιά από τα τσικό, με το 10 στην πλάτη και πλούσιο ταλέντο, προσπάθησε να δώσει στην αγαπημένη του ομάδα όλα όσα εκείνος ονειρευόταν. Στη δεκαετία στην οποία αγωνίστηκε με τον Δικέφαλο στο στήθος δεν μπόρεσε να πανηγυρίσει έναν τίτλο.
Έγραψε όμως ένα δικό του, ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του ΠΑΟΚ. Με πάνω από 300 εμφανίσεις με την ασπρόμαυρη φανέλα και παρουσία στην εθνική Ελλάδος, ο Γιώργος Τουρσουνίδης άφησε το στίγμα του. Ένα από τα χαρτάκια της ζωής μας, έρχεται να πάρει τη θέση του στο άλμπουμ των αναμνήσεων του sportday.gr και εξιστορεί στον Αντώνη Τσακαλέα στιγμές που τις θυμάται «σαν τώρα». Η καθιέρωσή του στον ΠΑΟΚ, το ιστορικό 0-4 στο Χαριλάου επί του Άρη αλλά και το δράμα του 1-4 στην Τούμπα, η απουσία του από το Μουντιάλ του 1994 που γέννησε την ιστορική του κόντρα με τον Όλεγκ Μπλαχλίν αλλά και το ματς με τον Ολυμπιακό στο οποίο για… χάρη του Τάσος Μητρόπουλος και Μιχάλης Λεοντιάδης μάλωσαν σαν τα κοκόρια και αποβλήθηκαν.
Photo Credits: Ραφαήλ Γεωργιάδης | Eurokinissi
Πως έφτασες να παίξεις ποδόσφαιρο;
Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ακαδημίες, δεν μπορούσαν οι γονείς να δώσουν μια ξεκάθαρη κατεύθυνση σε ένα παιδί. Από την οικογένειά μου, κανείς δεν έπαιζε ποδόσφαιρο. Κάθε Κυριακή όμως, με πήγαινε ο πατέρας μου στην Τούμπα. Κάθε Κυριακή. Απλά εγώ γεννήθηκα για να παίξω ποδόσφαιρο. Αυτό πιστεύω. Είχα την τρέλα από μωρό παιδί. Είχα μεγάλη θέληση, μεγάλη αγάπη για το ποδόσφαιρο, ακόμα μεγαλύτερη αγάπη για τον ΠΑΟΚ, και είχα και το ταλέντο. Η ζωή μου όλη ήταν μια μπάλα, από τότε που με θυμάμαι.
Πώς είναι να είσαι το 10άρι του ΠΑΟΚ, το επόμενο χρονικά μετά τον Γιώργο Κούδα;
Το 10 δεν είναι απλά ένα νούμερο στο ποδόσφαιρο. Το ονειρεύεσαι. Μεγάλωσα με τη λογική πως το 10 το φοράει ο καλύτερος ποδοσφαιριστής. Μεγάλωσα βλέποντας να φοράει το 10 ο Γιώργος Κούδας. Εκεί σταματάνε τα πάντα, από τη στιγμή που μιλάμε για τον Κούδα. Το συναίσθημα για μένα, όταν φόρεσα το 10 στον ΠΑΟΚ είναι όμορφο, απίθανο, δεν έχω άλλα λόγια να στο περιγράψω. Θα στο ξαναπώ.
«Το 10 δεν είναι απλά ένα νούμερο στο ποδόσφαιρο. Το ονειρεύεσαι. Μεγάλωσα με τη λογική πως το 10 το φοράει ο καλύτερος ποδοσφαιριστής. Μεγάλωσα βλέποντας να φοράει το 10 ο Γιώργος Κούδας. Εκεί σταματάνε τα πάντα, από τη στιγμή που μιλάμε για τον Κούδα!»
Εμένα, όλη μου η ζωή ήταν ο ΠΑΟΚ. Όλη μου η ζωή είναι ΠΑΟΚ. Και ήμουν τυχερός. Γιατί. Διότι στον ΠΑΟΚ πήγα όταν ήμουν οκτώ χρόνων. Εκεί που είναι τώρα τα σχολεία, απέναντι από το γήπεδο, εκεί ήταν τα ξερά που έπαιζαν τα τσικό. Δεν υπήρχαν ακαδημίες. Προπαιδικό, παιδικό, εφηβικό, ερασιτεχνικό, αυτές ήταν οι διαβαθμίσεις. Όλη την εβδομάδα έκανα προπονήσεις με τον ΠΑΟΚ και την Κυριακή πήγαινα γήπεδο. Όλη την εβδομάδα παίκτης και την Κυριακή κερκίδα, οπαδός. Δεν πήγαινα μόνο στην Τούμπα, αλλά και εκτός.
Και ήρθε η στιγμή που από την κερκίδα πέρασες στο χορτάρι…
Κάποια στιγμή, στο εφηβικό, άρχισε να ακούγεται το όνομά μου και ήρθε η μέρα που δεν θα πήγαινα να δω τον ΠΑΟΚ από την κερκίδα αλλά άρχισα να παίζω. Φορούσα τον Δικέφαλο στο στήθος, και το 10 στην πλάτη. Μέσα στην Τούμπα. Τι άλλο να πω…
Μπήκα στην ομάδα, αγωνίστηκα, πάλεψα για αυτή την ομάδα που αγαπούσα από τότε που με θυμάμαι και θα αγαπώ μέχρι το τέλος. Ευτύχησα να παίξω πολλά χρόνια στον ΠΑΟΚ. Είχα όνειρο να ξεκινήσω και να τελειώσω την καριέρα μου στον ΠΑΟΚ. Έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα. Ήμουν ευλογημένος. Νιώθω ευλογημένος που έπαιξα στον ΠΑΟΚ, την ομάδα που αγαπώ. Και, δόξα τω Θεώ, έκανα και ένα όνομα και ο κόσμος με θυμάται, εκτιμάει, με σέβεται και μου το δείχνει. Γι’ αυτό λέω ότι νιώθω ευλογημένος…
Μετά το «παιδωμάζωμα» μέσω του οποίου χτίστηκε ο ΠΑΟΚ της δεκαετίας ’70, η ανάγκη να ξαναβγάλει ο ΠΑΟΚ παίκτες από τα σπλάχνα του ήταν ανάγκη. Και αυτοί, ήταν μετρημένοι. Ή, για να το πω αλλιώς, ήσασταν μετρημένοι. Και τώρα… δεν τους προλαβαίνουμε.
Ναι, εγώ τότε ήμουν εκείνο που λέμε «το δικό μας παιδί». Και επειδή πέρασα και από τη θέση του προπονητή της Κ21 του ΠΑΟΚ, όλοι μας αυτό συζητούσαμε, θέλαμε, σκεφτόμασταν.
Ήσουν προπονητής όταν βγήκε το επόμενο παιδί του ΠΑΟΚ, ο Κλάους…
Ναι, ο Στέφανος ήταν σχεδόν όπως ήμουν εγώ. Από τα οκτώ του στον ΠΑΟΚ, ΠΑΟΚσάκι άρρωστο, άρρωστο όμως, πετσί. Και μετά ήρθε και ο Πέλκας που έβαλε και αυτός το 10. Και τώρα έχουμε τα νέα παιδιά, τον Κωνσταντέλια. Είμαι περήφανος, ενθουσιασμός, χαρούμενος με όλο αυτό που γίνεται τώρα με τον «Ντέλια». Είναι ο καρπός μιας δουλειά πολλών χρόνων. Οι βάσεις μπήκαν από τον Θόδωρο Ζαγοράκη, το 2007, και από τον Βαγγέλη Πουρλιοτόπουλο, που είναι ακόμα στις ακαδημίες. Ο ΠΑΟΚ επένδυσε σε αυτό. Επένδυσε και σε εγκαταστάσεις και σε ανθρώπινο δυναμικό. Ο Ιβάν Σαββίδης, να ΄ναι πάντα καλά, έβαλε τον ΠΑΟΚ σε άλλο επίπεδο και σε αυτό τον τομέα. Ο ΠΑΟΚ είναι μια ομάδα πρότυπο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει στις ακαδημίες του.
«Στο 0-4 με τον Άρη μου βγήκε η τρέλα του ΠΑΟΚτσή. Άσε τι να σου λέω τώρα…»
Ας αφήσουμε το τώρα, και πάμε στο τότε. Έχεις ζήσει και το Άρης – ΠΑΟΚ 0-4 και το ΠΑΟΚ – Άρης 1-4…
Το δεύτερο τώρα, τι το ήθελες; Πλάκα κάνω. Ναι, μιλάμε για ιστορικά ματς.
Ξεκινάω με την ευχάριστη ανάμνηση. Ο πανηγυρισμός σου στο ένα από τα δυο γκολ στο 0-4 στο Χαριλάου, έχει γίνει αφίσα σε πολλά δωμάτια…
Κοίτα. Ήταν ένα ματς που έχει ιστορία. Το ματς ήταν να γίνει Κυριακή αλλά αναβλήθηκε διότι αντί να παίξουμε μπάλα εμείς, μπήκε ο κόσμος στο γήπεδο και και έπαιξε μπάλα. Τέλος πάντων. Τελικά, παίξαμε Τετάρτη.
Τον είχες σχεδιάσει τον πανηγυρισμό;
Όχι. Αλλά για αυτά τα παιχνίδια ζούσα, τα περίμενα, τα ήθελα. Ακόμα και τώρα στα ματς με τον Άρη εκδηλώνομαι άρρωστα, τρελά. Άστο, δεν… Πωρώνομαι πολύ, τι να σου πω. Στα Άρης – ΠΑΟΚ δεν έπαιζα ως ποδοσφαιριστής αλλά ως οπαδός. Μα, δεν τα έβλεπα ως ποδοσφαιριστής, αλλά ως ΠΑΟΚτσής. Έτσι τα έπαιζα τα ματς με Άρη και Ολυμπιακό. Για μένα, είναι το καλύτερο παιχνίδι της καριέρας μου. Ευτύχησα να πετύχω δυο τέρματα, κερδίσαμε στο Χαριλάου με 0-4, και στα γκολ το μόνο που έγινε είναι ότι μου βγήκε η τρέλα του ΠΑΟΚτσή. Γι’ αυτά τα ματς ζούσα.
Με αυτά που λες, αρχίζω και φαντάζομαι το πώς έζησες το 1-4 του Άρη στην Τούμπα.
Ναι. Και μιας και τα αναφέρεις μαζί, είναι τα δυο άκρα. Στο ένα ένιωσα μεγάλη περηφάνια και στο άλλο ένιωσα ντροπή. Έληξε το ματς και φύγαμε μετά από πέντε ώρες από το γήπεδο. Και μετά, μέσα στην εβδομάδα, να πάμε που; Να βγούμε έξω; Τι λες τώρα…
«Πήγα μπροστά στον πάγκο και έριξα… καντήλια στον Μπλαχίν! Του το φύλαγα μανιάτικο. Και σκέψου ότι ο άνθρωπος δεν έφταιγε…»
Ανοίγω το κεφάλαιο Μπλαχίν καθώς είχες μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του…
Ιδιαίτερη, ε;
Ωραία, αποσύρω τον χαρακτηρισμό, τον αφήνω σε σένα…
Όχι, καλά το έθεσες. Θα σου πω την ιστορία. Το 1994, ήμουν μέλος της εθνικής και έπαιξα σε όλα τα προκριματικά, στην πορεία για την πρόκριση στο Μουντιάλ. Έρχεται ένας τραυματισμός στην κλείδα και είμαι άστα να πάνε. Θέλω να πάω στο Μουντιάλ. Ο Παναγούλιας με γούσταρε πολύ και ήξερα ότι θα με έπαιρνε στο Μουντιάλ. Κάνω την επέμβαση στην κλείδα και περιμένω να επιστρέψω. Έχω καταστεναχωρεθεί, αλλά ο Παναγούλιας με είχε πάρει τηλέφωνο και μου είχε πει «Γιώργο αν παίξεις κάποια ματς και βρεις ρυθμό, εγώ θα σε πάρω στο Μουντιάλ».
Και ο Μπλαχίν δεν σε έβαζε…
Πάλευα να γίνω καλά. Η κόντρα με τον Μπλαχίν ήρθε όταν εγώ πίεζα για να παίξω. Του έλεγα ότι είμαι καλά. Νόμιζα ότι είμαι καλά. Έλεγα στον εαυτό μου ότι ήμουν καλά. Ο Μπλαχίν μιλούσε και με τους γιατρούς που του έλεγαν ότι δεν είμαι ακόμα έτοιμος. Ο Μπλαχίν άκουγε τους γιατρούς, και εμένα μου έφταιγε ο Μπλαχίν που δε με έβαζε να παίξω. Και ψιλοσκοτωθήκαμε. Εγώ τα έριξα όλα στο Μπλαχίν. Του το κράτησα αμανάτι. Ο άνθρωπος δεν έφταιγε. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι, τι έφταιγε; Του είπαν οι γιατροί ότι δεν ήμουν έτοιμος, που ήταν η αλήθεια, αλλά εγώ ήθελα να παίξω. Ήθελα να πάω Μουντιάλ. Στα 24 μου, τι να θέλω; Να περιμένω; Να παίξω ήθελα.
Εγώ, λοιπόν, του το κράτησα «μανιάτικο» του Μπλαχίν. Έρχεται ένα ματς με αντίπαλο τον Ιωνικό, στον οποίο ήταν προπονητής. Εγώ σκοράρω και πηγαίνω προς τον πάγκο του Ιωνικού και αρχίζω και του κατεβάζω καντήλια… Σε μιλάω, τον είχα τέτοιο άχτι που πήγα καρφί στον πάγκο και έριξα μπινελίκια. Έτσι ξεκίνησε η κόντρα. Σε εισαγωγικά η κόντρα, διότι μάλλον ήταν μονόπλευρο, ο άνθρωπος δεν είχε κάτι μαζί μου.
Και ο Μπλαχίν επιστρέφει στον ΠΑΟΚ και σε βρίσκει στην ομάδα…
Επιστρέφει ο Μπλαχίν και λέω μέσα μου «αντίο…»
«Μαθαίνω ότι επιστρέφει ο Μπλαχίν στον ΠΑΟΚ και πηγαίνω στον αείμνηστο Σταύρο Σαράφη και του λέω… “κύριε Σταύρο, βγάλτε μου εισιτήρια, γυρίζω Θεσσαλονίκη, φεύγω!»
Ήσουν έτοιμος να φύγεις;
Έτοιμος; Πανέτοιμος! Είμαστε στην προετοιμασία, Γερμανία ή Αυστρία, δε θυμάμαι ακριβώς. Η ομάδα είναι σε διαδικασία αναζήτησης προπονητή και μας ανακοινώνουν ότι η διοίκηση συμφώνησε με τον Μπλαχίν να αναλάβει. Μετά από λίγη ώρα μας ενημερώνουν ότι την επόμενη θα είναι εδώ. «Ω ρε μάγκα μου, τα πιάσαμε τα λεφτά μας» λέω μέσα μου. Πηγαίνω στον αείμνηστο Σταύρο Σαράφη, που ήταν γενικός αρχηγός και του λέω «Κύριε Σταύρο, βγάλτε μου εισιτήρια, γυρίζω Θεσσαλονίκη, φεύγω…». Με κοιτάει απορημένος. « Τρελός είσαι; Ελα, παιδί μου, δεν είναι πράγματα αυτά» μου λέει «Μα πως να συνεννοηθούμε εμείς οι δυο μετά από αυτά που έχουν γίνει. Τον έχω περάσει γενεές δεκατέσσερις. Άσε, θα πάω Θεσσαλονίκη και θα τη βρω την άκρη, κάπου θα πάω… Άσε να φύγω, μη σκοτωθούμε και γίνει, μη πω τι, ή ομάδα…». Με τα μα και με τα μου, μένω στην προετοιμασία.
Και τι έγινε όταν έφτασε ο Μπλαχίν;
Έρχεται στην επόμενη μέρα και μας λένε να κατέβουμε από τα δωμάτια για την πρώτη συνάντηση με τον προπονητή. Δεν το κουνάω από το δωμάτιο. Τηλέφωνα χτυπούσαν, πόρτες χτυπούσαν «Παιδιά, δεν κατεβαίνω, ξεχάστε το. Τι να πάω να κάνω;» Αυτό τους έλεγα. Βρε από ‘δω, βρε από εκεί, τίποτα. «Ρε ‘σεις, τι να πω εγώ μ’ αυτόν;». Και τελικά, δεν πήγα σε αυτή τη συνάντηση.
Το βράδυ, μετά το φαγητό, έρχεται ο Μπλαχίν και μου λέει «θέλω να μιλήσουμε κατ’ ιδίαν». Πηγαίνω, καθόμαστε και μου λέει. «Κοίτα. Ο,τι έγινε, έγινε. Περάσανε χρόνια. Δεν κρατώ κακία. Έγινε, τελείωσε. Ήρθα εδώ προπονητής, εσύ είσαι ο αρχηγός, πάμε μαζί να κάνουμε κάτι καλό. Θέλω τη βοήθεια και τη στήριξή σου και θα την έχεις από μένα. Και μέσα σε λίγα λεπτά, τραβάμε ένα μεγάλο χι σε όλα και γίναμε κολλητοί. Όταν λέω κολλητοί, εννοώ ότι αν κάποιος δεν ήξερε και μας έβλεπε, δε θα πήγαινε το μυαλό του στα όσα είχαν γίνει παλιά». Αφού πέρασαν τα χρόνια, ξέρεις τι σκέφτομαι; Ήταν μια χαζοπαρεξήγηση και περισσότερο εγώ φταίω. Είχα βγάλει τότε γκρίνια και τρέλα.»
«Πάω στον επόπτη του δίνω τη φανέλα και του λέω… αφού ήρθες να μας πάρεις τα σώβρακα, πάρε και τη φανέλα!»
Ποιο παιχνίδι με τον Ολυμπιακό θυμάσαι πιο έντονα;
Σίγουρα το 3-0 το 1991 για το κύπελλο, που είχαμε χάσει με 2-0 στο Καραϊσκάκη και πήραμε την πρόκριση στην Τούμπα. Τότε που Μητρόπουλος και Λεοντιάδης αποβλήθηκαν εξαιτίας μου.
Γιατί, τι έκανες;
Μου κάνει ένα φάουλ ο Κωφίδης, με σηκώνει στον αέρα. Ο Σάββας, στο μεταξύ, ψυχούλα. Τον έβλεπες έτσι με τη μαλλούρα και έλεγες θα είναι κανένας άγριος, αλλά καμία σχέση. Ψυχούλα σου λέω. Έρχεται και μου ζητάει συγνώμη και μου δίνει το χέρι. Ο Μητρόπουλος όμως, ως πρωτοπαλίκαρο, έρχεται να μου πει «σήκω» και τα ρέστα. Ε, το βλέπει ο Λεοντιάδης από μακριά και σιγά να μη το άφηνε. Ήρθε να με προστατεύσει. Εγώ τότε 21 χρόνων παιδί…Και, καταλαβαίνεις. Ήταν ο Μητρόπουλος εκεί, χώθηκε ο Μιχάλης, και αποβλήθηκαν και οι δυο.
Ένα ακόμα ματς είναι στο Καραϊσκάκη, το 1990. Προηγήθηκε ο Ολυμπιακός με 3-0 και εμείς μειώσαμε σε 3-2 με δυο γκολ στο 75′ και στο 80′. Το ένα το είχα πετύχει εγώ. Και ο διαιτητής έληξε το ματς νωρίτερα διότι πηγαίναμε φουλ για ισοφάριση. Παίζαμε καλύτερα, βρήκαμε τα γκολ, μειώσαμε και το Καραϊσκάκη ξεσηκώθηκε όχι εναντίον ματς αλλά εναντίον του Ολυμπιακού που πήγαινε να χάσει το ματς. Υπήρχαν χρόνια στα οποία ό,τι και να κάναμε, δεν κερδίζαμε. Υπήρχαν χρόνια στα οποία γίνονταν… επιστημονικά χειρουργεία.
Και ένα τελευταίο ήταν το ματς με το γκολ του Τάκολα που ακυρώθηκε. Έχει γίνει ο,τι έχει γίνει και έχουμε πέσει επάνω σε διαιτητή και επόπτη και καταλαβαίνεις τώρα… Πέφτει το μπινελίκι του αιώνα. Και κάποια στιγμή, βγάζω τη φανέλα και τη δίνω στον επόπτη. Και ξες τι του είπα; «Αφού ήρθες να μας πάρει τα σώβρακα, πάρε και τη φανέλα…» Μέσα στον όλο χαμό, ούτε κάρτα έφαγα, ούτε τίποτα. Ποια κάρτα τώρα; Πλάκα με κάνεις; Οι διαιτητές εκείνη την ώρα, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το πώς θα φύγουν σώοι από το γήπεδο…Έτσι όπως τα είχαν κάνει βέβαια…»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Ολυμπιακός - Μπασκόνια: Το τρένο και το αγκομαχητό
- Ολυμπιακός: Το μοναδικό ερωτηματικό του Μεντιλίμπαρ για το ντέρμπι με την ΑΕΚ
- Μπακς - Μπουλς 122-106: Ξύπνησαν για τα καλά τα Ελάφια με 40άρα του Γιάννη Αντετοκούνμπο
- Ολυμπιακός ONEX-Γκίζεν 3-1: Οι απουσίες δεν τον σταματούν! - Θρυλική νίκη στο «καυτό» Ρέντη
- Μανούσος Μανουσάκης: Εφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός σκηνοθέτης