Θρύλος των γηπέδων: Έμπαινε... Γιούτσο!

Η φράση «έμπαινε Γιούτσο» ακούστηκε πρώτη φορά στο παλιό Καραϊσκάκη και έγραψε τη δική της ιστορία. Κυρίες και κύριοι ο Θρύλος Νίκος Γιούτσος, ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή και σκόρπισε θλίψη στον Ολυμπιακό και σε ολάκερο το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Ο Θρύλος του Ολυμπιακού, Νίκος Γιούτσος, γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1942 στο Μακροχώρι  της Καστοριάς και έφυγε σήμερα το απόγευμα από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών σκορπώντας τη θλίψη σε ολόκληρο τον Πειραιά και όχι μόνο. Θα μνημονεύεται όμως χρόνια για αυτά που έκανε τόσο μέσα στο γήπεδο, αλλά και έξω από αυτό.

Μια μικρή ιστορική αναδρομή

Το Μακροχώρι ή Κονόμλαντι ήταν ο τόπος γέννησής του Γιούτσου και ήταν σλαβικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου έλαβαν μαζικά μέρος στην αντι-οθωμανική εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, έχοντας μάλιστα και 26νεκρούς.

Μετά τους βαλκανικούς πολέμους του 1913 γύρω στους 70 κατοίκους του υποβάλλουν τα χαρτιά τους επίσημα και μεταναστεύουν στη Βουλγαρία όπου εγκαθίστανται στο χωριό Νόβο Κονομλάντι. Πολλοί περισσότεροι θα φύγουν στη διάρκεια του μεσοπολέμου ως μετανάστες. Ο Γιούτσος λοιπόν γεννιέται ως Γιούτσοφ ή Γιουτσώφ σε μια ταραγμένη πολιτικά και κοινωνικά περίοδο.

Όταν το 1946 ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος το χωριό συντάσσεται με τους κομμουνιστές αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, οι οποίοι έχουν ως πρόγραμμα την εθνική ισοτιμία για τη σλαβομακεδονική μειονότητα της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το Μακροχώρι βομβαρδίζεται ανηλεώς από τον εθνικό στρατό και 69 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους.

Έτσι, οι αντάρτες του ΔΣΕ σε συνεννόηση με τους γονείς των παιδιών παίρνουν 219 παιδιά απ’ το χωριό και τα μετακινούν στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης όπου θα ήταν ασφαλή. Ο Νίκος Γιούτσος ήταν ένα απ’ αυτά τα παιδιά και βρέθηκε στην Ουγγαρία μαζί με τους γονείς του.

Τα χρόνια της εξορίας

Με τους γονείς του βρέθηκε στην Ουγγαρία κι εκεί, σε μια ελληνική ομάδα που δημιούργησαν οι εξόριστοι, την Όλυμπος, ο νεαρούλης Μλος (Νίκος στα ουγγρικά), θα αρχίσει να ξεδιπλώνει τα πρώτα δείγματα του ποδοσφαιρικού ταλέντου του. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον των ανθρώπων της Τσέπελ, που έσπευσαν να τον αποκτήσουν.

Έτσι, ο 18άρης Έλληνας ποδοσφαιριστής βρέθηκε στην Βουδαπέστη να παίζει στα «σαλόνια» του μαγυάρικου ποδοσφαίρου. Οι εμφανίσεις του ήταν εντυπωσιακές, ο κόσμος χαιρόταν να τον βλέπει και ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής Λάγιος Μπάροτι, του ζητά να πάρει την ουγγρική υπηκοότητα, ώστε να τον εντάξει στην Εθνική ομάδα. Ο νεαρός Γιούτσος αρνήθηκε! Δεν ήθελε να ξεριζώσει την Ελλάδα από μέσα του!

Ο Επαναπατρισμός

Ήδη όμως το 1964 το όνομά του είχε αρχίσει να «ψιθυρίζεται» και στην Ελλάδα, κυρίως από ανθρώπους που ταξίδευαν στην Ουγγαρία και τον είχαν δει να «μαγεύει» με την μπάλα στα πόδια. Ένας από αυτούς το είπε στον γιατρό και παράγοντα της ΑΕΚ Βασίλη Χατζηγιάννη, ένας άλλος στον εκδότη της εφημερίδας «Φως των Σπορ» Θεόδωρο Νικολαΐδη.

Ολυμπιακός και ΑΕΚ ενδιαφέρθηκαν, αλλά το ευτύχημα για την πειραϊκή ομάδα ήταν πως τότε είχε Ούγγρο προπονητή στον πάγκο της, τον Ναντόρ Τσιέρνα, ο οποίος φυσικά είχε και τις ανάλογες διασυνδέσεις στην πατρίδα του. Και διέθετε και ένα ακόμα «ατού», τον Άρη Χρυσαφόπουλο, προπολεμικό διεθνή άσο της ομάδας, ο οποίος τότε ήταν ένας από τους στενούς συνεργάτες του προέδρου Γιώργου Ανδριανόπουλου.

Ο Χρυσαφόπουλος γνωριζόταν καλά με υψηλόβαθμο στέλεχος στην ιεραρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουγγαρίας, από την εποχή που και οι δύο ήταν κρατούμενοι σε στρατόπεδο του Νταχάου. Στην υπόθεση μπήκε κι ένα στέλεχος της ΕΔΑ, φανατικός φίλαθλος του Ολυμπιακού κι έτσι η μεταγραφή άρχισε να κυλάει, παρά τις πολλές γραφειοκρατικές δυσκολίες.

Τότε όμως ήταν που ξέσπασε και η «κινδυνολογία» στην Ελλάδα. Οι αντίπαλες ομάδες και κυρίως ένας παράγοντας του Παναθηναϊκού, άρχισαν να λένε για «σχέδιο επαναπατρισμού των κομμουνιστών στην Ελλάδα» και πως ο Γιούτσος ήταν απλώς το πρόσχημα για να ανοίξει αυτή η «κερκόπορτα».

Μάλιστα, το θέμα έφτασε ως την Βουλή και κάποιες εφημερίδες της εποχής, εναρμονισμένες σε αυτό το πνεύμα, άρχισαν να τον γράφουν επιδεικτικά «Γιουτσώφ» (παρ’ όλο που η κατάληξη «-ωφ» δεν υπάρχει στα ουγγρικά) μόνο και μόνο για να θυμίζει Σοβιετική Ένωση.

Ο Γιούτσος ούτε μπορούσε να τα καταλάβει όλα αυτά την ημέρα που έφτανε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Όταν τον ξενάγησαν στις εγκαταστάσεις και στα αποδυτήρια της ομάδας και είδε τον ρουχισμό και τον «απαρχαιωμένο» εξοπλισμό των προπονήσεων, θέλησε να το βάλει στα πόδια! Καμία σχέση με όλα εκείνα που άφηνε πίσω του, σε μια χώρα που τότε πρωταγωνιστούσε στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και διέθετε εξελιγμένες υποδομές. Είχε αφήσει και τη γυναίκα του Λιάνα στην Βουδαπέστη, έγκυο να περιμένει το παιδί τους και έτρεξε αμέσως στην πρεσβεία να βγάλει τη βίζα επιστροφής! Αλλά δεν τα κατάφερε!

Ακριβώς λόγω των γραφειοκρατικών διαδικασιών που προέκυψαν τόσο στην Ουγγαρία, όσο και στην Ελλάδα, καθώς προερχόταν από μια κομμουνιστική χώρα, το ντεμπούτο του Νίκου Γιούτσου καθυστέρησε.

Αυτό έγινε στις 10 Ιανουαρίου 1965, μέσα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, κόντρα στην ομάδα που προσπάθησε να εμποδίσει την μεταγραφή του, τον Παναθηναϊκό.

Πάντως, μέχρι το τέλος της σεζόν θα γίνει πραγματικότητα ένα μεγάλο όνειρό του, για το οποίο είχε θυσιάσει μια θέση στην μεγάλη Εθνική Ουγγαρίας. Ο Γιούτσος θα κληθεί για πρώτη φορά στην Εθνική ομάδα και θα κάνει την πρώτη εμφάνιση με το εθνόσημο στο στήθος στις 23 Μαΐου 1965, κόντρα στην Σοβιετική Ένωση.

«Σημαία» του Ολυμπιακού

Αγωνίστηκε συνολικά σε 499 επίσημα ματς και σημείωσε 211 γκολ, από αυτά τα 101 στο πρωτάθλημα, επίτευγμα που τον εντάσσει στο «κλειστό κλαμπ» των ποδοσφαιριστών που έχουν σημειώσει περισσότερα από 100 γκολ στην Α’ Εθνική.

Όταν αποχώρησε ο Γιώργος Σιδέρης, ο Γιούτσος έγινε ο ηγέτης και η «σημαία» του συλλόγου. Και ευτύχησε μαζί με τον Γιάννη Γκαϊτατζή να είναι οι μοναδικοί που έζησαν και τις δύο «χρυσές εποχές» της ομάδας, αυτή του Μάρτον Μπούκοβι τη δεκαετία του ‘60 και αυτή του Νίκου Γουλανδρή τη δεκαετία του ’70. Ο Γιούτσος αποτέλεσε τον «συνδετικό κρίκο», καθώς παρέμεινε επί Γουλανδρή βασικό «γρανάζι» της θρυλικής ομάδας, που έσπασε όλα τα ρεκόρ.

O Επίλογος στον Ολυμπιακό

Στο τέλος της σεζόν του 1973-74 ο 32χρονος τότε άσος θα έρθει ρήξη με τον προπονητή Λάκη Πετρόπουλο και σε μια συμφωνία κυρίων με τον Νίκο Γουλανδρή θα αποχωρήσει σαν φίλος και θα πάει στον Εθνικό Πειραιά. Θα αγωνιστεί άλλη μια χρονιά εκεί και θα κρεμάσει για πάντα τα ένδοξα ποδοσφαιρικά παπούτσια του. Μάλιστα αρκετοί Ολυμπιακοί, όταν έφυγε ο Γιούτσος έγιναν και Εθνικοί, γιατί τέτοια ήταν η αγάπη που του είχαν.

Στην πλούσια καριέρα του κατέκτησε 4 Πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974), 4 Κύπελλα (1965, 1968, 1971, 1973) και είναι ο 5ος κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών του Ολυμπιακού, πίσω από τους Σιδέρη, Αναστόπουλο, Αλεξανδρή και Τζόρτζεβιτς. Στα «παράσημά» του και η δήλωση στην «Αθλητική Ηχώ» του μεγάλου Φέρεντς Πούσκας, ενώ ήταν προπονητής του Παναθηναϊκού… Πως ο Γιούτσος μαζί με τον Δομάζο ήταν οι καλύτεροι Έλληνες ποδοσφαιριστές!

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News