Το στερεότυπο, ότι ένας Βραζιλιάνος είναι πάντα καλός ποδοσφαιριστής, βασίλευε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’90. Ο Λουτσιάνο ντε Σόουζα, στην Ξάνθη, ήταν το επικρατέστερο παράδειγμα. Στα καλύτερά του, ήταν ένας παίκτης με μεγάλη διαφορά στην ποιότητα από τους υπόλοιπους συμπαίκτες του.
Έχοντας παίξει σε Κορίνθιανς, Σάντος και Ιντερνασιονάλ νωρίς στην καριέρα του, είχε τις προδιαγραφές να φτάσει ως την εθνική ομάδα της Βραζιλίας. Για κάθε ποδοσφαιριστή που για λίγο δεν κατάφερε να φορέσει τη φανέλα με το εθνόσημο, υπάρχει πάντα μια ιστορία που κρίνεται στη λεπτομέρεια.
Έτσι και στην περίπτωση του Λουτσιάνο: ο δανεισμός του από την Ξάνθη στην Καστοριά ήταν κομβικός στο να τον απομακρύνει της εθνικής ομάδας της χώρας του.
Το αριστερό πόδι του, σε μια εποχή, μάλιστα, που η μεγαλύτερη ακρίβεια στην μπαλιά ήταν προνόμιο ενός Έλληνα παίκτη, του Βασίλη Τσάρτα, έφτανε και περίσσευε για να κάνει καριέρα στο ελληνικό πρωτάθλημα. Πολλά από τα plays της Ξάνθης εκείνη την εποχή είχαν ως στόχο ένα κερδισμένο φάουλ εκτός περιοχής.
Το σουτ ο Λουτσιάνο το είχε ψωμοτύρι. Ήταν λίγοι οι ποδοσφαιριστές της εποχής που συνδύαζαν την ακρίβεια και τη δύναμη με τον τρόπο που το έκανε εκείνος. Μάλλον ήταν το γονίδιο που έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο και το… μέγεθος του ποδιού του.
Σε συνέντευξή του, ο Λουτσιάνο είπε πως δεν υπάρχει Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που να φορά παπούτσι νούμερο 45 και να σουτάρει καλά. Ο ίδιος φορούσε 39 και το σουτ, βεβαίως, ήταν ιεροτελεστία.
Το χτύπημα του τρίτου δαχτύλου
Παρ’ ότι η μυθολογία, από την οποία περιβάλλεται το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, εφάπτεται της αλεγρίας που προκαλούν οι ντρίμπλες και οι προσποιήσεις, το σουτ ως συστατικό του ποδοσφαίρου αποτελεί ένα από τα ιδιώματα της σχολής.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τις εκτελέσεις φάουλ. Οι Βραζιλιάνοι είναι οι «πατεράδες» τους, ειδικά των δύο πιο θεαματικό: της «μπανάνας» και του χτυπήματος του τρίτου δαχτύλου. Μάλιστα, ο Γκαρίντσα θεωρείται εκείνος που επιχείρησε για πρώτη φορά τις συγκεκριμένες εκτελέσεις.
Το πιθανότερο είναι ότι η «γέννησή» τους έχει προγενέστερη ημερομηνία, αλλά εν πάση περιπτώσει ήταν ένας από τους θεαματικότερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών που έδωσε στην μπάλα τις πρωτόγνωρες πορείες της.
Η πρώτη περίπτωση είναι σαφής: το πόδι δεν χτυπάει την μπάλα κατά μήκος, αλλά κατά πλάτος και μάλιστα σχεδόν την αγγίζει για να της δώσει τα φάλτσα που απαιτούνται προκειμένου να πάρει την τροχιά του έλικα.
Η δεύτερη είναι πιο σύνθετη: στην μπάλα δεν δίνονται φάλτσα, αλλά κατά τη διάρκεια της πορείας της αλλάζει κατεύθυνση και «αποκαλύπτει» την απειλή του σουτ. Ποδοσφαιριστές όπως ο Ρομπέρτο Ριβελίνο, ο Ζίκο, και ο Έντερ, με τελευταίο τον καλύτερο όλων σε αυτήν την εκτέλεση, τον Ζουνίνιο Περναμπουκάνο, συνέχισαν το κληροδότημα.
Έγινε σε τέτοιο βαθμό γνωστό, που προτιμήθηκε και από Ευρωπαίους ποδοσφαιριστές, όχι μόνο επειδή ήταν άκρως θεαματικό, αλλά διότι ο τερματοφύλακας δεν είχε τη δυνατότητα να αντιδράσει. Ο Αντρέα Πίρλο το επιχείρησε στην καριέρα του, ενώ ο Κριστιάνο Ρονάλντο ακόμη το δοκιμάζει κατά κόρον.
Το τέλειο χτύπημα, βέβαια, ήταν εκείνο του Ρομπέρτο Κάρλος στο ματς με τη Γαλλία στο Παρίσι το 1997, στο πλαίσιο του Tournoi de France, που ήταν η πρόβα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του επόμενου χρόνου. Λογίζεται ως ένας από τους καλύτερους αριστερούς μπακ όλων των εποχών και σε κάθε περίπτωση που εκτελούσε φάουλ, το έψαχνε.
Στην Ελλάδα ένα τέτοιο σουτ είναι σπάνια περίπτωση. Η εμπειρία του χτυπήματος για τον θεατή είναι τέτοια, που αυτού του είδους τα φάουλ δύσκολα ξεχνιούνται.
Οι περισσότεροι ποδοσφαιρόφιλοι θυμούνται το σχετικά πρόσφατο αριστούργημα του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου, στο παιχνίδι της ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ, στις 24 Σεπτεμβρίου του 2017, για τη Super League. Ήταν το γκολ που χάρισε τη νίκη στους «κιτρινόμαυρους» με σκορ 3-2 και έδωσε το πρώτο στίγμα για αυτό που ήταν ικανοί να κάνουν -δηλαδή να φτάσουν στην κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Βεβαίως, το πιο διάσημο χτύπημα στην Ελλάδα είχε προκύψει 16,5 χρόνια πριν, με το φάουλ του Λουτσιάνο στη Λεωφόρο, απέναντι στον Παναθηναϊκό.
Η διάσταση της μυθολογίας
Η διαφορά του χτυπήματος του Λουτσιάνο στο 1-4 για το δεύτερο προημιτελικού Κυπέλλου με εκείνο του Χριστοδουλόπουλου αφορά στις διαστάσεις. Στο δεύτερο παράδειγμα, η μπάλα αλλάζει κατεύθυνση στο πλάτος της.
Στο πρώτο, που ο Λουτσιάνο ξεγελά τους πάντες, η διάσταση στην αλλαγή της μπάλας έχει να κάνει με το ύψος. Ενώ το σουτ φεύγει από το πόδι του Βραζιλιάνου, στο χτύπημά του μοιάζει να μην υπάρχει τύχη. Ο Λουτσιάνο βάζει πολλή δύναμη και το σουτ παίρνει τόσο ύψος που περνά άνετα το τείχος, αλλά φαίνεται ότι η μπάλα θα βγει στη… λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Η πλάκα είναι ότι αυτό το σουτ, αλλά και το τακουνάκι με το οποίο είχαν προηγηθεί οι «ερυθρόλευκοι» στο 6’, με τον Αλέξη Αλεξανδρή, δεν θα γινόταν ποτέ αν απλώς… έπαιζε ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, που απουσίαζε. Ο Λουτσιάνο δεν ήταν βασικός στον Ολυμπιακό, αν και υπήρχε στην ομάδα ως ενεργό μέλος της με προσφορά στην πλειονότητα των συμμετοχών του.
Ένα εκτός έδρας ματς με τον Παναθηναϊκό είναι δύσκολο, στη Λεωφόρο ακόμα δυσκολότερο, αλλά πρέπει να υπολογιστεί ότι στο πρώτο παιχνίδι το «τριφύλλι» ήταν πολύ καλύτερο. Το 1-1 αδικούσε τον Παναθηναϊκό, ο οποίος όμως έπεσε θύμα της μισαλλοδοξίας του, έδιωξε τον Άγγελο Αναστασιάδη και τον αντικατέστησε με τον Στράτο Αποστολάκη.
Επιπλέον, σε εκείνο το ματς δεν ήταν καν διαθέσιμος ο Ρενέ Χένρικσεν.
Ο Λουτσιάνο είχε άρτια τεχνική, αλλά ο θρύλος της Βραζιλίας ήταν οι ποδιές του Τζιοβάνι, το ιοβόλο σουτ του Ριβάλντο, ό,τι παραπέμπει στο ζόγο μπονίτο, που δεν μπορεί να είναι μια στημένη φάση.
Όμως, τα, χτυπήματα φάουλ είναι μέρος της βραζιλιάνικης κληρονομιάς. Ούτως ή άλλως, ένα σουτ χρησιμοποιώντας δύναμη για να μετακινηθεί η αδράνεια είναι από μόνο του μια περιπέτεια. Πολλώ δε μάλλον, όταν ο ποδοσφαιριστής μπορεί να κάνει την μπάλα να μετακινείται, ενώ εξ υπαρχής δεν υπάρχει οποιαδήποτε τέτοια πρόθεση.
Στα 50 του, πια, ο «Λούτσι» είναι μέλος της ελληνικής πραγματικότητας εδώ και 30 χρόνια. Έχει παίξει σε 10 ελληνικές ομάδες, έχει αναλάβει προπονητικό πόστο σε εννιά, είναι ένα πρόσωπο της ποδοσφαιρικής καθημερινότητας στη χώρα.
Εκείνο το φάουλ στη Λεωφόρο, όμως, είναι η υστεροφημία του και αποτελεί ένα κειμήλιο του ελληνικού πολιτισμού, επειδή ούτε είχε προηγηθεί ούτε επαναλήφθηκε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Ολυμπιακός - Μπασκόνια: Το τρένο και το αγκομαχητό
- Ολυμπιακός: Το μοναδικό ερωτηματικό του Μεντιλίμπαρ για το ντέρμπι με την ΑΕΚ
- Μπακς - Μπουλς 122-106: Ξύπνησαν για τα καλά τα Ελάφια με 40άρα του Γιάννη Αντετοκούνμπο
- Ολυμπιακός ONEX-Γκίζεν 3-1: Οι απουσίες δεν τον σταματούν! - Θρυλική νίκη στο «καυτό» Ρέντη
- Μανούσος Μανουσάκης: Εφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός σκηνοθέτης