Μοχάμεντ Αλί: Όταν ξέχασαν το όνομά του

Τα μαντάτα που ήρθαν από το Σκοτσντέιλ της Αριζόνα, στις 3 Ιουνίου του 2016, οδήγησαν σε παγκόσμιο θρήνο: ο Μοχάμεντ Αλί σταμάτησε να μένει πια εδώ. Στη συλλογική μνήμη, όμως, η αποτύπωσή του ως κορυφαίου πυγμάχου στην Ιστορία, κοινωνικού προτύπου και εμβληματικού επαναστάτη ήταν και παραμένει ανεξίτηλη.

«Δεν το πιστεύω ότι έφτασες τα 50!» Αυτό είπε ο Χάουαρντ Κοσέλ στον Μοχάμεντ Αλί, στην εκδήλωση που έγινε για τα 50ά γενέθλιά του το 1992, στο Λος Άντζελες, ένα σόου που παρουσιάστηκε από το ABC. Ο Κοσέλ το εννοούσε: από τότε που γνώρισε τον Κάσιους Κλέι, είχε τέτοια ενέργεια και βίωνε τη ζωή με τέτοια ταχύτητα που υπέθετε ότι αυτή η ηλικία θα ήταν πολύ μεγάλη για τον ίδιο. Πολύ νωρίτερα από το προσδόκιμο, ο Αλί, κατά τον Κοσέλ, θα έφευγε από τη ζωή και θα περνούσε στη σφαίρα των αγγέλων, άφθαρτος και ακαταμάχητος.

Λίγα ήξερε ο σπουδαίος δημοσιογράφος, ένας λόγιος της πυγμαχίας, που σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, στις 23 Απριλίου του 1995, αποδήμησε στα 77 του. Από το 1992, ο Αλί, με το Πάρκινσον εμφανές στο κορμί του, έζησε ακόμα 24 χρόνια, δηλαδή έως το 2016, όταν και πέθανε 74 ετών. Η ζημιά από το «Thrilla in Manilla», το θρυλικό αγώνα με τον Τζο Φρέιζερ στις Φιλιππίνες, τη 1 Οκτωβρίου 1975, μαζί με όλη την προηγούμενη φθορά, έγινε ορατή σχετικά νωρίς, αλλά ο Αλί έμεινε στη ζωή πεισματικά, μέχρι και ο τελευταίος Αμερικανός να παραδεχθεί ότι είχε δίκιο για τη «λιποταξία» του από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Καθαγιασμένος, πια, μια φυσιογνωμία που συγκίνησε την οικουμένη στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων το 1996, στην Ατλάντα, όταν με τρεμάμενο χέρι άναψε την ολυμπιακή φλόγα, βύθισε τον πλανήτη ολάκερο στο πένθος. Από τους Αφρικανούς και τους Αφροαμερικανούς σε όλες τις φυλές του Ισραήλ στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και την Ευρώπη, δεν υπήρξε άνθρωπος, για να χρησιμοποιηθεί το απόλυτο υπερβολικό σχήμα, που να μη στενοχωρήθηκε με το θάνατό του.

Ο Αλί, μάλιστα, πέθανε τη μέρα που ο Άγγελος Βλαχόπουλος -ο οποίος αντιμετωπίζει στις 3 Ιουνίου την Μπρέσια, ως παίκτης της Νόβι Μπέογκραντ, στον ημιτελικό του Final 6 για το Champions League πόλο Ανδρών στο Βελιγράδι- έβαλε εκείνο το καταπληκτικό ταπ με τη Σόλνοκ, το 2016, στον ημιτελικό της Βουδαπέστης, σε… νεκρό χρόνο, που σηματοδότησε την επιστροφή του Ολυμπιακού σε τελικό ύστερα από 14 χρόνια. Το γεγονός αναφέρεται περισσότερο ενδεικτικά: κάτι που συνέβη εκείνη την ημερομηνία περιστράφηκε γύρω από το θάνατο του Μεγάλου Αιρετικού.

Για το σπουδαιότερο πυγμάχο -σίγουρα ως κοινωνικό φαινόμενο και ως αντιρρησία… συνείδησης για το πώς πρέπει να αγωνίζεται ένας μποξέρ βαρέων βαρών- όλων των εποχών, η κατάσταση της αποδοχής δεν ήταν πάντα δεδομένη. Πριν καν μετονομαστεί σε Μοχάμεντ Αλί, ένα όνομα που αποφάσισε ο πατέρας του έθνους του Ισλάμ, Ελάιζα Μοχάμεντ, το 1964, μετά την πρώτη νίκη του επί του Σόνι Λίστον στις 25 Φεβρουαρίου, αντιμετώπιζε τη ρατσιστική αποδοκιμασία του κόσμου. Όταν, δε, το έκανε, υπήρχαν πολλοί που συνέχιζαν να τον φωνάζουν Κάσιους. Αυτό έπρεπε να το σταματήσει ο ίδιος. Και το έπραξε, έστω κι αν έπρεπε να προβεί σε προβοκάτσια.

Το άτυχο… πειραματόζωο Έρνι Τερέλ

Κατά κανόνα, εκείνος που συμπαθείς πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της έλλειψης ανταγωνισμού. Πολλοί συμπαθούσαν το νεαρό Κάσιους πριν τον πρώτο αγώνα του με τον Λίστον, ήταν όμορφος, αστείος και οι γκραβούρες του, που οδηγούσαν στην κλιμάκωση της μονομαχίας τους, ήταν ιδιαιτέρως γοητευτικές. Όλα άλλαξαν όταν νίκησε -και δεν υπήρξε σεμνότυφος, ούτε ελάχιστα, με την επιτυχία του. Η αλλαγή του ονόματός του ήταν εξοργιστική. Ο Αλί βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα του αμερικανικού Τύπου και στη συντριπτική πλειονότητα των εφημερίδων και των ραδιοφωνικών εκπομπών αποκαλείτο Κάσιους Κλέι. Ο ίδιος μιλούσε όπως ήθελε: «Ξέρω πού πηγαίνω, ξέρω την αλήθεια και δεν πρέπει να γίνω αυτό που θέλετε από εμένα να γίνω. Είμαι ελεύθερος να γίνω αυτό που θέλω». Ο Κλέι μεγάλωσε σε ένα σπίτι που ρωτούσε τη μητέρα του γιατί ο Θεός δεν ζωγραφίστηκε ποτέ ως μαύρος άντρας και όταν ρώτησε τον πατέρα του «γιατί δεν υπάρχει πλούσιος μαύρος;», ο τελευταίος έδειξε το δέρμα του παιδιού του και του απάντησε «γι’ αυτό», εννοώντας το χρώμα του. Μιλούσε τόσο, που και ο ίδιος ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τού πρότεινε να «βελτιώσει τις πυγμαχικές δεξιότητές του και να μιλάει λιγότερο».

Παρ’ ότι, μάλιστα, ήρθε σε κρίση η σχέση του με τους γονείς του, στην οικογένειά του συνέχισαν να τον φωνάζουν Κάσιους. Μάλιστα, φαίνεται ότι δεν είχε πρόβλημα με αυτό, μέχρι τη συνέντευξη Τύπου στη Νέα Υόρκη, στις 28 Δεκεμβρίου 1966, για να προμοτάρει τον αγώνα του με τον Έρνι Τερέλ, που έγκειτο στην υπεράσπιση του τίτλου του. Ο Αλί είχε… κομματιάσει ενάμιση μήνα νωρίτερα τον αξιοσέβαστο Κλίβελαντ Γουίλιαμς, σε μια αξέχαστη παράσταση για όσους την παρακολούθησαν.

Εκείνες τις μέρες, μάλιστα, ο μόλις 24χρονος πυγμάχος απειλούσε με αποχώρηση, ειδικά από τη στιγμή που το γεγονός ότι δεν θα πήγαινε στον πόλεμο του Βιετνάμ έκανε την παγκόσμια ομοσπονδία να του πάρει τη ζώνη και να την δώσει στο δεύτερο της κατηγορίας του. Ο Τερέλ, αυτός ήταν ο παγκόσμιος πρωταθλητής πια, έκανε τις δηλώσεις του και όποτε αναφερόταν στον αντίπαλό του, τον αποκαλούσε «Κάσιους» ή «Κλέι». Κατά τη διάρκεια του αρχετυπικού, με τους δύο πυγμάχους να βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο και να κάνουν το γνώριμο σόου ώστε να δώσουν λίγο σασπένς στην επικείμενη μονομαχία της, από το πουθενά ο Αλί είπε: «Γιατί με αποκαλείς Κλέι; Αφού ξέρεις ότι το πραγματικό όνομά μου είναι Μοχάμεντ Αλί». Ο Τερέλ απάντησε: «Σε γνώρισα ως Κάσιους Κλέι, θα σε αφήσω ως Κάσιους Κλέι». Ο Αλί, τότε, έριξε τη φιτιλιά: «Χρειάζεται ένας νέγρος Μπάρμπα-Θωμάς για να με φωνάζει συνεχώς με το όνομα των σκλάβων». «Δεν έχεις δικαίωμα να με αποκαλείς Μπάρμπα-Θωμά», απάντησε ο Τερέλ, που φούντωσε ξαφνικά.

Πράγματι, ο Τερέλ δεν είχε δώσει το δικαίωμα. Ο Αλί θα μπορούσε να τα έχει βάλει με τον Φλόιντ Πάτερσον, επί παραδείγματι, που αντιμετώπισε στις 22 Νοεμβρίου του 1965, αφού ο τελευταίος είχε πει ότι ο χριστιανισμός είναι ανώτερη θρησκεία από το μουσουλμανισμό. Ο Αλί αποκάλεσε και τον Πάτερσον «Μπάρμπα-Θωμά», τον φώναζε «Κουνέλι» και τον νίκησε σε 12 γύρους, αν και ο αντίπαλός του επικαλείτο τραυματισμό που είχε πριν μπει στο ρινγκ με τον γεννημένο στο Λούιβιλ, στις 17 Ιανουαρίου 1942, μποξέρ.

 

Η ιστορική ερώτηση και η… έλλειψη σεβασμού

Η απόκριση του Αλί ήταν να προσπαθήσει να χτυπήσει τον Τερέλ, που έβαλε το χέρι του για να προφυλαχθεί. Ο αγώνας ήταν προγραμματισμένο να γίνει στο «Astrodome», στις 6 Φεβρουαρίου του 1967. Οι δύο πυγμάχοι μπήκαν στο ρινγκ και, αν επρόκειτο για το ψυχανέμισμα της εκδίκησης του Αλί, ο Τερέλ αντιστάθηκε σθεναρά.

Η τυπική φάση του Αλί ήταν να χρησιμοποιεί το τζαμπ του και να σημαδεύει το κεφάλι του αντιπάλου του, μέχρι να τον κάνει να αποδυναμωθεί. Στους έξι πρώτους γύρους είχε πετύχει μόλις 74 γροθιές, σχεδόν όλες στο κεφάλι, επί του Τερέλ, που είχε «απαντήσει» με 62. Στον έβδομο γύρο έκανε την αντεπίθεσή του και φάνηκε ότι αποκτούσε μεγάλο προβάδισμα επί του αντιπάλου του, ο οποίος όμως, εξαιτίας του ότι ήταν ψηλότερος και δυνατότερος, επέστρεφε. Ο Αλί προσπαθούσε να ρίξει κάτω τον Τερέλ, αλλά αυτό ήταν αδύνατον: ο 28χρονος από το Μπελζόνι του Μισσισσιπή απλώς δεν έπεφτε. Στον όγδοο γύρο, ο Αλί δοκίμασε ένα συνδυασμό τεσσάρων χτυπημάτων και, όταν εκτόξευσε ένα αριστερό χουκ στο πρόσωπο του αντιπάλου του, το οποίο δοκίμασε όλη τη δύναμή του, του φώναξε: «What’s my name?» Αυτό μεταφράζεται ως «Ποιο είναι το όνομά μου;» και είναι σαφής η αναφορά στη συνέντευξη Τύπου. Όταν τελείωσε ο γύρος, ο Αλί έσκυψε πάνω στον Τερέλ και, γουρλώνοντας τα μάτια, τον ρώτησε ξανά το ίδιο πράγμα.

Ο Αλί ήταν ο ανώτερος τεχνικά πυγμάχος, αλλά ήξερε ότι μία γροθιά από έναν αντίπαλο των κυβικών του Τερέλ αρκούσε για να τον ρίξει φαρδύπλατο στο ρινγκ -μάλλον οριστικά. Έτσι, προσπάθησε να τον ρίξει, αλλά κάθε φορά που εξαπέλυε επίθεση, ο Τερέλ αντιδρούσε. Συμπληρώθηκαν 15 γύροι και ο Αλί, που έριξε συνολικά 767 (!) γροθιές, νίκησε με ομόφωνη απόφαση. Τα media, όμως, πιάνοντας το νήμα της δήλωσης που είχε κάνει, «θα βασανίσω τον Τερέλ, δεν του αξίζει ένα καθαρό νοκ άουτ», τον σταύρωσαν. Αν και ο Αλί δήλωσε ότι ήθελε να βγάλει νοκ άουτ τον Τερέλ, αλλά δεν μπορούσε, ο Τύπος έκανε λόγο για έναν άτιμο πυγμάχο, που δεν σέβεται τη δεοντολογία του μποξ και τον αντίπαλο.

Οι δημοσιογράφοι, βεβαίως, δεν θα έτρωγαν τα γραπτά τους, σε καμία περίπτωση. Ο Αλί έγινε το σύμβολο μιας ολόκληρης χώρας και ο αγώνας που έκανε για τα δικαιώματα των μαύρων δεν κοστολογείται. Βγήκε στην επιφάνεια και περπάτησε στο νερό -οι Αφροαμερικανοί, πάντως, θεωρούν ότι ο Χριστός έχει ζωγραφιστεί μαύρος: ένα πορτρέτο του Μοχάμεντ Αλί αρκεί.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News