Συνέντευξη Κώστας Μαυρίδης: «Δεν φοβηθήκαμε ολόκληρη Γιουβέντους, ο Κοσκωτάς θα μας τρόμαζε;»

EUROKINISSI

Ο σπουδαίος Κώστας Μαυρίδης, γυρίζει το χρόνο πίσω στη δεκαετία του ’80 και θυμάται: Οι θρίαμβοι με τον Παναθηναϊκό, ο Κυράστας… που τον άλλαξε θέση, και το επικό «κύριε Βασίλη τι μπροστά, το πούλμαν να φέρουμε πίσω»…

Κάθε φορά που ένας προπονητής επιχειρεί να αλλάξει θέση σε έναν ποδοσφαιριστή ελληνικής ομάδας, αυτομάτως ανατρέχει στο εγχειρίδιο των πιο πετυχημένων εμπνεύσεων στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου και σταματάει στον Απρίλιο του 1984. Ήταν η στιγμή που ο επιθετικός Κώστας Μαυρίδης παρέδιδε τη σκυτάλη στον… κεντρικό αμυντικό Κώστα Μαυρίδη!

Ήταν η στιγμή που μια έμπνευση του Γιάτσεκ Γκμοχ ότι απλά θα έσωζε την καριέρα ενός ποδοσφαιριστή, αλλά θα την… εκτόξευε!

Στα χρόνια που πέρασαν ο Μαυρίδης, έγραψε ιστορία με τη φανέλα του Παναθηναϊκού ως ένα από τα κορυφαία στόπερ που φόρεσαν το τριφύλλι στο στήθος, συνέβαλε τα μέγιστα στις «χρυσές σελίδες» που έγραψαν οι «πράσινοι» σε Ελλάδα και Ευρώπη και όλα τα οφείλει σε ένα… χτύπημα της πόρτας του δωματίου του σε ένα ξενοδοχείο του Λίβερπουλ το βράδυ της 9ης Απριλίου 1985, παραμονή του πρώτου ιστορικού ημιτελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με την «κόκκινη αρμάδα» του Ίαν Ρας.

Γιορτάζοντας φέτος τα 60ά του γενέθλια, ο Κώστας Μαυρίδης γυρίζει το χρόνο πίσω σε εκείνη τη βραδιά, και όχι μόνο, ξεφυλλίζει το άλμπουμ των «πράσινων» αναμνήσεών του και αποκαλύπτει ότι για την αλλαγή θέσης που του άλλαξε ολόκληρη τη ζωή συνυπεύθυνος με Γκμοχ ήταν άλλος ένας… θρύλος της εποχής!

Ο Κώστας Μαυρίδης έρχεται στο sportday.gr και κολλάει μαζί μας το δικό του αυτοκόλλητο στη βίβλο των ηρώων της παιδικής και εφηβικής μας ηλικίας!

Photo Credits: Μάρκος Χουζούρης | Eurokinissi

Κύριε Μαυρίδη, γεννηθήκατε στην Τασκένδη και ήρθατε σε μικρή ηλικία στην Ελλάδα.

Ναι γεννήθηκα στην Τασκένδη το 1965. Οι παππούδες μου και οι γονείς μου, ήταν πρόσφυγες από την περιοχή του Πόντου και ήρθαμε στην Ελλάδα. Το πατρικό μου σπίτι ήταν στον Καρέα.

Εκεί μεγαλώσατε και εκεί παίξατε για πρώτη φορά ποδόσφαιρο.

Βέβαια, εκεί στη γειτονιά με τα παιδιά ξεκίνησα να παίζω, όχι όμως μόνο ποδόσφαιρο, αλλά και μπάσκετ και πινγκ πονγκ και γενικά όλα τα αθλήματα.

«Ερχόταν συχνά στα παιχνίδια του Αθηναϊκού ο Γιώργος Βαρδινογιάννης και με έβλεπε, ήμουνα συμπαίκτης με τον αδελφό του Βασίλη Κωνσταντίνου και από τα ξερά… βρέθηκα στη Λεωφόρο»

Οργανωμένα σε ομάδα πρώτη φορά πότε παίξατε;

Η πρώτη μου ομάδα ήταν ο ΑΟ Καρέα και εκεί άρχισα να μπαίνω στο κλίμα του ομαδικού παιχνιδιού. Μάλιστα τα καλοκαίρια γίνονταν αρκετά τουρνουά μεταξύ των τοπικών ομάδων της περιοχής του Βύρωνα και έπαιρναν μέρος και ανεξάρτητες ομάδες.

Εκεί σας “ανακάλυψαν” από τον Αθηναϊκό;

Ναι σε ένα τέτοιο τουρνουά, το 1979. Προπονητής ήταν τότε στον Αθηναϊκό ο Σιμιγδαλάς και εισηγήθηκε την απόκτησή μου για τις ομάδες υποδομής. Σε ηλικία 16,5 χρονών όμως, ανέβηκα στην πρώτη ομάδα και έπαιξα στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα. Τότε δεν υπήρχε η Γ’ Εθνική και το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα είχε 8 όμιλους.

Τι θέση παίζατε;

Επιθετικός. Μάλιστα έπαιζα στα άκρα δεξί εξτρέμ ή αριστερό εξτρέμ.

Οι δικοί σας τι γνώμη είχαν για το ποδόσφαιρο;

Από την πλευρά του πατέρα μου είχα κάθε στήριξη. Βλέπετε και ο αδελφός μου έπαιζε ποδόσφαιρο και ήταν κάτι το φυσικό γι αυτόν. Με την μητέρα μου υπήρχε “πρόβλημα” στην αρχή, καθώς όπως κάθε μάνα ήθελε το “βάρος” να πέφτει στο σχολείο, αλλά μετά το συνήθισε κι εκείνη.

Στον Αθηναϊκό αρχίσατε να “κτίζετε” το όνομά σας και ουσιαστικά πρέπει να είχατε και προτάσεις για μεταγραφή.

Πραγματικά έτσι ήταν. Μάλιστα με είχε δοκιμάσει ο Λάκης Πετρόπουλος, που τότε ήταν προπονητής στον Πανιώνιο, ενώ με ήθελε και η ΑΕΚ, στην οποία τότε ήταν προπονητής ο Τιλκόφσκι.

Ο… επιθετικός Κώστας Μαυρίδης ως μέλος της ενδεκάδας του Παναθηναϊκού σε ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη τη σεζόν 1982-83. Πάνω σειρά: Καψής, Λαφτσής, Αντωνίου, Βονόρτας, Γαλάκος, Κυράστας. Κάτω σειρά: Χαραλαμπίδης, Παπαβασιλείου, Ρότσα, Ταράσης, Μαυρίδης.

Ο Παναθηναϊκός λοιπόν πότε παρουσιάστηκε;

Την τελευταία μου χρονιά στον Αθηναϊκό είχαμε τερματοφύλακα τον αδελφό του Βασίλη Κωνσταντίνου, τον Γιώργο. Αυτός ήταν που “άνοιξε” και την πόρτα και μίλησε στον αδελφό του για μένα. Έτσι άρχισε να ενδιαφέρεται ο Παναθηναϊκός και είχε έρθει στο Βύρωνα και είδε αρκετά παιχνίδια ο Γιώργος Βαρδινογιάννης. Έτσι με κάλεσε μια μέρα στο γραφείο του και μου έκανε την πρόταση, την οποία φυσικά και δέχτηκα.

Από τα ξερά γήπεδα του ερασιτεχνικού και της Β’ Εθνικής στο χορτάρι της Λεωφόρου.

Τεράστια αλλαγή, δεν το συζητάμε. Στην πρώτη μας προπόνηση με προπονητή τον Πετρόπουλο, στη Λεωφόρο ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Δεν είχα ξαναζήσει τέτοιες στιγμές. Μπήκα παιδάκι 19 χρονών σε μια ομάδα με 30 παίκτες που οι περισσότεροι ήταν και διεθνείς. Αμέσως κατάλαβα τι απαιτήσεις έχει αυτός ο σύλλογος και νομίζω με τα χρόνια με αγάπησε και ο κόσμος.

«Παίρναμε το πρωτάθλημα με τον Παναθηναϊκό το 1984 κι ο Γκμοχ έλεγε ακόμη… εμείς βάζουμε τις βάσεις για τα φτιάξουμε ομάδα»

Παίξατε αμέσως στον Παναθηναϊκό από την πρώτη σας χρονιά.

Πραγματικά, παρά το γεγονός ότι μπήκα σε μια ομάδα γεμάτη με παίκτες με ταλέντο και προσωπικότητα δεν φοβήθηκα τον συναγωνισμό, αλλά πίστευα στον εαυτό μου. Ήξερα ότι μέσα από τη δουλειά, θα κατάφερνα τα πάντα και έτσι μπόρεσα και έπαιξα 30 παιχνίδια. Ήταν τεράστια η αλλαγή, από το ξερό στο χορτάρι, όμως παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο έκανα πολύ καλή χρονιά. Με εμπιστεύτηκαν βέβαια και οι συμπαίκτες μου, αλλά κυρίως και οι προπονητές.

Ήσασταν τυχερός που μπήκατε σε μια ομάδα που “κτιζόταν” και γίνατε βασικός της στέλεχος.

Ο Γιάτσεκ Γκμοχ είχε καταφέρει τότε να φτιάξει την ομάδα. Μάλιστα έλεγε συνεχώς: “Εμείς βάζουμε τις βάσεις για να φτιάξουμε ομάδα”, ακόμα και όταν τελείωνε το πρωτάθλημα το 1984. Χωρίς να το καταλάβει κανείς λοιπόν, φτάσαμε να πάρουμε το νταμπλ.

«Ο Κυράστας ήταν αυτός που έβαλε την ιδέα στον Γκμοχ για να αλλάξω θέση και να αγωνίζομαι είτε ως στόπερ, είτε ως λίμπερο. Και χτυπάει η πόρτα του ξενοδοχείου στο Λίβερπουλ, μπαίνει ο κόουτς και μου λέει… θέλω να πιάσεις τον Ρας»

Ο Γκμοχ ήταν και αυτός που σας άλλαξε θέση και από επιθετικός γίνατε κεντρικός αμυντικός.

Ήταν σταθμός για την καριέρα μου και φυσικά το “χρωστάω” στον Γκμοχ, αλλά και στον Γιάννη Κυράστα. Αυτός ήταν που έβαλε την ιδέα στον Γκμοχ και τελικά και ο προπονητής μας πήρε την απόφαση να με γυρίσει στην άμυνα. Έτσι κατάφερα να κάνω την καριέρα που έκανα, παίζοντας πλέον είτε ως στόπερ, είτε ως λίμπερο.

Πως είχε γίνει αυτή η αλλαγή;

Το 1985 έγινε, πριν το παιχνίδι με την Λίβερπουλ. Θυμάμαι ήταν Μεγάλη Τετάρτη και κάναμε την προπόνηση στο Άνφιλντ πριν το παιχνίδι εκεί. Ήμουν στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο και χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο Γκμοχ, ο οποίος ήρθε να μου πει τις σκέψεις του για μένα. “Θέλω να πιάσεις τον Ρας”, μου είπε και αυτό ήταν. Την επόμενη μέρα με έβαλε στην άμυνα και είχα την τύχη να μαρκάρω τον μεγάλο Ίαν Ρας. Άλλο επίπεδο παίκτη και γενικά άλλο επίπεδο ομάδας η Λίβερπουλ τότε.

Καθιερωθήκατε λοιπόν εκεί.

Ναι και την επόμενη χρονιά με προπονητή τον Βασίλη Δανιήλ, ο Κυράστας είχε πλέον σταματήσει και έτσι εγώ έγινα ο βασικός λίμπερο της ομάδας. Ήταν μεγάλη η αλλαγή. Κόντρα στην Φέγενορντ είχε πετύχει ένα εντυπωσιακό γκολ και λίγες μέρες μετά κόντρα στη Λίβερπουλ έγινα κεντρικός αμυντικός και σε αυτή τη θέση συνέχισα και ολοκλήρωσα την καριέρα μου.

«Οι πορείες στην Ευρώπη μας έδιναν τεράστια αυτοπεποίθηση στον Παναθηναϊκό με αποτέλεσμα να μην φοβόμαστε κανέναν στο ελληνικό πρωτάθλημα»

Ζήσατε όλες τις μεγάλες στιγμές με τον Παναθηναϊκό. Ποιο ήταν το μεγάλο μυστικό εκείνης της ομάδας;

Υπήρξε μια φουρνιά σπουδαίων παικτών. Ποιον να πρωτοπώ για να μην ξεχάσω κανέναν; Αυτοί οι παίκτες πλαισιώθηκαν από εξαιρετικούς ξένους, όπως ο Ζάετς, ο Ρότσα και αργότερα ο Βάντσικ και ο Βαζέχα. Παράλληλα είχαμε και το μεγάλο “όπλο” που ήταν η Παιανία. Κάναμε τη δουλειά μας χωρίς να μας προβληματίζει τίποτα. Είχαμε μια διοίκηση που μας έλυνα κάθε πρόβλημα. Περνάγαμε καλά και παίζαμε καλά.

Αυτοί ήταν και οι λόγοι που κάνατε σημαντικές πορείες στην Ευρώπη;

Ίσως να ήταν και το αντίθετο. Το ότι κάναμε καλές πορείες στην Ευρώπη, μας έδινε και τεράστια αυτοπεποίθηση, με αποτέλεσμα να μην φοβόμαστε κανέναν στο ελληνικό πρωτάθλημα και να κάνουμε μεγάλες νίκες.

Στους τελικούς του κυπέλλου που βρίσκαμε μπροστά μας τον Ολυμπιακό, τόσο στο 2-2, όσο και στο 4-0, αλλά και γενικά φαινόταν ότι στην Ελλάδα ήμασταν πανίσχυροι. Βέβαια είχαμε και τον κόσμο μας. Στο Ολυμπιακό στάδιο το 1987 με τον Πάκερτ προπονητή έρχονταν 50 χιλιάδες φίλαθλοι. Σκεφτείτε πως αν τότε έρχονταν 30 χιλιάδες, νομίζαμε ότι το στάδιο ήταν άδειο.

«Μόλις κάνει η Γιουβέντους το 3-2 στο Τορίνο ακούω τον Δανιήλ να μου φωνάζει “Κώστα, πήγαινε μπροστά”. “Τι μπροστά κύριε Βασίλη, πίσω πρέπει να κάτσω και να φέρουμε και το πούλμαν” του απάντησα. Από το άγχος και την πίεση είχε “μπλοκάρει” και δεν καταλάβαινε ότι με το 3-2 περνάγαμε»…

Από τα ευρωπαϊκά παιχνίδια ποιο άλλο σας έχει μείνει στη μνήμη;

Τα ματς με τη Γιουβέντους φυσικά. Ειδικά αυτό στο “Κομουνάλε” θα μου μείνει αξέχαστο για πολλούς λόγους και όχι μόνο γιατί προκριθήκαμε. Ήταν τέτοια η ένταση και το πάθος από τις δύο ομάδες, που πραγματικά δεν το είχα ξαναζήσει.

Τι σας έχει μείνει περισσότερο στη μνήμη από εκείνο το παιχνίδι;

Θα σας πω κάτι που δείχνει και την ένταση που υπήρχε. Μόλις η Γιουβέντους κατάφερε και έκανε το 3-2, ακούω από τον πάγκο τον κ. Δανιήλ να μου φωνάζει: “Κώστα πήγαινε μπροστά”. Ήταν γύρω στο 80 και από το άγχος και την πίεση, είχε “μπλοκάρει” και νόμιζε ότι με το 3-2 δεν περνάμε. Εγώ τότε του απάντησα: “Τι μπροστά κύριε Βασίλη, πίσω πρέπει να κάτσω και να φέρουμε και το πούλμαν”.

Στο τέλος του ματς φαντάζομαι τους πανηγυρισμούς σας.

Εντάξει ήταν κάτι το απίστευτο για εκείνη την εποχή. Εμένα όμως μου έκανε κάτι άλλο εντύπωση. Κοίταξα προς την φυσούνα και είδα τους παίκτες της Γιουβέντους μαζεμένους εκεί και την φυσούνα να την έχουν τραβήξει. Τότε πίστεψα αρχικά ότι μας περίμεναν για να γίνει κάποια φασαρία, γιατί τους αποκλείσαμε. Έκανα λάθος όμως. Ήταν το εντελώς αντίθετο. Με πρώτο τον Καμπρίνι, είχαν συγκεντρωθεί στη φυσούνα για να μας δώσουν συγχαρητήρια για την πρόκρισή μας. Τέτοιο ήταν το επίπεδό τους και τέτοια ήταν και η νοοτροπία τους.

Μιλήσατε νωρίτερα για τους τελικούς με τον Ολυμπιακό και ειδικά το 2-2 που έγινε την εποχή που είχε μπει ο Κοσκωτάς στον  Ολυμπιακό. Πως βλέπατε εσείς οι παίκτες του Παναθηναϊκού την είσοδο του Κοσκωτά;

Ουσιαστικά δεν μας τρόμαξε ποτέ. Βέβαια ο ντόρος που γινόταν με τα τρελά λεφτά τότε ήταν μεγάλος. Όμως εμείς κάναμε τη δουλειά μας και προσπαθούσαμε να μείνουμε έξω από αυτό.

Ο Βαρδινογιάννης τι σας έλεγε τότε;

Μας έλεγε να κλείσουμε τα αυτιά μας και να μην ακούμε τίποτα. Μας έλεγε επίσης πως θα ήταν πάντα “εδώ” για εμάς και δεν πρέπει να μας απασχολεί τίποτα. Φυσικά ούτε εκείνος, αλλά ούτε και εμείς φοβηθήκαμε ποτέ ότι θα χάναμε τα πρωτεία λόγω των χρημάτων του Κοσκωτά.

Κώστας Μαυρίδης και Τάσος Μητρόπουλος στον αξέχαστο τελικό κυπέλλου του 1988 ανάμεσα σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό.

Στον Παναθηναϊκό μείνατε 13 χρόνια και γνωρίσατε μερικούς από τους καλύτερους παίκτες στην ιστορία του.

Σε αυτά τα χρόνια γνώρισα πάνω από 200 παιδιά στην ομάδα. Τεράστια ονόματα. Θέλω να σταθώ όμως σε δύο ανθρώπους που από την πρώτη στιγμή ήταν δίπλα μου. Αυτοί ήταν ο Γιάννης Κυράστας και ο Ανθιμος Καψής. Είναι δύο άνθρωποι, παίκτες και κυρίως χαρακτήρες που θα τους έχω για πάντα στη μνήμη μου.

Η συνέχεια μετά τον Παναθηναϊκό ποια ήταν;

Πήγα στην Κύπρο στην ΑΕΚ Λάρνακας και εκεί είχα για προπονητή τον Σπύρο Λιβαθηνό. Όμως δεν μπόρεσα να παίξω. Ουσιαστικά έπαιξα σε ένα παιχνίδι μόλις για 8 λεπτά και τραυματίστηκα. Γύρισα στην Ελλάδα και έπαιξα στον Απόλλωνα Σμύρνης την περίοδο 1997-97 και μετά σταμάτησα.

Πως θα χαρακτηρίζατε την καριέρα σας;

Όλα όσα ονειρεύτηκα από παιδί, κατάφερα να τα πραγματοποιήσω. Έπαιξα σε πάνω από 300 παιχνίδια με τον Παναθηναϊκό, έπαιξα στην Εθνική ομάδα, πήρα τίτλους. Γενικά ήταν μια γεμάτη καριέρα και την απόλαυσα.

Ο Κώστας Μαυρίδης αφηγείται απίθανα περιστατικά της μοναδικής καριέρας του, στον συντάκτη του sportday.gr, Γιώργο Μπιτσικώκο.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News