LONGFORM: Ο Ταμπέρι έγινε η Ωδή στη Χαρά στο Ολυμπιακό Στάδιο του Τόκιο

Οι μυθικές στιγμές στον τελικό του ύψους των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν αποτέλεσμα των αντιδράσεων ενός κλόουν από την Τσιβιτάνοβα του Μάρτσε, ο οποίος έχει υποφέρει πολύ στην καριέρα του.

Τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης, ενδεχομένως η λέξη σφυγμομέτρηση να είναι ακριβέστερη, έδειξαν ότι το 80% των Ιαπώνων δεν ήθελαν από το Τόκιο να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η υγρασία είναι φριχτή, η ζέστη ακόμα περισσότερο, ο κορονοϊός παρελαύνει όπως οι Ναζί στη Γαλλία, οι νεκροί είναι εκατοντάδες χιλιάδες πια και πίσω από την κουίντα οι Ολυμπιακοί δεν είναι παρά υπόθεση ανάθεσης έργων και μεγαλοεργολάβων. Δεν είναι παρά η απομύζηση του ιδρώτα φτωχών εργατών, οι οποίοι δουλεύουν με κίνδυνο της σωματικής ακεραιότητάς τους, ανά περιπτώσεις, μάλιστα, την στερούνται.

Όμως, είναι και η διοργάνωση που δύο φίλοι φιλιούνται κι αγκαλιάζονται, επειδή τους έγινε η πρόταση να μοιραστούν ένα χρυσό μετάλλιο. Που ένας εκπληκτικός τύπος από το Κατάρ και ένας θεότρελος Ιταλός μοιράζονται τα δάκρυά τους, μετά τη λήξη του κορυφαίου τελικού άλματος εις ύψος στην ιστορία. Ενός αγώνα που κράτησε τρεις ώρες και που λύθηκε με ένα δώρο ειρήνης.

Αν οι άλτες του ύψους είναι οι πλέον καλλιτέχνες αθλητές, ο Τζιανμάρκο Ταμπέρι και ο Μουτάζ Μπαρσίμ έβαψαν, στην κατατεθλιμμένη πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα.

 

Το «καταραμένο» Μονακό

Η καταστροφή στα 2,41μ.

Η αμέσως προηγούμενη φορά που ο Τζιανμάρκο Ταμπέρι κυλίστηκε σε ένα ταρτάν, δεν ήταν για καλό λόγο. Ήρθε στις 15 Ιουλίου του 2016, μία ανάσα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο. Η κατάστασή του  του ήταν εκπληκτική. Τέτοια, που ακριβώς σε εκείνο το μίτινγκ του Μονακό, στο πλαίσιο του Diamond League, είχε κάνει την καλύτερη επίδοση της καριέρας του, με άλμα στα 2,39μ. Δοκίμασε τα 2,41μ. Μετά το δεύτερο άλμα, ένιωσε έναν αψύ πόνο στον αστράγαλο. Κάθισε στο έδαφος, με την πλάτη του να ακουμπάει το στρώμα και έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο.

Είχε τελειώσει.

Ο Ταμπέρι είχε πάει στο Μονακό σε μεγάλη φόρμα και με αυτοπεποίθηση. Είχε κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Άμστερνταμ. Είχε νικήσει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κλειστού στίβου του Πόρτλαντ, στο Όρεγκον. Εκείνο το χειμώνα, στον κλειστό στίβο, έκανε… παρέλαση. Νίκησε στην Μπάνσκα Μπίστριτσα και το Τρίνιετς. Στο Ουστοπέτσε, σε αγώνα που το «παρών» είχε δώσει και ο Κύπριος Κυριάκος Ιωάννου, έκανε 2,38μ., που ακόμη είναι το ρεκόρ Ιταλίας στο ύψος για τον κλειστό. Πριν τη στιγμή του τραυματισμού του στο Μονακό, έκανε ρεκόρ αγώνα, διατηρητέο ως και τις μέρες μας.

Και μετά ήρθε η μοναξιά. Η επίσκεψη σε γιατρό στην Πάβια έφερε κακά νέα. Ο «Τζίμπο» δεν χρειαζόταν γιατρό για να είναι βέβαιος ότι δεν προλάβαινε το Ρίο. Αν ήλπιζε σε ένα θαύμα, η διάγνωση έβαλε ωμά βουλοκέρι στην πραγματικότητα: Κάκωση κατά 50% στο δελτοειδή σύνδεσμο του αριστερού ποδιού του. Ο Ιταλός από την Τσιβιτάνοβα του Μάρτσε, ένα παιδί που κοιτάζει τον κόσμο από τα 191 εκατοστά, είχε φτάσει η ώρα να βυθιστεί στο σκοτάδι. Θα αργούσε να ανοίξει τις γρίλιες του ψυχολογικού παραθύρου του.

Θα έχουν για πάντα το Παρίσι  

Όταν ο Μπαρσίμ τον έστειλε στη Βουδαπέστη

Αν και όχι ακριβώς ανέλπιστα, ο Ταμπέρι επέστρεψε τον επόμενο χρόνο. Στο Παρίσι, την 1η Ιουλίου του 2017, ο Ιταλός βρέθηκε σε αγώνα του Diamond League. Εκείνο το μίτινγκ, όμως, εξελίχθηκε σε νίλα. Τρία άλματα αποτυχημένα στα 2,20μ. και έξω από την πόρτα. Ο εξωστρεφής Μάρκο ήταν ψυχολογικό ράκος. Έφυγε πιο θλιμμένος από την Τζουλιέτα Μασίνα στις «Νύχτες της Καρίμπια». Ήταν ένας κλόουν που τον είχαν διώξει από πάρτι γενεθλίων, επειδή τρόμαζε τα παιδάκια. Οι υπόλοιποι άλτες, που προσπαθούσαν να τον στηρίξουν καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα του, τον είδαν να φεύγει χωρίς να τους αποχαιρετά. Κλείστηκε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Δεν ήθελε να δει και να ακούσει άνθρωπο.

Λίγη ώρα αργότερα, ακούστηκαν χτύποι.

Ο Μουτάζ Μπαρσίμ απλώς δεν έφευγε αν δεν τον δεχόταν στο δωμάτιό του. Ο Ταμπέρο αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο ομόσταβλός του από το Κατάρ τού μίλησε. Του είπε να ηρεμήσει, ότι ήταν εξαιρετικά σημαντικό που, λιγότερο από ένα χρόνο μετά το Μονακό, ήταν στο Παρίσι για το Diamond League. Ο τότε 26χρονος άλτης εξέφρασε την πεποίθησή του ότι ο Ταμπέρι σύντομα θα επέστρεφε στο γνώριμο επίπεδο. Ο Ιταλός έκλαψε μπροστά του. Ο Μπαρσίμ τον παρότρυνε να μην πηδάει για τους άλλους ανθρώπους, που είχαν προσδοκίες από αυτόν, διότι θα του δημιουργούσε επιπρόσθετη πίεση. Του έδωσε να καταλάβει ότι υπήρχε ένας άνθρωπος που τον νοιαζόταν.

Όταν ο Καταριανός έφυγε, ο Ταμπέρι πήρε τους δρόμους του Παρισιού. Έψαξε στο κινητό για οποιοδήποτε μίτινγκ που είχε άλμα εις ύψος. Υπήρχε ένα προγραμματισμένο, στη Βουδαπέστη. Πήρε τον υπεύθυνο της διοργάνωσης. Τον πίεσε για να συμμετάσχει. Του είπε ότι δεν ήθελε χρήματα, απλώς ήθελε ένα δωμάτιο. Από την άλλη άκρη της γραμμής άκουσε μια υπόσχεση, ότι τουλάχιστον θα προσπαθούσαν να τον βάλουν στη λίστα. Ο Ιταλός τον παρακάλεσε να μην το φανερώσει σε κανέναν.

Όσο περίμενε την απάντηση, έκλεισε εισιτήρια για τη Βουδαπέστη. Το ταμπεραμέντο του είχε μιλήσει πάλι πρώτο. Θα έπαιρνε το αεροπλάνο. Η οικογένειά του και η φίλη του τον περίμεναν στην Ανκόνα. Όμως, ο «Τζίμπο» πήγε στη Βουδαπέστη. Τα λόγια του Μουτάζ είχαν πιάσει τόπο. Έκανε άλμα στα 2,29μ. Ο δρόμος είχε φωτιστεί ξανά.  

 

Ο γελωτοποιός από την Τσιβιτάνοβα

Η μισή γενειάδα και οι αξιαγάπητες αντιδράσεις

Περισσότερο και από τις ικανότητές του ως άλτη, ο Ταμπέρι ήταν γνωστός στον κόσμο για τη… μισή γενειάδα, αφού συνήθιζε να ξυρίζει μόνο το μισό πρόσωπό του και να εμφανίζεται στους μεγάλους αγώνες με αυτήν την… αμφίεση.

Αποπροσανατολισμός.

Ο Ρονάλντο είχε κάνει κάτι παρόμοιο με το περιβόητο κούρεμά του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002. Είναι ένας τρόπος αποσυμπίεσης, ένα τρικ που στοχεύει στη στροφή της προσοχής σε κάτι ασήμαντο, πόρρω απέχον του αληθινού στόχου. Όχι πως αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος πάει με τα καλά του. Όπως είπωθηκε κατά τη διάρκεια της περιγραφής του τελικού στο άλμα εις ύψος στο Τόκιο, κάποτε έπεσε με τα ρούχα του σε ένα λιμάνι, για να κερδίσει ένα στοίχημα που είχε βάλει με φίλο του κατά τη διάρκεια ενός καφέ. Οι αντιδράσεις του, δε, στα επιτυχημένα άλματα, ήταν αξιαγάπητες. Πότε υποκρινόταν ότι ο πήχης ήταν καλάθι και έριχνε σουτάκια, πότε τον κοίταζε απειλητικά προκειμένου να μην πέσει, σαν τον Ρομπέρτο Μπενίνι στο «Η ζωή είναι ωραία», ο Ταμπέρι φωταγώγησε το Τόκιο, έγινε ο ήλιος που ανέτειλε, έδωσε χρώμα στα μονότονα, αυτήν την εποχή της ακατέργαστης στενοχώριας, κιμονό.

Από πίσω, όμως, ερχόταν ένας συναισθηματικός στρόβιλος.  

 

Ένα ο καθένας

Η στιγμή της έκρηξης ήταν περισσότερο ανακούφιση από ένα μεγάλο φόβο

Ο Ταμπέρι, στον οποίο έμελλε αργότερα να γίνει η μασκότ των νικητών, του πολιτογραφημένου Ιταλού Λαμόντ Μαρσέλ Τζέικομπ, νικητή των 100μ., της απίθανης Βενεζουελάνας Γιουλιμάρ Ρόχας, με το ασύλληπτο παγκόσμιο ρεκόρ στο τριπλούν, αλλά και του «χάλκινου» στο δικό του αγώνισμα, Λευκορώσου Μακσίμ Νεντασεκάου, αγκάλιαζε τον Μπαρσίμ πριν καν γίνει η πρόταση για το μοίρασμα του χρυσού μεταλλίου. Ο φόβος ότι θα μπορούσαν να το διεκδικήσουν σε ένα άλμα, τον διέλυε. Όχι επειδή δεν είναι ανταγωνιστικός, αυτό έλειπε, αλλά διότι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό με τον άνθρωπο που η συμβολή του υπήρξε τόσο καίρια για τη ζωή του.

Ο Μπαρσίμ είναι κουλ. Έβαζε το καπέλο του και στήριζε σε αυτό τα γυαλιά ηλίου του, τα φορούσε για να κάνει τα άλματά του και ξάπλωνε πάνω στο σακ βουαγιάζ του, δήθεν αμέριμνος, αλλά προσπαθώντας να διατηρήσει τους σφυγμούς του σε χαμηλό επίπεδο. Όσο ο αγώνας εξελισσόταν σε θρίλερ τόσο η επιθυμία του για αυτοσυντήρηση έρεπε προς το να γίνει ανάγκη.

Κι όταν στο τέλος έγινε η πρόταση, αντί να μπουν στη διαδικασία ενός ξαφνικού αλτικού θανάτου, να πάρουν από ένα χρυσό μετάλλιο, ο Καταριανός ρώτησε το περίφημο «ένα ο καθένας;» και ο Ταμπέρι έπεσε κυριολεκτικά πάνω του και μετά άφησε τον εαυτό του να κυλιστεί και να ξανακυλιστεί στο κουλουάρ, σε μια συναισθηματική κατάρρευση καθαρά ιταλική, ο Μπαρσίμ, που δεν είχε γλιτώσει από το δικό του δάκρυ, το οποίο σαν σταλακτίτης κατακάθισε πάνω στο βελούδινο πρόσωπο, προσπάθησε να τον σηκώσει. «Τζίμπο, σήκω πάνω, σήκω πάνω, μην είσαι στο έδαφος, απλώς σήκω πάνω» είπε στον Ιταλό, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη του ούτε καν υποψιαζόταν ότι υπήρχε το σενάριο τους που ήθελε τους δυο τους να παίρνουν από ένα χρυσό μετάλλιο. Σηκώθηκε, αλλά οι λυγμοί δεν τον εγκατέλειψαν.

Το δίλημμα δεν ήταν καν δίλημμα. Ήταν δυο φίλοι, μαζί, στην κοινή κορυφαία στιγμή της ζωής τους. Ήταν, με τη σειρά τους, ο λόγος που γίνονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Σε μία μόνο σκηνή της, η διοργάνωση που σταματούσε τους πολέμους έκανε τον κόσμο μας, που το μαρτύριό του, η φρίκη και ο πόνος έχουν κοινό παρονομαστή, λίγο καλύτερο.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News