ΜΙΚΑΕΛ ΣΟΥΜΑΧΕΡ: Η ματαιότητα της ταχύτητας

Ο πιλότος που έπιασε κορυφή, ο δραματουργός της ακρίβειας και της ρομποτικής, τα τελευταία οκτώ χρόνια ζει, μέσα του και μέσω των ψυχών των άλλων, ένα διαρκή εφιάλτη

«Μπορούμε να ετοιμάσουμε κάτι ιδιαίτερο για τον Μίκαελ Σουμάχερ για το απόγευμα, λόγω της σημερινής επετείου;»

Τι, άραγε, υπάρχει να γράψεις για τον άνθρωπο που πριν από 8 χρόνια, στις 29 Δεκεμβρίου του 2013, στοιχειώθηκε για πάντα από τις Γαλλικές Άλπεις, στη Μιραμπέλ; Που ενώπιον του 14χρονου γιου του, Μικ, έζησε επικινδύνως φορώντας τα χιονοπέδιλα και ούτε το κράνος που φορούσε, το οποίο είχε γίνει δεύτερη φύση του, ήταν αρκετό για να μην τον κρατήσει παράλυτο, όταν προσέκρουσε σε δύο βράχους, έναν καλυμμένο με μαλακό χιόνι και έναν οκτώ μέτρα μακρύτερα, ανάμεσα στις πίστες Σαμουά και Μοντίτ;

Τι υπάρχει να γράψεις για έναν από τους κορυφαίους, ίσως τον κορυφαίο, πιλότους όλων των εποχών, που έπρεπε να είναι Γερμανός για να «στολίζει» με αισθήματα… παγανιστικά τους λάτρεις του γκαζιού σε όλον τον κόσμο;

Ποια αγωνία μπορείς να αποτυπώσεις στο word για τις διαρκείς εναλλαγές συναισθημάτων των θαυμαστών του, αλλά και εκείνων της Formula 1, όλα αυτά τα χρόνια, από την υπερπροσπάθεια της συζύγου του, Κορίνα, να κρατήσει κρυφές από όλον τον πλανήτη τις περιπέτειες της υγείας του, στις φήμες ότι περπάτησε ξανά και, από εκεί, στη μελαγχολία που συνόδευε τις δηλώσεις επιστημόνων και ανθρώπων από το περιβάλλον του ότι «δεν πρόκειται να περπατήσει ξανά ποτέ;» Πώς να εξηγήσεις τη φρενίτιδα που επικράτησε έξω από το νοσοκομείο της Γκρενόμπλ, την απόπειρα ακόμα και να κλαπεί ο ιατρικός φάκελός του, τον κόσμο που αγωνιούσε για την κατάσταση της υγείας του;

Ποιες λέξεις να βάλεις για να καταστήσεις σαφή την ελπίδα, που στις 12 Μαρτίου του 2014, όταν ειπώθηκε ότι ο Γερμανός είχε στιγμές αφύπνισης, πήρε τη μορφή του φοίνικα;

 

Ο επιστήμονας

Αναζητώντας τον ιδανικό οδηγό 

Ποια περιγραφή επιδέχονται οι οδηγικές ικανότητές του και κυρίως η αύρα που τις συνόδευε; Πώς να περιγράψεις την οργή των «μισητών» για τα 155 podium που ανέβηκε και τις 91 νίκες του στη Formula 1; Τους 1.566 πόντους; Πώς να διαψεύσεις ότι κάθε θρίαμβός του δεν υπέκρυπτε ένα αντιγερμανικό μένος, το απάνθρωπο όνειρο για τη δημιουργία του τέλειου και αθάνατου ανθρώπου; Ο Σουμάχερ υπήρξε ένας οδηγός ακρίβειας -και για να συμβεί αυτό στη Formula 1, σε αγώνα ταχύτητας δηλαδή, πρέπει εκείνος που το ενσαρκώνει να έχει διαβεί από καιρό τον Ρουβίκωνα της ανθρώπινης φύσης του και να έχει περάσει σε μια εσώτερη θέωση.

Πώς να αρνηθείς ότι αυτός ο πιλότος, που έφτασε στην πληρότητα καθισμένος στο τιμόνι, σε μια εκπληκτική και ανεπανάληπτη αυτάρκεια η οποία αφορά σε υποκείμενο που δεν το βασανίζουν η μνήμη και τα αντανακλαστικά του, δεν υπήρξε το ισοδύναμο ενός πλάσματος το οποίο μόνο στη χώρα του Ποτέ θα μπορούσες να αναζητήσεις; Πώς να μη μισήσεις τον τρόπο που απεκδύθηκε κάθε καλλιτεχνίας, για να βρει μέσα από το λειτούργημά του, το οποίο ασφαλώς ήταν και επάγγελμα εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, την ύψιστη τέχνη, η οποία ήταν η απλότητα; Διότι δεν πρέπει να αμφιβάλει κάποιος ότι ο Βεστφαλός δεν «είχε» την απλότητα στο ρεπερτόριό του, υπήρξε η απλότητα. Πιο ήρεμος από τον Μπιορν Μποργκ, ελεγκτής σε απόλυτο βαθμό της εγκεφαλικής αμυγδαλής που αφορά την επιθετικότητα, επιπλέον ένας από εκείνους τους οδηγούς που ανήκουν στη σπάνια κατηγορία των «σκεπτόμενων», ακόμα κι όταν η ταχύτητα ξεπερνούσε τα συνηθισμένα όρια. Με το μονοθέσιό του να «κόβει» τις στροφές λες και ο θεατής παρακολουθούσε καρτούν, για τον Σουμάχερ ο κόσμος υπήρξε τετραδιάστατος ακόμα και όταν «σανίδωνε» το γκάζι για να προσπεράσει τον πρωτοπόρο και να φτάσει σε ακόμα μία νίκη. Δεν ήταν τόσο η αδρεναλίνη που τον οιστρηλατούσε, όσο ότι έφτανε σε εκείνο το κομβικό σημείο που έπρεπε να βάλει τον εαυτό του στη διαδικασία να σκέφτεται να να αποφασίζει, υπερκερνώντας τις ηλεκτρικές εκκενώσεις που έκανε ο εγκέφαλος και που, ενώπιόν τους, το 99% των αθλητών οπισθοχωρεί.

 

Το κεφάλι

Μια καταραμένη περιήγηση

Και ήταν ακριβώς το κεφάλι που τον πρόδωσε. Ήταν η αβλεψία, εκείνη η στιγμή που έδωσε τη χαρά στον εαυτό του να ξαναγίνει άνθρωπος. Το προβλεπόμενο συναίσθημα, του να έχει για παρέα το 14χρονο γιο του και να μοιράζεται μαζί του την αγάπη για τα παγοπέδιλα. Δύο επεμβάσεις έκανε μάνι μάνι προκειμένου να παύσει η εγκεφαλική αιμορραγία, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει. Θα πεις, άνθρωπε αισιόδοξε, και σωστά, ότι αυτό το κείμενο θα αφορούσε κάποιον θανόντα αν δεν υπήρχε το κράνος, το οποίο κόπηκε στα δύο, αλλά δεν καταστράφηκε στη λήθη. Παρ’ ότι υπήρξε το αντικείμενο που κράτησε τον παλμό στην καρδιά του, υπήρξε και το καταραμένο αντικείμενο, που έχει ήδη σηματοδοτήσει οκτώ χρόνια βασανιστηρίου -πρόκειται για τη σχέση που αποκτά κάποιος με τα αντικείμενα που σχετίζονται με μια καταστροφή.

Αντί να χαρεί αυτήν τη ζωή, ως ένας από τους πλέον σεβάσμιους αρχιερείς στην Ιστορία του αθλητισμού, τον Ιούνιο του 2014 βγήκε από μονάδα εντατικής θεραπείας για να μπει σε αντίστοιχη αποθεραπείας και αποκατάστασης. Πέρασαν 169 μέρες για να μπει στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Λοζάνης, CHUV. Και άνω των οκτώ μηνών από εκείνη την αποφράδα, για να μεταφερθεί στο σπίτι του, που η Κορίνα Σουμάχερ, μια «αυτοκράτειρα του σκότους της ανθρώπινης ύπαρξης», υπάρχει δίπλα του ως μυθολογικό πλάσμα, ως υπερανθρώπινη προστάτιδα. Ως τώρα, άλλο νέο πέραν του ότι ο Σουμάχερ δεν μπορεί να μιλήσει, δεν μπορεί να περπατήσει, αλλά γίνεται να επικοινωνεί, δεν υπάρχει. Η 24χρονη κόρη του, Τζίνα-Μαρί, και ο 22χρονος εκκολαπτόμενος οδηγός της Formula 1, Μικ, δεν θέλουν κάτι να πουν. Όλοι αισθάνονται, όμως, ότι ο Μίκαελ Σουμάχερ θα περάσει έτσι το υπόλοιπο της ζωής του.

 

Το… καλό κράνος

Στιγμές μεγαλείου

Το κράνος του οδηγού, από την άλλη, ποτέ δεν τον πρόδωσε, ίσως διότι μέσα σε αυτό δεν υπήρξε ποτέ ο εαυτός του. Είτε επρόκειτο για τον πρώτο χρόνο με την Jordan, φέρελπις στο Grand Prix του Βελγίου το 1991, είτε για τις πρώτες σελίδες μεγαλείου με την Benetton, πρωταθλητής το 1994 και το 1995, είτε για εκείνα τα έτη της αφατής διαύγειας με τη Ferrari, την οποία οδήγησε σε στιγμές αμετροεπούς δόξας και της οποίας ο ίδιος έγινε βασιλιάς, με τις πέντε διαδοχικές κατακτήσεις πρωταθλημάτων από το 2000 έως το 2004, είτε για την περίοδο με τη Mercedes, μέσω της οποίας υπέκυψε στο ατόπημα του βετεράνου να επιστρέψει στο γνωστικό αντικείμενό του για τις τελευταίες «βόλτες», από το 2010 έως το 2012, ο Σουμάχερ υπήρξε απόλυτος κυρίαρχος. Δεν είχε σημασία αν αυτό αφορούσε την επιβολή στον εαυτό του, στους άλλους οδηγούς ή στον πλανήτη ολόκληρο, το ταξίδι προς την αυτεπίγνωση και τη σοφία ήταν το μείζον. Αυτό δεν μπορούσαν οι θαυμαστές του Άιρτον Σένα, του Αλέν Προστ, ακόμα πιο παλιά του Τζάκι Στιούαρτ, του Νίκι Λάουντα και του Νέλσον Πικέ.

 

Έτσι είναι η ζωή

Το μότο και η μνημόνευση

Με ένα πρόσωπο που υπεδείκνυε ότι είχε γεννηθεί ανάμεσα σε δύο… εργοστάσια, με τα χαρακτηριστικά της βιομηχανοποίησης πάνω του, που προσιδίαζαν με απάθεια, ένα σαρδόνιο χαμόγελο απολύτως εκνευριστικό, ο Σουμάχερ ήταν η επιτομή εκείνου που δεν είχε δημιουργηθεί για να κολακέψει και να κολακευθεί, ακόμα και για να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ήταν αυτός που το μόνιμο κίνητρό του ήταν να κάνει τη δουλειά του -και αν αυτό απαιτούσε να φτάσει σε υψίπεδα απάτητα, ας ήταν. Έπρεπε να το κάνει, έπρεπε να πετύχει και αυτή η υποχρέωση δεν ήξερες καν αν ήταν έμφυτη ή σύμφυτη, αν, δηλαδή, δημιουργήθηκε ή ενυπήρχε, αφού δεν συνοδευόταν από τα τυπικά στεγανά του ανταγωνισμού. Δεν υπήρχαν, δηλαδή, εκείνα τα κλισέ, το «δεν μου αρέσει να χάνω», το «θέλω να είμαι ο καλύτερος». Ως σχήμα οξύμωρο, κυριαρχούσε το «έτσι είναι η ζωή», δηλαδή πως στο τέλος βρισκόμαστε σε έναν ανταγωνιστικό γρήγορο κόσμο, που κάποιος θα νικήσει, κάποιος θα χάσει, και η πρώτη θέση σίγουρα δεν είναι κατειλημμένη. Σε έναν κόσμο που η μηχανική κίνηση και η επανάληψη φέρνουν το ίδιο αποτέλεσμα -κι αν αυτό είναι η νίκη, δεν έχει νόημα να το αλλάξεις ώσπου να αντικατασταθείς. Ο Σουμάχερ οδηγούσε με τον ίδιο τρόπο που ένας υπάλληλος ταχυδρομείου έγραφε φακέλους. Σε αντίθεση, όμως, με τον τελευταίο -και προς επίρρωση του… Μπεν Άφλεκ, που προσφάτως είπε για τον Τομ Μπρέιντι πως «λείπει εκείνο το κομμάτι του εγκεφάλου του που δημιουργεί άγχος, γι’ αυτό είναι τόσο ήρεμος όλες τις κρίσιμες στιγμές»- ο Σουμάχερ δεν βαριόταν.

Θα μπορούσε να είναι ένα νέο είδος Homo, άλλωστε εν τη απουσία του ακόμη μνημονεύεται, ειδικά φέτος, μετά τη μάχη που έδωσε ο Λιούις Χάμιλτον με τον Σεμπάστιαν Φέτελ για να πάρει τον όγδοο τίτλο του και να ξεπεράσει το γεννημένο στις 3 Ιανουαρίου του 1969, δηλαδή σύντομα 53χρονο Γερμανό.  

Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των οκτώ χρόνων, ουδείς γνωρίζει πώς περνά ο Σουμάχερ. Ουδείς ξέρει τι τον κρατά ζωντανό, ποια αίσθηση λειτουργεί και πώς έχει επιβιώσει από κάτι, ακόμα και με την κορυφαία ιατρική φροντίδα, που θα σκότωνε οποιονδήποτε άλλον. Ασφαλώς είναι τα άπλετα χρήματα, που διατηρούν το δικαίωμά του στην ανάσα. Αλλά είναι και αυτό το «έτσι είναι η ζωή», ό,τι έμαθε μπροστά στο τιμόνι, που τον καθοδηγεί. Δηλαδή, η καλή καγαθή επανάληψη.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News