Συνέντευξη Βούλα Τσιαμήτα: «Γιατί εξαφανίστηκα; Ήταν ψεύτικο, δεν γνώρισα αυτόν τον αθλητισμό!»

Όσο γρήγορα εμφανίστηκε στο προσκήνιο, άλλο τόσο γρήγορα αποσύρθηκε. Η Βούλα Τσιαμήτα ήταν το χρυσό, το πιο αγαπητό κορίτσι της Ελλάδας στα τέλη της περασμένης χιλιετίας. Μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε πασίγνωστη, η πρώτη Ελληνίδα που έφτασε στην κορυφή του κόσμου στον στίβο, αλλά έξαφνα, μέσα σε έναν χρόνο, το άστρο της έδυσε χωρίς κανείς να το καταλάβει. 

Η ιστορία της θυμίζει λίγο την… Σταχτοπούτα. Αν και προικισμένη από τη φύση με ένα απίστευτο ταλέντο, ούσα πρωταθλήτρια Ελλάδας στο μήκος από κορασίδα, αναγκάστηκε να τα παρατήσει όλα και να παλεύει για την αξιοπρέπειά της. Επανήλθε, χωρίς ουσιαστικά να της δίνει κανείς ιδιαίτερη σημασία, έφυγε ξανά και στην τρίτη της απόπειρα δικαιώθηκε. Δυστυχώς δεν γεύτηκε παρά ελάχιστο από το νέκταρ που δικαιούνταν, βάσει της αξίας της. Ωστόσο, στο φινάλε την περίμενε ο «πρίγκιπάς» της και τα αγγελούδια της…

Αποτραβήχτηκε από τα φώτα της δημοσιότητας και απέφευγε συστηματικά τις δηλώσεις και τις συνεντεύξεις, μέχρι που άνοιξε την καρδιά της στο sportday.gr:

Ο φίλαθλος κόσμος αναρωτιέται τι απέγινε το κορίτσι με το πιο γλυκό χαμόγελο στον ελληνικό αθλητισμό;

«Αποσύρθηκα, έκανα την αποκέντρωσή μου. Ζω εδώ και χρόνια στο Αλεποχώρι (σ.σ.:για αυτό και η συνάντησή μας στο Δημοτικό Στάδιο Μεγαρέων Ολυμπιονικών), όπου παράλληλα με το εμπόριο ειδών ένδυσης μέσω του διαδικτύου (tsiamita.gr), ασχολούμαι από το πρωί μέχρι το βράδι. με την οικογένειά μου, τις δύο κόρες μου. Φουλ… μαμά δηλαδή! Είναι αυτό που με γεμίζει. Κάθε καλοκαίρι είμαστε στο Βόλο και στο Πήλιο με την οικογένειά μου.

Τα καταστήματα, με ποιοτικά ρούχα γυναικεία και ανδρικά από μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρίες, τα ξεκινήσαμε με το σύζυγό μου πριν από 15 χρόνια σε μια περίοδο όπου οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Το ερέθισμα το πήρα από τη συνεργασία που είχα με τον Γιώργο Γλου και την Puma. Εξ άλλου, ο Δημήτρης ήταν χρόνια στο εμπόριο. Θέτουμε συνεχώς νέους στόχους και προσπαθούμε συνεχώς να εξελίσσουμε την επιχείρησή μας.

Ξεκινήσαμε ως αθλητικό κατάστημα και στην πορεία περάσαμε, κυρίως, στο γυναικείο χώρο».

 

Έφυγες ξαφνικά από το στίβο. Τι συνέβη;

«Αποχώρησα λίγο απογοητευμένη. Όχι επειδή δεν κατάφερα να διακριθώ. Πήγα στην πηγή και ήπια νερό, αλλά σταμάτησα λόγω ενός τραυματισμού. Δεν ήταν η στιγμή που ήθελα. Ήταν περίεργο, στενάχωρο και έκανα πάρα πολύ καιρό να το αποδεχτώ.

Δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ τον εαυτό μου έξω από τον χώρο. Είχα επενδύσει τα πάντα στον αθλητισμό και έφυγα χωρίς να το έχω επιλέξει. Για 6-7 χρόνια όχι μόνο δεν πήγαινα στο στάδιο, αλλά δεν έβλεπα καν αγώνες στην τηλεόραση. Το τόλμησα αρκετά χρόνια αργότερα, μόνο και μόνο για να βάλω τα παιδιά μου σε διαδικασία να μάθουν το στίβο. Έσφιγγε το στομάχι και η καρδιά μου πονούσε.

Έκανα μια προσπάθεια το 2004 να παρακολουθήσω τους αγώνες, περισσότερο για να δω αν θα το αντέξω. Πέρασα περισσότερη ώρα έξω από τα στάδια, αν και ήθελα να ενισχύσω την προσπάθεια των Ελλήνων αθλητών. Θυμάμαι είδα τη Φανή Χαλκιά και μετά έκανα πολύ καιρό να ξαναδώ αγώνες.

Αργότερα, παρ’ ότι η μεγάλη μου κόρη πέρασε από το στίβο, δεν είχα χρόνο για να ασχοληθώ κι εγώ, για παράδειγμα ως προπονήτρια, γιατί οι οικογενειακές υποχρεώσεις απαιτούσαν πάρα πολλές ώρες από τη ζωή μου.

Πλέον, παρακολουθώ κυρίως τα παιδιά του Γιώργου Πομάσκι και γενικότερα τα άλματα».

Ο Τεντόγλου και η… Τσιαμήτα

Μια και ανέφερες τον προπονητή με τον οποίον έφτασες στο χρυσό μετάλλιο το 1999 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, που ήταν και το πρώτο για τον ίδιο, πες μου την άποψή για τον Μίλτο Τεντόγλου ο οποίος είναι ο πρώτος αθλητής του Γιώργου Πομάσκι που κατέκτησε ολυμπιακό τίτλο.

«Ο Μίλτος είναι αστέρι. Χωρίς να τον έχω γνωρίσει από κοντά, βγάζει προς τα έξω πολύ θετική ενέργεια και φαίνεται ότι δεν θέτει φραγμούς στον εαυτό του. Κι αυτό βγαίνει και στα άλματά του. Πέρα από την τεχνική, την ταχύτητα και τη δύναμη, έχει και την ικανότητα να μην μπλοκάρει, έχει ανοιχτό ορίζοντα όταν αγωνίζεται».

Η Βούλα Τσιαμήτα τι είδους αθλήτρια ήταν;

«Ξεκίνησα να έχω διακρίσεις από πολύ μικρή ηλικία, άρα προφανώς είχα κάποιο ταλέντο. Το είχα αντιληφθεί από τότε που ήμουν 8 χρονών. Επιδίωξα να ασχοληθώ με τον αθλητισμό.

Το μεγαλύτερο ατού μου ήταν η υπομονή, δούλευα πάρα πολύ κι αυτό έφερε σταθερότητα σε καλές επιδόσεις. Δεν έκανα πολλά άκυρα και είχα καλή ψυχολογία. Γι’ αυτό και έφτασα να κάνω την καλύτερή μου επίδοση στον αγώνα-στόχο, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Σεβίλλης, με 15.07 στον προκριματικό και 14.88 στον τελικό.

Ένιωθα τότε, και το πίστευα, ότι η επόμενη χρονιά, που ήταν ολυμπιακή, θα ήταν ακόμα καλύτερη, αλλά δεν με άφησε ο τραυματισμός. Μπορεί να φαίνεται λίγο εγωιστικό, αλλά ήμουν σε πάρα πολύ κατάσταση, το αισθανόμουν».

Το σταμάτα-ξεκίνα στις προπονήσεις

Σταμάτησες και επανήλθες στον αθλητισμό τρεις φορές. Πόσο επίπονο ήταν ψυχολογικά και σωματικά;

«Το δύσκολο στην Ελλάδα είναι να είσαι αθλητής. Ήρθα από το Βόλο όταν ήμουν 17 ετών και μου ήταν δύσκολο να ενσωματωθώ σε ένα γκρουπ με πρωταθλητές και ομοσπονδιακούς προπονητές. Έπρεπε να προσαρμοστώ σε νέες, απαιτητικές συνθήκες, χωρίς ουσιαστική οικονομική υποστήριξη.

Η οικογένειά μου δεν μπορούσε οικονομικά να στηρίξει τις αυξημένες ανάγκες για πρωταθλητισμό, οπότε έπρεπε να συντηρήσω τον εαυτό μου, παράλληλα με την προπόνηση. Είχα και τη σχολή μου (ΤΕΦΑΑ), που έπρεπε να τελειώσω. Δεν κατάφερα να τα συνδυάσω. Προτίμησα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου και σταμάτησα τον αθλητισμό.

Όταν αισθάνθηκα πια ότι μπορούσα να ανταπεξέλθω, έχοντας πάρει και το πτυχίο μου και αφού με παρακίνησε ο Γιώργος Πομάσκι να επιστρέψω, αισθάνθηκα ότι μπορούσα να δώσω περισσότερο χρόνο στον αθλητισμό.

Δεν μου βγήκε, όμως, γιατί αντιμετώπισα έναν Πομάσκι σκληρό ως προπονητή. Ήμουν και ευαίσθητη, οπότε στα δύο με τρία χρόνια σταμάτησα και πάλι αντιμετωπίζοντας παράλληλα ξανά οικονομικές δυσκολίες. Δούλεψα ως γυμνάστρια και ως πωλήτρια για να μπορέσω να συντηρηθώ οικονομικά».

Και η τρίτη φορά πώς προέκυψε και μάλιστα σε συνεργασία με τον ίδιο «σκληρό» προπονητή;

«Μετά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1997 στην Αθήνα, βλέποντας το αργυρό μετάλλιο της Νίκης Ξάνθου, που ήταν αθλήτρια του Πομάσκι, βρήκα το ερέθισμα να έρθω πάλι σε επαφή με τον Γιώργο, κι ενώ ήμουν πια 25 ετών.

Ο Πομάσκι έθεσε αυστηρές προϋποθέσεις, αλλά είπα “ναι” σε όλα. Αυτή η θέληση και η αφοσίωση έφερε τις πρώτες διακρίσεις σε ενάμισι χρόνο στα πρώτα γκραν πρι. Και έπειτα από έντονη προπόνηση, κατάφερα να κερδίσω το παγκόσμιο πρωτάθλημα».

Έγινες άμεσα πολύ αγαπητή στον κόσμο και θεωρώ ότι δεν ήταν μόνο η επιτυχία η αιτία.

«Ναι, οι φίλαθλοι με αγκάλιασαν, εισέπραξα την αγάπη τους. Μου έλεγαν πόσο τους ευχαριστούσε να με βλέπουν και να με ακούνε και ότι παρακολουθούσαν τους αγώνες μου. Μου έλεγαν “σε είδαμε, πότε θα είναι ο επόμενος αγώνας σου;”. Εισέπραττα για αρκετό καιρό αυτήν την αγάπη. Κατά κάποιον τρόπο είχα μπει στα σπίτια τους.

Ακόμα και σήμερα, αν και έχουν περάσει τα χρόνια, αν αντιληφθούν ποια είμαι, ο ενθουσιασμός είναι ο ίδιος».

Οι υποστηρικτές και τα οφέλη

Ποιοι άνθρωποι στήριξαν αυτή την προσπάθειά σου να πετύχεις τους στόχους σου, πέρα από τον προπονητή σου;

«Στην αρχή ο Γιώργος Γλου και ο Μίνωας Κυριακού. Ήταν πολύ μεγάλη και σημαντική η συμβολή τους. Όταν πια έφτασα ψηλά, ήταν εκεί η Ομοσπονδία και το Κράτος για να επιβραβεύσουν την προσπάθειά μου. Ωστόσο, οι αθλητές θέλουμε τη βοήθεια των θεσμικών φορέων όταν προετοιμαζόμαστε για να πετύχουμε το στόχο μας κι όχι αφού φτάσουμε ψηλά.

Εγώ δεν είχα ιδιαίτερη σχέση με την Ομοσπονδία, δεν έκανα δημόσιες σχέσεις. Όταν κέρδισα, είδα πολλούς κουστουμαρισμένους να έρχονται κοντά μου για να αποκομίσουν ό,τι μπορούν από τη νίκη μου και να μου δώσουν την επιβράβευση. Ήταν λίγο ψεύτικο όλο αυτό. Θα ήθελα την ουσιαστική στήριξή τους πολύ πριν. Το λέω αυτό να το έχουν υπόψιν τους τα νέα παιδιά.

Ο καθένας μπορεί να διαχειριστεί τη νίκη του, να βρει χορηγούς. Το κράτος, η ομοσπονδία, οι σύλλογοι, πρέπει να γνωρίζουν τι χρειάζεται ένας αθλητής και να του το προσφέρουν όταν το έχει ανάγκη».

Συμμετείχες σε πολλούς αγώνες την περίοδο που κυριαρχούσες. Έβγαλες χρήματα από το στίβο;

«Ό,τι κέρδισα, ήταν ένα καλό βοήθημα για να ξεκινήσω τη ζωή μου. Αυτό μόνο.  

Άλλωστε, γενικότερα στο στίβο, με τους τραυματισμούς δεν μπορείς να έχεις μεγάλη διάρκεια στην πρώτη γραμμή, μολονότι υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Αν περάσεις τα ελληνικά σύνορα και αγωνίζεσαι στους μεγάλους αγώνες και στα Diamond League, θα βγάλεις κάποια χρήματα, αλλά όχι τόσα ώστε να πεις ότι εξασφαλίστηκες. Γι’ αυτό η Πολιτεία θα πρέπει να φροντίζει για τη συνέχεια αυτών των αθλητών».

Ο παράγοντας Γιώργος Πομάσκι

Ας επιστρέψουμε στον παράγοντα Πομάσκι. Είναι ένας προπονητής που έχει αναδείξει πλειάδα μεγάλων αθλητών, έχει προσφέρει πάρα πολλά στον ελληνικό στίβο. Τι είδους άνθρωπος είναι; Πώς καταφέρνει να απογειώσει έναν αθλητή;

«Ως άνθρωπος είναι απόλυτος, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί έχει αποκομίσει πολύ μεγάλη εμπειρία στο αντικείμενό του. Αυτή είναι η συνταγή του για να έχει επιτυχίες. Είναι αυστηρός, αλλά θα νοιαστεί για τους αθλητές του, σαν να είναι παιδιά του. Έχει κάνει πάρα πολλά για να βοηθήσει πολλούς από αυτούς και σε προσωπικό επίπεδο.

Πρώτα επενδύει στον άνθρωπο. Κι αυτό αποδίδει, γιατί μέσα από την προπόνηση καταφέρνει να βγάλει όλα αυτά τα στοιχεία που χρειάζονται για να ανέβει επίπεδο ένας αθλητής: την υπομονή, την πειθαρχία, την εμπιστοσύνη. Τον θεωρούσα και τον θεωρώ πάντα οικογένειά μου.

Ως προπονητής – τι να πω εγώ; – μιλάνε οι επιτυχίες του. Ο Γιώργος κουβαλά όλη αυτή τη γνώση και τη νοοτροπία του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ και με τα χρόνια έχει χτίσει τόσο μεγάλη εμπειρία, ώστε είναι πια ένας φιλόσοφος του αθλητισμού.

Παίρνει και δίνει πράγματα. Κάθε αθλητής χρειάζεται διαφορετική αντιμετώπιση. Άλλο Τσιαμήτα, άλλο Τεντόγλου. Δρα αλλιώτικα κάθε φορά, γιατί είναι διαφορετικά και τα ερεθίσματα.

Πλέον, μετά και τις περιόδους με την καραντίνα έχουμε μόνο τηλεφωνικές επαφές, αλλά τον αισθάνομαι πάντα κοντά μου. Όποτε τον καλώ, θα μου πει έλα παιδί μου. Δεν έχουν αλλάξει καθόλου τα συναισθήματά μου σε σχέση με το παρελθόν».

Ο ελληνικός στίβος μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας πέρασε στην απαξίωση και οι επιτυχίες δεν ήταν πια μαζικές, αλλά μεμονωμένες. Γιατί συνέβη αυτό;

«Ως φίλαθλος εισέπραξα μια απαξίωση των αθλητών. Κάποιες περιπτώσεις χρήσεις απαγορευμένων ουσιών έβαλαν τον κόσμο στη διαδικασία να του βάλει όλους σε ένα καζάνι.

Αν είχα ασχοληθεί με την προπονητική, θα προτιμούσα να δούλευα με μικρά παιδιά, γιατί θα ήθελα να τους περάσω τη νοοτροπία και τη φιλοσοφία του αθλητισμού. Και όχι να κυνηγούν νίκες και πριμ και στην πορεία να αναζητούν σκευάσματα και φάρμακα για να τα καταφέρουν. Εγώ δεν γνώρισα αυτόν αθλητισμό.

Όλη αυτή η παραφιλολογία απομάκρυνε τα παιδιά από το στίβο, ενώ μεγάλο ρόλο έπαιξε και η κατάργηση των κινήτρων. Τα κίνητρα θα πρέπει να υπάρχουν για να νιώσουν οι αθλητές ότι έχουν τη στήριξη της Πολιτείας και να προπονούνται απερίσπαστοι».

Τα πιο χαρακτηριστικά κλικ στην καριέρα της

Οι καλύτερες στιγμές που έζησες στον αθλητισμό ήταν σίγουρα οι μεγάλες επιτυχίες σου. Μπορείς να θυμηθείς κάποιες χαρακτηριστικές εικόνες από αυτές τις στιγμές;

«Στη Σεβίλλη δεν είχα καταλάβει τι είχα πετύχει! Μου πήρε πολύ καιρό για να το συνειδητοποιήσω. Όταν κέρδισα και έκανα το γύρο του θριάμβου, νόμιζα ότι πετούσα, ότι είχα μπει σε άλλη διάσταση. Είχαν εξαφανιστεί οι πόνοι, η κούραση, σαν να γεννήθηκε μια καινούργια Βούλα που πετούσε στα σύννεφα!

Μια δεύτερη χαρακτηριστική σκηνή ήταν όταν κέρδισα στο Golden League της Ζυρίχης. Ο Πομάσκι πάντα είχε περί πολλού το συγκεκριμένο μίτινγκ και επαναλάμβανε “η Ζυρίχη είναι τοπ διοργάνωση, εκεί πηγαίνουν οι κορυφαίοι αθλητές, τα εισιτήρια εξαντλούνται ένα χρόνο πριν” κι άλλα σχετικά. Έτσι, όταν κέρδισα στη Ζυρίχη, αισθάνθηκα ότι πέτυχα κάτι πολύ σπουδαίο».

Όσον αφορά τις χειρότερες στιγμές;

«Το κάταγμα κόπωσης όταν τελείωσε η σεζόν το 1999, μετά και τον τελικό των γκραν πρι στο Μόναχο, κι ενώ ετοιμαζόμουν για τον κλειστό στίβο. Είχε αρχίσει να με ενοχλεί η κνήμη, αλλά είχαμε θέσει ως στόχο να πάρουμε το παγκόσμιο ρεκόρ του κλειστού στίβου από την Άσια Χάνσεν. Ήταν 15.16, εφικτός στόχος. Τότε άρχισαν οι πόνοι. Αν είχαν έρθει λίγο αργότερα, θα το είχα πετύχει το παγκόσμιο ρεκόρ. Ήμουν σίγουρη. Με πόνεσε πολύ…

Επίσης έναν χρόνο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, είχα κάνει μια μεγάλη προσπάθεια να επιστρέψω και ήρθε η ρήξη χιαστού να βάλει μια και καλή τέλος στην καριέρα μου».

Και οι πιο περίεργες στιγμές;

«Το 1999, λίγο πριν από τη Σεβίλλη, αγωνίστηκα στο μήκος στην Πάτρα. Το πανελλήνιο ρεκόρ ήταν 7.03 (της Νίκης Ξάνθου). Ξεκινάω με 6.94 και ο Πομάσκι μου λέει να σταματήσω. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα ότι το “είχα” το ρεκόρ, ήμουν σίγουρη ότι θα το πετύχαινα, βρισκόμουν σε πάρα πολύ κατάσταση. Το έκανε για να με προφυλάξει… και υπάκουσα. Μου έμεινε απωθημένο.

Με τον Πομάσκι πάλι πρωταγωνιστή, θυμάμαι έναν αγώνα στο Ριέτι, την ίδια χρονιά. Συμμετείχα και πάλι στο μήκος. Ξεκινάω με δύο άκυρα. Του λέω “άσε με να πάω μισό (παπούτσι) πίσω (τη φορά)”. Μου απαντά “όχι, πρέπει να μαζέψεις τη φορά σου στα τελευταία μέτρα, όχι να απλώσεις”. Έγινα έξαλλη και του λέω, “θα χάσω τον αγώνα, άσε με». Τελικά βρίσκω τη φορά και πατάω έγκυρο, αλλά ήρθα τέταρτη.

Νευρίασα, πετούσα μπουκάλια από τα νεύρα μου. Η απάντηση του Γιώργου ήταν πως πρέπει να μάθω να εκτελώ στο σωστό timing και όπως πρέπει.

Λίγο καιρό αργότερα στο Diamond League στις Βρυξέλλες, αγωνιζόμουν στο τριπλούν. Έχω ξεκινήσει καλά και προηγούμαι και ο Γιώργος μου λέει να βγάλω τα παπούτσια μου, να ξεκουραστώ και να αφήσω το πέμπτο άλμα. Η Χάνσεν, όμως, με πέρασε και απέμεινε μόνο μία προσπάθεια. Εκνευρίστηκα πάλι γιατί έχασα μια προσπάθεια…

Ο Πομάσκι μου γνέφει να βάλω τα spikes και να πηδήξω. Κάνω 14.83 και κερδίζω. Και τότε μου λέει: “είδες ότι πρέπει να είσαι πάντα έτοιμη να ανταπεξέλθεις στις συνθήκες και στις δυσκολίες. Μόνο έτσι θα είσαι πανέτοιμη στον αγώνα-στόχο”.

Αν και δεν συμφωνούσα κάθε φορά μαζί του, πάντα τον άκουγα, δεν έκανα του κεφαλιού μου. Του είχα εμπιστοσύνη, αλλά αισθανόμουν και φόβο. Καταλάβαινα ότι κάτι ήθελε να πετύχει και ότι θα βγει κάτι καλύτερο με αυτόν τον τρόπο».

Η τιμή που δεν έγινε και το μήνυμα για το μέλλον

Σε έχουν τιμήσει οι τοπικές αρχές του Βόλου για τις επιτυχίες σου; Για παράδειγμα το Δημοτικό κολυμβητήριο της Νέας Ιωνίας φέρει το όνομα του ολυμπιονίκη της κωπηλασίας Βασίλη Πολύμερου, ενώ στην ίδια περιοχή υπάρχει και το Βασδέκειο προπονητήριο.

«Κατ’ αρχάς ποτέ δεν ζήτησα τιμές. Από το Δήμο με είχαν πλησιάσει, αλλά έμειναν στα λόγια. Ανέφεραν τότε κάποιοι πολιτικοί, προεκλογικά, το Πανθεσσαλικό. Από τη στιγμή που δεν έγινε τότε που έπρεπε, από τους ανθρώπους που έπρεπε, δεν έχει νόημα να το συζητάμε».

Έχοντας ζήσει μεγάλες, αλλά και δύσκολες στιγμές στον αθλητισμό, ποιο είναι το μήνυμά σου προς τα νέα παιδιά; 

«Να αγαπήσουν τον αθλητισμό και να δουλεύουν με πάθος σε ο,τιδήποτε κάνουν στη ζωή τους. Να έχουν στόχους και όνειρα. Και θα βρουν τον τρόπο για να τα καταφέρουν».

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News