Ο σιωπηλός αρχηγός στη στιγμή της ζωής του

Ενώπιον του μακράν σημαντικότερου παιχνιδιού στην καριέρα του, ο σπουδαίος Χιώτης κρατά το χαρακτήρα του.

Ο Γιώργος Φουντούλης ήταν ένας αξιοπρεπής πολίστας την πρώτη δεκαετία του μιλένιουμ, αλλά στη Χίο το είχαν κρυφό καμάρι ότι από πίσω ερχόταν ο Γιαννάκης. Ο έφηβος είχε τρομερές ικανότητες στο σκοράρισμα και εκείνος από τον οποίο είχε πάρει τη δάδα δεν ήταν ακριβώς ο αδελφός του, παρά τη γενική ομοιότητα, αλλά ο Γιώργος Ντόσκας. Ο τελευταίος είχε πέσει στην πισίνα εξαιτίας του Ντμίτρι Απανασένκο. Το «Άλογο» από την πρώην Σοβιετική Ένωση ήταν ένας απλησίαστος παικταράς, που εκτόξευε την μπάλα από τα 7 μέτρα σαν να ήταν σαΐτα και οδήγησε τον ΝΟ Χίου στους τελικούς του πρωταθλήματος της Α1 το 1997.

Ο Γιάννης Φουντούλης, τότε, ήταν 10 χρόνων, αλλά ο Γιώργος Ντόσκας ήταν στα μέσα της εφηβείας του  -και η απόφαση να ασχοληθεί με την υδατοσφαίριση ήταν οριστική και αμετάκλητη. Ο λόγος της αναφοράς του νυν προπονητή του ΝΟ Χίου ήταν ότι ο βίος του με εκείνον του αρχηγού της Εθνικής, που την Κυριακή, στις 10:30, θα παίξει απέναντι στη Σερβία το δίχως αμφιβολία μεγαλύτερο ματς της καριέρας του, ήταν παράλληλος. Ο Ντόσκας πήγε στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 2003, πριν καν κλείσει τα 19 του, δύο χρόνια από το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων της Κωνσταντινούπολης, και μόνον τρία χρόνια μετά μπόρεσε να κάνει την παρουσία του έντονη. Ο Φουντούλης πήγε στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 2009, λίγο μετά τα 19α γενέθλιά του, και αρκετά νωρίς απέκτησε υπαρξιακά προβλήματα. Το βασικότερο ήταν ο χρόνος συμμετοχής.

Επίσης, υπήρχε οικονομική αμφιβολία. Με κάποιον τρόπο, εκείνη τον βοήθησε να βγει στον αφρό.

 

Το σκουφάκι με το νούμερο 5

Πώς ανέλαβε την ευθύνη, χωρίς φόβο και πάθος

Όσα σωματεία είχαν κάνει μεγάλη επένδυση στο πόλο, ειδικά μετά την τέταρτη θέση της Εθνικής στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και το χάλκινο μετάλλιο του Μόντρεαλ, αντιμετώπιζαν τα απόνερά της. Με όλη την εμβέλεια και την ισχύ του, το τμήμα του Ερασιτέχνη δεν διαφοροποιήθηκε από αυτόν τον κανόνα. Ο Ιούνιος ήταν δραματικός και σημαδεύτηκε από την αποχώρηση του Θοδωρή Χατζηθεοδώρου, λίγες μέρες αφού ο Βαγγέλης Μαρινάκης είχε αναλάβει την ΠΑΕ.

Ήταν τότε που ο Γιάννης Συγγελίδης, ο οποίος χαριεντιζόταν με τον Ιβάν Μίλκοβιτς στις κερκίδες του Ρέντη μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος από την ομάδα βόλεϊ του 2010, όχι μόνο δεν έκανε κόπο για να τον κρατήσει αλλά, λίγο πολύ αμφισβήτησε την αγωνιστική αξία του. Μαζί του έφυγε και ο Γιώργος Αφρουδάκης, που έκλεισε στον Παναθηναϊκό. Τον αντικατέστησε ένας νεαρός Πατρινός, ο Χριστόδουλος Κολόμβος, ο οποίος βρέθηκε από πολύ νωρίς, μετά τη… στάση εργασίας του έτερου Καππαδόκη, Αντώνη Βλοντακη, ως μόνος φουνταριστός -με τον Νικήτα Κόχειλα να κάνει… μεροκάματα στη θέση- από την πρώτη, κιόλας, χρονιά.

Σε μια κίνηση που προσομοιάζει σε απελπισία, ο Χατζηθεοδώρου άνοιξε τα… σύνορα και βρήκε καταφύγιο (το οποίο θα αποδεικνυόταν γλυκό σαν μέλι) στην Παρτίζαν, παρέα με το διανοούμενο Βλάντα Βουγιασίνοβιτς. Το σκουφάκι με το νούμερο 5… ζωντοχήρεψε, αλλά όχι για πολύ: ο Γιάννης Φουντούλης το πήρε παραμάσχαλα και, χωρίς δισταγμό, το φόρεσε στο κεφάλι. Ήταν ένα παλικάρι που θα έμενε οπωσδήποτε σε ένα στοιχειωμένο σπίτι, αν ήταν το μόνο διαθέσιμο.

Η προσγείωση του κομήτη και η «αιμορραγία»

Ηγέτης του Ολυμπιακού από το 2011

Από το εντός έδρας ματς με τους «γκρόμπαρι», στις 18 Δεκεμβρίου 2010, που σηματοδότησε την επιστροφή ενός εκ των κορυφαίων Ελλήνων πολιστών στην Ιστορία στο «Πέτρος Καπαγέρωφ», ο Φουντούλης έδειξε ότι είχε έρθει για να μείνει. Ως… όγδοος παίκτης, μπήκε στο παιχνίδι και ηγήθηκε της επιστροφής του Ολυμπιακού στο σκορ. Η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής, στη συγκεκριμένη περίπτωση, απεβίωσε, αλλά εκείνη η στιγμή ήταν η… προσγείωση ενός κομήτη στο διεθνές στερέωμα, ενός παίκτη που ενδεχομένως η φαντασία του δεν πήγαινε τόσο μακριά ώστε να φανταστεί πως, 10,5 χρόνια αργότερα, θα έπαιζε ως αρχηγός της Εθνικής τον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων.  

Τα οικονομικά ζητήματα, όμως, συνεχίζονταν. Ο Ερασιτέχνης είχε φτάσει σε μια κρίση ανεπανάληπτη και το τμήμα, το καλοκαίρι του 2011, έμεινε… λειψό. Η νέα αρχή, με τον Μιχάλη Κουντούρη για επικεφαλής, είχε πολλές απώλειες. Ο Ντόσκας, ο Χρήστος Αφρουδάκης, ο Αργύρης Θεοδωρόπουλος, ο Μανώλης Μυλωνάκης, εννοείται ο Βλοντάκης και ο Άντρια Κομάντινα άφησαν το Λιμάνι. Στο τέλος, οι πυλώνες ήταν τρεις: ο Νικόλας Δεληγιάννης στο τέρμα, ο Τάσος Σχίζας στην άμυνα και ο Φουντούλης ως γενικός κουμανταδόρος. Το ίδιο καλοκαίρι, όμως, έπιασε στασίδι και ο Κώστας Μουρίκης, ενώ ο προπονητής, Βαγγέλης Πάτερος, έφυγε και στη θέση του πήγε ένας τύπος που είχε την επίγνωση της κατάστασης, την αυτοπεποίθηση, ύστερα από έξι χρόνια ως πρώτος προπονητής στο Παλαιό Φάληρο, και βέβαια πραγματοποιούσε ένα όνειρό του: το όνομά του είναι Θοδωρής Βλάχος και την Κυριακή, 8 Αυγούστου, θα γίνει ο πρώτος ομοσπονδιακής εθνικής Ελλάδος πόλο Ανδρών που θα παίξει σε έναν τελικό Ολυμπιακών Αγώνων.

 

H αυτοκρατορία και η κορυφή της Ευρώπης

To έπος του 2018 στη Γένοβα

Δεν πρόκειται για επιβεβαίωση, είναι αυτονόητο, αλλά περισσότερο για έμφαση: αυτό που έγραψε ο Γιάννης Λαμπίρης για τον Ολυμπιακό του 2012, ότι οι εκτιμήσεις τον ήθελαν ακόμα και τέταρτο στο πρωτάθλημα, ισχύουν στο ακέραιο. Στη Χίο, ακόνιζαν τα μαχαίρια τους και ετοιμάζονταν για πόλεμο, ενώ στη Βουλιαγμένη, με την προσθήκη του μικρού Αφρουδάκη, ήταν οι φιναλίστ της προηγούμενης χρονιάς, είχε «βγει» ο Άγγελος Βλαχόπουλος, ο οποίος φαινόταν ότι θα μεγαλώσει, ενώ υπήρχε και ο Αλέξανδρος Γούνας.

Ο Φουντούλης έβαλε 9 γκολ στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος, με τον ΠΑΟΚ, αλλά το έπος του ήταν εκείνο το μυθικό «διπλό» στον Λαιμό, στον τρίτο τελικό του πρωταθλήματος, από το οποίο απέκτησε έναν τραυματισμό που ήταν σχεδόν απάνθρωπο το γεγονός ότι έπαιξε στους δύο επόμενους τελικούς. Ο Ολυμπιακός έχασε το τρόπαιο στα πέναλτι από τη Βουλιαγμένη.

Την ημέρα που ο Φουντούλης έφευγε με τους υπόλοιπους παίκτες της Εθνικής για το Λονδίνο και τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες (πέμπτους για τον τωρινό αρχηγό της αποστολής, Γιώργο Αφρουδάκη), ο Ολυμπιακός έκλεισε τον Μπλάι Μάλιαρακ. Ο Θοδωρής Βλάχος, ο Δημήτρης Κραβαρίτης και οι παίκτες του ξεπέρασαν κάθε προσδοκία και μόνο λεπτομέρειες τους στέρησαν ένα πρωτάθλημα που πήγε στον Λαιμό. Όμως, ο Φουντούλης δεν γύρισε να κοιτάξει ξανά πίσω.

Όταν επέστρεψε στον Πειραιά, δε, ο Γιώργος Ντόσκας, οι δύο Χιώτες ενώθηκαν ξανά. Το 2016, πλησίασαν πολύ στο να πραγματοποιήσουν ένα όνειρό τους μαζί. Το τιπ του Βλαχόπουλου στον ημιτελικό με τη Ζόλνοκ ήταν ένα από τα θαύματα του ελληνικού πόλο, αλλά η ήττα από τη Γιουγκ κράτησε τον «Ντο», που αποχώρησε εκείνο το καλοκαίρι, οριστικά μακριά από το τρόπαιο του Champions League. Δύο χρόνια μετά, στη Γένοβα, ο Ολυμπιακός νικούσε τη Ρέκο, μακελεύοντάς την ψυχολογικά, ώστε εκείνο το παιδί που το καλοκαίρι του 2011, μέσα στο αεροπλάνο της επιστροφής από την Κάλυμνο και το Final 4 του Κυπέλλου -στο οποίο πήρε τον τίτλο του MVP- ήταν εκστασιασμένο μετά την είδηση ότι η Παρτίζαν νίκησε τη Ρέκο στον τελικό, να ζήσει τη δική του πολύ μεγάλη στιγμή.

Δεν ήταν η μόνη.

 

Ένας υπηρέτης της Εθνικής

Από τα νεύρα του Καμπάνια στη δόξα του Τόκιο

Ο Γιάννης Φουντούλης συμπλήρωσε φέτος 15 χρόνια στην εθνική ομάδα. Η πρώτη συμμετοχή του σε διεθνή διοργάνωση ήταν το 2006, στα άγουρα 18, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο Βελιγράδι. Ήταν ο στρατός, τότε, που του στέρησε μια συνέχεια, όπως είπε και σε συνέντευξη προ διετίας, με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Ο Καμπάνια ήταν πολύ θυμωμένος, αλλά, ούτως ή άλλως, το 2007, για το ανοιξιάτικο Παγκόσμιο της Μελβούρνης, οι παλιοί είχαν επιστρέψει. Οι υδρατμοί από τους Ολυμπιακούς του 2008, στο Πεκίνο, εξατμίστηκαν, αλλά το τοπίο παρέμεινε θολό.

Ο Χιώτης έζησε πολλές απογοητεύσεις με την Εθνική: το 2009 και το 2011 η Εθνική δεν πήγε στα Παγκόσμια της Ρώμης και της Σαγκάης, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2010, στο Ζάγκρεμπ, δεν ήρθαν καν τα νοκ άουτ, αλλά η πρώτη δικαίωση ήρθε στο προολυμπιακό του Έντμοντον: Παίζοντας στη θέση του αριστερού εξτρέμ, δίπλα στον Χρήστο Αφρουδάκη, ήταν από τους πυλώνες της πρόκρισης της Εθνικής, με προπονητή τον Ντράγκαν Άντριτς, στο Λονδίνο. Εκεί η «γαλανόλευκη» ήπιε πικρό ποτήρι, με τον αποκλεισμό της πριν τα νοκ άουτ στο ματς με την Αυστραλία. Όπως έχει γραφτεί, ήταν αυτός ο αντίπαλος που σηματοδότησε το έμπα της Εθνικής στη νέα εποχή, με τον Θοδωρή Βλάχο στον πάγκο, μιας εποχής που ενδεχομένως ολοκληρώνεται το πρωί της Κυριακής με τον πλέον ανατριχιαστικό τρόπο γι’ αυτά τα παιδιά και ειδικά τον Φουντούλη και τους δύο φουνταριστούς, που κάποτε αναγκάζονταν να κάνουν μονές προπονήσεις και να βλέπουν σχεδόν σαν επιπλέον δραστηριότητα το άθλημα στο οποίο είχαν αφιερώσει τις ζωές τους.

 

Ο δικός μας Εστιάρτε

Η δικαίωση της καριέρας ενός σιωπηλού αρχηγού

Το «Πέτρος Καπαγέρωφ» βρίσκεται ανάμεσα σε συνεργεία, μοιάζει κάπως παράταιρο, ένας ζωντανός οργανισμός γεμάτος χρώμα στον πυρήνα μιας γκριζαρισμένης βιομηχανικής περιοχής. Τα βράδια του χειμώνα, η Χαϊδαρίου, χωρίς να είναι απροσπέλαστη, φαντάζει σαν να έχει να περάσει ώρα άνθρωπος από εκεί. Μοιάζει οι άνθρωποι να θέλουν να βρίσκονται οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί.

Ύστερα από ένα «σκοτωμένο» παιχνίδι του Ολυμπιακού, βαθύς… Γενάρης του 2012, ένας από τους πιο παλιούς, στην επετηρίδα, πολίστες της ομάδας, ο τεχνικός διευθυντής της, ο υπέροχος Άκης Λογοθέτης, και ο υπογράφων στέκονται έξω από το κολυμβητήριο, κρυώνουν, αλλά η κουβέντα έχει πόλο και ουδείς ξεκολλάει. «Ο Θοδωρής (σ.σ. Χατζηθεοδώρου) είναι παικτάρας, αλλά κάνει λάθος. Δεν είναι ο Ντόσκας ο νέος Εστιάρτε», λέει ο πολίστας, αναφερόμενος στο μυθικό Ισπανό των έξι Ολυμπιακών Αγώνων. «Ο Ντόσκας έχει τον δικό του κόσμο, πιο υδραυλικό, στο μυαλό του. Είναι ένα πόλο φαντασίας», συνεχίζει και κοιτάζοντας πονηρά λέει: «Άλλος είναι ο Εστιάρτε». «Ο Γιάννης», πετάγομαι: «Ναι. Μην τολμήσεις και γράψεις ότι στο είπα εγώ, θα σε καρυδώσω».

Με κίνδυνο της ακεραιότητας, η ώρα μοιάζει κατάλληλη. Ο δικός μας Εστιάρτε μιλάει όταν πρέπει και όχι για τις εντυπώσεις, η Ελλάδα το ένιωσε αυτό με τη βιβλική συγγνώμη του από το Τόκιο. Αν ο Γιάννης Φουντούλης τελειώνει την Κυριακή μια πορεία με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, ως πρώτος αρχηγός στην ελληνική ιστορία του ομαδικού αθλητισμού Ανδρών, σε έναν τελικό απέναντι σε μία ομάδα που η Εθνική δεν έχει νικήσει ποτέ, δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος πιο ιδανικό φινάλε ούτε μεγαλύτερο κληροδότημα στην επόμενη φουρνιά, τους καταπληκτικούς αθλητές που έρχονται από πίσω. Ο Γιάννης Φουντούλης θα στείλει παιδιά στις πισίνες, με τους γονείς, πια, να θέλουν να τους κάνουν, όχι απλώς σπουδαίους αθλητές, όπως πανθομολογουμένως είναι ο ίδιος, αλλά, ανθρώπους όπως αυτός. Με συνείδηση, ενσυναίσθηση, ατομική παιδεία, που δεν εξαρτάται από τις συνθήκες.

Έτσι, Γιάννη, εκείνα τα βράδια χωρίς κόσμο, όλες οι απλήρωτες διαδρομές, τα πράσινα νερά του Ζαππείου, η αδιαφορία, άξιζαν όλα τον κόπο, έτσι δεν είναι; Όχι επειδή συνέβησαν, αλλά διότι επέμεινες.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News