Στέφανος Τσιτσιπάς: Στο σημείο που παραμένει νέος, αλλά δεν είναι πια νεαρός

Ο Στέφανος Τσιτσιπάς κλείνει μόλις τα 24, αφού γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου 1998 στην Αθήνα. Όμως δεν βρίσκεται ακόμη στην αρχή.

Οι Ίνκας ήταν μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά και το Πράσινο Λιβάδι είχε κλείσει τα μάτια του. Ήταν τόσο παλιά, που αν αναφερθεί η χρονολογία θα είναι ανακριβές. Σήκωσε το πρόσωπό του ψηλά, με δύναμη που έβαλε στο σαγόνι του, γούρλωσε τα μάτια και αποφάνθηκε: «Όλοι είναι νέοι. Μέχρι να σταματήσουν να είναι».

Ο Στέφανος Τσιτσιπάς, πάντως, δικαιούται να νιώθει ευχαριστημένος όταν σβήσει την τούρτα με τα 24 κεράκια, παρ’ ότι αποκλείστηκε στο Canadian Open από τον Αμερικανό Τζακ Ντρέιπερ. Μπορεί να μην έχει περάσει ακόμη στη φάση που αυτά τα παιχνίδια τα κερδίζει απλώς και μόνο μπαίνοντας στο κορτ, αλλά αυτά που έχει καταφέρει δεν είναι λίγα.

Από τη μία πλευρά, δεν έχει κατακτήσει ένα Major. Από τους σπουδαίους τενίστες της προηγούμενης γενιάς, μόνο οι Άντι Μάρεϊ και Σταν Βαβρίνκα το πήραν μετά τα 24. Ο Μάρεϊ κέρδισε το US Open το 2012, όταν είχε κλείσει τα 25. Ο Ελβετός, από την πλευρά του, ήταν 29 χρόνων όταν νίκησε στην Αυστραλία το 2014.

Ένας tweener στον ημιτελικό του Roland Garros το 2020 απέναντι στον Νόβακ Τζόκοβιτς

Η διαφορά του Βαβρίνκα και του Τσιτσιπά, πάντως, είναι η εξής: δεν υπήρχε στα… άστρα ότι ο πρώτος θα κέρδιζε ένα μεγάλο τρόπαιο. Ότι πήρε τρία -μπαίνει αόριστος διότι πλέον, στα 37 του, αγωνίζεται για τη χαρά του παιχνιδιού- τον καθιστά τον κορυφαίο των θνητών.

Ο Τσιτσιπάς, από τη μεριά του, μετά το τρομερό ταξίδι του το 2019 στο Australian Open και τη νίκη του επί του Ρότζερ Φέντερερ στη φάση των «16», παρουσιάστηκε ως κάποιος που, μετά βεβαιότητος, θα γινόταν κάτοχος πολλαπλών τροπαίων. Το σωστό ερώτημα ήταν το πότε, όχι το αν.

Μέχρι τώρα, ό,τι έμοιαζε με το σωστό ερώτημα καλύπτεται από το πέπλο της αμφιβολίας. Η σιγουριά δίνει τη θέση της στην υπόθεση. Το αν όντως μπορεί να φτάσει στην κορυφή, πρέπει να απαντηθεί από την ίδια τη ζωή.

Το κεφάλαιο που ο Τσιτσιπάς ανησυχεί

Από τη συμμετοχή του στον τελικό του Roland Garros, στις 13 Ιουνίου 2021, όπου προηγήθηκε 2-0 του Νόβακ Τζόκοβιτς πριν ηττηθεί 3-2, έχουν περάσει σκάρτοι 14 μήνες. Το διάστημα μοιάζει κατά πολύ μεγαλύτερο. Δεν έχουν λείψει οι διακρίσεις. Έχει λείψει ο μόνος στόχος που υπάρχει στις απαιτήσεις.

Η ευχή του Τσιτσιπά έχει γίνει αυτό που του ασκεί τη μεγαλύτερη πίεση. Ακόμα και μετά την κατάκτηση του τροπαίου για τους ATP Finals το 2019 γινόταν λόγος για έλλειψη δραστηριότητας από τη μεριά του, προκειμένου να φτάσει στην κορυφή. Φυσικά, όταν ακούς πως κάποιος δεν δουλεύει πολύ, η εικόνα που θα σε επισκεπτόταν θα ήταν εκείνη μιας αδρανούς οντότητας.

Με τη Μαρία Σάκκαρ στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2021

Το πρόβλημα δεν ήταν ότι ο Τσιτσιπάς δεν δούλευε πολύ, αλλά πως δεν το έκανε σε υπερβολικό βαθμό. Σε κάθε δουλειά, αλλά κυρίως σε μια εργασία που είσαι εκτεθειμένος στην κριτική, δεν μπορείς να είσαι καλός χωρίς να εργάζεσαι. Για να γίνεις σπουδαίος, όμως, πρέπει να καταπιαστείς ακόμα περισσότερο από αυτό που απαιτείται για να γίνεις πολύ καλός.

Ο Τσιτσιπάς θέλει, φιλολογικά, να γίνει σπουδαίος. Ο Πατρίκ Μουράτογλου είχε αποκαλύψει, στις αρχές του έτους, πως όταν ο Έλληνας τενίστας έφτασε στην ακαδημία του, οι προβλέψεις ήταν δυσοίωνες.

Του μίλησαν για κάποιον χωρίς πόδια, αργό, με ζήτημα στην αντοχή. Ο προπονητής του Τσιτσιπά έβλεπε έναν τενίστα που ήταν καλύτερος στα παιχνίδια από τις προπονήσεις και που αν αποκτούσε τη φυσική κατάσταση που απαιτείτο, θα γινόταν υπερόπλο.

Για να φτάσει στο σημείο που ο Μουράτογλου θα αισθανόταν δικαιωμένος, ο Τσιτσιπάς έπρεπε να εργαστεί. Έφτασε στο νούμερο 3 της παγκόσμιας κατάταξης και αυτό δεν συνέβη με τον αέρα. Όμως, για να πάει στο επόμενο επίπεδο, δύο τινά πρέπει να συμβούν: να δουλέψει πολύ και να είναι τυχερός.

Η πολλή δουλειά αφορά και στο πνευματικό κομμάτι. Αν ο Τσιτσιπάς θέλει να πάρει Major, η συγκέντρωση που απαιτείται για την επίτευξη είναι τέτοια που το να κατηγορεί τον αντίπαλό του στη διάρκεια ενός παιχνιδιού για εκφοβισμό, όπως συνέβη στον τρίτο γύρο του Wimbledon με τον Νικ Κύργιο, είναι πεταμένος χρόνος.

Με τον Νόβακ Τζόκοβιτς μετά τον τελικό του Roland Garros το 2021

Όλοι οι σπουδαίοι τενίστες της προηγούμενης γενιάς μπήκαν σε αυτόν τον αδιάρρηκτο κόσμο, που δεν τους απασχολούσε οτιδήποτε άλλο εκτός από την κατάκτηση των μεγάλων τροπαίων. Μέχρι να βρουν το δρόμο τους στην ιεραρχία και εξαιρουμένου του Ράφα Ναδάλ, που ήταν αρκετά ικανός για να κατακτήσει το Roland Garros την πρώτη φορά που συμμετείχε, έπρεπε να υπερκεράσουν τους εαυτούς τους.

Ο Φέντερερ έσπαζε ρακέτες και ούρλιαζε κατά τη διάρκεια παιχνιδιών που δεν όδευαν όπως επιθυμούσε. Ο Τζόκοβιτς παρατούσε παιχνίδια, ακόμα και ημιτελικούς Major, λόγω τραυματισμών, ήταν ασταθής, εύθραυστος και λύγιζε στο βάρος της ευθύνης.

Για να φτάσει στην κατάκτηση τίτλων Major, ο Τσιτσιπάς πρέπει να προσπεράσει τη σύγχυση που του προκαλούν οι εξωγενείς παράγοντες. Να μη δέχεται εύκολα ερεθίσματα.

Ο Μεντβέντεφ και οι νέοι

Το παράδειγμα του Ντανιίλ Μεντβέντεφ είναι πιο χαρακτηριστικό, διότι μοιάζει και αυτός αρκετά ευάλωτος. Ο Τσιτσιπάς είναι πιο χαρισματικός τενίστας από τον Ρώσο, αλλά το ρεκόρ είναι 8-2 υπέρ του νούμερο ένα, αυτήν τη στιγμή, στην παγκόσμια κατάταξη.

Η διαφορά στη διαχείριση γεγονότων ανάμεσα στους δύο είναι διαφορετική. Ο Μεντβέντεφ λειτουργεί με βάση τον εκνευρισμό του και φτιάχνει κάτι καλό από αυτόν. Όταν μοιάζει να βρίσκεται σε σύγχυση, ανεβάζει το επίπεδό του, κάτι που σημαίνει ότι τελειοποιεί τη μηχανική του.

Το παιχνίδι του μοιάζει να είναι βαρετό και έτσι πρέπει: δεν αντιμετωπίζει έναν τενίστα ως μία οντότητα, αλλά ως δύο, την υπαρκτή και τη νοητική. Το ζητούμενο είναι πάντα να «χαλάσει» το μυαλό του.

Ο Τσιτσιπάς βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Μπαίνει στο κορτ για να κάνει το παιχνίδι του, έχοντας την αυτοπεποίθηση εκείνου που θα αναγκάσει τον αντίπαλο να υποκλιθεί. Συνοδεύεται αυτό από μια λεπτή απόχρωση, ότι ο αντίπαλος αναγνωρίζει την ίδια την ανωτερότητά του και δεν χρειάζεται καν να κάνει τον κόπο ώστε να διεκδικήσει τη νίκη.

Όταν, όμως, ο αντίπαλος δεν παραδίδεται και επιδίδεται σε κάθε λογής τρικ για να δοκιμάσει το αρραγές του χαρακτήρα του Τσιτσιπά, ο Έλληνας τενίστας μπαίνει σε μια διαδικασία αμφιβολίας. Για το ακριβές, το παράδειγμα δεν δίνεται για να χρωματίσει τις περισσότερες αυτών των περιπτώσεων. Το δίχως άλλο, ο Τσιτσιπάς έχει κάνει βήματα προόδου σε αυτό το κομμάτι.

Με τον Ράφα Ναδάλ στη Μαδρίτη, το 2018

Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που ακόμη δείχνει ευάλωτος στις περιστάσεις. Που εξοργίζεται με τις επιτηδευμένες αντιδράσεις και που προσπαθεί να εξισορροπήσει την κατάσταση με τον ίδιο τρόπο. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιστάσεων, όμως, είναι ο καλύτερος τενίστας στο κορτ. Ο ανταρτοπόλεμος εκατέρωθεν πάντα ζημιώνει τον ισχυρό.

Το βιβλίο των ρεκόρ

Στα 24 του πια, ο Στέφανος Τσιτσιπάς έχει μπροστά του μια ανηφόρα, κυρίως στο επίπεδο που αφορά την ψυχολογία και τη νόηση. Οι δημόσιες τοποθετήσεις του δείχνουν κάποιον που δεν φοβάται την κριτική. Γι’ αυτό κιόλας υπάρχει πρόβλημα στο ότι δεν την αποδέχεται πλήρως, αλλά αντιδρά σε αυτήν λες και ό,τι είπε ή έγραψε είναι πασιφανές.

Βεβαίως, απευθύνεται σε ένα κοινό που το τένις δεν είναι το άθλημα που το απασχολεί και κοινωνικά. Πρόκειται για ένα παιχνίδι που η διείσδυσή του στα λαϊκά στρώματα δεν έχει αλλάξει το χαρακτήρα του αθλητή ο οποίος ιστορικά το παίζει. Οι αρχές του 20ού αιώνα, επί παραδείγματι, σηματοδότησαν την αλλαγή στο χαρακτήρα του ποδοσφαίρου, επειδή ήταν ήδη προσφιλές.

Το ποδόσφαιρο δεν δημιουργήθηκε για να αρέσει σε όλους και η στόχευση για το κοινό του ήταν ανάλογη με εκείνη του τένις: η αριστοκρατία ήταν αυτή που έπρεπε να εντρυφήσει σε αυτό. Αυτό άλλαξε όταν Βρετανοί «ιεροκήρυκές» του έκαναν ταξίδια στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, μεταφέροντας τις γνώσεις του.

Ο Τσιτσιπάς είναι, ούτως ειπείν, γεννημένος για τένις: αυτό που έχει αλλάξει, είναι ο αριθμός των ανθρώπων που το παρακολουθούν. Αλλά ο Τσιτσιπάς δεν είναι ο Τζόκοβιτς, που πηγαίνει με ένα μπλουζάκι στα παιχνίδια του Ερυθρού Αστέρα και φωνάζει συνθήματα. Ούτως ή άλλως, ο «Νόλε» ανέκαθεν είχε να αντιμετωπίσει μια εμπάθεια απέναντι στη λαϊκή φύση του.

Με τον πατέρα του, Απόστολο Τσιτσιπά, στο πλαίσιο του Davis Cup το 2019

Από την άλλη πλευρά, ο Τσιτσιπάς έχει γράφει το βιβλίο των ρεκόρ στο ελληνικό τένις. Σε ό,τι έχει κάνει από το 2018 και έπειτα, είναι ο πρώτος που το καταφέρνει. Ο πρώτος που έπαιξε σε προημιτελικό, σε ημιτελικό και σε τελικό Major. Ο πρώτος που κατέκτησε τουρνουά ATP και, άρα, τουρνουά ATP 500 και ATP 1000. Ο πρώτος που μπήκε στη δεκάδα της παγκόσμιας κατάταξης και έφτασε στο νούμερο τρία.

Αν αποχωρούσε χθες, η καριέρα του θα ήταν και πάλι αξιομνημόνευτη. Είναι στο νούμερο 4 της παγκόσμιας κατάταξης και έχει παίξει σε τέσσερις ημιτελικούς Major, έχει γίνει μέλος της ομάδας της Ευρώπης στο Laver Cup, έχει κερδίσει όλους τους μεγάλους τενίστες της προηγούμενης γενιάς, είναι στο υψηλότερο επίπεδο μεταξύ των σύγχρονων ανταγωνιστών του.

Αυτονοήτως, πρόκειται για ένα σπουδαίο αθλητή, ο οποίος είναι χρηστό να κρίνεται με βάση τις δίκες του φιλοδοξίες. Ο Τσιτσιπάς είπε ότι «θέλω να κατακτήσω πολλά Major» και, κλείνοντας πια τα 24, τα χρονιά περιθώρια στενεύουν. Όχι σε βαθμό που να εκπέμπεται σήμα SOS, αλλά στη διάσταση που πια γίνεται οφθαλμοφανές.

 

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News