Συνέντευξη Σπύρος Δημόπουλος: «Δεν θα πιστέψεις γιατί με φώναζαν... Φούκο»

EUROKINISSI

Ο Σπύρος Δημόπουλος, ο μικρότερος αδελφός του Χρήστου και του Θανάση, θυμάται σε μια απολαυστική συνέντευξη τις οικογενειακές κόντρες στα γήπεδα της Α’ Εθνικής και τη μέρα που τα τρία αδέλφια έγραψαν ιστορία στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο!

Όταν τη δεκαετία του ’80 και του ’90 τα… χαρτάκια της Panini πρωταγωνιστούσαν στις πλατείες και τα προαύλια των σχολείων, υπήρχε μια τριάδα αδελφών που… δυσκόλευε τις ανταλλαγές.

«Μου λείπει ο Δημόπουλος, και έχω διπλό τον Σαραβάκο», έλεγε ο ένας πιτσιρικάς στον άλλον για να αντικρίζει στη συνέχεια ένα βλέμμα απορίας: «Ποιος Δημόπουλος σου λείπει; Ο Χρήστος, ο Θανάσης ή ο Σπύρος;»…

Μετά, λοιπόν, από τον «φονιά» Χρήστο και τον «πιτσιρικά θαύμα» του Παναθηναϊκού, Θανάση, το sportday.gr ολοκληρώνει τον κύκλο των συνεντεύξεων με τους θρυλικούς «Δημόπουλους» με τον λιγότερο… διάσημο της τριπλέτας, τον Σπύρο.

Επιθετικός κι αυτός, με διαδρομή σε χαμηλότερες κατηγορίες, ο μικρότερος ηλικιακά αδελφός,  βρέθηκε στα σαλόνια της Α’ Εθνικής στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τη δεκαετία του ’90, έχοντας φυσικά να κουβαλήσει στους ώμους του το βάρος της οικογενειακής κληρονομιάς.

Παρότι διέθετε κι αυτός το… γονίδιο του γκολ, σημειώνοντας μάλιστα ορισμένα απίθανα τέρματα στα χρόνια που αγωνίστηκε στη μεγάλη κατηγορία, ένας από τους λόγους για τους οποίους πρωταγωνιστούσε στα αθλητικά κουτσομπολιά της εποχής, ήταν το ιδιαίτερο υποκοριστικό του: Φούκος!

Πως το απέκτησε; Ποιος τον βάφτισε με ένα όνομα που… έγραψε ιστορία; Ο Σπύρος Δημόπουλος ξεφυλλίζει τις σελίδες του δικού προσωπικού ποδοσφαιρικού ημερολογίου, μιλά για τους δικούς του «ήρωες των γηπέδων» και δίνει, φυσικά, απάντηση και στον… γρίφο του ονόματός του!

PHOTO CREDITS: Γιάννης Σπυρούνης (Eurokinissi)

«Ο Χρήστος και ο Θανάσης ήταν οι δικοί μου ήρωες που με ενέπνευσαν να παίξω ποδόσφαιρο»

Σπύρο πώς ξεκίνησες το ποδόσφαιρο; Φαντάζομαι ότι τα αδέλφια σου αποτέλεσαν για σένα το παράδειγμα.

Σίγουρα και ο Χρήστος και ο Θανάσης ήταν οι δικοί μου ήρωες και αυτοί που  με ενέπνευσαν για να παίξω ποδόσφαιρο. Προσπάθησα να ακολουθήσω τα βήματά τους και κατάφερα να διαγράψω την δική μου πορεία στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Σε ποια ομάδα ξεκίνησες την καριέρα σου;

Ξεκίνησα από τον Άρη Ξυλοκέρας το 1983 σε ηλικία 14 ετών. Εκεί πρόεδρος ήταν ο πατέρας μου, Νίκος. Αμέσως έπαιξα ως σέντερ φορ και την πρώτη μου χρονιά στη Β’ κατηγορία σημείωσα 12 γκολ.

Η συνέχεια ποια ήταν;

Την επόμενη χρονιά έκανα την πρώτη μου μεταγραφή. Πήγα στον Αμπελώνα, όπου τότε πρόεδρος ήταν ο πατέρας του Γιώργου Καραγκούνη, Θανάσης. Σημείωσα 27 γκολ στη Β’ κατηγορία και καταφέραμε να πάρουμε την άνοδο για την Α’ κατηγορία του ποδοσφαίρου της Ηλείας.

Ουσιαστικά ανέβαινες βήμα – βήμα τις κατηγορίες.

Κάθε χρονιά φρόντιζα να κάνω το παραπάνω βήμα. Έτσι το 1985 πήγα στον Αίαντα Γαστούνης και στη συνέχεια το 1987 έκανα και το μεγάλο βήμα και πήγα στον Πανηλειακό.

Ποιος σε είχε διαλέξει τότε;

Προπονητής ήταν ο Γιάννης Κορωνέλλος και είχε ως βοηθό τον Κώστα Δαβουρλή. Μεγάλος ως παίκτης, μεγάλος και ως άνθρωπος ο Δαβουρλής. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία από επαγγελματική ομάδα.

Πως την βίωσες;

Η αλήθεια είναι ότι ήμουν κάπως φοβισμένος. Άργησα να συνηθίσω, όμως και πάλι είχα καταφέρει να σημειώσω 14 γκολ.

«Με είχε πάρει τηλέφωνο ο Αντώνης Γεωργιάδης και μου είπε ότι με σκέφτεται για την εθνική Ανδρών. Και τότε έκανα το μεγάλο λάθος»…

Από τον Πανηλειακό βρέθηκες στον Ολυμπιακό Βόλου. Πώς έγινε αυτό;

Εκείνη τη χρονιά ο “Φονιάς” (σημ. Χρήστος Δημόπουλος) μίλησε με τον Ρότσα για μένα και του είπε τι είχα καταφέρει. Ο Ρότσα μίλησε στη συνέχεια στον Γκόμες Ντε Φαρία που ήταν προπονητής στον Ολυμπιακό Βόλου και έτσι έγινε η μεταγραφή μου. Θυμάμαι ότι τότε ανεβήκαμε στην Α’ Εθνική.

Πρόλαβες να παίξεις με την σπουδαία ομάδα του Ολυμπιακού Βόλου.

Βέβαια αν και δεν έπαιξα πολύ ως βασικός. Προπονητής ήταν ο Βασίλης Δανιήλ, αλλά τότε υπήρχε και ο Ιμρε Μπόντα που έκανε τρομερά πράγματα και βγήκε και πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα. Κατάφερα να παίξω όμως σε 17 παιχνίδια ως αλλαγή στα περισσότερα.

Μετά τον Ολυμπιακό Βόλου είχες την εμπειρία να παίξεις με τον Θανάση μαζί στον Ηρακλή.

Έτσι είναι. Πήγα στον Ηρακλή που είχε προπονητή τον Σίμονσον. Φυσικά είχε μιλήσει και ο Θανάσης για μένα. Όμως εγώ εκεί βρήκα μπροστά μου τον Θανάση και τον Φάνη Τουντζιάρη που έκαναν εκπληκτικό πρωτάθλημα και δεν έπαιξα πολύ. Δεν ήμουν και σταθερός ως χαρακτήρας, με αποτέλεσμα να έχω τάσεις φυγής επειδή δεν έπαιζα πολύ.

Έφυγες λοιπόν για την Κόρινθο.

Στην Κόρινθο πήγα γιατί προπονητής ήταν ο Ντε Φαρία και με πήρε τηλέφωνο και μου είπε πως με θέλει. Με γνώριζε φυσικά από την συνεργασία μας στον Ολυμπιακό Βόλου. Εκεί καταφέραμε να σωθούμε στη Β’ Εθνική στο “παρά πέντε”. Στη συνέχεια ήρθε ως προπονητής ο Βασίλης Κωνσταντίνου και κάναμε εξαιρετική πορεία και ανεβήκαμε στην Α’ Εθνική.

Με την Κόρινθο στη μεγάλη κατηγορία έζησες ιστορικές στιγμές.

Πράγματι. Προπονητής μας ήταν ο Πάκερτ και παίξαμε φανταστικό ποδόσφαιρο. Εγώ είχα ξεκινήσει καταπληκτικά το πρωτάθλημα και στις πρώτες 7 αγωνιστικές είχα βάλει 5 γκολ. Να σκεφτείς ότι πρώτοι σκόρερ ήταν μέχρι τότε ο Σαραβάκος με τον Δημητριάδη με 7 γκολ. Τότε μάλιστα και ο Αντώνης Γεωργιάδης που ήταν στην εθνική ομάδα, μου είχε στείλει μήνυμα ότι με βλέπει και θα με καλούσε στην Εθνική. Όμως εγώ έκανα ένα μεγάλο λάθος.

Όταν ο Εθνικός του «Φούκου» απέκλεισε στο Κύπελλο τον Αθηναϊκό του «φονιά» Χρήστου!

Τι λάθος;

Τον Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς τελείωνε το συμβόλαιό μου και ενώ με την διοίκηση της Κορίνθου είχαμε συμφωνήσει στην ανανέωση για 2,5 χρόνια η συμφωνία χάλασε. Εγώ τότε συμφώνησα με τον Εθνικό και αυτό ήταν το μεγάλο μου λάθος.

Γιατί το χαρακτηρίζεις έτσι;

Πήγα στον Εθνικό που δεν είχε παίκτες για να μπορέσει να μείνει στην κατηγορία. Να φανταστείς έφυγα από την Κόρινθο όπου είχα πίσω μου, Λούπου, Οκόνσκι, Κουλούρη και Πολύζο, οι οποίοι μου έδιναν την μπάλα όπως ακριβώς την ήθελα στην περιοχή για να σκοράρω.

Στον Εθνικό δεν υπήρχαν τέτοιοι παίκτες, με αποτέλεσμα να πετύχω μόλις 3 γκολ. Στο τέλος εγώ είχα πάει και φαντάρος και έμεινα πίσω στην φυσική κατάσταση και η ομάδα τελικά έπεσε κατηγορία. Πάντως εκείνη τη χρονιά αποκλείσαμε στο κύπελλο τον Αθηναϊκό, παρά το γεγονός ότι ο “Φονιάς” πέτυχε το γκολ του Αθηναϊκού (γέλια).

 

Γύρισες λοιπόν στην Κόρινθο.

Γύρισα στην Κόρινθο όπου προπονητής πλέον ήταν ο Σπύρος Λιβαθηνός και στο πρώτο μου ματς, κερδίσαμε 1-4 στην Έδεσσα με δύο γκολ δικά μου. Συνολικά πέτυχα 8 γκολ, αλλά η ομάδα έπεσε κατηγορία.

Είχα συμφωνήσει τότε να πάω στον Άρη, επειδή με ήθελε ο Φοιρός, όμως δεν έγινε τελικά η μεταγραφή γιατί είχαν προβλήματα στον Άρη. Έτσι πήγα στον Παναργειακό όπου προπονητής ήταν ο Κυράστας. Όμως εγώ δεν ήμουν καλά, δεν είχα διάθεση για δουλειά. Στη συνέχεια γύρισα πάλι στην Κόρινθο για 2 χρόνια και μάλιστα για έξι μήνες ήμουν μαζί με τον Θανάση που ήρθε από τον ΠΑΟΚ.

Ουσιαστικά όμως πήγαινες προς το τέλος της καριέρας σου.

Ναι έτσι ήταν. Πήγα στον Παναιγιάλειο που ήταν στην Γ’ Εθνική και μπορεί να πέτυχα 14-15 γκολ όμως ήμουν γενικά απογοητευμένος. Συνέχισα στον ΑΟ Πύργου, μια ομάδα που διαλύθηκε ενώ ήταν πρώτη και αήττητη στην βαθμολογία και μετά στον Εργοτέλη. Τελείωσα στον Θεσπρωτό, όπου με 30 γκολ που σημείωσα καταφέραμε και βγήκαμε στην Γ’ εθνική.

«Δεν ένιωσα ποτέ βάρος από το επώνυμό μου, πλήρωσα δικά μου λάθη και ευθύνομαι 100% γι’ αυτό»

Τι κρατάς από αυτή την καριέρα;

Εάν δεν είχα κάνει τα λάθη για τα οποία ευθύνομαι εγώ 100% τότε θα είχα παίξει και σε μεγάλη ομάδα και θα είχα κάνει ακόμα μεγαλύτερη καριέρα. Εγώ φταίω όμως και δεν μπόρεσα να πετύχω αυτά που πραγματικά μπορούσα βάσει του ταλέντου μου.

Πως ήταν να είσαι ο 3ος αδελφός; Πως ήταν να έχεις αδέλφια τον Χρήστο και τον Θανάση; Ένιωθες βάρος λόγω της σύγκρισης;

Κοίτα να σου πω την αλήθεια τα αδέλφια μου με στήριξαν πολύ και με βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό. Από κει και πέρα όμως μου έκανε και κακό η σύγκριση. Εγώ προσπάθησα να παίξω μπάλα σύμφωνα με τις δικές μου δυνάμεις και σύμφωνα με τη δική μου προσωπικότητα και τα κατάφερα. Δεν ένιωσα ποτέ βάρος λόγω του ονόματός μου.

Η ιστορική Κυριακή που σκόραραν και οι τρεις αδελφοί Δημόπουλοι

Θέλω να μου πεις για εκείνη την περίφημη Κυριακή όπου σκοράρατε και οι τρεις και αποτελεί και σήμερα ρεκόρ για το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Όχι μόνο για το ελληνικό, ίσως και για το παγκόσμιο.

2 Φεβρουαρίου 1992. Εσύ σκοράρεις με τον Εθνικό κόντρα στον Απόλλωνα, ο Θανάσης με τον Ηρακλή απέναντι στον Πανιώνιο και ο Χρήστος με τον Αθηναϊκό στο παιχνίδι με τον Πανσερραϊκό. Χιόνιζε μάλιστα εκείνη τη μέρα ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας…

Δεν ξέρω δεν το έχουμε ψάξει εάν έχει γίνει ποτέ κάπου αλλού, όμως κάποιοι φίλοι μας λένε ότι ίσως θα πρέπει να το κάνουμε για να μπει στο ρεκόρ Γκίνες. Εγώ τότε ήμουν στον Εθνικό και εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα κινητά.

Μπήκα μετά το ματς στο αμάξι και το άκουσα στο ράδιο. Φυσικά “τρελάθηκα” από τη χαρά μου και μόλις έφτασα στο σπίτι πήρα τηλέφωνο τον “Φονιά” και μιλάγαμε. Μετά τις επόμενες ημέρες τα είπαμε και με το Θανάση. Η χαρά μας ήταν μεγάλη.

Φαντάζομαι όλης της οικογένειας.

Φυσικά. Είμαστε μια δεμένη οικογένεια. Είμαστε 8 αδέλφια και φυσικά είμαστε όλοι μαζί. Μπορεί εμείς να είμαστε γνωστοί από το ποδόσφαιρο, όμως και τα αδέλφια μας έχουν κάνει τη ζωή τους και έχουν φτιάξει τις οικογένειές τους. Τρέφουμε σεβασμό ο ένας για τον άλλο και είμαστε όλοι παιδιά με ήθος.

Η Κόρινθος, ο Οκόνσκι, ο Λούπου και η… γέννηση του Φούκου

Να σε γυρίζω λίγο πίσω στην Κόρινθο. Δεν γίνεται να μη σε ρωτήσω για Οκόνσκι και Λούπου.

Τι να σου πρωτοπώ γι αυτούς τους δύο. Παικταράδες. Μάγευαν με τη μπάλα στα πόδια. Ο Οκόνσκι έκανε ότι ήθελε. Θυμάμαι παίζαμε κόντρα στον Εδεσσαϊκό και ενώ του έχει φύγει το παπούτσι συνεχίζει κανονικά τη φάση. Μου έβγαλε λοιπόν σέντρα με το… εξωτερικό φάλτσο ξυπόλητος και με βρήκε στο κεφάλι. Εγώ σκόραρα, αλλά είχα τρελαθεί από αυτό που είδα να γίνεται. Μεγάλος παίκτης.

Ο Λούπου; Τι χαρακτήρας ήταν;

Τρομερό παιδί. Πολύ καλός. Θυμάμαι ότι όταν ήρθε πρώτη φορά στην Κόρινθο για προπόνηση, μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Εμείς τότε θα παίζαμε ένα φιλικό με την Καλαμάτα και μπήκε κατευθείαν να παίξει. Όπως ήταν από τη φυλακή.

Στην πρώτη του ενέργεια με τη μπάλα, πέρασε με τη μια τρεις παίκτες. Είχαμε μείνει με το στόμα ανοικτό. Εγώ γύρισα τότε και είπα σε κάποιον, δεν θυμάμαι σε ποιον: “Τι κάνει αυτός ρε; Θα μας τρελάνει;”. Σαν χαρακτήρας πάντως το ξαναλέω ήταν εξαιρετικό παιδί.

Τελειώνοντας θέλω να σε ρωτήσω κάτι που δεν βρήκα πουθενά γραμμένο. Το “Φούκος” το παρατσούκλι σου πώς σου κόλλησε;

(Γέλια). Λοιπόν θα σου πω, αν και δεν θα το πιστέψεις.  Όταν ήμουν μικρός εδώ στο χωριό, πήγαινα στον μπακάλι και μου έλεγε: “Να σου δώσω μια φούσκα;”. Εγώ τότε μικρός δεν μπορούσα να πω στο σίγμα και απαντούσα: “Ναι θέλω μια φούκα”. Ε από τότε μου έμεινε και όλοι με φώναζαν “Φούκο” (γέλια).

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News