Ρεάλ Μαδρίτης: O Κασίγιας έκανε τον... άγιο, ο Ζιντάν πήρε όλη τη δόξα!

Ρεάλ Μαδρίτης: O Κασίγιας έκανε τον… άγιο, ο Ζιντάν πήρε όλη τη δόξα! – Το βολ πλανέ του Ζινεντίν Ζιντάν στον τελικό του Champions League στις 15 Μαΐου του 2002 στη Γλασκώβη που έμεινε στην ιστορία

Ο Ρομπέρτο Κάρλος γύρισε την μπάλα ψηλοκρεμαστά, στο ύψος της μεγάλης περιοχής. Ήταν μια μπαλιά τελείως ακατάλληλη για ένα καλό σουτ. Αλλά ο Ζινεντίν Ζιντάν όπλισε και με αυτό το γκολ η Ρεάλ Μαδρίτης νίκησε 2-1 την Μπάγερ Λεβερκούζεν στη Γλασκώβη για τον τελικό του Champions League στις 15 Μαΐου 2002 και κατέκτησε το ένατο Κύπελλο Πρωταθλητριών στην Ιστορία της. 

Άλλο υπαρξιακό ερώτημα στη Μαδρίτη ως τον Ιανουάριο του 2002 δεν υπήρχε: «Γιατί δεν παίζει καλά ο Ζιντάν;» Ο Γάλλος μέσος ήταν το ακριβές περίγραμμα του γαλαζοαίματου που θα ταίριαζε επακριβώς στη «βασίλισσα». Έμοιαζε, μάλιστα, την εξαετία του στη Γιουβέντους, δηλαδή από το 1996 έως το 2001, να τέλεσε με επιτυχία την… πριγκιπική εκπαίδευσή του ώστε να είναι έτοιμος να αναλάβει τα καθήκοντά του στο θώκο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Έως τότε, στα 29 του, είχε καταφέρει να είναι πρωταθλητής κόσμου και πρωταθλητής Ευρώπης, ενώ σε ό,τι αφορά το Euro του 2000, σε Βέλγιο και Ολλανδία, σπανίως ποδοσφαιριστής είχε κάνει τόσο σπουδαίες ατομικές εμφανίσεις.

Απλώς ο Ζιντάν της Ρεάλ, τους πρώτους μήνες της Δημιουργίας, δεν ήταν ο ποδοσφαιριστής που φαντάζονταν στην πρωτεύουσα της Ισπανίας. Μέχρι που ξεκίνησε να είναι.

Ο Ζιντάν έβαλε το πέμπτο γκολ του με τη Ρεάλ στο πρωτάθλημα στις 5 Ιανουαρίου του 2002, με αντίπαλο την Ντεπορτίβο λα Κορούνια. Επειδή ήταν ανίκανος να κάνει οτιδήποτε άσχημο στο χορτάρι, εκείνο το τέρμα ήταν απίθανο: είναι η φάση που φέρνει την μπάλα από το αριστερό στο δεξί, την σταματάει με την πατούσα και την στέλνει ξανά στο αριστερό του, για να πετύχει το 2-1, πριν η Ρεάλ σφραγίσει τη νίκη με σκορ 3-1. Είχε, όμως, να σκοράρει τρεις μήνες: είχε βάλει τέσσερα τις τρεις τελευταίες αγωνιστικές του Σεπτεμβρίου και την πρώτη του Οκτωβρίου, αλλά πέραν τούτου ουδέν. Δεν είχε παίξει, επίσης, στα πέντε από τα έξι παιχνίδια της πρώτης φάσης των ομίλων του Champions League, ενώ σκόραρε για πρώτη φορά στις 21 Νοεμβρίου του 2001, σε ένα 3-2 επί της Σπάρτα στην Πράγα, για την πρεμιέρα της δεύτερης φάσης.

Επιπλέον, δεν ήταν δημιουργικός: η πρώτη ασίστ του στο Champions League ήρθε στο 3-0 επί του Παναθηναϊκού, στις 4 Δεκεμβρίου, ενώ στη Liga είχε δώσει τέσσερις όλο το 2001.

Δεν μπορείς να πεις ότι ήταν κακός, από την άποψη της καλλιτεχνίας, άλλωστε, ποτέ δεν ήταν, αλλά δεν ήταν παραγωγικός όσο νόμιζαν στη Μαδρίτη. Ενώ του πήγαινε ιδιαιτέρως η λευκή φανέλα, έμοιαζε να νοσταλγεί το χειμώνα του Τορίνο, τη Fiat και τον Αλεσάντρο ντελ Πιέρο.

Το μυστικό μάλλον κρυβόταν στο πατρώνυμό του: Γιαζίντ. Η αλγερινή καταβολή σε συνδυασμό με την πολιτισμική κομψότητα, από τη Βουργουνδία στο Τορίνο και τώρα στη Μαδρίτη, έβγαζε στην ούγια έναν εύθραυστο ψυχισμό. Στη Ρεάλ ήταν αισιόδοξοι: και ο Ζιντάν ξεκίνησε να παίζει στο γνώριμο τέμπο του.

 

Το πλασέ και ο τραυματισμός

Δίχως να σημαίνει ότι τα στατιστικά του απογειώθηκαν, ο Γάλλος έγινε πολύ πιο χρήσιμος: βρήκε τη θέση του πίσω από τους Φερνάντο Μοριέντες και Ραούλ και ενορχήστρωνε το παιχνίδι της Ρεάλ. Στην πρόκριση επί της Μπάγερν Μονάχου στους προημιτελικούς, με την εντυπωσιακή ανατροπή, 2-0, στη ρεβάνς του 2-1, στο «Μπερναμπέου», με τα γκολ του Ιβάν Ελγκέρα και Γκούτι, ήταν βασικός και αναντικατάστατος. Αλλά το καθοριστικό σημείο ήταν ο πρώτος ημιτελικός του Champions League με την Μπαρτσελόνα. Ο Ζιντάν, ούτως ή άλλως, δεν ήταν ένας ποδοσφαιριστής των αριθμών, η παρουσία του στην ατομική και τη συλλογική μνήμη ουδόλως βασιζόταν σε γκολ και ασίστ. Όταν ο Πάολο Μοντέρο, μετά το 4-1 επί της Ντινάμο Κιέβου στο «Ολιμπίσκι» για τον πρώτο προημιτελικό του Champions League το 1998, μπήκε στα αποδυτήρια της Γιουβέντους και τραγούδησε «ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο» για εκείνον -σε ένα ματς, μάλιστα, που είχε κάνει χατ τρικ ο Αλεσάντρο ντελ Πιέρο- δεν ήταν τυχαίο. Δεν αποτελούσε παίκτη των αριθμών, αν τον θεωρούσες έναν από τους κορυφαίους όλων των εποχών στο χαρτί δεν θα μπορούσες να βρεις το δίκιο σου παρουσιάζοντάς τον με άλλον τρόπο εκτός από την εικόνα του.

Ακόμα και το γκολ του με τη Λεβερκούζεν, στα χασομέρια του πρώτου ημιχρόνου του τελικού, μετά τη δεύτερη καταλυτική πάσα του Ρομπέρτο Κάρλος στο παιχνίδι, αφού, δηλαδή, είχε κάνει το πλάγιο στην πλάτη της άμυνας των Γερμανών για να δώσει την ευκαιρία στον Ραούλ για ένα ελεύθερο πλασέ, είναι εύκολο στους χαρακτηρισιμούς και δύσκολο στην περιγραφή. Εκθαμβωτικό, θεσπέσιο, ανεπανάληπτο, αλλά πώς; Πώς έδωσε τη δύναμη στην μπάλα με το αριστερό του πόδι σε ένα ψηλοκρεμαστό γυριστό, που θα προϋπέθετε ένα σουτ κατατί πιο αδύναμο; Και πώς την έστειλε στο τέρμα δίχως να το τεντώσει, όταν ακόμα και αυτό θα του έδινε ένα πλεονέκτημα;

Αυττλα τα μυστήρια, που οι ραψωδοί τα υμνούν αλλά μόνο οι φυσιολόγοι μπορούν να τα εξηγήσουν, είναι γραφτό να μείνουν αναπάντητα προς τέρψη των ρομαντικών. Εκείνο που απαντήθηκε, εκκωφαντικώ τω τρόπω μάλιστα, είναι τι έγινε όταν ο Θέσαρ, μετά την αβαρία του Λούσιο, βγήκε εκτός γηπέδου τραυματισμένος για να μπει, είτε ήθελε είτε όχι ο Βιθέντε ντελ Μπόσκε, ο αναπληρωματικός τερματοφύλακας της Ρεάλ Μαδρίτης στο παιχνίδι.

 

Τα πόδια του Ίκερ Κασίγιας έσωσαν τη Ρεάλ

Η Μπάγερ Λεβερκούζεν του Κλάους Τοπμέλερ δεν ήταν μόνο σπουδαία ομάδα, αλλά είχε και θαυμάσιους ποδοσφαιριστές ατομικά. Όλοι ήταν ένας κι ένας, με προμετωπίδα το μέσο Μίκαελ Μπάλακ. Η Ιστορία ουδόλως καλή ήταν μαζί της, σε σημείο που το προσωνύμιο «Νεβερκούπεν» ήρθε κι έδεσε. H Λεβερκούζεν απεδείχθη ανάξιος και μάταιος εραστής στις τελευταίες αγωνιστικές της Bundesliga: σε μια άνευ προηγουμένου αυτοχειρία πήρε ένα βαθμό στα τελευταία τρία ματς, με το 1-1 στο Αμβούργο για την 31η αγωνιστική, και έπειτα έριξε το πιάτο στον ποταμό Ρουρ: ηττήθηκε 2-1 εντός έδρας από τη Βέρντερ Βρέμης και 1-0 εκτός από τη Νυρεμβέργη μία αγωνιστική πριν το τέλος, ενώ η Ντόρτμουντ πήρε έξι βαθμούς στα αντίστοιχα ματς της και μετά το 2-1 επί της Βέρντερ την τελευταία αγωνιστική, στις 4 Μαΐου 2002, και παρά τη νίκη της Μπάγερ επί της Χέρτα με το ίδιο σκορ, πήρε το πρωτάθλημα με ένα βαθμό διαφορά!

Επιπροσθέτως, μία εβδομάδα μετά, στις 11 Μαΐου 2002, η Μπάγερ έχασε και το Κύπελλο, το οποίο της στέρησε επίσης ομάδα από τη Βεστφαλία: η Σάλκε του Χουμπ Στέφενς, που την νίκησε 4-2 στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου. Οι κουβέντες για το τρεμπλ είχαν ήδη αποκτήσει μια ειρωνική χροιά, αλλά στο τελευταίο δεκάλεπτο του τελικού του Champions League η Λεβερκούζε βούτηξε προς την εστία της Ρεάλ προκειμένου να στείλει το παιχνίδι στην παράταση, για να αποκτήσει πιθανότητες στη διεκδίκησή του και να σβήσει τις πρότερες αποτυχίες.

Αν δεν έγινε αυτό, η αιτία βρίσκεται σε ένα ονοματεπώνυμο: Ίκερ Κασίγιας. Δεν είχε κλείσει καν τα 21 του όταν μπήκε στο «Χάμπντεν Παρκ» της Γλασκώβης για τον τελικό -και βέβαια ήταν μάλλον σίγουρος ότι δεν θα παίξει. Ο Κασίγιας ήταν ακόμη έφηβος όταν έπαιξε το πρώτο παιχνίδι του για τους ομίλους του Champions League, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1999 στο ΟΑΚΑ, σε εκείνο το επικό 3-3 με τον Ολυμπιακό λίγες μέρες μετά το θανατηφόρο σεισμό στην Αθήνα, αλλά τώρα, στα 20 του, ο Ντελ Μπόσκε τον εμπιστεύεται τόσο όσο: δεν έχει παίξει στα δύο διπλά, με Μπάγερν και Μπαρτσελόνα, και από τις 2 Μαρτίου του 2002 έως τις 10 Μαΐου, που τελειώνει η Liga, δεν παίζει ένα ματς: μόνο στα δύο από τα τελευταία 11 παιχνίδια είναι στον πάγκο, στα υπόλοιπα δεν βρίσκεται καν στην αποστολή.

Ο Ντελ Μπόσκε εμπιστεύεται τον Θέσαρ πολύ περισσότερο, αλλά στο 68’ ο Βραζιλιάνος Λούσιο, της Μπάγερ, τον κλωτσάει στο πόδι και τον βγάζει εκτός. Ο Κασίγιας μπαίνει και στο τελευταίο δεκάλεπτο, όταν η Λεβερκούζεν είναι ασυγκράτητη και ψάχνει per mare per terram το γκολ της ισοφάρισης, κρατάει τις Θερμοπύλες με τρεις μεγαλειώδεις αποκρούσεις: η πρώτη είναι «κανονική», αφού βγάζει με εκτίναξη το σουτ του Γιλντιράι Μπάστουρκ. Η δεύτερη είναι ένα εντυπωσιακό διώξιμο με τα πόδια στην προβολή μέσα από τη μικρή περιοχή και στο αριστερό δοκάρι της Ρεάλ του Ντίμιταρ Μπέρμπατοφ. Η τρίτη έρχεται αμέσως μετά με κεφαλιά του ίδιου ποδοσφαιριστή, πάλι από κόρνερ: είναι εκείνη που σφραγίζει την κατάκτηση του ένατου από τη Ρεάλ. Έπρεπε να περάσουν 11 χρόνια για να φτάσει σεζόν να παίξει λιγότερα ματς -και αυτό έγινε το 2012-13 που ο Ζοσέ Μουρίνιο τον κατηγόρησε για ρουφιανιές στους δημοσιογράφους. Εκείνο το βράδυ στη Γλασκώβη ο Κασίγιας θα κέρδιζε τη θέση του βασικού στο τέρμα της Ρεάλ μέχρι το 2015, ακόμα κι αν περνούσαν 12 χρόνια για να σηκώσει ξανά, ο ίδιος πια, ως αρχηγός, ένα τρόπαιο του Champions League, και θα έθετε τις βάσεις για να γίνει ο άγιος Ίκερ του ισπανικού ποδοσφαίρου.    

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News