Αν η Δανία ήθελε να κάνει ποτέ διαφήμιση τουρισμού ώστε να προσελκύσει στην Κοπεγχάγη Έλληνες ταξιδιώτες, θα έφτανε ένα ντοκιμαντέρ με στιγμιότυπα του Ρενέ Χένρικσεν από την εξαετή παρουσία του στον Παναθηναϊκό.
Όχι τύπου πόσο παικταράς ήταν, που βέβαια ήταν ένας στόπερ ο οποίος είχε κάτι από αυτό που κάνει τώρα κορυφαίο τον Βίρτζιλ φαν Ντάικ, αλλά σε άσχετες στιγμές. Μία κάμερα πάνω του με το παιχνίδι να παίζεται στο επιθετικό μισό του Παναθηναϊκού.
Πλάνα από την επιστροφή στα αποδυτήρια για την ανάπαυλα ενός παιχνιδιού. Ή ύστερα από μία πάσα. Ο Χένρικσεν υπήρξε οπτασία για το ελληνικό ποδόσφαιρο: δεν ήταν ένας απλώς καλός χαρακτήρας, πολλά παιδιά, στην ούγια, είναι καλοί χαρακτήρες.
Ήταν από εκείνους τους λίγους ποδοσφαιριστές στην Ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου που έμοιαζαν να αγωνίζονται με ένα φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι τους. Μόνο και μόνο η παρουσία του ήταν κατασταλτική για τα πάθη που δημιουργεί η μαζική συνάθροιση, για οτιδήποτε κι αν γίνεται.
Έμοιαζε με κακό κάρμα να προσβάλεις τον Δανό αμυντικό, να τον βρίσεις ή να του πετάξεις αντικείμενο. Ο Χένρικσεν είχε ουσιαστικά την παιδεία εκείνου του ποδοσφαιριστή που οι Δανοί πήραν… δάνειο από τους Ολλανδούς και αυτό καθιστούσε ακόμα πιο έντονη την οντότητά του, σε ένα παιχνίδι που υπάρχουν 22 άνθρωποι μέσα στο γρασίδι.
Ήταν ένας κεντρικός αμυντικός, εν ολίγοις, που έφερε στον Παναθηναϊκό, το 1999, ό,τι προπονητές όπως ο Γιούργκεν Κλοπ και ο Πεπ Γκουαρδιόλα θέλουν από τους δικούς τους αμυντικούς στις ομάδες τους. Φυσικά, τηρουμένων των αναλογιών.
Μπορούσε να βγάζει την μπάλα με πάσα έξω από την περιοχή σε καταστάσεις πίεσης, κάτι που, αν δεν ήταν καινοφανές στα ημέτερα, ήταν σίγουρα πολύ σπάνιο. Υπέπιπτε σε παραβάσεις με πολύ χαμηλότερη συχνότητα από το συνηθισμένο και σίγουρα δεν ήταν τραχύς, αν και στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ήταν αδιαπέραστος.
Ο Χένρικσεν ήταν στόπερ-σκακιστής και από φύση και καλλιέργεια δεν απασχολείτο με το μαρκάρισμα ενός ποδοσφαιριστή, αλλά υπήρξε αναγνώστης του ποδοσφαίρου ως αποτελέσματος στατιστικής, δηλαδή διάβαζε τη φάση και πιθανολογούσε ότι το σημείο που βρισκόταν την εκάστοτε στιγμή ήταν το καλύτερο δυνατόν, κάτι για το οποίο κατά κόρον δικαιωνόταν.
Εξάλλου, ήταν ένας από εκείνους τους αμυντικούς που έκαναν τους παρτενέρ τους στην άμυνα καλύτερους. Δεν είναι τυχαίο ότι η συνεργασία του με τον Γιάννη Γκούμα δεν έφερε μόνο υπέροχα αποτελέσματα για τον Παναθηναϊκό κατά τις αρχές του Millennium, αλλά ωφέλησε ιδιαιτέρως τον Έλληνα κεντρικό αμυντικό.
Οι δυο τους, άλλωστε, είχαν ένα κοινό: δεν ήταν η αρχική θέση τους εκείνη του στόπερ.
Το μικρό μαντράκι και ο Παναθηναϊκός
Ο Χένρικσεν έδειχνε μέσω της ίδιας της εμβέλειάς του και της συμπεριφοράς του απέναντι σε καταστάσεις οι οποίες έμοιαζαν κομβικές είτε ότι δεν ήταν τόσο σημαντικό αυτό που συνέβαινε είτε ότι υπήρχε κι άλλος τρόπος για να αντιμετωπίζονται τα πράγματα και δεν χρειαζόταν βία.
Αυτό εκπορευόταν από το χαρακτήρα του, το πολύ απλό στην κατανόηση και πολύ σύνθετο επί του πρακτέου αξιακό σύστημά του, αλλά και από την ποδοσφαιρική καλλιέργειά του. Σε αυτό, βέβαια, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο ότι ήταν κεντρικός μέσος ως τα τέλη της εφηβείας του.
Σημαίνει ότι είχε μάθει συνολικά το ποδόσφαιρο ως παιδί. Όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του σε ελληνική αθλητική ιστοσελίδα και το δημοσιογράφο Κώστα Γουλή, ξεκίνησε στα 4 του, μόνο και μόνο επειδή έκλαιγε που ο εξάχρονος αδελφός του είχε μπει σε ομάδα. Η εκπαίδευση που έλαβε ήρθε ακριβώς την εποχή της ανάτασης του ποδοσφαίρου της Δανίας, μέσω της εθνικής ομάδας.
Για να δοθεί μια πιο ιλαρή έμφαση, ο Γερμανός Σεπ Πιόντεκ έφερε το ολλανδικό στυλ του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου σε μία ομάδα που κατέστη από τις πιο θεαματικές των 80s παγκοσμίως.
Ο Χένρικσεν τόνισε ότι ως πιτσιρικάς έπαιζε ποδόσφαιρο σε ένα χώρο που περικλειόταν από ένα μικρό μαντράκι και σε ασκήσεις τεσσάρων εναντίον τέσσερις είχε την υποχρέωση να πασάρει χωρίς να σηκώνει την μπάλα σε ύψος που θα έβγαινε από τη μάντρα. Επίσης, δεν επιτρέπονταν τα τάκλιν.
Φυσικά, αυτό έπιασε τόπο όταν έπαιξε στην AB (Akademisk Boldklub Gladsaxe), βόρεια της Κοπεγχάγης, αλλά και όταν, αργότερα, πήγε στον Παναθηναϊκό, στον οποίο σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι σε 17 χρόνια, δηλαδή από το 1988 έως το 2005, έπαιξε σε μόλις δύο ομάδες αναδεικνύει το ποιόν του και το τι σημαίνει για εκείνον να είναι χαρούμενος.
Ότι τον κέρδισε ο Παναθηναϊκός το 1999 είναι επίσης αξιοπρόσεκτο, καθώς ήταν ο MVP στον τελικό του Κυπέλλου απέναντι στην Άαλμποργκ, τη νίκη με σκορ 2-1 στις 13 Μαΐου στο «Πάρκεν» της Κοπεγχάγης.
Ομάδες από την Bundesliga φέρεται να τον ήθελαν, αλλά ο ίδιος, που είχε ενσωματωθεί στην εθνική Δανίας μετά την παρουσία της στα προημιτελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1998, προτίμησε τον Παναθηναϊκό ύστερα από μία εβδομάδα στην Αθήνα.
Η πρώτη χρονιά του, όταν οι «πράσινοι» έπαιξαν μεγαλειώδες ποδόσφαιρο με ένα εκπληκτικό ρόστερ (Αλιόσα Ασάνοβιτς, Καρλ Χάιντς Φλίπσεν εκτός των άλλων) και τον Γιάννη Κυράστα στον πάγκο τους, ήταν από τις πλέον άρτιες που έχει κάνει κεντρικός αμυντικός στα ελληνικά γήπεδα.
Να σημειωθεί εδώ ότι ο Παναθηναϊκός αδικήθηκε και από την… τηλεοπτική ιστορία. Ένα από τα πιο κυριαρχικά ματς που έχει κάνει ελληνική ομάδα επί ενός αντιπάλου υψηλού επιπέδου ήταν εκείνο στο ΟΑΚΑ για τον τρίτο γύρο του Κυπέλλου UEFA, στις 9 Δεκεμβρίου 1999, με την Ντεπορτίβο λα Κορούνια.
Οι «πράσινοι» αποκλείστηκαν μετά την ισοπαλία με σκορ 1-1, αφού είχαν ηττηθεί 4-2 στο «Ριαθόρ», αλλά ισοφαρίστηκαν στο 89’ και η Ντέπορ, που κατέκτησε τη Liga στην Ισπανία λίγους μήνες μετά, δεν είχε κάνει… φάση.
Η τηλεόραση δεν έδειξε εκείνο το παιχνίδι ζωντανά την Πέμπτη παρά μόνο το μεσημέρι του Σαββάτου και εκείνοι που το παρακολούθησαν μπορούν να διαφυλάξουν μέσα τους τη σπουδαία εμφάνιση του Παναθηναϊκού.
Ο Χένρικσεν ήταν, βεβαίως, βασικό και αναντικατάστατο μέλος εκείνης της ομάδας. Όχι μόνο βελτιώθηκε, αλλά στο Euro 2000 έπαιξε και στα τρία ματς της Δανίας, η οποία, πάντως, δίχως τους παλιούς ποδοσφαιριστές της που είχαν αποσυρθεί ομαδόν, μέτρησε… οκτώ γκολ κατά και κανένα υπέρ με την πρωταθλήτρια Ευρώπης Γαλλία (3-0), την οικοδέσποινα Ολλανδία (3-0) και την Τσεχία (2-0).
Μάλιστα, εκείνο το έτος ψηφίστηκε ποδοσφαιριστής της χρονιάς στη Δανία. Δύο χρόνια αργότερα, ήταν στην ομάδα που έφτασε στους «16» του Παγκόσμιου Κυπέλλου, το οποίο έγινε σε Νότιο Κορέα και Ιαπωνία, έπαιξε και στα τέσσερα ματς. Με Ουρουγουάη, Σενεγάλη, Γαλλία (το θριαμβευτικό 2-0) και την Αγγλία, από την οποία οι Δανοί ηττήθηκαν 2-0.
Με τους υπέροχους «κόκκινους» έπαιξε 66 φορές και στο Euro του 2004 είχε τέσσερις συμμετοχές, μεταξύ αυτών και στο «ύποπτο» 2-2 με τη Σουηδία, που άφησε εκτός νοκ άουτ τους Ιταλούς. Τελευταίο παιχνίδι του ήταν ο προημιτελικός με την Τσεχία, που οι Δανοί ηττήθηκαν 3-0.
Στον Παναθηναϊκό, με τον οποίο κατέκτησε το πρωτάθλημα του 2004, τη χρονιά που η εθνική ομάδα, που ομοίαζε στο παιχνίδι του «τριφυλλιού», άλλωστε ο κορμός της ήταν οι ποδοσφαιριστές του, έμεινε ως το 2005 και έπειτα σταμάτησε το ποδόσφαιρο.
Ο λόγος ήταν ότι ήθελε να περάσει περισσότερο χρόνο με την οικογένειά του, αφού τα παιδιά του τότε ήταν μικρά. Δεν τον χρησιμοποίησε κατ’ επίφαση, αλλά το έκανε πραγματικότητα και απομακρύνθηκε οριστικά του ποδοσφαίρου.
Θα γινόταν, λόγω της ικανότητάς του να διαβάζει το παιχνίδι, εξαιρετικός προπονητής, αλλά προτίμησε την οικογένειά του. Στα 53 του, με τα παιδιά πια να έχουν μεγαλώσει, μπορεί να το σκεφτεί ξανά.
Έζησε σπουδαίες ευρωπαϊκές στιγμές με τον Παναθηναϊκό: την πρόκριση στο δεύτερο γύρο του Champions League το 2001 και τα προημιτελικά του 2002, ύστερα από προκρίσεις από δύο ομίλους. Το αίσθημα της πίκρας, πάντως, από εκείνο το 3-1 της Μπαρτσελόνα στο «Καμπ Νου», στο δεύτερο προημιτελικό της 9ης Απριλίου, είναι αυτονόητο.
Το σουτ του Γκόραν Βλάοβιτς ακόμη τον στοιχειώνει. Το ποδόσφαιρο μπορεί να κάνει και τους σοφότερους των ανδρών να χάσουν το μυαλό τους, οπότε οσάκις παρακολουθεί εκείνο το σουτ του Κροάτη, φωνάζει «μπες» στην μπάλα.
Θυμάται, πάντως, πολύ έντονα το παιχνίδι στη Ριζούπολη, το 3-0 του Ολυμπιακού τον Μάιο του 2003, που σηματοδότησε το έβδομο διαδοχικό «ερυθρόλευκο» πρωτάθλημα και θεωρεί, με βάση αυτό που είπε στη συνέντευξη, ότι ο Παναθηναϊκός δεν έπρεπε να παίξει ποτέ αυτό το παιχνίδι.
Η ευλογημένη ισορροπία απέναντι στον καρκίνο
Ό,τι ενέπνεε η παρουσία του μέσα στο παιχνίδι, ήταν ένας τρόπος ζωής. Υπήρξε πιστός σε εκείνους που τον έκαναν να νιώθει χαρά και για αυτό δεν έφυγε από την AB παρά μόνο ένα χρόνο πριν τη λήξη του συμβολαίου του ούτε και έψαξε μια καλύτερη συμφωνία με άλλο σύλλογο κατά την εξαετία του στον Παναθηναϊκό.
Η μεγαλύτερη μάχη που κλήθηκε να δώσει ένας ποδοσφαιριστής που αντιλαμβανόταν την παρουσία του σε ένα παιχνίδι και έτσι το έδειχνε στον κόσμο, σαν μια νοητική άσκηση που στόχο έχει την ψυχαγωγία, ήταν με τον καρκίνο.
Ο Χένρικσεν έμαθε το 2017 ότι είχε προσβληθεί από μυελομάτωση ή πολλαπλό μυέλωμα μυελού των οστών. Πρόκειται για μία μορφή καρκίνου που αρχικά βάζει ως στόχο κύτταρα πλάσματος (λευκά αιμοσφαίρια που παράγουν αντισώματα). Αντιμετώπισε την ασθένεια με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε όλη τη ζωή.
Εμπιστεύθηκε τους επιστήμονες και την ιατρική πρόοδο στη Δανία και το 2019 ανακοίνωσε ότι η ασθένειά του είχε τεθεί υπό έλεγχο. Η στωικότητα με την οποία αντιμετώπισε την κατάσταση είναι ούτως ή άλλως ένα προσόν δυσεύρετο, που ο Χένρικσεν το επιδεικνύει στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του, διότι μόνο εκεί αξίζει τον κόπο.
Ο Ρενέ Χένρικσεν μένει στη φάρμα του λίγο έξω από την Κοπεγχάγη, χαϊδεύει τις μουσούδες των αλόγων του και ασχολείται με καταστάσεις που τον ευχαριστούν, εκτιμώντας μέσα από αυτές το χρόνο.
Δεν θα γινόταν, μόνο, ένα τέλειο τρέιλερ για τον τουρισμό στη Δανία, αλλά και ένα φανταστικό ενσταντανές για το πώς πρέπει να ζει κάποιος τη ζωή. Να κάνει αυτό που του αρέσει, να μένει εκεί που περνά καλύτερα και να είναι απομακρυσμένος της μισαλλοδοξίας και των μωροφιλοδοξιών.