Σε σχεδόν μισή ντουζίνα περιπτώσεις, στο φιλικό της εθνικής ομάδας με το συγκρότημα της Λιθουανίας στην «Αγιά-Σοφια», το οποίο τελείωσε χωρίς γκολ, ο Κώστας Φορτούνης προέβη σε υψηλές μεταβιβάσεις. Αυτό έγινε ή για να αλλάξει παιχνίδι ή για να εκμεταλλευτεί το χώρο μπροστά του, πάντως μπορούσες να θαυμάσεις την άνεση με την οποία, ευθυτενώς, έβρισκε το συμπαίκτη του ακριβώς. Στο σημείο που θα βρισκόταν, στο σημείο που ήταν, στο σημείο που τον ανάγκαζε να πάει.
Και ήταν τόσο άκοπο. Όλα όσα κάνει ο Φορτούνης στο τερέν μοιάζουν άκοπα. Δεν φαίνεται ότι περιέχουν κάματο. Το χάρισμα ξεχειλίζει. Τον καθιστά ξεχωριστό. Στο γήπεδο αντιλαμβάνεσαι, μάλλον χωρίς να έχεις δει καν το ζέσταμα κι ακόμα κι αν δεν έχεις ιδέα ποιος είναι, ότι απλώς είναι τουλάχιστον ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας του.
Είναι άγνωστο τι θα απαντούσε αν τον ρωτούσαν πόσο προσπάθησε για να γίνει αυτός που είναι στην καριέρα του. Τι θα γινόταν αν δεν υπήρχε αποσβολωτικά χαρισματικός ανά στιγμές και αν δεν είχε αυτήν την αίσθηση για το παιχνίδι που του έδειξε το δρόμο προς μια ωραία καριέρα. Ανήκει, ωστόσο, σε μια κατηγορία που είναι σπάνια. Ο ποδοσφαιρικός κανόνας δεν προϋποθέτει τέτοιου είδους ψυχαγωγία.
Υποκείμενο πόθου από μόνο του, ο Φορτούνης μπορεί να είναι ο εγκέφαλος οποιασδήποτε ομάδας. Αλλά από το κεφάλι στην πράξη, χρειάζονται τα συστατικά που θα κάνουν (την ομάδα) να λειτουργήσει. Αυτό θα πρέπει να συμβαίνει με βάση τους κανόνες της. Χρειάζεται, σχεδόν επιτακτικά, τουλάχιστον ένας ποδοσφαιριστής που θα έχει σβήσει τον εγωτισμό του, θα έχει βγάλει τον εαυτό του από την εξίσωση, θα είναι διατεθειμένος να γίνει θυσία.
Θα έχει ατσαλωθεί μέσα από εκτιμήσεις που δεν θα τον φέρνουν ψηλά στο ποδοσφαιρικό οικοσύστημα και, ταυτοχρόνως, θα είναι ο πιο χαρούμενος ποδοσφαιριστής της ομάδας, επειδή δεν θεωρούσε ότι θα έφτανε εκεί.
Για κάθε Φορτούνη, που δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνείας για τα χαρίσματά του, υπάρχει ένας Μανώλης Σιώπης, που δεν κρατάει οτιδήποτε πίσω. Που ακριβώς επειδή νιώθει ευγνωμοσύνη για την ομάδα που τον περιλαμβάνει στο δυναμικό της, της επιστρέφει στο πολλαπλάσιο ακριβώς ό,τι διαθέτει.
Ο Σιώπης γεμίζει το ρεζερβουάρ του πριν από κάθε παιχνίδι και το αδειάζει στον αγωνιστικό χώρο. Αφήνει όλη τη διαθέσιμη τεστοστερόνη και την ανάλογη αδρεναλίνη στο τερέν. Γίνεται χρήσιμος, όχι απλώς επειδή αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι το εφόδιο που θα του επιτρέψει να κάνει καριέρα αλλά, διότι δεν ξέρει οποιονδήποτε άλλον τρόπο.
Κάθε Σιώπης αυτού του κόσμου δεν έχει αντίρρηση να βρίσκεται στην πρώτη σειρά, του φτάνει να είναι, έστω κι αν φαίνεται μόνο το κεφάλι, στην αναμνηστική φωτογραφία. Ό,τι συμβαίνει γύρω του, ειδικά στα παιχνίδια της Εθνικής, είναι ένα δώρο.
Θα μπορούσε μόνο να φανταστεί κάποιος πόσες αμφιβολίες τον έχουν περικυκλώσει σε όλη την επαγγελματική καριέρα του, από το 2013, δηλαδή, όταν υπέγραψε το πρώτο συμβόλαιό του με τον Ολυμπιακό, από τις ακαδημίες του οποίου βγήκε. Δανεικός στον Πλατανιά, δανεικός στον Πανιώνιο τρεις φορές, αγορά από τον Άρη, από τους «κίτρινους» στην Αλάνιασπορ, από εκεί στην Τραπεζούντα, με τη φανέλα της Τραμπζονσπόρ.
Ταυτοχρόνως, σε όλες τις μικρές Εθνικές και τώρα τη μεγάλη, με πρώτη κλήση το 2014 και ντεμπούτο το 2019. Μια πορεία γεμάτη προσπάθεια και εγκατάλειψη, μια στιβάδα συλλογής αποδεικτικών στοιχείων ώστε να δείξει πως αξίζει. Ο Σιώπης μοιάζει από εκείνους τους ποδοσφαιριστές που αν τους έλεγε ο προπονητής ότι θα πρέπει να πίνει γάλα αμυγδάλου που υπάρχει μόνο σε ένα σούπερ μάρκετ σε απόσταση 300 χιλιομέτρων από το σπίτι του, θα πήγαινε εκεί, με κάθε τρόπο και κόστος, προκειμένου να το προμηθεύεται.
Ούτε ερώτημα να παίζει όπου πρέπει την εκάστοτε στιγμή, χωρίς γκρίνιες και όποια άλλη παθογένεια μπορεί να γεννήσει το «εγώ». Ο Σιώπης, όπως κάποτε ο Γιώργος Καραγκούνης, δεν διστάζει να μπει στο τερέν έχοντας ήδη τσαλακωμένη την εικόνα του, για να δείξει -και να το εννοεί- πως θα κάνει ό,τι του ζητηθεί. Η επικεφαλίδα, καθώς τον αφήνει αδιάφορο, είναι μόνο το όνομά του στους 11 που θα ξεκινήσουν το ματς, αλλά ακόμα κι αν δεν βρίσκεται σε αυτούς, ο προπονητής έχει δίκιο. Του φτάνει που τον έχει εμπιστευθεί τόσο ώστε να τον καλέσει.
Ο Σιώπης από την Αλεξανδρούπολη πρόκειται να υπομείνει αγόγγυστα κάθε απαίτηση για χαμαλίκι. Ο ενθουσιασμός του δεν υπάρχει περίπτωση να εξαρτηθεί από το χρόνο συμμετοχής του. Κι όταν σκοράρει, όπως στο 3-0 με το Γιβραλτάρ, δεν θα υπάρχει κάποιος να πει πως αυτό δεν είναι άξιο κεκτημένο.
Είναι μέλος μίας ομάδας η οποία ψάχνει την πρώτη συμμετοχή της σε μεγάλη διοργάνωση από το 2014 και, ταυτοχρόνως, παίζει με έναν κοινό σκοπό, δηλαδή να σηκώσει το κληροδότημα της Εθνικής που πετύχαινε διότι έπαιζε με παροιμιώδη ανυστεροβουλία.
Ελάχιστες είναι οι ποδοσφαιρικές ομάδες που έχουν καταφέρει να φτάσουν ψηλά χωρίς να έχουν τουλάχιστον έναν ποδοσφαιριστή με τη λογική (ή την έλλειψη λογικής) του Μανώλη Σιώπη, η φερεγγυότητα του οποίου είναι αποτέλεσμα, όχι των ικανοτήτων αλλά, της νοοτροπίας του.
Ο Καραγκούνης, στο παρελθόν, δεν ήταν απλώς ένας υπηρέτης των σκοπών της Εθνικής, αλλά θυσίασε τις ίδιες τις δυνατότητες που διέθετε ώστε να λειτουργεί με αυταπάρνηση και να κάνει ό,τι του ζητάται κι ακόμα παραπάνω.
Έφτανε στη μέθεξη, εκείνο το σημείο που είχε μπει, πια, εντελώς στο πετσί του ρόλου του, κι αυτό συνέβαινε ξεδιάντροπα, χωρίς να ανησυχεί για τον τρόπο που αντανακλά η παρουσία του στους εξωτερικούς παρατηρητές, ακόμα και για την κριτική που θα επέφερε ο υπερβάλλων ζήλος του. Ήταν απλώς εκεί, κάθε φορά, διαθέσιμος, έτοιμος να δωρίσει το σώμα του στην επιστήμη για τον κοινό σκοπό.
Αυτή η ανιδιοτέλεια δεν δημιουργεί οπαδούς, καθώς οι ρίζες της δεν βρίσκονται στην ψυχαγωγία, αλλά στην ίδια την ανάγκη. Ο κόσμος δεν παρακολουθεί ποδόσφαιρο για να ταυτίζεται με εκείνον που παίζει λες και του έχουν απαγάγει τη σύζυγό και που μόνο αν νικήσει θα την αφήσουν, αλλά για να υποστηρίζει αυτόν που θα ήθελε να του μοιάζει.
Ο Σιώπης ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Αλλά είναι υπεραπαραίτητος, διότι εχέγγυο επιτυχίας είναι να διαθέτεις ποδοσφαιριστές που μοιάζουν να παίζουν με το μαχαίρι στο λαιμό: δεν πρόκειται να σε προδώσουν. Μπορεί το φιλοθεάμον κοινό να μη δίνει μεγάλη σημασία, αλλά αυτό δεν αποτελεί προτεραιότητα. Η δικαίωση του ακάματου είναι να βρίσκεται εκεί, ώστε να βγει η δουλειά. Κι αν αυτή η δουλειά απαιτεί υπερωρίες και υπέρβαση, τόσο το καλύτερο. Όσο λιγότερος είναι ο χρόνος για χάσιμο τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες επιτυχίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
- Άρης: Τα... γνωστά «ντου» του Καρυπίδη - Την «έπεσε» στον Τσαγκαράκη και συνεχίζει να δυσφημεί το ελληνικό ποδόσφαιρο!
- Φουρνιέ: Ο Μπαρτζώκας βρήκε τον Ζιντάν του
- Ολυμπιακός-ΑΕΚ: Η αποστολή των «ερυθρόλευκων» - Εκτός ο Εσε
- Κώστας Παπανικολάου: «Το καλεντάρι που έχει στηθεί από Ευρωλίγκα και FIBA είναι προβληματικό»
- Γερεμέγεφ: «Οι ιδέες του Ρουί Βιτόρια είναι περισσότερο επιθετικογενείς» - Σένκεφελντ: «Θετική αύρα ο Ρουί Βιτόρια»