Δημήτρη, κοίτα απλά το όνειρο που ζει ο… Cross-tas!

Την ώρα που το όνομα του Κώστα Τσιμίκα γίνεται… τραγούδι στο «Άνφιλντ», ο Δημήτρης Γιαννούλης βιώνει τι θα πει «δύσκολη αρχή» στην Premier League. Ο Βασίλης Γεωργιώτης εξηγεί, γιατί στο Νησί δεν αστειεύονται.

H Premier League είναι ένα πρωτάθλημα που κάθε ποδοσφαιριστής ονειρεύεται να αγωνιστεί και να διαπρέψει. Έχει λάμψη, ποιότητα, χαρίζει πρεστίζ, χρήμα, δόξα. Ελάχιστοι καταφέρνουν να φτάσουν ως εκεί και ακόμα λιγότεροι να δημιουργήσουν αίσθηση γύρω από το όνομά τους.

Γύρω στους 30 συμπατριώτες μας έχουν καταφέρει από το 1996, όταν ο Γιώργος Δώνης φόρεσε τη φανέλα της Μπλάκμπερν, να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και να καταφέρουν να αγωνιστούν έστω σε έναν επίσημο αγώνα της Premier League.

Άλλο, όμως, παίζω, συμμετέχω, κι άλλο πρωταγωνιστώ. Το επίπεδο είναι πολύ υψηλό, οι ρυθμοί γρήγοροι και απαιτητικοί και ο συναγωνισμός για κάθε μία από τις έντεκα διαθέσιμες θέσεις του βασικού, αδυσώπητος. Μία-δυο κακές εμφανίσεις κι έφυγες από την ενδεκάδα. Τέσσερις-πέντε και κόπηκες από την αποστολή. Ένας τραυματισμός και βρίσκεσαι στην Κ23, μέχρι να ξαναβρείς τη φόρμα σου και να αδειάσει μια θέση.

Το έχουν βιώσει πολλοί στο παρελθόν και εξακολουθεί να αποτελεί τον κανόνα του παιχνιδιού, σε μια λίγκα όπου ή θα πρέπει να είσαι «παιχταράς» ή να διαθέτεις το κατάλληλο πακέτο που ταιριάζει στις ανάγκες του πρωταθλήματος και του προπονητή σου.

Τούτες τις μέρες βιώνουμε την αποθέωση του Κώστα Τσιμίκα στη Λίβερπουλ. Ο σούπερ Cross-tas (λόγω σέντρας) ή Coast-as (επειδή καλύπτει όλη την πλευρά), ο MVP του αγώνα με την Μπέρνλι, έχει βιώσει τα παραπάνω στο πετσί του. Πέρασε μια σεζόν στην Premier League μεταξύ πάγκου (22 φορές) και εξέδρας (14) και έγραψε μόλις 2 συμμετοχές και συνολικά 6 αγωνιστικά λεπτά παρουσίας στο γήπεδο, ενώ πήρε απλά άλλες πέντε αδιάφορες συμμετοχές στα Κύπελλα Αγγλίας και Ευρώπης. Κανονική σφαλιάρα! Ήταν Cost-as (αυτός που κοστίζει – αλλά δεν παίζει…). Χωρίς ματς στα πόδια του, έχασε και τη θέση του στην Εθνική Ελλάδας και ήταν πράγματι αποκαρδιωτικός όσες φορές τον εμπιστεύτηκε ο Τζον Φαν’τ Σχιπ.

Από την άλλη, ο Δημήτρης Γιαννούλης μετακόμισε στην Αγγλία μεσούσης της περσινής περιόδου, για να φορέσει την κιτρινοπράσινη φανέλα μιας της Νόριτς, μιας γνωστής μεν ομάδας, που αγωνιζόταν, όμως, στην Championship. Πήρε αμέσως τη φανέλα του βασικού, πρόλαβε να παίξει σε 16 ματς και βοήθησε να κερδίσουν τα «καναρίνια» την απ’ ευθείας (επ)άνοδο στην Premier League. Στην Εθνική υπερκέρασε τον παροπλισμένο Τσιμίκα και λογιζόταν αυτό το βασικό αριστερό μπακ(χαφ).

Με καλή ψυχολογία και κεκτημένη ταχύτητα ξεκίνησε και στα δύο πρώτα παιχνίδια της Νόριτς στο τρέχον πρωτάθλημα. Μόνο που η μέτρια ομάδα του αντιμετώπισε άμεσα τις δύο τελευταίες πρωταθλήτριες. Ήττα από την Λίβερπουλ εντός με 3-0, ήττα και από τη Μάντσετσερ Σίτι εκτός, με 5-0. Οχτώ γκολ έραψε το κοντέρ και όσο κι αν η άμυνα είναι ομαδική δουλειά, η μπάλα πήρε (άσχημα) τον Γιαννούλη. Ο προπονητής του, Ντάνιελ Φάρκε προσπάθησε να μαζέψει τα ασυμμάζευτα καλύπτοντας (πρώτα) τον εαυτό του, αλλά και τους παίκτες του. Στην περίπτωση του Γιαννούλη δεν ξέρουμε αν τον βοήθησε και πολύ με αυτά που είπε, μετά το ματς με τη Σίτι:

«Ήταν ένα δύσκολο πρώτο ημίχρονο για αυτόν. Πρώτη φορά παίζει σε αυτό το επίπεδο και έχει ένα δύσκολο ξεκίνημα. Την περασμένη εβδομάδα αντιμετώπισε τον Σαλάχ που πέτυχε γκολ και μοίρασε δύο ασίστ. Δεν τον άλλαξα νωρίτερα για να μην τον ντροπιάσω πολύ. Πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι πρώτη φορά παίζει σε αυτό το επίπεδο. Πρέπει να προσαρμοστεί και ξέρει ότι πρέπει να παίζει με μεγαλύτερη ποιότητα για να ανταποκριθεί στο ρόλο ρου. Είναι σημαντικός παίκτης για μας και τον χρειαζόμαστε να βρεθεί σε τοπ φόρμα. Θα το βρει, δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό».

Διόλου απίθανο στο επόμενο ματς ο Γιαννούλης να καθίσει στον πάγκο, αν δεν πάρει μια τρίτη ευκαιρία στην εντός έδρας πρόκληση με την πανίσχυρη Λέστερ.

Λίγη ώρα νωρίτερα ο Τσιμίκας άκουγε τον προπονητή του, Γίργκεν Κλοπ να λέει πόσο καλά έπαιξε και πόσο βοήθησε η ψυχραιμία του στη σέντρα που οδήγησε στο 1-0 να ξεκλειδώσει η άμυνα μιας ομάδας που έβαλε δύσκολα στη Λίβερπουλ μέσα στο γεμάτο κόσμο «Άνφιλντ».

Σίγουρα ο Κώστας Τσιμίκας δεν έγινε σταρ σε μια μέρα, όσο κι αν πιστεύει το αντίθετο ο εγχώριος Τύπος και κανείς δεν εγγυάται ότι θα συνεχίσει να παίζει όταν γυρίσει ο Άντριου Ρόμπερτσον, πιθανότατα μετά το διάλειμμα των Εθνικών ομάδων. Και ο Γιαννούλης δεν είναι τόσο κακός, ώστε να… παίζουν μαζί του ο Μο Σαλάχ, ο Γκαμπριέλ Ζεσούς και ο Μπερνάντο Σίλβα.

Μπορεί στην Ελλάδα η ταχύτητα, η οξυδέρκεια και οι επιλογές του Τσιμίκα και του Γιαννούλη να φτάνουν και να περισσεύουν, ακόμα και στη μέτρια μέρα τους, αλλά στην Premier League πρέπει να παίζουν στο «κόκκινο» σε όλα τα παιχνίδια και συνήθως οι αντοχές ενός Έλληνα με τη φυσική κατάσταση και το προπονητικό υπόβαθρο που φέρνει μαζί του από τη χώρα μας, δεν αρκούν για να βγει μια ολόκληρη σεζόν.

Στο παρελθόν, μόνο ο Νίκος Νταμπίζας και ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, που ταίριαξαν με το στυλ των ομάδων τους και είχαν δύο στοιχεία που μετράνε στο Νησί – δύναμη και ταχύτητα αντίστοιχα -, μαζί με τον πιο πρόσφατο Χοσέ Χολέμπας, που έχει, όμως γερμανική ανατροφή, μπόρεσαν να γράψουν άμεσα γεμάτες χρονιές.

Τσιμίκας και Γιαννούλης είναι στα 25-26. Ούτε μικροί (όπως ο 19χρονος Τζόλης που ακόμα δεν έχει δει προλάβει να δει την ασταμάτητη αγγλική βροχή να τρυπά το δέρμα του) ούτε μεγάλοι σε ηλικία. Έχουν τον χρόνο για να σταθούν στην Premier League, να μείνουν εκεί για χρόνια και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Όμως, οποιαδήποτε ολιγωρία, αυταρέσκεια ή… καλάμι, χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στα ταλεντάκια της Super Lesague, απαγορεύεται δια ροπάλου.

Κι αν ο Δημήτρης Γιαννούλης αισθάνεται κάποιες μέρες απογοητευμένος από την κριτική που του ασκείται, δεν έχει παρά να σερφάρει για λίγο στα τοπικά site του Λίβερπουλ για να δει πού βρισκόταν ένα χρόνο πριν στη δική του εκκίνηση στην Premier League, ο Κώστας Τσιμίκας και πόσο μεγάλη απόσταση έχει διανύσει σε δώδεκα μήνες!

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News