Αντώνης Καρπετόπουλος: Μπενκεμπάουερ - Ο Κάιζερ, ο μεγάλος καινοτόμος και η απώλεια που τον τσάκισε

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει για τον Φρανς Μπεκενμπάουερ που ήταν «κάτω από τον Θεό, αλλά σίγουρα πάνω από τον Καγκελάριο».

Κάποτε είχα διαβάσει ότι στην Γερμανία έλεγαν για τον Φρανς Μπέκενμπάουερ ότι ήταν «κάτω από τον Θεό, αλλά σίγουρα πάνω από τον Καγκελάριο». Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών και η επισήμανση ότι ήταν ο σημαντικότερος Γερμανός παίκτης-προπονητής-παράγοντας όλων των εποχών, είναι στην περίπτωσή του περιττή. Λανθασμένο θα ήταν να γράψει κάποιος κάτι στο αντίο του περιορίζοντας την αναφορά του στην δράση του στο ποδόσφαιρο. Ο Μπεκενμπάουερ είχε τεράστια επιρροή του στην ίδια την γερμανική κοινωνία γιατί υπήρξε ένας από τους Γερμανούς που άλλαξαν την ίδια την εικόνα της χώρας μετά τον πόλεμο. Υπήρξε για πάνω από μια δεκαετία το σύμβολο μιας Δυτικής Γερμανίας που προοδεύει γιατί γύρισε σελίδα. Υπήρξε όχι απλά ένας Γερμανός, αλλά ένας αληθινός Ευρωπαίος σταρ.

Δίπλα στον Αυτοκράτορα

Τον βάφτιζαν «Κάιζερ» γιατί στη Βιέννη το 1968 φωτογραφήθηκε για ένα περιοδικό δίπλα στην προτομή του Φραντς Ιωσήφ, αυτοκράτορα της Αυστρίας. Στη λεζάντα της φωτογραφίας γράφτηκε πως απεικονίζονται «οι δύο Κάιζερ», οι δύο αυτοκράτορες δηλαδή. Η προσφώνηση αυτή δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τον γιο του ταχυδρόμου από το Γκίζινγκ, που είναι μια εργατική γειτονιά του Μονάχου, όχι πολύ μακριά από τα σημερινά γραφεία της Μπάγερν.

Η Μπάγερν δεν έπρεπε να είναι η ομάδα της ζωής του, όπως και αποδείχτηκε. Ο Μπεκενμπάουερ είχε συμφωνήσει να αγωνιστεί στην άλλη ομάδα της πόλης, το διασημότερο τότε Μόναχο 1860, αλλά όταν πήγε στην πρώτη προπόνηση για να τον δοκιμάσουν, δέχτηκε μια γροθιά από ένα «παλιό» της ομάδας, κι όταν όλοι γέλασαν γιατί είδαν τον αδύνατο και ψιλόλιγνο Φράνς να αιμορραγεί, αυτός θύμωσε κι αποφάσισε ότι δεν θα έπαιζε ποτέ με αυτούς συμπαίκτες. Ετσι ο Μπεκενμπάουερ πήγε στην Μπάγερν κι έγινε η Μπάγερν. Που πριν το 1969 είχε κατακτήσει μόνο έναν γερμανικό τίτλο. Και τώρα και χάρη σε αυτόν έχει τριάντα τρεις.

Ο «Κάιζερ» υπήρξε ένας εξαιρετικός παίκτης, ένας σπάνιος αρχηγός της Μπάγερν των τριών διαδοχικών ευρωπαϊκών κυπέλλων, αλλά και ο ηγέτης της Δυτικής Γερμανίας με την οποία ως ποδοσφαιριστής έγινε πρώτα πρωταθλητής Ευρώπης το 1972 και στην συνέχεια παγκόσμιος πρωταθλητής το 1974. Υπήρξε όμως και ο προπονητής του θριάμβου των Γερμανών στο «Italia 90». Στο Ολίμπικο της Ρώμης σήκωσε το παγκόσμιο κύπελλο κι έγινε ο δεύτερος ποδοσφαιράνθρωπος της ιστορίας που το κατάφερε ως παίκτης και προπονητής. Εγινε ο πρώτος μετά τον Βραζιλιάνο Μάριο Ζαγκάλο που έφυγε από την ζωή πριν λίγες μέρες κι αυτός – είναι λες κι ο Κάιζερ ακολουθούσε τα βήματα του. Ο τρίτος που το κατάφερε είναι ο Γάλλος Ντιντιέ Ντεσάν πολλά χρόνια αργότερα.

Μεγάλος καινοτόμος

Όσοι τον θυμούνται ως παίκτη υποκλίθηκαν μπροστά στην ικανότητα του να βάζει τάξη στο παιγνίδι κάτι που δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς παρακολουθώντας σήμερα τις εικόνες των παιγνιδιών του στο YouTube. Yπάρχουν παίκτες που προηγήθηκαν της εποχής τους κι άλλοι που στάθηκαν άτυχοι γιατί τους βλέπεις και λες πως αν έπαιζαν ποδόσφαιρο μια δεκαετία πριν θα ήταν σπουδαίοι. Και υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία στην οποία ανήκουν αυτοί που την εποχή τους την καθόρισαν κι άλλαξαν το ποδόσφαιρο. Σε αυτή ανήκει ο Μπεκενμπάουερ.

Ο Κάιζερ ξεκίνησε ως μέσος και παίζοντας κάτι σαν οργανωτής σημείωσε τέσσερα γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του ’66 όταν και ψηφίστηκε ως ο καλύτερος στον ρόλο του, παρά την ήττα της Δυτικής Γερμανίας από τους Αγγλους στον τελικό. Στην Μπάγερν όμως αποφάσισε να παίζει πιο πίσω. Επαιζε αρχικά μπροστά από την άμυνα και γρήγορα έγινε «λίμπερο» αλλάζοντας από τότε και εντελώς αυτό τον καθαρά αμυντικό ρόλο. Ο τρόπος που αγωνίστηκε στην θέση ξεπερνά την εποχή του: βοηθά τους αμυντικούς, αλλά κυρίως χτίζει το παιχνίδι. Όταν η ομάδα του αμύνεται είναι ο τελευταίος παίκτης της, όταν παίρνει τη μπάλα μετατρέπεται σε πλέι μέικερ που ξεπερνά τη μεσαία γραμμή κάτι που σχεδόν απαγορευόταν στους κεντρικούς αμυντικούς της εποχής. Ο Μπεκενμπάουερ ζωγραφίζει πάσες για όλους, μοιράζει ασίστ, φτάνει και στο γκολ και μάλιστα με εντυπωσιακή για αμυντικό συχνότητα. Από το ’65 έως το ’77 σε 467 παιχνίδια με την Μπάγερν σκόραρε 55 φορές. Είναι επίσης ένας τζέντλεμαν των γηπέδων καθώς δεν αποβλήθηκε ποτέ και δίνει κι ένα αιώνιο παράδειγμα γενναιοψυχίας όταν στον ημιτελικό Ιταλία – Δυτική Γερμανίας 4-3, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, με εξάρθρωση ώμου αγωνίστηκε στην παράταση με το χέρι του δεμένο με επίδεσμο. Η ομάδα του ηττήθηκε, αυτός όμως υπήρξε και σε εκείνο το ματς το παράδειγμα ενός γεννημένου νικητή.

Η μόνη του ήττα

Ο Μπεκενμπάουερ είναι μια εικόνα από το μέλλον σε μια εποχή που οι τηλεοράσεις που μεταδίδουν ποδόσφαιρο είναι ασπρόμαυρες. Είναι επίσης ένας τρομερός επαγγελματίας: ο πρώτος Γερμανός ποδοσφαιριστής που διαπραγματεύτηκε με την Μπάγερν δικαιώματα διαχείρισης της εικόνας του και κέρδισε χρήματα από τις πωλήσεις της φανέλας του με το νούμερο 5. Όταν έφυγε από την Βαυαρία για τις ΗΠΑ, για να αγωνιστεί με τον Πελέ στη Νέα Υόρκη και την Cosmos, έκανε μια πρωτοποριακή τον καιρό εκείνο επαγγελματική επιλογή. Από τις ΗΠΑ μπορούσε να καυγαδίζει εξ αποστάσεως με την ομοσπονδία της Δυτικής Γερμανίας καθώς δηλώνει πως η ομάδα του κέρδισε το παγκόσμιο κύπελλο του 1974 με αυτοδιαχείριση: «δίναμε μια σύνθεση γραμμένη σε ένα χαρτί στον προπονητή κι αυτός απλά μας άκουγε» θα πει. Οταν επιστρέφει στη Γερμανία πηγαίνει στο Αμβούργο και όχι στο Μόναχο, και αναγκάζει ένα γήπεδο στο οποίο για χρόνια όλοι τον έβριζαν να πανηγυρίσει μαζί του το πέμπτο του πρωτάθλημα. Στο οποίο πρέπει να προστεθούν τα πέντε διεθνή τρόπαια, δυο Χρυσές Μπάλες και τρεις τίτλοι που κατέκτησε στις ΗΠΑ χωρίς πάντως να βοηθήσει τους Αμερικάνους να καταλάβουν το ποδόσφαιρο: έλεγε ότι αυτό ήταν η μόνη του ήττα.

Το δεύτερο κεφάλαιο

Θα ακολουθήσει το δεύτερο κεφάλαιο, δηλαδή η καριέρα του ως προπονητής αρχικά και παράγοντας στην συνέχεια. Στην Εθνική Γερμανία βρίσκεται ξαφνικά το 1984, χωρίς να έχει προπονήσει ποτέ στο παρελθόν, ένα μόλις χρόνο μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Χάνει τον τελικό του μουντιάλ του ’86 από τον σούπερ Μαραντόνα, αλλά έχει δείξει διαχειρίστηκες ικανότητες που λίγοι περίμεναν. Η Γερμανία του δεν είναι ελκυστική, ο Ρουμενίγκε δεν μπορεί να παίξει πάνω από ένα ημίχρονο, οι νέοι παίκτες της είναι αρκετοί και σχετικά άπειροι, αλλά ο Μπεκενμπάουερ ποντάροντας στην τακτική και στην άμυνα την οδηγεί στον τελικό: η ακύρωση του Πλατινί με τον Ρολφ στον ημιτελικό κόντρα στην Γαλλία είναι η κίνηση ματ που έχει κάνει προπονητής σε εκείνη την διοργάνωση. Τέσσερα χρόνια αργότερα με μια ομάδα πιο γεμάτη και πιο ώριμη φτάνει στον θρίαμβο στη Ρώμη: λυγίζει την Αργεντινή, που νικήθηκε με πέναλτι του Μπρέμε και αποχαιρετά την Εθνική Γερμανίας στην οποία έχει δουλέψει τέσσερα χρόνια χωρίς δίπλωμα προπονητή. Αρνείται να το πάρει γιατί όπως λέει δεν το χρειάζεται: σε ένα Κάιζερ συγχωρούνται τα πάντα. Θα συνεχίσει να δουλεύει στην συνέχεια ως προπονητής της Μπάγερν, ενώ γίνεται και σχολιαστής αποδεικνύοντας πως έχει την υπέροχη συνήθεια να μην παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά: «Ποιος είπε αυτή τη βλακεία; Εγώ; Ποιος ξέρει τι σκεφτόμουν όταν τα έλεγα» είναι μια από τις αγαπημένες του φράσεις κάθε φορά που τον ζαλίζουν θυμίζοντας του λανθασμένες προβλέψεις.

Παντού για δεκαετίες

Όλα αυτά είναι και δεν είναι η καριέρα του. Διότι ναι μεν είναι όσα πέτυχε, πλην όμως μιλάμε για ένα άνθρωπο που στην Γερμανία είναι παντού για δεκαετίες. Στα γήπεδα, στην τηλεόραση, σε εφημερίδες, στην ομοσπονδία – ο Μπεκενμπάουερ δεν λείπει ποτέ και για τους Γερμανούς δεν θα είναι απλό να τον ξεπεράσουν. Η παραγοντική του καριέρα έφτασε στο αποκορύφωμά της, όταν εξασφάλισε για την Γερμανία την διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006. Η Γερμανία ως Εθνική ομάδα ζούσε μέρες παρακμής. Ο Κάιζερ πίστευε (και είχε δίκιο…) πως μόνο φιλοξενώντας μια διοργάνωση η χώρα θα βοηθούσε τη Νασιοναλιμανσταφ να αλλάξει σελίδα. Την εξασφάλισε την διοργάνωση αντιμετωπίζοντας και με μεγάλη ψυχραιμία την κατηγορία ότι εξαγόρασε ψήφους και την έζησε ως πρωταγωνιστής. Ως πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής τότε είδε 48 παιγνίδια εκείνου του μουντιάλ κάνοντας περιοδεία στη Γερμανία, χρησιμοποιώντας ένα κίτρινο ελικόπτερο. Και τη μέρα που δεν είχε ματς παντρεύτηκε για τρίτη φορά, ώστε να έχει όλη την προσοχή πάνω του! Στο τέλος της διοργάνωσης είπε πως έκανε ένα από τα όνειρά του πραγματικότητα καθώς έδειξε στον κόσμο ότι οι Γερμανοί μπορούν να είναι φιλόξενοι, φιλικοί και χαμογελαστοί ακόμα κι αν δεν μεθύσουν!

Η απώλεια του γιού του

Τα τελευταία χρόνια ο Κάιζερ εξαφανίστηκε σταδιακά από τη μεγάλη σκηνή. Η απώλεια του γιού του Στεφάν που έφυγε από την ζωή σε ηλικία 46 ετών τον τσάκισε, τα καρδιακά προβλήματα του τον έστελναν συχνά στο νοσοκομείο, τελευταία και η όρασή του ήταν προβληματική. Αποσύρθηκε στο Σάλτσμπουργκ με την τρίτη σύζυγό του την Χάιντι, πρώην υπάλληλο της Μπάγερν, και είχε μαζί του τα δύο τους παιδιά, τον Τζόελ και τη Φραντσέσκα. Στον πρώτο εντός έδρας αγώνα της Μπάγερν μετά το lockdown του Covid, ο Ρουμενίνγκε και ο Χένες τον πήγαν στο γήπεδο: έπρεπε να ήταν εκεί όταν θα ξανάνοιγε γιατί η Μπάγερν, της οποίας ήταν επίτιμος πρόεδρος, δεν εγκαταλείπει ποτέ τους θρύλους της και τους θέλει πάντα δίπλα της, ακόμα και στο λυκόφως της ζωής τους. Τώρα βρήκε απλά τον προορισμό του: εκεί ψηλά θα είναι αυτό που ήταν για την Μπάγερν του πάντα. Ένα αστέρι που το έλεγαν Κάιζερ…

Πηγή

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News