Αντώνης Καρπετόπουλος: Λυπήθηκα γιατί δεν χάρηκα τον Μπάλντοκ όσο θα 'πρεπε

Η είδηση του θανάτου του Τζορτζ Μπάντλοκ είναι αληθινά σοκαριστική. Από τις πρώτες λεπτομέρειες που κυκλοφόρησαν φαίνεται πως ο θάνατός του προήρθε από πνιγμό – πράγμα που κάνει την όλη αυτή δραματική ιστορία ακόμα πιο σπάνια και το θάνατο του άτυχου παίκτη ακόμα περισσότερο άδικο.

Αν όσα έγιναν γνωστά επαληθευθούν από τον αρμόδιο ιατροδικαστή ο 31χρονος ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού και της Εθνικής μας ομάδας πέθανε στην πισίνα του σπιτιού του στην Γλυφάδα όπου ζούσε μόνος καθώς η γυναίκα του και το παιδί του δεν ήταν μαζί του στην Ελλάδα.

Σοκαριστικός και ο τρόπος που ο θάνατός του έγινε γνωστός. Η γυναίκα του του τηλεφωνούσε και τον έψαχνε για ώρες. Χρειάστηκε να επικοινωνήσει με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού και ήταν αυτός που ειδοποίησε το αστυνομικό τμήμα Γλυφάδας για να ενημερώσει για το τι έγινε. Οι αστυνομικοί του περιπολικού τον ανέσυραν, προσπάθησαν να τον συνεφέρουν γιατί ούτε οι ίδιοι πίστευαν πως μπορεί ένας τόσο νέος άνθρωπος να είναι νεκρός και μάλιστα με αυτό τον τρόπο. Ο θάνατός του επιβεβαιώθηκε από τους άνδρες του ΕΚΑΒ που έσπευσαν. Σύμφωνα με όσα κυκλοφορούν ο Μπάντλοκ ήταν νεκρός για περισσότερες από τρεις ώρες. Επειδή βρέθηκε δίπλα στην πισίνα ένα σχεδόν άδειο μπουκάλι ουίσκι θα γίνουν και τοξικολογικές εξετάσεις ώστε να υπάρχει μια πλήρης εικόνα για το τι τελικά έγινε. Αλλά η πληρότητα της εικόνας, η γνώση των λεπτομερειών και η τελική έκθεση του ιατροδικαστή δεν θα αλλάξουν την ουσία της φρικτής αυτής ιστορίας.

Ένα παλικάρι 31 χρονών έφυγε από τη ζωή. Φαινόταν ευτυχής, έμοιαζε να έχει λύσει όλα του τα προβλήματα, έκανε το χόμπι του επάγγελμα, όπως λένε. Αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς πρόλαβε να χαρεί και πόσο.

Όλα μόνος του

Ο Τζορτζ Μπάντλοκ ήταν παιδί μιας οικογένειας που αγαπάει πολύ το ποδόσφαιρο. Ο πατέρας του έπαιζε ποδόσφαιρο και επαγγελματίας ποδοσφαιριστής είναι και ο μεγαλύτερος αδερφός του, Σαμ Μπάλντοκ, που σήμερα αγωνίζεται στην Όξφορντ Γιουνάιτεντ – γιατρός μάλιστα στη συγκεκριμένη ομάδα είναι ο άλλος αδερφός του. Τίποτα από όσα πέτυχε ο Μπάντλοκ δεν του χαρίστηκε. Για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του και να παίξει ποδόσφαιρο η χάρη του έφτασε το 2012 μέχρι την Ισλανδία – πράγμα που είναι από τα σπάνια. Η εμπειρία τον σκλήρανε και σαν ποδοσφαιριστή και σαν άνθρωπο. Όταν επέστρεψε στο νησί το 2013 για να αγωνιστεί στις μικρές αγγλικές κατηγορίες ήταν ήδη έτοιμος για το παραπάνω βήμα. Το έκανε στην Μίλτον Κέινς Ντόνς. Οι άνθρωποί της αφού αρχικά τον δάνεισαν στην Οξφορντ Γιουνάιτεντ τον πήραν πίσω και του έδωσαν φανέλα βασικού. Το μικρό του πέρασμα από την Οξφόρδη αποδείχτηκε πολύ σημαντικό στην συνέχεια. Εκεί γνώρισε τον προπονητή Κρις Γουάιλντερ κι αυτός, όταν ανέλαβε την Σέφιλντ Γιουνάιτεντ τον φώναξε γιατί δεν τον είχε ξεχάσει. Ο Μπάλντοκ έμεινε στην Σέφιλντ σχεδόν επτά χρόνια. Πήρε μαζί της την άνοδο στην Πρέμιερ λιγκ μετά από δώδεκα ολόκληρα χρόνια απουσίας. Κι απέκτησε και μια Εθνική ομάδα: την δική μας.

Η φήμη ότι υπήρχε ένας ποδοσφαιριστής ελληνικής καταγωγής στην Αγγλία κυκλοφορούσε χρόνια. Ασχολήθηκαν πρώτοι με την περίπτωσή του ο Τζον Φαν Σκιπ και κυρίως ο Κώστας Κωνσταντινίδης που ανακάλυψε και τις ελληνικές ρίζες του παίκτη που είχε γιαγιά Ελληνίδα. Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες άργησαν κομμάτι, ο Μπάλντοκ απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα τελικά το 2022. Στην Εθνική τον πρωτοκάλεσε ο Γουστάβο Πογιέτ τον Μάιο εκείνης της χρονιάς και το ξεκίνημα του ήταν καταπληκτικό. Εμοιαζε ο κατάλληλος άνθρωπος για την κατάλληλη θέση: τα τρία του πρώτα ματς για το Nations League (με την Βόρειο Ιρλανδία, το Κόσσοβο και την Κύπρο) ήταν άψογα. Η Εθνική μας υπέφερε τόσο στην θέση του δεξιού μπακ – τον καιρό του Φαν Σκιπ ο Ολλανδός άλλαζε στη θέση αυτή ένα παίκτη σε κάθε ματς. Ο Μπάλντοκ ήταν πειθαρχημένος, σκληρός, καλός με την μπάλα και ήσυχο παιδί. Λίγο κλειστός χαρακτήρας, έλεγαν όσοι τον γνώρισαν, αλλά άψογος: ήθελε μάλιστα να μάθει και ελληνικά και έκανε και μαθήματα.

Όταν πέρυσι το καλοκαίρι, μετά από μια δύσκολη χρονιά, το συμβόλαιό του με την Σέφιλντ ολοκληρώθηκε τον ήθελαν και η ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός που τελικά τον κέρδισε. Ταλαιπωρήθηκε λίγο από τραυματισμούς, πρωτόπαιξε με τον Πανσερραϊκό και στο ντέρμπι της περασμένης Κυριακής έκανε την καλύτερη εμφάνισή του: δεν έβγαζε ακόμα 90 λεπτά στην ένταση του ήθελε αλλά όλα ήταν θέμα χρόνου. Μόνο που χρόνο τελικά δεν είχε.

Μια χαρά παίκτης

Αντιμετωπίζουμε τους ποδοσφαιριστές και τους αθλητές γενικά σαν να είναι άτρωτοι. Όταν προκύπτει μια είδηση θανάτου σοκαριζόμαστε. Αισθανόμαστε ότι αυτόν που φεύγει από την ζωή τον ξέρουμε γιατί συμβαίνει να γνωρίζουμε την δημοτικότητα του. Πιστεύουμε πως χάνουμε ένα άνθρωπο από την ζωή μας και μάλιστα κάποιον που ξέρουμε πολύ καλά. Δεν θυμάμαι ανάλογο θάνατο στην Ελλάδα σαν αυτόν του Τζόρτζ Μπάλντοκ κι όσο οι λεπτομέρειες του τι συνέβη γίνονται γνωστές τόσο περισσότερο φρικτά άδικο μου μοιάζει όλο αυτό. Για να είμαι ειλικρινής εγώ τουλάχιστον δεν θα ήθελα να μάθω άλλες λεπτομέρειες: μπορούν μόνο να κάνουν την δυσάρεστη αυτή ιστορία περισσότερο τραγική. Δεν θέλω να ξέρω κάτι παραπάνω. Θέλω απλά να θυμάμαι τον Μπάλντοκ να κατεβαίνει με την μπάλα στα πόδια. Και όλους εμάς να αναρωτιόμαστε γιατί άραγε αργήσαμε τόσο πολύ να τον ανακαλύψουμε διότι ήταν μια χαρά παίκτης.

Το να πεις «κρίμα» είναι λίγο κι εύκολο. Προτιμώ το διδακτικό κομμάτι της τραγωδίας. Να αγαπάτε τους ποδοσφαιριστές και τους αθλητές γενικότερα. Οταν τους βλέπετε να παίζουν να τους χαίρεστε. Να είσαστε μαζί τους μεγαλόψυχοι, να θυμόσαστε πως με τον τρόπο τους θέλουν να σας διασκεδάσουν, να σας βοηθήσουν να χαρείτε το παιγνίδι όσο και όπως μπορούν. Το παιγνίδι είναι και η ευκαιρία τους να μείνουν παιδιά. Ο Τζόρτζ Μπάλντοκ ήταν ένα μικρό παιδί 31 χρονών που έφυγε χθες εντελώς απροσδόκητα. Λυπάμαι γιατί δεν τον χάρηκα όσο θα πρεπε…

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News